ΒΑΘΜΙΔΕΣ ΚΙΝΗΤΡΩΝ
Ο άνθρωπος δεν είναι μόνον το «έλλογο ον», τη φύση του οποίου έχουν εκθειάσει φιλόσοφοι και ποιητές, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Είναι συγχρόνως και ένα ον με άλογες ορμές και επιθυμίες, που επιρρεάζουν τη συμπεριφορά του, όπως το έχει δείξει καθαρά η σύγχρονη ψυχολογία. Η διπλή φύση του ανθρώπου είναι η πηγή όλων των αντινομιών της ύπαρξής του, πηγή του μεγαλείου του, αλλά και της μηδαμηνότητός του. Αυτό το γνωρίζουν καλά και οι πατέρες της εκκλησίας (το εξηγεί λ.χ. πειστικώτατα ο αγ. Γρηγόριος Νύσσης στην πραγματεία του "ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ), ως ποιμένες που ενδιαφέρονται για την ηθική ζωή των πιστών και την «άνοδό» τους στο ύψος των επιταγών του ευαγγελίου.
Αιώνες πριν την ανάδυση της σύγχρονης ψυχολογίας, έδειξαν με το έργο τους ευρεία ανθρωπογνωσία και μίλησαν για το «βάθος» της ψυχής και τα κρυμμένα ελατήρια της συμπεριφοράς, τόσο προς τους συνανθρώπους όσο και προς τον θεό. Και αυτό το έκαναν από ενδιαφέρον για το γνήσιο ήθος, που μόνο αυτό καθιστά τον άνθρωπο όντως ενάρετο και «θεοφιλή».
Ο Δαβίδ σε έναν των ψαλμών του παρακαλεί τον θεό να τον καθαρίσει «εκ των κρυφίων» του, δηλαδή από όλα εκείνα τα στοιχεία του χαρακτήρα του, που είναι άγνωστα ακόμα και στον ίδιο. Μπορεί, συνεπώς ο άνθρωπος να "κρύβεται από τον εαυτό του", δεν μπορεί όμως να κρυφτεί από το Θεό, που γνωρίζει ακόμη και το «υποσυνείδητό» μας (αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα της σύγχρονης ψυχολογίας). Εκεί έχουν συσσωρευτεί τα αληθινά κίνητρα της διαγωγής κάθε ανθρώπου, ο οποίος εκτός από τη συνειδητή ζωή έχει και μία ζωή «α-συνείδητη», που χρειάζεται να φωτιστεί. Αυτό μάλιστα το απαιτεί και η επίγνωση της αληθινής ηθικότητας, αφού μπορεί δύο εξωτερικά όμοιες λ.χ. πράξεις, να διαχωρίζονται και να αξιολογούνται διαφορετικά, όταν «εμπνέονται» από διαφορετικά κίνητρα.
Το καινοδιαθηκικό παράδειγμα των Φαρισαίων, το οποίο «μαστιγώνει» ανελέητα ο κύριος, δείχνει ακριβώς τη σημασία της διάκρισης των κινήτρων, το βαθύτερο νόημά της. Γιατί η κατηγορία αυτών των ανθρώπων, συνιστά το αρχέτυπο όλων όσων «έξωθεν μεν φαίνονται ωραίοι τοις ανθρώποις», εσωτερικά όμως, «γέμουν πάσης αρπαγής και αδικίας». Στα συγγράμματα τους οι Άγιοι Πατέρες αισθάνονται την ανάγκη να αναδείξουν τον άνθρωπο της πίστεως και ως προς αυτό το σημείο. διερευνώντας τα ελατήρια των πράξεών του.
Όπως στις ανθρώπινες σχέσεις υπάρχει διαβάθμιση κινήτρων (είτε συνειδητών, είτε ασυνείδητων), έτσι γίνεται και στη σχέση με το θεό: την Ύπαρξή του την βιώνει ο καθένας διαφορετικά, ανάλογα με το βαθμό της «ανοιχτότητάς» του προς Αυτόν, των προσδοκιών του και της Εγωκεντρικοτητάς του.
