Ο έρωτας κι ο θάνατος, θα είναι πάντα οι δυο άκρες της ζωής - Point of view

Εν τάχει

Ο έρωτας κι ο θάνατος, θα είναι πάντα οι δυο άκρες της ζωής





Έρωτας και θάνατος βρίσκονται σε μια συνεχή διαπάλη. 

Η ύπαρξη του ενός ακυρώνει την παρουσία του άλλου. 

Ο έρωτας είναι κίνηση, ο θάνατος είναι στάση. 

Ο έρωτας είναι φως στο σκοτάδι, ο θάνατος σκοτάδι στο φως. 

Ο πρώτος δημιουργεί, ο δεύτερος αποσυνθέτει.


Ο έρωτας και ο θάνατος είναι δύο στιγμές απόλυτα μοναδικές για τον καθένα μας. 





Ποτέ δε γίνεται να ζήσουν δύο άνθρωποι την ερωτική τους βίωση με όμοιο τρόπο. 

Αλλά με όμοιο τρόπο ποτέ δε γίνεται να ζήσουν και τη βίωση θανάτου. 

Μπορούν τα δύο αντίθετα να συνυπάρξουν; 

Για να επιβιώσει ο έρωτας, απαιτείται ο θάνατος του εγώ. 

Αν κάποιος οδοιπορεί σε μια σχέση κουβαλώντας υπερτροφικά «εγώ», ο έρωτας δεν ριζώνει. 

Πρέπει να πεθάνουν όλοι οι μικροί εαυτοί που έχουμε φτιάξει μέσα μας και πρώτος ο εαυτός  -ΕΓΩ.

Θα σκεφτεί κάποιος, γιατί να ερωτευτώ; 

Γιατί να βάλω τον εαυτό μου σε τέτοια διαδικασία; 

Γιατί, όπως δεν επιλέγεις τον θάνατο, έτσι δεν επιλέγεις και τον έρωτα.

Απ’ την άλλη η επίγνωση ότι τίποτα δεν μένει αιώνιο, μπορεί να αφυπνίσει το άτομο. 

Να το ωθήσει να αγαπήσει με όλη του την καρδιά. 

Να δοθεί στον άλλο τώρα που είναι στον ίδιο δρόμο μαζί του. 

Να απολαύσει τη θέα τώρα που βρίσκεται μπροστά στα μάτια του.

 Να κάνει στην ουσία άλμα στη μουντή ζωή που διάγει.





Ο έρωτας, δεν καταργείται από τον θάνατο. 

Γιατί, αν ως θάνατο εννοήσουμε όχι το τέλος, αλλά την αρχή μιας καινούργιας αρχής, τότε ο έρωτας μετασχηματίζεται σε ένα αιώνιο δέσιμο.






Πιο αναλυτικά, ο έρωτας συνιστά ορμή για τη ζωή που εκδηλώνεται ποικιλότροπα. 

Κάποιες φορές γίνεται πάθος εκστατικό για τον εραστή, ηδονικό σμίξιμο σωμάτων, αλληλοπεριχώρηση. 

Κάποιες άλλες παίρνει δρόμους αλλιώτικους για να εκφραστεί. 

Γίνεται το απαλό άγγιγμα της μάνας στο παιδί διαχέεται στα όνειρα που πλάθουμε για το μέλλον παίρνει τη μορφή χαράς μυστικής ή έκδηλης για την πιο μικρή ικανοποίηση της στιγμής γιατί μυρίσαμε ένα λεμονανθό, γιατί απολαύσαμε τη μαγεία της νύκτας, γιατί γευτήκαμε ένα πιάτο ζεστό φαΐ και σταθήκαμε στα πόδια μας.

Ο έρωτας είναι χωμένος στο πετσί του ανθρώπου, υποδόρια, σώψυχα. 

Προίκα του Δημιουργού για να ’χει ο άνθρωπος μαγιά να αναπλάθεται. 

Και όταν ακόμη η ζωή γλιστρά μέσα από τα χέρια του, ο έρωτας ως ορμή ζωής στέκεται εκεί, αγέρωχος προστάτης. 

Και αν λυσσομανά ο αέρας να ισοπεδώσει τα πάντα, η άνοιξη είναι μέσα του αδιόρατη. 

Και αν φτάνει στα όριά του ο άνθρωπος και χάσκει μπροστά του η άβυσσος του τίποτα, εκείνος καρφώνει το βλέμμα πιο εμπρός. 

Και αν αρρωστά το σώμα και έχει γίνει απολειφάδι, βαθιά μέσα αθώρητος ο έρωτας δεν τον αφήνει να τα βάλει κάτω.


Τον πεισμώνει. 

