Οι δύο δρόμοι της γνώσης - Point of view

Εν τάχει

Οι δύο δρόμοι της γνώσης







Όλες οι μηχανές 


(από ψυχαγωγικές μέχρι ιατρικές ακόμη και διαστημικές) 

επινοήθηκαν για να κερδίσουμε χρόνο.

Είναι πράγματι ο χρόνος το πολυτιμότερο όλων;

Και αν Ναι! Πως την πατήσαμε έτσι και τις χρησιμοποιούμε 

ακριβώς για να χάνουμε αυτό που θέλαμε να κερδίσουμε;

Τελικά μόνο έτσι εξηγείται γιατι ευκολότερα σαπίζουν 

τα τρόφιμα που έχουμε εν αφθονία και αποθηκευμένα 

και καθόλου τα μετρημένα, λιγοστά και απαραίτητα 

για άμεση κατανάλωση! 

Με την ίδια παράλογη λογική χαραμίζουμε και την

 σπάνιας αξίας Νοητική μηχανή μας


Δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι υπάρχουν στη φύση μηχανές συγκρίσιμες με τις τελειότερες κατασκευές του ανθρώπου. Δεν μπορούμε, εκτός αν αρνηθούμε την ύπαρξη του ίδιου του φυσικού κόσμου, αν δεχτούμε πως ζούμε σε μια ψευδαίσθηση (γιατί υπάρχουν και αυτού του είδους οι θεωρίες).
Ας τολμήσουμε λοιπόν το επόμενο βήμα, να ρωτήσουμε: Από τι είναι κατασκευασμένες οι μηχανές αυτές; Πώς λειτουργούν; Πώς και πότε κατασκευάστηκαν; Και για ποιον σκοπό;
Υπάρχουν δύο θεωρήσεις μέσα από τις οποίες μπορούμε να αναζητήσουμε απαντήσεις. Μας είναι γνωστές.

Οι δύο ερμηνευτικοί δρόμοι της γνώσης

Η μία δέχεται ότι ο άνθρωπος είναι προϊόν και μέρος του φυσικού κόσμου, ότι η γνώση του αποκτάται με τα μέσα που του παρέχει ο φυσικός κόσμος, ό,τι γνωρίζει και ό,τι μπορεί ποτέ να μάθει είναι και θα είναι μέρος του φυσικού κόσμου.
Η άλλη δέχεται ότι όλα περνούν μέσα από μια οντότητα που εξουσιάζει τον φυσικό κόσμο.
Θα ονομάσω την πρώτη «φυσική» θεώρηση και τη δεύτερη «μεταφυσική». Βρίσκω τους όρους αυτούς πιο απλούς και πιο άμεσους, λιγότερο παρεξηγήσιμους από τους όρους επιστημονική, εμπειρική ή θετική –που χρησιμοποιούνται συχνά για την πρώτη θεώρηση– και υπερφυσική, υπερβατική, πνευματική ή δογματική – που χρησιμοποιούνται για τη δεύτερη. Στο κεφάλαιο αυτό, θα χειριστώ τις δύο αυτές θεωρήσεις διαζευκτικά: δεν μπορεί να είναι και οι δύο σωστές, δεν είναι συμβατές η μία με την άλλη, δεν υπάρχουν ενδιάμεσες καταστάσεις.
Η θέση αυτή ίσως φανεί αυθαίρετη και ακραία, ή ακόμα –πράγμα πιο σοβαρό– λανθασμένη. Και όμως θα επιμείνω στο ότι υπάρχουν μόνο αυτές οι δύο θεωρήσεις για τον εξής λόγο: από τη στιγμή που θα δεχτούμε πως οι δύο θεωρήσεις δεν είναι ανεξάρτητες και αυτοδύναμες, αλλά συμπληρωματικές, συμβιβάσιμες ή αλληλεξαρτημένες, από τη στιγμή αυτή θα έχουμε υποτάξει τη φυσική θεώρηση στη μεταφυσική, θα την έχουμε κάνει μέρος της. Γιατί το αντίθετο, η υποταγή του μεταφυσικού στο φυσικό –ακόμα και η ισότητά τους– αποκλείεται από τον ίδιο τον ορισμό της μεταφυσικής θεώρησης.
Δεν μπορείς να παντρεύεις τον Θεό με την ύλη και να απαιτείς συζυγική ισότητα.





