Σε όλα όσα αφορούν στην ευτυχία καί την δυστυχία μας, πρέπει να χαλιναγωγούμε την φαντασία μας πρωτίστως δηλαδή, να μην κατασκευάζουμε φανταστικά παλάτια, διότι τούτο είναι ιδιαίτερα πολυέξοδο, αφού λίγο αργότερα θα πρέπει και πάλι να τα κατεδαφίσουμε.
Όμως, ακόμη περισσότερο πρέπει να αποτρέπουμε τον εαυτό μας από το να φαντάζεται τις απλώς δυνατές κι ενδεχόμενες συμφορές κι έτσι να περιέρχεται σε κατάσταση φόβου. Εάν οι συμφορές αυτές είναι εντελώς φαντασιώδεις ή έστω ιδιαίτερα απίθανες, τότε, ξυπνώντας από έναν τέτοιον εφιάλτη, θ’ αντιληφθούμε αμέσως ότι όλα δεν ήταν παρά μία ονειρική ψευδαισθησία και θα χαρούμε ιδιαίτερα για την καλύτερη από το όνειρο πραγματικότητα, αντλώντας, στην καλύτερη περίπτωση, μία προειδοποίηση γιά τέτοιες απίθανες, αν κι ενδεχόμενες, συμφορές. Εντούτοις, η φαντασία μας δεν επιδίδεται εύκολα σε τέτοιου είδους παιχνίδια, αλλά το πολύ πολύ κτίζει, εντελώς άσκοπα, χαρμόσυνα μαγικά παλάτια.
Τό υλικό για τα ζοφερά της όνειρα αποτελούν συμφορές που σε κάποιο βαθμό, αν και πόρρωθεν, όντως μας απειλούν· τούτες τις μεγεθύνει, τις κάνει πιθανότερες απ’ όσο πραγματικά είναι και τίς γεμίζει με λεπτομέρειες και ζωντάνια καθιστώντας τες τρομακτικότατες. ένα τέτοιο όνειρο, δεν μπορούμε, ξυπνώντας, να το αποδιώξουμε αμέσως όπως το ευφρόσυνο· διότι τούτο το τελευταίο διαψεύδεται πάραυτα από την πραγματικότητα και δεν αφήνει πίσω του παρά μία αμυδρή ελπίδα πού αφορά σε μία απλή δυνατότητα.
Όταν, όμως, έχουμε αφεθεί στις ζοφερές φαντασίες (blue devils), τότε αυτές γεννούν στο μυαλό μας εικόνες που δεν διαλύονται τόσο γρήγορα, διότι η δυνατότητα να συμβούν είναι γενικώς δεδομένη και – καθότι δεν είμαστε ανά πάσα στιγμή σε θέση να την αποτιμήσουμε- εύκολα γίνεται μεγάλη πιθανότητα, με αποτέλεσμα να παραδιδόμαστε στο έλεος του φόβου.
Ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρούμε τα ζητήματα που αφορούν στην ευτυχία και την δυστυχία μας με το μάτι και μόνο της λογικής και της κρίσης, συνεπώς με ξηρή και ψυχρή σκέψη που να βασίζεται μόνο σ’ έννοιες και νά διενεργείται in abstracto [αφηρημένα]. Η φαντασία πρέπει να παραμένει εκτός παιχνιδιού, καθότι δεν είναι σε θέση να κρίνει, αλλά φέρνει μόνον εικόνες μπροστά στά μάτια μας, οι οποίες συγκινούν το θυμικό ανώφελα και συχνά κατά τρόπο “ιδιαίτερα επώδυνο.
Ό κανόνας αυτός πρέπει να τηρείται με την μεγαλύτερη δυνατή αυστηρότητα το βράδυ· διότι όπως το σκοτάδι μας καθιστά επιρρεπείς στον φόβο και μας κάνει να βλέπουμε παντού μορφές τρομακτικές, έτσι δρα, αναλογικά, και η ασάφεια των σκέψεων. Κάθε αβεβαιότητα γεννά ανασφάλεια. Για τον λόγο αυτό, το βράδυ, όταν η χαλάρωση έχει καλύψει την διάνοια και την κρίση μ’ ένα υποκειμενικό πέπλο σκότους, όταν ο νους, κουρασμένος και θορυβούμενος, δεν καταφέρνει να διερευνήσει τα πράγματα σε βάθος, τα αντικείμενα των συλλογισμών μας, όταν αφορούν στις προσωπικές μας υποθέσεις, προσλαμβάνουν εύκολα μία απειλητική όψη και χαρακτήρα μορμολυκείου.
Στον μεγαλύτερο βαθμό, τούτο συμβαίνει την νύχτα, στο κρεβάτι, όταν το πνεύμα είναι εντελώς χαλαρωμένο κι επομένως η κρίση δεν μπορεί ν’ ανταποκριθεί στο έργο της, η φαντασία, όμως, είναι ακόμη ζωηρή. Οι σκέψεις μας πριν τον ύπνο ή και κατά τό ενδεχόμενο ενδιάμεσο ξύπνημα την νύχτα είναι συνήθως τόσο βίαιες παραμορφώσεις και διαστρεβλώσεις των πραγμάτων όσο και τα όνειρα, επιπλέον δε, όταν αφορούν σε προσωπικά ζητήματα, κατά κανόνα κατάμαυρες και τρομακτικές.
