Εξάλλου, την κοινωνικότητα μπορεί κανείς να την θεωρήσει επίσης και ως τον τρόπο με τον οποίον οι άνθρωποι ζεσταίνουν πνευματικά ο ένας τον άλλον, όπως ζεσταίνουν και τα σώματά τους συνωστιζόμενοι σε περίπτωση δριμέος ψύχους. Όποιος, όμως, έχει ο ίδιος πολλή θερμότητα πνεύματος δεν χρειάζεται έναν τέτοιο συνωστισμό. Σύμφωνα με όλα τούτα η κοινωνικότητα ενός ανθρώπου βρίσκεται περίπου σε αντίστροφη αναλογική σχέση προς την πνευματική του αξία- η δε απόφανση «ο τάδε είναι πολύ αντικοινωνικός» ισοδυναμεί σχεδόν με την «ο τάδε είναι άνθρωπος με μεγάλα χαρίσματα».
Στον διανοητικά προικισμένο άνθρωπο, η μοναχικότητα παρέχει ένα διττό όφελος: πρώτον, το να είναι με τον εαυτό του και, δεύτερον, το να μην είναι με άλλους. Τούτο το τελευταίο θα το αξιολογήσει κανείς ιδιαίτερα αναλογιζόμενος πόσα βάσανα, πόσους καταναγκασμούς ακόμη και κινδύνους ενέχει κάθε συναναστροφή. Tout notre mal vient de ne pouvoir etre seuls [όλα τα δεινά προέρχονται από το ότι δεν μπορούμε να είμαστε μόνοι μας], λέγει ο La Bruyere. Το να έχει κανείς καθ’ εαυτόν τόσα πολλά ώστε να μην χρειάζεται συναναστροφές συνιστά μεγάλη τύχη και μόνο για το γεγονός ότι όλα σχεδόν τα δεινά μας εκπηγάζουν από αυτές. Για να κατακτήσουν την ευτυχία της ψυχικής γαλήνης, οι κυνικοί φιλόσοφοι απαρνήθηκαν κάθε κτήση αγαθών- όποιος, με τον ίδιο αυτό σκοπό, απαρνείται την κοινωνική συναναστροφή έχει επιλέξει το πλέον σοφό μέσο. Είναι τόσο εύστοχο όσο και ωραίο αυτό που λέγει ο Bernardin de St. Pierre: La diete des aliments nous rend la sante du corps, et celle des hommes la tranquillite de l’ame [Η διαιτητική αποχή από τα τρόφιμα μας χαρίζει σωματική υγεία, εκείνη από τους ανθρώπους την ψυχική γαλήνη].
Συνεπώς, όποιος συνάψει εγκαίρως φιλία με την μοναχικότητα, μάλιστα δε την αγαπήσει, έχει κάνει δικό του ένα χρυσωρυχείο. Τούτο, όμως, δεν το καταφέρνει επουδενί ο καθένας, καθώς όπως κατ’ αρχάς η ανάγκη, έτσι και κατόπιν, μετά την άρση αυτής, η ανία ωθεί τους ανθρώπους τον έναν στον άλλον. Χωρίς την ανάγκη και την ανία, ο καθένας θα έμενε προφανώς μόνος του- τούτο δε θα συνέβαινε και μόνο λόγω του ότι κατά την μοναχικότητα και μόνον αντιστοιχεί το περιβάλλον στην ιδιαίτερη εκείνη σπουδαιότητα, μάλιστα μοναδικότητα που έχει ο καθένας στα μάτια του, η οποία, στον συνωστισμό του κόσμου, συρρικνώνεται μέχρις εξαφανίσεως, καθώς εισπράττει, σε κάθε βήμα, κι ένα dementi [μία διάψευση]. Υπ’ αυτή την έννοια, η μοναχικότητα είναι η φυσική κατάσταση του καθενός: τον επαναφέρει, ως πρώτο Αδάμ, στην πρωταρχική, την αρμόζουσα στην φύση του ευτυχία.
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ
ARTHUR SCHOPENHAUER
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΟΕΣ