Κύρια επιδίωξη των μεγάλων πνευμάτων του παρελθόντος ήταν η κατάκτηση της σοφίας. Κανείς τους δεν σπατάλησε τη ζωή του σε πράγματα μικρά και ασήμαντα.
ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΝΤΑ ΘΝΗΤΑ. Το γένος των βροτών ανθρώπων. Πλάσματα με συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης. Αφού λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, θα έπρεπε κανονικά να εκμεταλλευτούμε το δώρο της ζωής και να ασχοληθούμε με τα κύρια και τα ουσιώδη. Ποια είναι αυτά; Σίγουρα κάθε άνθρωπος έχει να προτείνει και κάτι διαφορετικό. Για κάποιον πρωταρχική αξία μπορεί να έχουν τα χρήματα, για έναν άλλον η υγεία και οι καλές συνθήκες της ζωής, για έναν τρίτο το ουσιώδες μπορεί να βρίσκεται στην οικογένεια ή στο πολιτικό του κόμμα. Άλλοι θα προτείνουν άλλα πράγματα. Όμως υπερβαίνοντας το ατομικό και το περιορισμένο και αναζητώντας έναν κοινό για όλους παρονομαστή, κανείς δεν θα διαφωνήσει πως ένα από τα υπέρτατα αγαθά είναι η επιδίωξη της σοφίας.
Ο άνθρωπος, λοιπόν, θα έπρεπε να επιδιώκει πώς θα γίνει πιο ολοκληρωμένος και σοφός. Όπως το θέτει ο Αναξαγόρας, «σκοπός της ζωής είναι η θεώρηση [της σοφίας] και η ελευθερία που απορρέει από αυτήν».
Αυτός τουλάχιστον ήταν ο κοινός τόπος όλων των μεγάλων στοχαστών της ανθρωπότητας· ιδίως εκείνων που άκμασαν στον ελλαδικό χώρο πριν, κατά τη διάρκεια και ύστερα από την εποχή του Σωκράτη. Οι στοχαστές αυτοί, έχοντας αναζητήσει και κατακτήσει την ύψιστη εκείνη γνώση, με την οποία εμβαθύνει κανείς στα μυστήρια του σύμπαντος, μας πρόσφεραν ένα δώρο. Κάθισαν και την κατέγραψαν, με τη μορφή λογικού συστήματος, ώστε να μπορέσουν να ωφεληθούν τόσο οι συγκαιρινοί τους όσο και οι μεταγενέστεροι. Αφαιρώντας καθετί σκοτεινό και γριφώδες, μας έδωσαν τον διαυγή και απαστράπτοντα εκείνο θησαυρό που αργότερα ονομάστηκε «μονοπάτι των φιλοσόφων».
Όμως, στο διάβα των αιώνων, πολλά τμήματα αυτού του δρόμου σκεπάστηκαν από βρύα και λειχήνες, άλλα χάθηκαν και άλλα μετατράπηκαν σε βαλτοτόπια, απωθώντας ή παγιδεύοντας τους κατοπινούς στοχαστές. Άλλοι πάλι πίστεψαν ότι ο δρόμος δεν υπήρχε καθόλου κι ότι κάθε αναφορά σ’ αυτόν ήταν αποκύημα φαντασίας. Παρ’ όλα αυτά, ο δρόμος υπάρχει και μεταμορφώνει όποιον τον ακολουθεί από συνηθισμένο άνθρωπο σε σοφό. Καταλήγει δε στην Πύλη της Ελευθερίας που καταργεί τη νομοτέλεια αυτού του κόσμου και οδηγεί τον άνθρωπο κατευθείαν στον μαγικό κόσμο.
Η σοφία είναι ευδαιμονία
Αλλά τι ακριβώς κάνει η σοφία και για ποιο λόγο να την επιδιώκει κανείς; Ο Δημόκριτος μας πληροφορεί ότι «πληθαίνει τις πηγές της χαράς και κάνει την ηδονή πιο μεγάλη». Για τους Στωικούς ήταν η ύψιστη ευδαιμονία. Όμως πώς γίνεται να συνδέεται η σοφία με τις απολαύσεις και τις ηδονές τη στιγμή που όλοι τις αναζητούμε στην ύλη; Την απάντηση τη δίνει ο Ηράκλειτος: «Αν η ευτυχία κρυβόταν στις σωματικές απολαύσεις, θα έπρεπε να λέμε ευτυχισμένα τα βόδια όταν βρίσκουν μπιζέλια για να φάνε».