Αυτό σημαίνει πως η διατήρηση της άποψης ότι οι δύο θεωρήσεις είναι ανεξάρτητες και διαζευκτικές είναι απαραίτητη αν δεν θέλουμε να εγκαταλείψουμε τον σκοπό μας, που είναι να δούμε πόσο μακριά μπορεί να μας πάει η φυσική θεώρηση του κόσμου χωρίς την προσφυγή σε μεταφυσικές ερμηνείες.
Έχοντας κάνει αυτή τη διαπίστωση, ας ξαναγυρίσουμε στα ερωτήματα που θέσαμε και ας δούμε πρώτα πώς θα μπορούσαν να απαντηθούν μέσα από τη φυσική θεώρηση. Το «από τι είναι κατασκευασμένες οι μηχανές» δηλώνει πως ψάχνουμε για ηλεκτρόνια και πρωτόνια, για άτομα και μόρια, ότι αναζητούμε μια «υλιστική» ερμηνεία.
Το «πώς λειτουργούν» δηλώνει πως ψάχνουμε για φυσικοχημικές διεργασίες, για μηχανισμούς που απορρέουν από τις ιδιότητες της ύλης, ότι αναζητούμε μια «μηχανιστική» ερμηνεία.
Το «πώς και πότε κατασκευάστηκαν» δηλώνει ότι ψάχνουμε για μια διαδικασία που έγινε ή που άρχισε στο παρελθόν και συνεχίζεται στις μέρες μας, ότι αναζητούμε μια «ιστορική» ερμηνεία.
Ας σταθούμε εδώ πριν προχωρήσουμε στο τέταρτο ερώτημα, το «για ποιο σκοπό». Αφού η ύλη δεν μπορεί να νοηθεί έξω από τον χώρο και τον χρόνο, η υλιστική, η μηχανιστική και η ιστορική ερμηνεία του φυσικού κόσμου είναι έννοιες σύμφυτες, ένα και το αυτό, η διάκρισή τους υπάρχει μόνο στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Η φυσική ερμηνεία του κόσμου (και φυσικά εννοούμε του φυσικού κόσμου, αφού αυτός είναι ο μόνος κόσμος που κατά τον ορισμό μας υπόκειται στη φυσική θεώρηση), αλλιώς γνωστή ως φυσιοκρατία, δεν μπορεί παρά να είναι υλι­στική- μηχανιστική-ιστορική. Αυτό, κατά τη θέση μας, πρέπει να ισχύει από τα ηλεκτρόνια μέχρι τους γαλαξίες, από το γονίδια μέχρι τα οικοσυστήματα, από τις κοκορομαχίες μέχρι τους παγκόσμιους πολέμους, από τις κοινωνίες των μελισσών μέχρι τις κοινωνίες των εθνών – και ίσως των άστρων.
Πώς απαντά η φυσική ερμηνεία στο τέταρτο ερώτημα; Για ποιον σκοπό είναι κατασκευασμένη η νυχτερίδα να στέλνει, να δέχεται και να αναλύει υπερήχους; Η απάντηση «για να πιάνει έντομα» σίγουρα δεν πρόκειται να μας ικανοποιήσει, αφού στη συνέχεια θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε «γιατί είναι η νυχτερίδα κατασκευασμένη για να πιάνει έντομα;». Μπαίνουμε έτσι σε μια αλυσίδα ερωτημάτων. Ένας κρίκος της, που θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν τέρμα, είναι η απάντηση «ο σκοπός πίσω από τη μηχανή που ονομάζουμε νυχτερίδα είναι να δώσει άλλες νυχτερίδες, να αναπαραχθεί».
Πρόκειται για τέρμα στην αλυσίδα των ερωτημάτων μας ή για στάση; Πολλοί θα έλεγαν στάση, αφού στη συνέχεια θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε «ποιος είναι ο σκοπός της αναπαραγωγής;». Για τη βιολογία η ερώτηση αυτή είναι ό,τι είναι για τη φυσική η ερώτηση «ποιος είναι ο σκοπός της βαρύτητας;». Είναι φανερό ότι τέτοιες ερωτήσεις, που αναζητούν σκοπό στις πιο βασικές ιδιότητες του φυσικού κόσμου, οδηγούν στην απλή και πιο ειλικρινή ερώτηση «γιατί υπάρχει ο φυσικός κόσμος;», που είναι εξίσου απλά και ειλικρινά μια μεταφυσική ερώτηση.
