Συμβαίνει στην παιδική ηλικία, να υπάρχει ένας πόνος που θυμίζει τον πόνο που κάνουν τα κόκκαλα όταν ψηλώνουν. Είναι ο πόνος που συμβαίνει όταν τραυματιστεί η ψυχή μας. Σε εκείνο το σημείο, λοιπόν, σταματά να μεγαλώνει και συνεχίζει μόνο του το σώμα. Σε εκείνο το σημείο, γινόμαστε ασυγχρόνιστοι συνοδοιπόροι με τον εαυτό μας. Σε εκείνο το σημείο, ο εαυτός μας θάβεται και ξεκινούμε να χτίζουμε κάτι άλλο πάνω του.
Αυτό που χτίζουμε μοιάζει ότι είναι πολύ πιο κοντά στα πρότυπα του περιβάλλοντός μας και φαίνεται να αποφέρει αυτό που δεν απέφερε το αυθόρμητο της ύπαρξής μας. Την αποδοχή. Όμως, αυτή η αποδοχή, η αποδοχή που έρχεται όταν γίνομαι κάτι άλλο από αυτό που λαχτάρησα, φέρνει μαζί της τη δυστυχία του ανικανοποίητου. Ανικανοποίητο που τρέχουμε να συμπληρώσουμε στο μέλλον, κυνηγώντας κάθε λογής επιτυχία και έπαινο, ενώ συγχρόνως βιώνουμε θυμό και απογοήτευση κάθε φορά που δεν τα καταφέρνουμε.
Με σφοδρότητα θα ξεσπάσουμε σε κάθε τι που αισθανόμαστε πως μας εμπόδισε από τον πολύτιμο στόχο μας – να αισθανθούμε σπουδαίοι – κι ας μην μας γέμιζε απόλαυση η επίτευξή του. Θυμίζουμε πολύ, πολλές φορές σκέφτομαι, κάποιον που δοκιμάζει να γευτεί τα πιο νόστιμα φαγητά με καμένη γλώσσα.
Εκεί είναι που ο θυμός μας θα δρομολογηθεί μέσα από τη λογική και θα μιλήσουμε για αδικία. Για αυτό και όσοι δεν έχουν καταφέρει να εκτιμήσουν επαρκώς τον εαυτό τους, έχουν μία μεγάλη δίψα για δικαιοσύνη – να εξαρτηθούν, δηλαδή, από μία ανώτερη δύναμη που θα τους βγάλει από το ανυπεράσπιστο της ματαίωσής τους. “Αδικήθηκα”, θα φωνάξουν, κι ας έχουν διαπράξει οι ίδιοι την μεγαλύτερη αδικία, την εγκατάλειψη του εαυτού τους.
Και η ψυχή τους που δεν έχει προχωρήσει βήμα από τότε, παραμένει ακριβώς εκεί, καθηλωμένη στο παιδικό τραύμα που ασυνείδητα υπηρετούν. Και, κάθε φορά που κάτι πλησιάζει αυτόν τον πρωταρχικό πόνο, ο εαυτός που έχει μείνει πίσω, το παιδί που έχει μείνει πίσω, υποφέρει. Κι εγώ ή θα του δώσω φωνή ή θα επαναλάβω την παιδική μου συνθήκη και θα το εγκαταλείψω στην αδυναμία του.
Όπως τότε, που αυτό που είχαμε το περισσότερο ανάγκη, δεν ήταν άλλο από το να μας αποδεκτούν δίχως όρους. Να αγκαλιάσουν την επιθυμία, τον φόβο μας. “Φοβάμαι πως υπάρχει κάποιο τέρας, φοβάμαι το σκοτάδι… τον κεραυνό… τη δυνατή βροχή…” Να φωνάζαμε κι εκείνοι να έτρεχαν να μας αγκαλιάσουν κι ας μην υπήρχε τίποτα.
Να μας μάθαιναν, δηλαδή, ότι δεν χρειάζεται να αισθάνομαι ενοχή που φοβάμαι, που κλαίω, που θυμώνω, αλλά ότι όλα αυτά είναι μέρη της εμπειρίας που λέγεται ζωή. Κι όσο μου επιτρέπω να τα βιώνω, τόσο μου επιτρέπω να ζω. Όσο μονώνομαι, τόσο πιο κοντά πλησιάζω στην ανυπαρξία – για αυτό και οι πιο φοβισμένοι άνθρωποι δεν παραδέχονται ούτε στον εαυτό τους το πώς νιώθουν από φόβο μην αισθανθούν.