Όταν δεν υπάρχει αγάπη, υπάρχει ο φόβος. Και αναγνωρίζει μεν ο άνθρωπος την Ύπαρξη και υπεροχή του Θεού, ακολουθεί όμως τις εντολές Του από φόβο της τιμωρίας. Αυτός ο φόβος «μαρτυρεί» ταυτόχρονα «αναδίπλωση» στον εαυτό και βίωση του άλλου (ή του όλως Άλλου) ως απειλής. Έτσι εξηγείται και η μεγάλη εκείνη παράδοση των θρησκειών, όπου ο άνθρωποι χρειάζεται να «εξευμενίσουν» τελετουργικά κάποια θεότητα, για να αποφύγουν την οργή και την τιμωρία.
Η κατάσταση του φόβου επιζεί και στον άνθρωπο, που έχει δεχτεί την θεία Αποκάλυψη, που αναγνωρίζει δηλαδή την ευαγγελική αλήθεια και τα παραγγέλματα του Κυρίου, τον «ακολουθεί» όμως μόνο υπό το κράτος της τιμωρίας και πράττει το θέλημά Του, όπως ακριβώς κάνουν και οι δούλοι.
Ο Ιερός Χρυσόστομος λέει, σ’ αυτή τη συνάφεια, πως έστω με την απειλή των κολάσεων, ο θεός αποσκοπεί να κάνει τον άνθρωπο να «αναχωρήσει» από την κακία και να τον επαναφέρει στον αληθινό πνευματικό δρόμο.
Ο Θεός, δηλαδή, πράττει όπως ένας πατέρας, που θέλει να προστατέψει το παιδί του από κάποια αρνητική συμπεριφορά και για τον σκοπό αυτό «επιστρατεύει» απειλές, τις οποίες δεν προτίθεται να εκπληρώσει. Η ορθοδοξία, να υπογραμμίσουμε εδώ, έχει δώσει και την ορθή ερμηνεία της «οργής» του θεού. Ο Θεός ως Απόλυτος Αγάπη και Αγαθότητα «οργίζεται» για την αμαρτία, δεν εκμηδενίζει όμως τον άνθρωπο: περιμένει την επιστροφή του με απέραντη μακροθυμία, όπως θαυμάσια το έχει εξηγήσει ο αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος σε πολλές ομιλίες του. Δεν έχει εκ των προτέρων κατασκευάσει μία κόλαση, για να στείλη εκεί τους αμαρτωλούς, όπως υπονοεί η Αυγουστινιανή θεωρία περί απολύτου προορισμού, που τόσο πολύ ταλάνισε τη Δυτική Εκκλησία.
Ακόμα και στην περίπτωση των «απειλών» φαίνεται η πατρική Του αγάπη, που αδυνατεί ο «νήπιος» πνευματικά άνθρωπος να αισθανθεί άμεσα και γι’ αυτό βιώνει τις προσταγές με εχθρική διάθεση και τις εφαρμόζει αποκλειστικά από φόβο. Οι εντολές, θεολογικά ερμηνευόμενες, κατανοούνται από τους πατέρες ως θεραπευτικά μέσα, που συντελούν στην «άρση» των παθών και καθιστούν τον άνθρωπο δεκτικό της χάριτος.
Για να προσεγγίσει ο Θεός τον άνθρωπο, πρέπει και εκείνος να προσφέρει τον αγώνα του, (καθιστώντας τον εαυτό του δεκτικό) που συνίσταται στην πραγμάτωση των εντολών. Οι Νόμοι της Παλαιάς Διαθήκης αυτή τη σκοπιμότητα είχαν: να αποσπάσουν τον άνθρωπο από την μετα-πτωτική του κατάσταση της αποξένωσης από το αγαθό και να τον φέρουν σε συνείδηση της αμαρτωλότητος του.
Αν το φορτίο του Νόμου φαίνεται βαρύ τούτο οφείλεται στην ίδια την κατάσταση του ανθρώπου, ως αλλοτριωμένου από την ένθεο ζωή.
Αλλά και μετά τον ερχομό του Χριστού στον κόσμο, δια του οποίου «η χάρις και η αλήθεια» εγένετο, η ηθική του Νόμου είναι χρήσιμη ως «συνεκτική δύναμη», αφού περιορίζει εξωτερικά τις καταστροφικές συνέπειες του κακού. Γι’ αυτό και ο φόβος της τιμωρίας καταστέλλει συμπεριφορές, η εκδήλωση των οποίων θα μετέτρεπε την κοινωνία σε κόλαση. Εδώ, ακριβώς, σύμφωνα με τον ορθόδοξο στοχασμό, στηρίζεται και ο ρόλος του κράτους (Vl. Soloviev), που ρυθμίζει τις σχέσεις των ατόμων κατά τρόπο, που να επιτρέπει την συγκρότηση έννομης συμβίωσης / πολιτείας (Δίκαιο - Νόμος).