Πολλοί όταν αναφέρονται στη σοφία εννοούν την πείρα. Όμως η πείρα είναι αποτέλεσμα είτε της μαθητείας σε έναν ή περισσότερους τομείς της ζωής είτε η μυαλοσύνη που έρχεται από τα διάφορα παθήματα είτε το καταστάλαγμα μετά από έναν ταραχώδη βίο. Η σοφία είναι κάτι πλατύτερο. Είναι συνδεδεμένη με το συμπαντικό.
Η σοφία είναι ασύνορη. Μήπως τότε είναι συγκέντρωση γνώσεων; Αλλά όσες γνώσεις κι αν συλλέξει κανείς, πάντοτε θα υπάρχει κάτι που θα του διαφεύγει. Γι’ αυτό άλλωστε και όταν αντιμετωπίζουμε κάτι άγνωστο καταφεύγουμε στα φώτα των ειδικών.
Αν και θέλει μελέτη, όπως η εκμάθηση μιας τέχνης, η σοφία δεν είναι κάτι ανάλογο με τις σπουδές· ούτε πάλι σχετίζεται με κάποιο ιδεολογικό ή επιστημονικό σύστημα. Αντίθετα, είναι μάλλον απελευθέρωση από κάθε λογής ιδεολογικά ή γνωσιολογικά πλαίσια. Είχε δίκιο επομένως ο Δημόκριτος που τόνιζε ότι «πρέπει να επιδιώκει κανείς όχι τις πολλές γνώσεις, αλλά την καλλιέργεια του Νου». (Πολυνοΐην, ου πολυμαθίην ασκέειν χρη).
Ας σταθούμε λίγο σε αυτό το σημείο. Σήμερα υπάρχουν διάφορα γνωστικά ή πνευματικά συστήματα, που υπόσχονται τη σοφία και τη φώτιση, αλλά δεν είναι η σοφία αυτοπροσώπως. Αυτό πολλοί το ξεχνούν. Η αδυναμία να κάνουμε αυτή την απλή διάκριση, οδηγεί σε πλήθος παρεξηγήσεων.
Το ίδιο συνέβη και με τα μεγαλειώδη φιλοσοφικά συστήματα που έφτιαξαν οι μεγάλοι στοχαστές του παρελθόντος. Επειδή είχαν δύναμη και ομορφιά και περιέκλειαν μέσα τους τη μέθοδο (επιστήμην), τον ορθολογισμό και τη διαλεκτική, οι μεταγενέστεροι –κυρίως οι Δυτικοί– θαμπωμένοι από τους θησαυρούς της αρχαίας ελληνικής γνώσης, άρχισαν να οικειοποιούνται τα διάφορα τμήματά της, συλλέγοντας ο καθένας για τον εαυτό του εκείνο που του ταίριαζε καλύτερα. Κανείς όμως δεν περπάτησε το δρόμο μέχρι το τέλος. Εκείνο που τους ενδιέφερε ήταν να σταθούν και να απολαύσουν τα λάφυρά τους.
Τι είναι σοφία
Αρχικά η σοφία ήταν σύνθεση ζωής, άτμητη, ενιαία και αδιαίρετη. Περιέκλειε μέσα της την κοσμολογία, τη μεταφυσική και την ηθική. Με τον όρο «κοσμολογία» εννοούσαν τη γνώση του φυσικού κόσμου και του διαστήματος, και κατ’ επέκταση τον δημιουργικό Λόγο, μέσω του οποίου ήρθε σε ύπαρξη ο κόσμος (Ηράκλειτος)∙ με άλλα λόγια, τον Νου που έβαλε τάξη στο χάος και διακόσμησε το σύμπαν (Αναξαγόρας)∙ η «μεταφυσική» αφορούσε την έρευνα του Αδιάγνωστου, όπου μόβο τα τολμηρά πνεύματα εισχωρούν· τέλος, η «ηθική», με την έννοια της απόκτησης μιας αρετής, ήταν ο θεμέλιος λίθος για την γνώση της Αλήθειας και την είσοδο στον κόσμο του πνεύματος.