Αυτό καλούμαι να κάνω εγώ μετά ως δεύτερος ιδανικός γονιός του εαυτού μου, αντί να επαναλάβω την αδυναμία τους. Να αρνηθώ να χτίσω επάνω σε αυτό που είχαν ανάγκη να γίνω για να με αποδεχτούν, κι ο εαυτός μου να παλεύει με αδικαιολόγητα ξεσπάσματα θυμού ή θλίψης για να μου υπενθυμίσει την ύπαρξή του παρά τα όσα μπορεί να έχω καταφέρει.
Κι εκεί αρχίζουν φράσεις όπως: “γιατί να μιλήσω, γιατί να θυμώσω, γιατί να κλάψω;” Θα αλλάξει κάτι; Θα με ακούσει ο άλλος; Κι όσο θα το τηρώ αυτό, τόσο φιμώνω το παιδί μέσα μου και το κρατάω στην ίδια ανίσχυρη θέση με το παρελθόν.
Όσο δεν με αγκάλιασαν τότε, τόσο κι εγώ δεν με αγκαλιάζω τώρα. Όσο εξαρτώ το αν θα εκφραστώ από το αν θα με κατανοήσει ο άλλος, κάνω αυτό που έκαναν κι εκείνοι. Περιμένω να αλλάξουν. Να γίνουν κάποιοι άλλοι, ικανοί να με εμπεριέχουν, μα πώς μπορεί να συμβεί αυτό όταν κι ο ίδιος δεν το κάνω;
Πιο πολύ εδώ θυμίζω θυμωμένο παιδί που, επειδή δεν το δέχτηκαν οι άλλοι, έχει απομείνει στη γωνία και έχει μουτρώσει, αρνούμενο να δείξει αυτό που αισθάνεται. Έχει μείνει στη γωνία και λέει άσε με, αλλά βαθιά μέσα του, φωνάζει “πιάσε με…”
Ωραία, και έκανα το βήμα, το συνειδητοποίησα. Και τώρα, πώς τους το λέω να το καταλάβουν, να πάρω αυτό που χρειάζομαι, πώς πάω παραπέρα; Μα, έτσι πάλι δεν πάω πουθενά.
Όσο αυτό το παραπέρα το αφήνω σε εκείνους, προσδοκώντας ότι, επειδή το εξηγώ καλύτερα, θα το καταλάβουν, οδηγούμαι πάλι στο να ματαιωθώ. Αυτό το παραπέρα το πάω μέσα μου. Είναι για μένα, όχι για τον άλλο. Είναι προϊόν του κόπου μου και σε εμένα χρειάζεται να το προσφέρω.
Εγώ χρειάζεται να περπατήσω μέχρι το παιδί μέσα μου, να το αγκαλιάσω, να το πάρω από το χέρι και να διανύσουμε μαζί την απόσταση στην επιφάνεια. Να συγχρονιστούμε ξανά και όχι μονάχα όταν ταιριάζουμε με τους όρους των άλλων. Αυτό δεν είναι αποδοχή. Αυτό είναι ταύτιση.
Αποδοχή υπάρχει μόνο στο διαφορετικό. Το ίδιο είναι ίδιο. Οικείο. Γνώριμο. Δεν απαιτεί κανένα κόπο από εμένα για να το αντέξω. Δεν απαιτεί να έρθω αντιμέτωπος με τις δικές μου απαγορεύσεις και ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Το ίδιο, έχει μια καθησυχαστική ασφάλεια ότι κι ο άλλος συνεθλίβει από αυτό που συνέθλιψε κι εμένα.
Κι εκεί είναι που γίνεται σημαντική η θεραπεία. Στο να βοηθηθώ να εντοπίσω εκείνο το φιμωμένο παιδί, να αντέξω το θυμό του που το εγκατέλειψα τόσα χρόνια, να ακούσω το λυγμό του που ένιωθε μονάχο του, να κάνω υπομονή μαζί του μέχρι να με εμπιστευτεί και να καταφέρω να σχετιστώ μαζί του.
Μα πιο σημαντικό, είναι να καταλάβω ότι αυτό που χρειάζομαι δεν με περιμένει σε κάποια γραμμή τερματισμού. Αυτό για το οποίο αγωνίζομαι, το κερδίζω τις 364 ημέρες που κάνω θεραπεία. Την 365η, εκείνη που το συστήνω και στον έξω κόσμο, τότε απλώς μου απονέμεται το βραβείο. Το προνόμιο να απολαμβάνω την συντροφιά του εαυτού μου έξω από συνθήκες. Το προνόμιο να είμαι Εγώ.