Μερικές φορές, αναζητoύμε τις απαντήσεις στα βιβλία ή στη φιλοσοφία ή ποιός ξέρει που άλλού, ενώ αυτές υπάρχουν μπροστά μας, κάτω από τη μύτη μας. Επίσης, σκεπτόμαστε πάντα ότι οι απαντήσεις σε μία δύσκολη ερώτηση πρέπει να είναι, και αυτές, εξαιρετικά δύσκολες. Ενώ αντίθετα, μπορεί οι απαντήσεις να είναι απλές. Ακριβώς επειδή κανείς δεν σκέφτεται ότι έτσι μπορεί να είναι, όλοι περνούν δίπλα τους χωρίς να τις αντιληφθούν, χωρίς να καταδέχονται να τους ρίξουν ένα βλέμμα, αν και βρίσκονται ακριβώς εκεί, καθαρές και προφανείς. Φθάνει μόνο να βγάλουν τον κεφαλόδεσμο από τα μάτια τους. Διότι είναι ο κεφαλόδεσμος που έχουμε στα μάτια μας που δεν μας επιτρέπει να βλέπουμε τα πράγματα όπως είναι στην πραγματικότητα. Πρόκειται για το “νοητικό μπλοκάρισμα” από το οποίο υποφέρουμε και μας εμποδίζει να εξάγουμε τα λογικά συμπεράσματα από όλα εκείνα τα γεγονότα που το μυαλό μας είναι σε θέση να καταγράψει.
Με άλλα λόγια, έχουμε υποστεί μια κατάσταση σε βαθμό εξάρτησης που μας κάνει να μην σκεπτόμαστε με το μυαλό μας, αλλά να αφήνουμε σε κάποιους άλλους να σκέπτονται για εμάς. Προγραμματιστήκαμε ώστε να βλέπουμε μόνο τα πράγματα που είναι βολικά σε κάποιους άλλους και να μην βλέπουμε καθόλου τα πράγματα που θα ήταν ωφέλιμα σε εμάς. Κοπιάζουμε για να καταλάβουμε την ιστορική στιγμή που ζούμε, ωστόσο συνεχώς δεν πετυχαίνουμε το στόχο μας αυτό, γιατί δεν έχουμε το κλειδί ή για να είμαστε πιο ακριβείς, διότι το χάσαμε.
Αυτό που θα πρέπει να κάνουμε, πρωτίστως, είναι να ΑΠΕΞΑΡΤΗΘΟΥΜΕ, να βγάλουμε τον κεφαλόδεσμο από τα μάτια και να ξεμπλοκάρουμε την ικανότητά μας για σκέψη και διάκριση. Πρέπει να βγούμε από την κατάσταση ύπνωσης στην οποία οδηγηθήκαμε. Όμως, πως είναι δυνατόν να ξυπνήσουμε, εάν πρώτα δεν αντιληφθούμε ότι κοιμόμαστε; Όποιος πιστεύει ότι είναι εντελώς ξύπνιος, έτοιμος να δει και να συλλογιστεί, είναι ακόμη μέσα στην κατάσταση της ύπνωσης και καμία δύναμη στον κόσμο δεν θα μπορούσε να τον συνεφέρει.
Τώρα, για να καταλάβουμε τι μας συνέβη τα τελευταία πενήντα χρόνια, φθάνει να κατεβούμε στο δρόμο και να παρατηρήσουμε, με λίγη προσοχή, αυτό που παρουσιάζεται μπροστά στα μάτια μας. Όποιος είναι τουλάχιστον 50 ετών, θα μπορέσει να κάνει μία χρήσιμη σύγκριση με τις παιδικές του αναμνήσεις. Όποιος δεν έχει τέτοιες λόγω ηλικίας, θα πρέπει να αρκεστεί στη λογική του και στην ικανότητα του να βγάζει συμπεράσματα από αυτά που βλέπει.
Το πρώτο πράγμα που κτυπάει στο μάτι, είναι ότι οι πόλεις δεν είναι πια πόλεις, αλλά ανθρώπινες συσσωματώσεις και δημόσιοι κοιτώνες. Ότι δεν υπάρχει πια εμπόριο εκτός από τα τουριστικά μέρη, διότι δεν αγοράζεται πλέον αυτό που είναι αναγκαίο, αλλά εκείνο που ορίζει η διαφήμιση, δηλαδή πράγματα εντελώς περιττά. Ότι δεν υπάρχει πια βιομηχανία διότι η χρηματιστική οικονομία, αποτελούμενη από φούσκες, από παράγωγα κλπ έφαγε μέχρι το κόκκαλο την πραγματική οικονομία, που είναι φτιαγμένη από πράγματα, από εργασία και αυθεντικό χρήμα. Ότι δεν υπάρχουν πια Ευρωπαίοι διότι αντικαταστάθηκαν από μία ετερογενή μάζα, προερχόμενη από το νότιο μέρος της γης, η οποία δεν γνωρίζει τίποτα για την Ευρώπη, ούτε κι ενδιαφέρεται για αυτήν. Ότι δεν υπάρχουν πια πρόσωπα, αλλά μόνον μετα-πρόσωπα διότι, για να είμαστε πρόσωπα, πρέπει να έχουμε μια ψυχή, πρέπει να νοιώθουμε αληθινά συναισθήματα και να είμαστε ικανοί να σκεφτούμε, ενώ όλα αυτά αντικαταστάθηκαν από τεχνητά συναισθήματα και σκέψεις προκατασκευασμένες.