Στα κατοπινά χρόνια αυτά τα τρία διασπάστηκαν: από την κοσμολογία προέκυψαν οι φυσικές επιστήμες, η μεταφυσική εκφυλίστηκε σε μαγεία και η ηθική ντύθηκε με τα άμφια της θρησκείας. Έτσι σήμερα έχουμε τις διάφορες επιστήμες, τα επιμέρους φιλοσοφικά συστήματα και τα παράγωγά τους, αλλά, έχοντας αποκόψει ο άνθρωπος τη σύνδεσή του με τη σοφία, οδηγήθηκε στην παρακμή. Η πτώση αυτή δεν επήλθε με τον ευρωπαϊκό μεσαίωνα, την επικράτηση του χριστιανισμού, του σχολαστικισμού ή έστω αργότερα με τη Βιομηχανική Επανάσταση. Αυτά ήταν απλά επιφαινόμενα. Η απώλεια ήταν κάτι ήδη ορατό από τον πρώτο αιώνα μ.Χ. Όπως παρατηρεί με σπάνια διορατικότητα ο Ρωμαίος φιλόσοφος Σενέκας:
quae philosophia fuit philologia factaest (Ό,τι κάποτε ήταν φιλοσοφία τώρα έγινε φιλολογία).
Η φιλοσοφία από μέσο έγινε αυτοσκοπός.
Πρέπει επομένως όχι μόνο να ξεχορταριάσουμε το δρόμο, αλλά και να αποκαταστήσουμε τα πράγματα στην αληθινή διάστασή τους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι φιλόσοφος είναι “αυτός που αγαπάει τη σοφία και επιδιώκει την κατάκτησή της’’. Αυτή η θέση δεν είναι μια στατική κατάσταση. Κρύβει μέσα της την ένταση και το πάθος ενός εραστή και την εκπαίδευση ενός αστροναύτη.
Το άδειασμα της κλεψύδρας
Η σοφία δεν είναι καταστάλαγμα ζωής, η πείρα που συσσωρεύεται στον άνθρωπο με τα χρόνια. Φίλοι της τρίτης ηλικίας είναι οι ασθένειες και τα γηρατειά, η εξασθένηση και ο μαρασμός. Η απόκτηση της σοφίας είναι μια μάχη απέναντι στον κόσμο και απέναντι στον εαυτό: χρειάζεται στρατηγική και σχεδιασμό, αλλά και δυνάμεις ικανές να παραταχθούν απέναντι στον εχθρό. Κατά συνέπεια, ο άνθρωπος θα πρέπει να την αναζητά όσο είναι ακόμη στα σωστά του, όσο είναι ακμαίος και δεν έχει εξοντωθεί. Το γιατί, θα αναπτυχθεί στα επόμενα άρθρα αυτής της σειράς. Το μόνο που θα πούμε εδώ είναι ότι ο άνθρωπος χρειάζεται όλες του τις δυνάμεις αν θέλει να διαβεί επιτυχώς την Πύλη της Ελευθερίας.
Το πέρασμα της Πύλης είναι εφικτό κάτω από δυο προϋποθέσεις: να είμαστε ζωντανοί και να έχουμε ακέραιες τις δυνάμεις μας. Κάποιοι, παρεξηγώντας τα πράγματα, πιστεύουν πως τέτοιου είδους θέματα αφορούν το μεταθανάτιο στάδιο ύπαρξης. Στηριζόμενοι σε κάποιες θεωρίες του παρελθόντος, πιστεύουν πως η είσοδος σε έναν καλύτερο και ανώτερο κόσμο γίνεται περνώντας μέσα από τον τάφο. Τώρα, τι σε περιμένει άμα μπεις στον τάφο, ας μην το κουβεντιάσουμε καλύτερα. Είναι αξιέπαινο να πιστεύει κανείς στην αθανασία της ψυχής, αλλά είναι γελοίο όταν την έχει κοντά του όσο ζει –την ψυχή δηλαδή– να μην της δίνει καμιά σημασία.
Μια τέτοια στάση δεν διαφέρει σε πολλά από εκείνη των υλιστών. Πόσοι και πόσοι, ύστερα από μια ζωή κραιπάλης, δεν μεταμελούνται στα υστερνά τους και το ρίχνουν στα θεία; Ο άνθρωπος είναι μάστορας στο να εξαπατά τον εαυτό του πιστεύοντας ότι υπάρχει πάντοτε η δυνατότητα της μεταστροφής και της σωτηρίας. Όμως τι μπορεί να κάνει, όταν θα έχει πια φθαρεί;
Κάποιοι άλλοι μπερδεύονται και προβάλλουν ως δικαιολογία ότι πρέπει πρώτα να λύσουν το βιοποριστικό τους πρόβλημα και μετά να ασχοληθούν με τον πνευματικό κόσμο. Τελικά, εμπλέκονται τόσο πολύ στον κόσμο της ύλης και των συναλλαγών, ώστε όταν αποφασίσουν να ασχοληθούν με τον εαυτό τους είναι πια αργά:
Μες στα παληά τα σώματά των τα φθαρμένα
κάθονται των γερόντων η ψυχές.
