Όλα ξεκίνησαν τόσο ανώδυνα, τόσο ξαφνικά αλλά τόσο όμορφα συνάμα...
Ήρθες. Ήρθες και μου άλλαξες την ζωή.
Μου άλλαξες τα θέλω και τα πρέπει μου. Μου έμαθες να μην έχω πρέπει αλλά μόνο θέλω. Μου άλλαξες την κοσμοθεωρία μου, τα πιστεύω μου μα πάνω απ' όλα μου άλλαξες τα όνειρά μου. Μπήκες και συ μέσα σε αυτά. Απέκτησες μορφή κι ύπαρξη. Απέκτησες όνομα.
Α, θα σε λέω...
Έγινες ένα με εμένα, έγινες ένα με το σώμα μου με τα χείλη μου, με τα χέρια μου που σε κρατούσαν τόσο σφιχτά, κρατούσαν τόσο σφιχτά τα δικά σου που δεν ξεχώριζες ποια είναι ποιου.
Γίναμε ένα. Εγώ κι εσύ. Εγώ κι εσύ μαζί.
Μπλέξαμε, λέγαμε, "γαμώτο μας". Τόσο γλυκά και με το τόσο νάζι.
Με πόνεσες όταν έφυγες. Δίχως αιτία. Δίχως δικαιολογία. Δίχως... Δίχως να καταλάβω το γιατί.
Έτρεμα όταν άκουσα ότι δεν απαντάς. Στη αρχή έλεγα δεν μπορεί κάνει πλάκα μα όσο συνέχιζες να μη μιλάς δίχως να λες "πλάκα κάνω μωρό μου", τόσο άρχιζα πραγματικά να σε πιστεύω.
Έτρεμε όλο το κορμί μου. Ανάσαινα με δυσκολία... Με κλάμα έβγαιναν τα λόγια από το στόμα μου. Ποια λόγια δηλαδή, μόνο να κλάψω ήθελα και να πνιγώ από τα δάκρυά μου. Είχε γεμίσει δάκρυα όλο μου το πρόσωπο, το στομάχι μου είχε γίνει κόμπος, το σώμα μου ακόμα έτρεμε και η καρδιά, τι να σου λέω... Χίλια κομμάτια γινόταν.
Θρύψαλα την έκανες. Έσπαγε και πονούσε.
Μιλάμε για αφόρητο πόνο. Πόνο που δεν μπορεί να ξεπεραστεί με κανένα χάπι με κανένα γιατροσόφι με κανένα μαμαδίστικο κόλπο.
Πόνεσα. Έκλαψα. Δεν κοιμόμουν. Δε μίλαγα. Δεν έτρωγα. Δεν έβγαινα. Δεν είχα ζωή.
Σε έχασα και μαζί με σένα έχασα και μένα...
Κι όλα αυτά από την στιγμή που μου είπες Ααα....