Το πρωί, όλα αυτά τα μορμολύκεια έχουν πλέον εξαφανισθεί- αυτό δηλώνει και το ισπανικό γνωμικό noche tinta, bianco el dia (η νύχτα είναι χρωματιστή, άσπρη η ήμερα). Ήδη όμως το βράδυ, μόλις ανάψει κανείς το φώς, η διάνοια, όπως και το μάτι, δεν βλέπει με τόση διαύγεια όσο την ήμερα, ως εκ τούτου, το βράδυ δεν συνιστά την κατάλληλη στιγμή για σοβαρούς συλλογισμούς, ειδικά για αφορώντες σε σοβαρές υποθέσεις.
Η ενδεδειγμένη στιγμή για τέτοιους είναι το πρωί, το όποιο, άλλωστε, είναι ο κατάλληλος χρόνος γιά κάθε προσπάθεια ανεξαιρέτως, τόσο για την πνευματική όσο και την σωματική· διότι το πρωί είναι η νεότητα της ημέρας: όλα είναι ευφρόσυνα, δροσερά και ανάλαφρα, εμείς δε έχουμε όλες τις δυνάμεις και τις ικανότητες μας πλήρως στην διάθεσή μας. Για τον λόγο αυτό, δεν πρέπει κανείς να το βραχύνει ξυπνώντας αργά ή κατασπαταλώντας το μ’ ευτελείς δραστηριότητες ή φλύαρες κουβέντες, αλλά να το τιμά ώς την πεμπτουσία της ζωής, κατά κάποιον τρόπο, ως κάτι το ιερό.
Το βράδυ, αντίθετα, είναι το γήρας της ήμέρας: εδώ είμαστε άτονοι, φλύαροι κι επιπόλαιοι. Συνολικά, πάντως, η κατάσταση της ύγείας, ο ύπνος, η διατροφή, η θερμοκρασία, οι καιρικές συνθήκες, το περιβάλλον και πολλά άλλα εξωτερικά δεδομένα ασκούν ισχυρή επίδραση στην διάθεσή μας, τούτη δε με την σειρά της στην σκέψη μας. Ψς εκ τούτου, όπως και η άποψή μας για μία ύπόθεση, έτσι και η ικανότητά μας για ένα έργο υπόκειται στην έπίδραση του χρόνου, ακόμη και του τόπου. Γι’ αυτό λοιπόν:
Nehmt die gate Stimmung wahr, derm sie kommt so selten. Να Εκμεταλλεύεστε την καλή διάθεση, Καθώς τόσο σπάνια έρχεται. [Goethe, «Γενική Εξομολόγηση»]
Δεν είναι μόνον οι αντικειμενικού χαρακτήρα συλλήψεις και οι πρωτότυπες σκέψεις την έλευση τωνν όποιων -άν καί πότε θ’ άποφασίσουν να έρθουν- πρέπει κανείς να περιμένει, αλλά και ο ενδελεχής στοχασμός για μία προσωπική υπόθεση δεν πετυχαίνει πάντοτε την χρονική στιγμή που έχει κανείς προκαθορίσει γι αυτήν κι έχει βάλει τα πράγματα κάτω για να τα εξετάσει. Και ο ίδιος επίσης ο στοχασμός επιλέγει τον δικό του χρόνο, κατά τον οποίον ο προσήκοντας συλλογισμός ζωντανεύει από μόνος του κι εμείς δεν έχουμε παρά να τον παρακολουθήσουμε με το μέγιστο ενδιαφέρον.
Στην χαλιναγώγηση της φαντασίας που συστήσαμε συμπεριλαμβάνεται και το να μην της επιτρέπουμε ν’ ανακαλεί και να ζωντανεύει αδικίες -ζημίες, απώλειες, θικτικές συμπεριφορές και προσβολές, παραγκωνισμούς- που κάποτε υπέστημεν, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο διεγείρονται και πάλι η υπνώττουσα αγανάκτηση και η οργή, καθώς και όλα τα κακόβουλα και φιλέκδικα πάθη, με αποτέλεσμα να ρυπαίνεται το θυμικό μας.
Κατά την όμορφη παρομοίωση του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Πρόκλου, όπως σε κάθε πόλη δίπλα στους ευγενείς κι έκτακτους ανθρώπους ενοικεί και ο κάθε είδους συρφετός (όχλος), έτσι ενυπάρχει, δυνάμει, και σε κάθε άνθρωπο, ακόμη και στον πλέον εκλεκτό και υπέροχο, το χθαμαλό και το φαύλο της ανθρώπινης, μάλιστα δε και της ζωικής φύσης. Ο συρφετός αυτός δεν επιτρέπεται να εξάπτεται για να οχλαγωγεί ούτε να κοιτάζει από το παράθυρο, διότι έχει όψη αποκρουστική· τα δε προϊόντα της φαντασίας που αναφέραμε είναι οι δημεγέρτες του.
***
Άρθουρ Σοπενχάουερ, Εγχειρίδιο πρακτικής σοφίας – Εκδόσεις Ροές