Τι θλιβερές που είναι η φτωχές
και πώς βαρυούνται την ζωή την άθλια που τραβούνε.
Πώς τρέμουν μην την χάσουνε και πώς την αγαπούνε
η σαστισμένες κι αντιφατικές ψυχές,
που κάθονται –κωμικοτραγικές–
μες στα παληά των τα πετσιά τ’ αφανισμένα.
Αυτά λέει ο Καβάφης για τις ψυχές εκείνων που έχουν γεράσει. Τότε είναι που αναπτύσσονται εκείνες οι σωτηριολογικές θεωρίες για κολάσεις και παραδείσους. Τέτοιου είδους δοξασίες είναι η ελπίδα των απόμαχων και των παροπλισμένων. Το στερνό τους καταφύγιο. Αλλά τι να την κάνεις την ελπίδα όταν πια έχουν στερέψει οι χυμοί της ζωής; Αποδοχή των γηρατειών είναι στην ουσία αποδοχή του θανάτου. Αλλά για να παραμείνει ο άνθρωπος αλώβητος, χρειάζεται να κάνει προσεκτική και μετρημένη χρήση του χρόνου του.
Δεν είμαστε αρκετά σφιχτοχέρηδες. Μοιράζουμε τον χρόνο μας απλόχερα· ίσως γιατί ποτέ δεν συνειδητοποιούμε ότι είναι το ίδιο πράγμα με τη ζωή και την ενέργειά μας. Ο λόγος και πάλι στον Καβάφη:
Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα
και πώς την εμπιστεύονταν πάντα –τι τρέλλα!–
την ψεύτρα που έλεγε: «Αύριο. Έχεις πολύν καιρό».
Tempus fugit
Δεν είναι τραγικό να συμπεριφερόμαστε ως αθάνατοι; Να ενεργούμε λες και έχουμε στη διάθεσή μας ολάκερη την αιωνιότητα; Να ξεχνάμε ότι η ζωή είναι σύντομη; Ότι δεν υπάρχει χρόνος; Ένα δέντρο ελιάς, για παράδειγμα, δεν έχει τέτοιους περιορισμούς – μπορεί να ζήσει μερικές χιλιάδες χρόνια. Εμείς, πώς υιοθετούμε τέτοιες αντιλήψεις; Τόσο πολύ μας θαμπώνουν τα υλικά πράγματα και μας κάνουν να παραβλέπουμε τα κύρια και τα ουσιώδη και να στρέφουμε την προσοχή μας στα δευτερεύοντα και μηδαμινά; Ή ήδη από νωρίς έχουμε αποδεχτεί το μοιραίο; Εάν κάποιος μας πει ότι οι άνθρωποι γαντζώνονται από τη ζωή, επειδή φοβούνται το θάνατο, θα του απαντήσουμε ότι μια τέτοια στάση είναι το λιγότερο παιδιάστικη.
Με όλα αυτά δεν εννοούμε ότι ο άνθρωπος είναι ανεύθυνος ή ότι δεν παίρνει τη ζωή στα σοβαρά· απλώς, τονίζουμε το γεγονός ότι η εσωτερική ωριμότητα και περίσκεψη σπάνια συμβαδίζει με την βιολογική ηλικία. Ο άνθρωπος φαίνεται να “κολλάει’’ στη χρυσή περίοδο των 18-20 χρόνων του. Ίσως γιατί τότε ζούμε ξέγνοιαστα, ή επειδή εκείνα τα χρόνια κάνουμε τα πιο τρελά όνειρά μας. Αλλά έρχεται η μέρα που ανακαλύπτουμε ότι… συνταξιοδοτηθήκαμε! Τότε συνειδητοποιούμε έντρομοι ότι ο χρόνος παρήλθε αμετάκλητα και μαζί μ’ αυτόν έφυγαν και η ζωή και τα όνειρά μας. Μας πιάνει έντονη νοσταλγία για τη χαμένη νιότη μας και παράλληλα η τάση να γλεντήσουμε τα λίγα χρόνια που μας απομένουν:
«Πού είσαι νιότη που ’λεγες πως θα γινόμουν άλλος».