Και πιάνεται απ' ό,τι έχει το απαλό χέρι συντρόφου, τη θέα από το ανοικτό παράθυρο του πόνου που γίνεται ένα με την ελπίδα πως στο τέλος το ρυάκι της ζωής θα συνεχίσει να αρδεύει ακόμη τις αισθήσεις. 

Έρως ανίκατε... 

Απ’ την άλλη όχθη στέκει ο θάνατος, άρνηση και αναίρεση των πάντων. 

Από άποψη βιολογική, η φθορά του θανάτου είναι γραμμένη στα μιτοχόνδρια της ύπαρξης. 

Λογιάζει το ω του είναι μας. 

Ο φθορέας του κορμιού που παρασέρνει στο χώμα μέλη και πρόσωπο.

Έρωτας και θάνατος κονταροχτυπιούνται αέναα. 






Απ’ τη μια η ορμή για τη ζωή, απ’ την άλλη η πορεία του θανάτου αναπόδραστη, σίγουρη πιότερο απ’ τον αέρα που αναπνέουμε. 

Παλαίστρα ο παρών βίος. 

Και όσο και αν ο έρωτας κρατά Θερμοπύλες, το αποτέλεσμα φαίνεται να είναι προδικασμένο, ο θάνατος θριαμβεύει, βάζει την τελεία στην οριζόντια γραμμή. 

Νυν και αεί θάνατος διαδέχεται…


Και όμως άξαφνα η ζωή ξεπηδά μέσα από άλλη χαραμάδα. 

Σαν αχτίνα που μπαίνει μέσα από τη σχισμή πόρτας, το σμίξιμο το ερωτικό δυο ανθρώπων, η δημιουργία μιας καινούργιας ζωής, ανατρέπει τον θάνατο. 

Μια αέναη κίνηση γέννησης και δημιουργίας συντελείται κάθε στιγμή, κάθε λεπτό στο σύμπαν, που αναιρεί τον σιωπηλό κύκλο του θανάτου. 

Και η ιστορία επαναλαμβάνεται εις αιώνας αιώνων.

Μπορούν τα δύο αντίθετα να συνυπάρξουν; 

Κάτω από μια άλλη συλλογιστική ιδωμένα τα πράγματα, ναι. 

Για να επιβιώσει ο έρωτας, η εκούσια παράδοση στον άλλο, απαιτείται ο θάνατος του εγώ. 

Αν κάποιος οδοιπορεί σε μια σχέση κουβαλώντας υπερτροφικά «εγώ», ο έρωτας δεν ριζώνει. 

Πρέπει να πεθάνουν όλοι οι θεοί που φτιάξαμε και πρώτος και τυραννικότερος ο θεός-εαυτός μας.


Έτσι μόνο θα επιτευχθεί η περιχώρηση τού ενός στον άλλο. 

Απ’ την άλλη η επίγνωση ότι τίποτα δεν μένει αιώνιο, μπορεί να αφυπνίσει το άτομο. 

Να το ωθήσει να αγαπήσει με όλη του την καρδιά. 

Να δοθεί στον άλλο τώρα που είναι στον ίδιο δρόμο μαζί του. 

Να απολαύσει το τοπίο τώρα που βρίσκεται μπροστά στα μάτια του. 

Να κάνει εν ολίγοις άλμα στην πεζή, μουχλιασμένη ζωή που διάγει.

Τέλος ο έρωτας, από μια άποψη, δεν καταργείται από τον θάνατο.

 Γιατί, αν ως θάνατο εννοήσουμε όχι το τέλος, αλλά την αρχή μιας καινούργιας αρχής, τότε ο έρωτας μετασχηματίζεται σε ένα αιώνιο δέσιμο. 

Καθώς το συλλαμβάνει ο ποιητής με το θρησκευτικό του αισθητήριο, αναφερόμενος στην αγαπημένη του «και όταν πεθάνουμε να μας θάψετε κοντά.

Για να μην τρέχουμε μέσα στην νύκτα για να συναντηθούμε». 

Στη βιβλική εκδοχή του έρωτα, η ωραία του άσματος ασμάτων καταθέτει το δικό της στάλαγμα ερωτικής ζωής: 

«Βάλε με σφραγίδα στην καρδιά σου, ωσάν σφραγίδα στον μπράτσο σου. 

Είναι δυνατή η αγάπη σαν το θάνατο… οι σπίθες της είναι σπίθες της φωτιάς, φλόγα του Θεού».


Σε όλα τα πιο πάνω η λογική βλέπει χάσμα αγεφύρωτο. 

Μόνο μια άλλη θέαση πραγμάτων φέρνει τα μακριά κοντά. 

Μια θέαση υπερκόσμια, εν πνεύματι και αλήθεια.
via

Pages