Αχ, τι βαρύ έγκλημα έκανα να μην πω πως σ’ αγαπούσα πολύ, πολύ, όσο δε λέγεται, όσο δε γράφεται, όσο δεν αντέχεται. Τότε μπορεί και να μην έφευγες.
Μα μήπως έγινε; Μήπως στο είπα έτσι δυνατά, σπαραχτικά, όπως το’ θελα και δε γνώρισα τα λόγια μου;
Μα τόσο μπερδεμένο πράμα λοιπόν είναι η αγάπη που να μην μπορέσει ένα φτωχό πλάσμα να ξεδιαλύνει τα λόγια του;
Και τόσο απέραντος είναι ο κόσμος που να μη σε βρίσκω; Και τώρα που όλοι έφυγαν, όλα έγιναν μισητά, σε ποιον ν’ απλώσω τα χέρια μου; Σε ποιον; Σε ποιον να πω σώσε με!’, τώρα που χάνομαι…που βουλιάζω…που βουλιάζω…»
Αν μ’ αγαπούσες δε θα μου το’ λεγες. Αν η γνωριμία μας είχε και την παραμικρή σχέση με την αγάπη δε θα μιλούσαμε τώρα τόσην ώρα για αγάπη. Θα κάναμε αγάπη.