Ερωτήσεις του τύπου «για ποιον σκοπό» είναι γνωστές ως τελεολογικές (τέλος = σκοπός). Το παραπάνω σκεπτικό μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως οι τελεολογικές ερωτήσεις οδηγούν απευθείας στη μεταφυσική θεώρηση του κόσμου και, επομένως, δεν έχουν θέση στη φυσική ερμηνεία του.
Η μόνη μη μεταφυσική απάντηση σε μια τελεολογική ερώτηση μπορεί να βγει μέσα από μια άλλη ερώτηση: «Γιατί έχουμε την τάση να κάνουμε τελεολογικές ερωτήσεις;». Γιατί στο παράδειγμα της νυχτερίδας δεν αρκεστήκαμε στις τρεις πρώτες ερωτήσεις; (από τι είναι κατασκευασμένη η μηχανή; πώς λειτουργεί; πού, πότε και πώς φτιάχτηκε;).
Η σύντομη απάντηση στο γιατί θέτουμε τελεολογικές ερωτήσεις, η απάντηση της φυσικής θεώρησης του κόσμου, είναι «από συνήθεια», μια συνήθεια που την οφείλουμε στη γενετική και την πολιτισμική μας κληρονομιά. Προς το τέλος του βιβλίου θα έχουμε όλη την πληροφόρηση που θα μας επιτρέψει να αναγνωρίσουμε αυτή τη συνήθεια σαν μια έμφυτη πλάνη. Όμως, προς το παρόν, η απάντηση μας φαίνεται απλοϊκή και αυθαίρετη, για μερικούς ίσως εξοργιστικά απλοϊκή και αυθαίρετη (μόνο που αν μπει στη μέση η οργή, καλύτερα να κλείσετε το βιβλίο). Ακούω κιόλας το παράπονο ότι σπατάλησα μερικές σελίδες για να παρουσιάσω τη νυχτερίδα σαν μηχανή και τώρα σας καλώ να δεχτείτε ότι η μηχανή αυτή δεν έχει σκοπό.
Ξέρεις εσύ (ακούω την ερώτηση) καμιά μηχανή που δεν έχει φτιαχτεί για κάποιο σκοπό;Είναι μια ερώτηση που δίκαια απαιτεί μια απάντηση. Και η απάντηση αυτή, η απάντηση που θα επιχειρήσει να δώσει το βιβλίο, δεν μπορεί παρά να έχει τα στοιχεία της φυσικής θεώρησης, να είναι μια υλιστική-μηχανιστική-ιστορική ερμηνεία. Αλλιώς δεν θα είναι τίποτε παραπάνω από μια υπεκφυγή, μια αναγνώριση πως μπροστά στην αδυναμία μας να δώσουμε απάντηση στις έσχατες ερωτήσεις, τις βαφτίζουμε άτοπες και ανεδαφικές. Θα είναι, τέλος, μια ομολογία πως η φυσική θεώρηση είναι από μόνη της ανεπαρκής.
Και τότε θα είναι δικαιωμένοι όσοι θα προτιμούσαν να κλείσει εδώ το θέμα, ψιθυρίζοντας συγκαταβατικά πως καλά κάνει η φυσική θεώρηση και ξανοίγεται στις άγνωστες θάλασσες της αναζήτησης, αλλά ας κρατά πάντα μαζί της την πυξίδα του τελεολογικού προσανατολισμού για να μπορέσει τελικά να επιστρέψει στο λιμάνι και να δεθεί στέρεα στο μουράγιο της μεταφυσικής θεώρησης. 
***
Λευτέρης Ζούρος - Ας συμφιλιωθούμε με τον Δαρβίνο
Aς συμφιλιωθούμε με τη φύση μας και με τη Φύση
Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης
via

Pages