O Ιησούς τραγουδούσε με τους Μαθητές Του (Ματθ. 26:30). Αυτό το γνωρίζουμε πολύ καλά. Άλλες πηγές ισχυρίζονται ότι χόρευε κιόλας μαζί τους (Πράξ. του Ιωάννου). Είχε αρκετή τρυφερότητα ώστε να θρηνήσει για την Ιερουσαλήμ, αλλά και σε μια ιδιωτική Του στιγμή, πάνω στον τάφο του Λαζάρου. Μας έδωσε και άλλα σημεία που αποκαλύπτουν την ψυχολογική ωριμότητα ενός παιδιού με «ασφαλή προσκόλληση» κατά τον ψυχολογικό όρο, το οποίο θα ήταν ικανό να ζήσει ισορροπημένη ζωή.
Ο Ιησούς ήταν κοινωνικός, πήγαινε στους γάμους, περνούσε χρόνο με φίλους Του και παρακολουθούσε τη Συναγωγή. Αποσυρόταν τακτικά στη μόνωση και την ησυχία για να επικοινωνήσει με τον Πατέρα. Όταν ο Πέτρος Τον αναζήτησε και του ζήτησε να αφήσει τον «έρημον τόπον» και να επιστρέψει στην Καπερναούμ για να θεραπεύσει αρρώστους και να ασχοληθεί με τα άμεσα προβλήματα των ανθρώπων, ο Ιησούς αρνήθηκε, λέγοντας ότι «εξελήλυθε» για να κηρύξει.
Έβαζε ενεργά και σαφή όρια, που Του επέτρεπαν να δεχθεί εναγκαλισμό όταν άρμοζε και να τον αρνηθεί όταν δεν ταίριαζε (Ιω. 20:17). Συμφιλιωμένος με το σώμα Του, δεν ένιωσε να απειλείται όταν μια γυναίκα έλουσε απρόσμενα με μύρο τα πόδια Του, τα έβρεξε με τα δάκρυά της και λύνοντας δημόσια τα μαλλιά της «εξέμασσε και κατεφίλει τους πόδας Αυτού, ενώ Εκείνος «ανέκειτο εν τη οικία του Φαρισαίου». Ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει όσους θεωρούσαν τους εαυτούς τους καλύτερους, αλλά και αρκετά ταπεινός για να πλύνει τα πόδια των Μαθητών, ζωσμένος το λέντιο, σημείο ελέους και ταπεινής διακονίας.
Δειπνούσε με επιφανείς αλλά και με παρίες. Κυκλοφορούσε μιλώντας ανοιχτά ανάμεσα στους ανθρώπους, ωστόσο μπορούσε και να ταξιδεύει ινκόγνιτο όταν οι περιστάσεις και η αποστολή Του το απαιτούσαν (Ιω. 7:10). Οι Μαθητές θυμούνται ότι ο Ιησούς είχε το σθένος και τον αυτοέλεγχο να απαντά στις αιτάσεις των Φαρισαίων και των δημοσίων αξιωματούχων που του έθεταν ερωτήσεις αλλά και να εκφράζει την αναγκαία τρυφερότητα και συμπόνοια προκειμένου να ανακουφίσει και να παρηγορήσει άλλους την ώρα που ένιωθαν βαθειά ντροπιασμένοι.
Σ’ όλη τη θυελλώδη διακονία Του δεν αντλούσε την αίσθηση του εαυτού από τις γνώμες των άλλων για το Πρόσωπό Του, ακόμη κι όταν οι εκδηλώσεις λατρείας ήταν τόσες ώστε να αρκούν για να Τον ανακηρύξουν Βασιλιά, επειδή η κενοδοξία δεν είχε θέση εντός Του. «Ότι ου χρείαν είχεν ίνα τις μαρτυρήσει περί ανθρώπου∙ αυτός γαρ εγίνωσκε τι ην εν τω ανθρώπω» (Ιω. 2:25). Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέει ότι όποιος επιτύχει την αυτογνωσία είναι ανώτερος από εκείνον που ανασταίνει εκ των νεκρών». Μια τέτοια γνώση προέρχεται από την ταπείνωση, τη διαύγεια και την απλότητα που γεννιούνται από τη μετάνοια και κανείς δεν είναι πιο ταπεινός από τον Ιησού. Ο γέροντας Αρσένιος παρατήρησε ότι «Η ταπείνωση είναι γνήσια μόνον όταν είναι παρών ο Χριστός», επειδή ο Χριστός είναι ο Ίδιος η υπέρτατη ταπείνωση της επιθυμίας του Θεού να κενωθεί και με υπομονή να υποστεί τα πάντα, να πεθάνει και να κατεβεί στον Άδη για κείνους που αγαπά.