Ουδείς τελικά σκέπτεται πως ό,τι είμαστε ή επιδιώκουμε να γίνουμε, ό,τι κάναμε ή κάνουμε, θα έρθει κάποια στιγμή που σαν μόριο σκόνης θα σαρωθεί από τον κοσμικό άνεμο. Και μόνο γι’ αυτό θα έπρεπε να τιμάμε το αγαθό της ζωής. Όμως εμείς τι κάνουμε; Αν και γνωρίζουμε ότι αυτό που λέμε θάνατος ισοδυναμεί με την πλήρη και οριστική εκμηδένισή μας, συνεχίζουμε να σπαταλάμε τη ζωή μας σε ανοησίες: στο κυνήγι του έρωτα· της επιδίωξης να μας αγαπούν· στις ανάγκες της επιβίωσης· στη συσσώρευση πλούτου· στην εξόντωση των εχθρών μας· στην απόκτηση φήμης και δόξας· στις απολαύσεις· στην υστεροφημία. Όπως παρατηρεί πάλι ο Καβάφης:
Κι οι μέρες μας περνούν γεμάτες μέριμνα.
Πρέπει να παλεύουμε να γίνουμε καλύτεροι επαγγελματίες, μάγοι, δάσκαλοι, εραστές, γονείς κτλ., πρέπει όμως να γίνουμε και καλύτεροι άνθρωποι. Αν η ανθρώπινη ιδιότητα έχει κάποια ουσιαστική και διαχρονική αξία, σίγουρα όλα τα προηγούμενα δεν εμπίπτουν σ’ αυτή. Και ο χρόνος φεύγει. Σαν τους κόκκους της άμμου, γλιστράει από τα δάχτυλά μας, όσο σφαλιστά κι αν πασχίζουμε να τα κρατήσουμε. Είναι τραγικό.
Μερικοί, συγκλονισμένοι ίσως από την απώλεια κάποιου προσφιλούς τους προσώπου, βγαίνουν ξαφνικά από τη μακαριότητα που βρίσκονταν και ανακαλύπτουν ότι η ζωή είναι σύντομη. Τι κάνουν τότε; Αρχίζουν να μεριμνούν για την υστεροφημία τους! Διότι τελευταία το είδαμε κι αυτό. Την εξαγορά της υστεροφημίας με χρήματα, όπως παλιά αγόραζαν τάφο οι μεγαλόσχημοι στο Α΄ Νεκροταφείο.
Ζώντας έτσι ανόητα, επιβεβαιώνουμε συνεχώς την περίφημη δημοκρίτεια ρήση που λέει: «Οι άνθρωποι, στην προσπάθειά τους ν’ αποφύγουν το θάνατο, τον επιδιώκουν». (Άνθρωποι τον θάνατον φεύγοντες διώκουσιν).
Όταν ρωτούν κάποιον διάσημο αν θα έπραττε διαφορετικά στην περίπτωση που άρχιζε ξανά τη ζωή του, δηλώνει συνήθως με στόμφο ότι όχι, δεν θα άλλαζε απολύτως τίποτε! Θα έκανε δηλαδή ξανά τις ίδιες βλακείες. Βέβαια δεν μπορείς να φανερώσεις δημόσια τη συντριβή σου. Στο βάθος όλοι γνωρίζουμε ότι θα θέλαμε να είχαμε ζήσει διαφορετικά, να είχαμε κάνει λιγότερα λάθη, να είχαμε αφιερώσει τη ζωή μας σε πιο ουσιώδη πράγματα. Όταν όμως είχαμε τον απαραίτητο χρόνο,
σε σκοτεινά πλανιόμασταν ρουμάνια
τι ήταν ο δρόμος ο σωστός χαμένος
όπως λέει εύστοχα ο Δάντης. Ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον να ισοφαρίσουμε το άδειασμα της κλεψύδρας λέγοντας όχι πόσο καλά ζήσαμε, αλλά ότι ζήσαμε ουσιαστικά· ότι η ζωή μας δικαιώθηκε όχι επειδή κάναμε όνομα, σπίτια, λεφτά ή παιδιά, αλλά επειδή τιμήσαμε με έργα την ανθρώπινή μας υπόσταση. Ότι φεύγουμε καλύτεροι απ’ ότι γεννηθήκαμε. Ο Νέλσον Μαντέλα έβγαλε τη χώρα του από τη σκλαβιά και την οδήγησε αναίμακτα στον 21ο αιώνα. Αυτό είναι δικαίωση. Ας δώσουμε λοιπόν μεγαλείο στη ζωή μας, αποκτώντας διαχρονικές αξίες κι όχι εφήμερες.