Και ο κατάλογος θα μπορούσε να συνεχιστεί επί μακρόν. Δεν υπάρχουν πια παιδιά, διότι αντικαταστάθηκαν από πρόωρα γεροντάκια που θλίβονται πάνω στα κινητά τηλέφωνα και μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή, αλλά δεν ξέρουν πια να ονειρευτούν και να παίξουν. Δεν υπάρχουν πια οικογένειες, διότι στη θέση τους υπάρχουν ενώσεις αβέβαιες και πρόσκαιρες, όπου τα παιδιά βρίσκονται μια εδώ και μια εκεί. Δεν υπάρχουν πια γονείς, αλλά άνθρωποι, ιδιαίτερα γυναίκες που αγοράζουν σκύλους και άλλα κατοικίδια τα οποία και τα μεγαλώνουν και τα περιποιούνται σαν τα παιδιά που δεν έχουν. Παρατηρήστε τη σκηνή, όλο και πιο συχνή, δύο κυριών που συναντιούνται στο δρόμο, κάθε μία με το σκυλάκι της και συνομιλούν «Τι χαριτωμένο! Πόσο χρονών είναι; Πέντε, τα κλείνει αύριο. Τις ευχές μου λοιπόν!». Είναι ακριβώς οι ίδιες φράσεις των μητέρων που όταν, πριν 40 χρόνια, συναντιούνταν στα πάρκα, αντάλλασσαν για τα παιδιά τους. Ανατριχιαστικό!
Δεν υπάρχει πια σχολείο, ούτε πανεπιστήμιο, αλλά στην θέση τους υπάρχουν τόποι συλλογικής αποβλάκωσης, στους οποίους δίδεται το ψέμα ως αλήθεια και σπιλώνεται η αλήθεια αποκαλούμενη ως ψέμα. Και κυρίως διδάσκεται στους νέους να μην σκέφτονται καθόλου, να μην χρησιμοποιούν το μυαλό τους, να μην εμπιστεύονται αυτά που τους λέει το προφανές, αλλά να πιστεύουν αυτά που είναι γραμμένα στα βιβλία που, με τη σειρά τους, είναι ο καρπός του Μεγάλου Ψέματος, με το οποίο ο κακός γητευτής υπνώτισε όλους εμάς.
Ας δούμε ένα παράδειγμα, στο πρόσφατο παρελθόν μας [Σ.τ.Μ. αναφέρεται στην ιστορία της Ιταλίας, αλλά το παράδειγμα ταιριάζει θαυμάσια και στην ελληνική.] υπήρξε ένας εμφύλιος πόλεμος με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς. Πολλοί από τους οποίους δολοφονήθηκαν όταν ο εμφύλιος είχε επισήμως τελειώσει με την παράδοση του ενός από τα δύο μέρη. Κι όμως, για σχεδόν 70 χρόνια, κανείς δεν αποκάλεσε τον εμφύλιο πόλεμο αυτόν με το όνομά του, κανένα σχολικό βιβλίο και κανένας καθηγητής. Δίδαξαν στους μαθητές να μην τον αποκαλούν με το όνομα του, αλλά να τον λένε πάντα και μόνο “Αντίσταση”, με το γράμμα κεφαλαίο. Έτσι θα μπορούσαν να εξευγενίσουν το μέρος που νίκησε και που απαίτησε να ξαναγράψει την ιστορία, παίρνοντας κάθε αρετή και κάθε αξία και αδειάζοντας πάνω στους ηττημένους κάθε φταίξιμο και ελάττωμα.
Αλλά ας συνεχίσουμε με τον κατάλογό μας. Δεν υπάρχουν πια αθλήματα αλλά στη θέση τους υπάρχουν ομάδες, απαρτιζόμενες σε μεγάλο βαθμό από ξένους. Αυτές, λειτουργούν μόνο σαν μηχανές για να βγάλουν χρήματα και χορηγούν στους αθλητές χημικές ουσίες για να καλυτερεύσουν τις επιδόσεις τους. Δεν υπάρχει πια κινηματογράφος, αλλά μία τερατώδης αμερικανική βιομηχανία για την ταχεία αποβλάκωση του κοινού, που τώρα πλέον έχει εισβάλει σε όλες τις αίθουσες αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος των τηλεοπτικών προγραμμάτων. Δεν υπάρχει πια τέχνη, φθάνει να πάμε σε κάποια έκθεση ζωγραφικής ή να θαυμάσουμε -τρόπος του λέγειν-την τελευταία δημιουργία κάποιου σούπερ-σταρ όπως τη γέφυρα του Calatrava στη Βενετία. Ή να παρατηρήσουμε την τελευταία εκκλησία φτιαγμένη από κάποιο μοντέρνο αρχιτέκτονα.