Πώς λοιπόν τα έκανε αυτά ο Ιησούς; Μα, είναι Θεός. Σε μια πρώτη ανάγνωση, αυτό φαίνεται αρκετό, δεν είναι όμως ακριβώς έτσι. Είναι και τέλειος άνθρωπος και η θεία και η ανθρώπινη φύση Του είναι ασυγχύτως και αδιαιρέτως ενωμένες στο πρόσωπό Του. Με άλλα λόγια, η θεότητά Του επηρεάζεται από την ανθρωπινότητά Του με κάθε δυνατό τρόπο από τους ίδιους πειρασμούς, τις αναπτυξιακές δυσκολίες και προκλήσεις που επηρεάζουν κάθε άνθρωπο από τη σύλληψη μέχρι τη γέννηση και την βρεφική ηλικία, την παιδική ηλικία και την ενήλικη ωριμότητα. Χμμμ…
Ως ανθρώπινο πλάσμα, εντελώς ανυπεράσπιστο κατά τη γέννηση, ο Ιησούς χρειαζόταν καλούς γονείς για να τον εισαγάγουν στην κοινότητα των ανθρώπων. Κι αν ο Ιησούς είχε ένα θυμώδη, βάναυσο αλκοολικό πατέρα ή είχε γεννηθεί με εμβρυικό αλκοολικό σύνδρομο ή από γονείς χρήστες, με κατεστραμμένο ήδη τον εγκέφαλό Του από τις ουσίες; Κι αν αντί να Του διηγούνται ιστορίες για τον Ισραήλ και τους πνευματικούς του ήρωες, ο Ιωσήφ και η Μαρία Τον είχαν εγκαταλείψει στην ψηφιακή φροντίδα των Μέσων να περνά ατέλειωτες ώρες παίζοντας βιντεοπαιχνίδια και παρακολουθώντας βλακώδη, διεγερτικά τηλεοπτικά σόου, διανθισμένα με ατέλειωτες διαφημίσεις σχεδιασμένες για να διεγείρουν τα πάθη; Κι αν τον γέμιζαν με κάθε είδους παιχνίδι και «γκατζετάκια» αλλά δεν του πρόσφεραν αληθινή προσοχή και παρουσία; Ας υποθέσουμε ότι δούλευαν και οι δύο πολλές ώρες και περνούσαν ελάχιστο χρόνο μαζί Του ή Τον άφηναν στη φύλαξη άλλων αμέσως μόλις απογαλακτιζόταν… Κι αν, γυρίζοντας στο σπίτι, ήταν κατάκοποι από τον μόχθο της ημέρας και δεν είχαν το κουράγιο να Τον χαρούν ή να δείξουν το ζωτικό για κάθε παιδί ενδιαφέρον; Κι αν η μητέρα του δεν Τον νανούρισε και δεν Του σήκωνε τρυφερά τα μαλλιά απ’ το μέτωπο, με μάτια φωτισμένα από χαρά και αγάπη και θάμβος, έτσι που να της χαμογελά κι Εκείνος με χαρά, να κουτρουβαλά στην κατηφόρα για να πέσει στην αγκαλιά της, και να χαρεί το καλωσόρισμα και το γλυκό της χάδι;
Αν ο Ιησούς είχε μια μάνα που φύλαγε κριτική και απόρριψη για τον Γιό της, έτοιμη να Τον διορθώσει, ανίκανη να διακρίνει τους φόβους και τις ανησυχίες Του και να Του προσφέρει παρηγοριά; Κι αν όταν έκλαιγε, αυτή δεν έτρεχε κοντά; Αν όταν φοβόταν δεν είχε την υπομονή και τη γαλήνη της ψυχής να Τον μερώσει και να Τον λικνίσει μέχρι ν’ αποκοιμηθεί; Κι αν Τον στερούσε απ’ την αισθητηριακή ζεστασιά και σύνδεση της μητρικής της παρουσίας από φόβο ότι «πώς να ρισκάρει να είναι γνήσια και απλά ανθρώπινη με του Ίδιου του Θεού το γιό;»
Είναι μια περίοδος στη αναπτυξιακή πορεία κάθε παιδιού κατά την οποία μπαίνουν τα θεμέλια για την κατοπινή θεολογική κατανόηση (ανωτροπικό ή υπερβατικό βίωμα), τη συναισθηματική ωριμότητα και την ικανότητα για υγιή, ασκητική αυταπάρνηση. Συμβαίνει πριν καν αποκτήσουμε κατανόηση του λόγου. Συμβαίνει, παραδόξως, μέσω της ίδιας της αισθητηριακότητας, μέσω της ενσυναίσθησης και της ζεστασιάς της μητρικής αγάπης, από την οποία εκουσίως και ασκητικά θα απέχει αργότερα, βαδίζοντας προς τον σταυρό.
Τα θεμέλια της ώριμης πνευματικής ζωής τίθενται πρώτα με τον σταθερό χτύπο της καρδιάς της μάνας μέσα στη μήτρα, τον ήχο της φωνής της που αρχίζει να σχηματίζει τα νευρωνικά δίκτυα του εμβρύου μέσα στην προστατευτική θέρμη της μητρικής κοιλιάς. Αργότερα το νανούρισμα, η τρυφερή φροντίδα και το ζωηρό ενδιαφέρον για το παιδί της είναι ό,τι ουσιαστικότερο για την πνευματική ωριμότητά του∙ αν οι ευκαιρίες αυτές χαθούν και οι ανάγκες δεν καλυφθούν, χίλια κηρύγματα δεν θα μπορέσουν να τις υποκαταστήσουν.
