Έρωτας στο βασίλειο του νερού - Νίκος Τσιφόρος - Point of view

Εν τάχει

Έρωτας στο βασίλειο του νερού - Νίκος Τσιφόρος




Το λοιπόν, ήτανε κάτι Νηρηίδες, στη Νάξο να πούμε, και παίζανε στο γιαλό, 
τρεις και το λουρί της μάνας, πέρναγε ο Ποσειδώνας, τις βλέπει και κόβει 
ανάμεσά τους ένα κόμματο απίθανο. Αλληθώρισε. 
-Για έλα δω, ρε, φώναξε τον οπλονόμο υπηρεσίας. 
-Διατάξτε. 
-Ποια είν' αυτή εκεί, ρε, η όμορφη; 
-Η μελαχρινή; 
-Όχι η άλλη. Μα ντιπ κόπανος είσαι; Σούπα: η όμορφη. 
-Θα μάθω αμέσως. 
Έτρεξε ο οπλονόμος, ρώτησε, τού 'πανε η Αμφιτρίτη, κόρη του Νηρέα και της 
Δωρίδος. Ο Ποσειδώνας σηκώνεται και πάει μια και δυο στον πατέρα της. Είχε 
μαζί του μαργαριτάρια, είχε κοράλλια, είχε και το ποινικό μητρώο λευκό. 
-Θέλω την κόρη σου. 
Κολακεύτηκε ο Νηρέας, είχε κι άλλες δυο κόρες, αλλά, τέλος πάντων, δεν 
είναι μικρό πράγμα να κάνεις γαμπρό κοτζάμου βασιλιά της θάλασσας. 
-Πώς, να την πάρετε! 
Η Αμφιτρίτη, όμως, τον είδε μέσα από το καφάσι και δεν της γουστάριζε 
ποσώς. 
-Ποιόν; Αυτόν τον αξούριστο; Δεν τον θέλω. 
-Μωρή, είναι θεός. 
-Δεν θέλω κι ας είναι και λουκουματζής. 
Κι επειδή κατάλαβε ότι θα της τον δώσουνε με το άστε-ντούα, σηκώθηκε ένα 
βράδι, γέμισε τη βαλίτσα της βρακιά και σουτιέν και πήγε τρεχάλα στον Άτλαντα. 
-Θείε Άτλα... 
-Τ' είναι, ρε ζωηρό; 
-Κρύψε με, θέλουν να με παντρέψουνε δια της βίας. 
Ο Άτλας την πήρε και την έχωσε σ' ένα βαθύ μέρος στη θάλασσα και την 
κρυφοτάιζε γαρίδες γιουβετσάκι. Θαλασσινά δεν της έδινε, φοβότανε, γιατί 
σερνόταν τύφος. Έμαθε ο Ποσειδώνας ότι χάθηκε η νύφη, τον έπιασε μαύρη 
απαλπισία. 
-Τώρα; 
-Μην κάνετε έτσι θεότατε. Τι να γίνει; 
-Δεν μπορώ, είμαι ερωτευμένος. 
-Να φάτε φύκια. 
Ούτε με τα φύκια τού πέρναγε, πήγαινε στα μπουζούκια τα παραθαλάσσια, τά 
'σπαγε, σεβντάς βαρύς και μέγας. Πάνω στην απελπισία του, περνάει ένα δελφίνι. 
-Μπορώ να σας πω; Τού 'κλεισε το μάτι. 
-Άσε με και συ. 
-Μα σας ενδιαφέρει. 
-Ιδιαιτέρως με θέλεις; 
-Μάλιστα. 
Τον πήρε ιδιαιτέρως το δελφίνι και του ξηγήθηκε πολύ ξεγυρισμένα. 
-Την Αμφιτρίτη γυρεύετε; 
-Ναι, μωρέ. Την είδες πουθενά; 
-Την είδα στο τάδε μέρος, έψηνε κακαβιά. 
Σηκώνεται ο Ποσειδώνας, πάει σφεντόνα... Η Αμφιτρίτη είχε φάει κάτι 
πιατάρες και κοιμότανε, δεν τον πήρε μυρωδιά που ζύγωσε. Πάει ο Ποσειδώνας 
κι άρχισε να την γλυκοξυπνάει. 
-Μανούλα μου... 
-Μμμμ. 
-Μούξις. Ξύπνα, ρε τζιέρι μου! 
Και ξυπνήσασα η Αμφιτρίτη ευρέθη προ του δραματικού γαμβρού και κατόπιν 
τούτου έκανε το κορόιδο και τι να γίνει; Τον υπανδρεύθη και έγιναν χαρές 
μεγάλες, μέχρι που σερβίρανε και σουπιές σπανάκι και χταπόδι με κοκκάρια 
κι έφαγε ο Δίας τον αγλέουρα και παραλίγο να κλατάρει. 
Στο δελφίνι ο Ποσειδώνας εξέφρασε την ευαρέσκειά του. 
-Θα σε διορίσω αστερισμό. 
Έτσι έγινε και το δελφίνι αστερισμός και ικανοποιήθηκε.


Pages