Σε όλα αυτά υπάρχει μόνο υλη, καμία ιδέα, καμία ευαισθησία. Δεν υπάρχει πια λογοτεχνία, αλλά μόνο εκδοτική βιομηχανία που ξεφουρνίζει χαζά βιβλία, άχρηστα και κακογραμμένα, καλά όμως για να πωληθούν μαζικά και να μεταφραστούν σε εκατομμύρια αντίτυπα. Δεν υπάρχουν πια τεχνίτες, διότι εάν χαλάσει ένα αντικείμενο ή μια ηλεκτρική συσκευή, συμφέρει να αγορασθεί μια καινούρια, είτε γιατί δεν αξίζουν τα έξοδα για να επιδιορθωθεί η παλιά, είτε γιατί δεν θα βρείτε πια κανένα που να ξέρει να την επιδιορθώσει. Χάθηκε η τέχνη διότι διακόπηκε η γενεαλογική αλυσίδα των ειδικών γνώσεων. Σήμερα, κανένας δεν θα ήξερε να κατασκευάσει, δεν λέμε τον καθεδρικό ναό της Santa Maria del Fiore στη Φλωρεντία ή τον Duomo στο Μιλάνο, αλλά ούτε το απλό κιονόκρανο που κοσμεί την γωνία του σπιτιού των παππούδων μας. Θα το έφτιαχναν μεν αλλά κακά, το κόστος του θα ήταν μεγάλο και θα χάλαγε σε λίγα χρόνια. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχουμε πια ούτε οικοδόμους ικανούς να κάνουν μία μικρή εργασία όπως πρέπει, έχουμε μόνο μεγάλες κατασκευαστικές εταιρίες που ανεγείρουν τεράστια άσχημα κτήρια, όπου μετά από κάποια χρόνια εμφανίζουν προβλήματα με τις σωληνώσεις, τα πλακάκια, τη θέρμανση, τους τοίχους κλπ.
Αλλά το πιο άσχημο από όλα είναι το χάσιμο της ελπίδας. Παρατηρήστε τα πρόσωπα των ανθρώπων γύρω σας, δεν είναι όπως εκείνα πριν από τριάντα ή σαράντα χρόνια. Είναι απόντα, άτονα, συχνά λυπημένα και ανήσυχα. Ακόμη πιο συχνά είναι σκληρά, με ένα κακό ύφος στο βλέμμα. Ο κόσμος σκλήρυνε γιατί έχασε την ελπίδα. Όμως δεν θέλει να το παραδεχθεί, δεν θα το παραδεχόταν ποτέ. Πως είναι δυνατόν όμως, αφού –όπως μας λένε- ζούμε στον καλύτερο δυνατό κόσμο, στον κόσμο της τεχνολογίας, της επιστήμης και της προόδου! Στον κόσμο όπου ο κάθε μετανάστης, αληθινός ή ψεύτικος, έχει δικαίωμα ασύλου. Κάθε ομοφυλόφιλος έχει το δικαίωμα να παντρευτεί και να έχει παιδιά. Κάθε ηλίθιος έχει το δικαίωμα να αποκτήσει ένα δίπλωμα ακόμη και ένα πανεπιστημιακό πτυχίο. Κάθε γάιδαρος ντυμένος και παπουτσωμένος μπορεί να πηγαίνει να ψηφίζει. Κάθε παιδάκι έχει το δικαίωμα να έχει δύο γονείς του ίδιου φύλου, να πηγαίνει στο σχολείο για να αποβλακωθεί και να έχει το κινητό και το κομπιούτερ του. Σε ένα τέτοιο κόσμο δεν υπάρχει λόγος να είμαστε λυπημένοι ή ανήσυχοι. Προπάντων, δεν υπάρχει λόγος να ξυπνήσουμε. Καλύτερα να συνεχίσουμε να κοιμόμαστε, αν και τα γλυκά μας όνειρα μεταμορφώνονται σε εφιάλτες. Όμως είναι εφιάλτες πολυτελείας, είναι προοδευτικοί εφιάλτες.
Αυτό είναι το αναπόφευκτο κόστος της ευημερίας. Πρέπει να το πληρώσετε χωρίς να λέτε πολλά πολλά. Μα το Θεό, δεν έχετε το δικαίωμα να είστε τόσο αχάριστοι προς τη μοντέρνα εποχή!
Άρθρο του Francesco Lamendola
Μετάφραση: Ιωάννης Αυξεντίου