Τα παιδιά που μεγαλώνουν χωρίς το ουσιώδες συστατικό της μητρικής στοργής, δεν καταφέρνουν να ευημερήσουν και αυτό γίνεται φανερό κατά ποικίλους τρόπους. Ο ασκητικός αγώνας παραμορφώνεται. Επειδή δεν μπόρεσαν να γνωρίσουν την αληθινή αγάπη, μπορεί να την αποστραφούν νομίζοντας ότι είναι αγιώτερη μια στάση στωικής, άκαρδης ψυχρότητας. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης παρατήρησε ότι «ημείς αγαπώμεν αυτόν, ότι αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς», αυτό είναι ο οδηγός μας. Ενώ η αγάπη αυτή είναι το θεμελιώδες οντολογικό γεγονός στη ζωή μας, το θεμελιώδες ψυχολογικό γεγονός είναι η ασφαλής προσκόλληση στη μητέρα και στον πατέρα μας. Αν στο παιδί μας ηθικολογούμε, θα μάθει να ηθικολογεί, αν το ειρωνευόμαστε, θα μάθει να ειρωνεύεται. Αν το κρίνουμε, το χτυπάμε, το ντροπιάζουμε, το εκφοβίζουμε, θα μάθει να κρίνει, να ντροπιάζει, να εκφοβίζει και να εγκαταλείπει τους άλλους. Αν το αγνοούμε και το απορρίπτουμε, θα μάθει να αγνοεί και να μην αποδέχεται τον εαυτό του και τους άλλους. Αλλιώς, θα περάσει μια ζωή σε αναζήτηση της αγάπης που δεν πήρε.
Στον Ιησού, ανακαλύπτουμε έναν ώριμο άνθρωπο που ήταν πατρικός και μητρικός μαζί, που ήταν δυνατός και τρυφερός, σε αρμονία με τις αισθήσεις του, ασκητικός και οριοθετημένος. Μας δείχνει ότι η ένωση της θείας με την ανθρώπινη φύση είναι μυστήριο, που δεν εγκαταλείπει τη γη για τον ουρανό, ούτε τον ουρανό για χάρη της γης, αλλά ξέρει να προσεύχεται: «Γεννηθήτω το θέλημά Σου ως εν ουρανώ και επί της γης». Ενώνοντας αδιαιρέτως σε ένα πρόσωπο τον αόρατο, άκτιστο, ασώματο Θεό με την ευθραυστότητα, την ανημπόρια και τις κτιστές επιθυμίες της σωματικής πείνας και των αναγκών της ψυχής, ο Ιησούς αποκαλύπτει σ’ εμάς ένα μοναδικό μονοπάτι προς την ανθρώπινη πληρότητα. Κατοίκησε στην ίδια μας τη σάρκα και μας πρόσφερε την εν Αυτώ ζωή, η οποία είναι άκτιστη. Θα μας υψώσει σωματικά στην αιώνια ζωή, χορτασμένους από τη θεία άκτιστη ευχαριστιακή Χάρη, χωρίς ούτε για μια στιγμή να ξεχνάμε ότι φέρουμε στα σώματά μας τα σημάδια μιας φοβερής και θαυμαστής συνάμα βασιλικής ιερωσύνης.
Η αιώνια λειτουργία κατά την οποία Του προσφέρουμε κάθε πτυχή της ζωής μας - «τα Σα εκ των Σων κατά πάντα και δια πάντα» - γίνεται εφικτή μόνον επειδή από το τίποτε της ανήμπορης, εύθραυστης κτιστής ζωής μας, ο Θεός θεώρησε καλό να γεννηθεί ο Μονογενής Του Υιός και να Τον κλείσει στην αγκαλιά της μια μάνα, κόρη ανθρώπων, που Τον αγαπά και Τον προσέχει. Δόξα τω Θεώ και τη Θεοτόκω, γιατί χωρίς τον αιώνιο Λόγο και το «ενσώματο» ναι της Παναγίας, χωρίς την καθ’ οδόν προθυμία της να ακολουθήσει νοερά τη θεία βουλή, το σχέδιο της σωτηρία μας δεν θα είχε καρποφορήσει. Απομένει για μας να ετοιμάσουμε έναν τόπο γι’ Αυτόν στο κέντρο της δικής μας γης ο καθένας, έτσι ώστε να μπορέσει να γεννηθεί στη φάτνη της καρδιάς μας, ενώνοντας ουρανό και γη. Ας προσφέρουμε τη λατρεία μας στον Κύριο Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού, που διαλύει τα σκότη με το φως Του, φέροντας στη σάρκα του το φάρμακο της αθανασίας για όλους εκείνους που ειλικρινά Τον προσδοκούν και Τον δέχονται.