Ο φόβος, ως κίνητρο συμπεριφοράς απέναντι στο θεό (και το Νόμο του) κατέχει την κατώτατη θέση ανάμεσα στα κίνητρα, που οδηγούν «προς τα άνω». Οι άνθρωποι στην κατάσταση αυτή «του Νόμου», αντιστοιχούν με τους δούλους, που εκτελούν τις εντολές των κυρίων τους, χωρίς να τρέφουν αγάπη προς αυτούς. Αυτή η παράσταση ήταν έντονη στην αρχαία κοινωνία και οι Άγιοι Πατέρες την χρησιμοποιούν, για να δείξουν την απόσταση που χωρίζει την κατηγορία αυτή των ανθρώπων από την υιοθεσία, που μας χάρισε ο Χριστός.
Υπάρχει, όμως, και μία άλλη κατηγορία ανθρώπων που εφαρμόζουν το θείο Νόμο, με κίνητρο την απόλαυση των αγαθών, που έχει εξαγγείλει ο θεός. Αυτοί θέλουν μέν να απολαύσουν αυτά τα αγαθά, χωρίς να έχουν καλλιεργήσει μέσα τους την αγάπη προς Αυτόν, που τα χορηγεί, ούτε να επιθυμούν πάνω απ’ όλα την κοινωνία μαζί του. Το ίδιο ισχύει και για την συμπεριφορά προς τους ανθρώπους, τους οποίους βλέπουν κανείς «συμφεροντολογικά» και μόνον εφ’ όσον κατέχουν κάτι, από το οποίο μπορούν να επωφεληθούν (βλ. 400 κεφάλαια περί Αγάπης, αγ. Μαξίμου του Ομολογητού). Πρόκειται, εδώ, για την κατηγορία των «μισθωτών», οι οποίοι αποβλέπουν μόνο στο κέρδος. Ίσως, αυτοί να είναι και η μεγάλη πλειοψηφία, αφού πολύ λίγοι είναι αυτοί, που καταφέρνουν να φτάσουν στο μέτρο της αληθούς αγάπης προς τον θεό και τον πλησίον, εκπληρώνοντας έτσι «την πρώτη και μεγάλη εντολή» στη ζωή τους.
Αυτοί είναι οι τέλειοι, που αγαπούν τον θεό όχι από αντιμισθία, αλλά από επιθυμία και μόνον να ευρίσκονται σε σχέση μαζί Του, ως πηγής των Αγαθών. Ιδιαίτερα στη ζωή κάποιων χριστιανών Μυστικών κυριαρχεί «ο θείος έρως», που τους ανεβάζει σε ύψη πνευματικότητας και τους οδηγεί στο πλήρωμα των εντολών. Γιατί εφάρμοσαν το «αγαπήσεις στον Κύριον τον θεόν σου, εξ όλης της ψυχής σου και εξ’ όλης της ισχύος σου και εξ’ όλης της διανοίας σου…» και ο θεός δεν τους ονομάζει απλά δούλους, αλλά φίλους γνήσιους.
Ο Αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής, γράφοντας τα 400 κεφάλαια περί Αγάπης,
36.Μάξιμος ο Ομολογητής (Άγιος): Τα 400 Κεφάλαια Περί Αγάπης - Πρόλογος των κεφαλαίων προς τον πρεσβύτερο Ελπίδιο
37.Μάξιμος ο Ομολογητής, Άγιος: Πρώτη Εκατοντάδα Κεφαλαίων περί Αγάπης
38.Μάξιμος ο Ομολογητής, Άγιος: Δεύτερη Εκατοντάδα Κεφαλαίων περί Αγάπης
39.Μάξιμος ο Ομολογητής, Άγιος: Τρίτη Εκατοντάδα Κεφαλαίων περί Αγάπης
40.Μάξιμος ο Ομολογητής, Άγιος: Τέταρτη Εκατοντάδα Κεφαλαίων περί Αγάπης
εκφράζει ακριβώς την εμπειρία των τελείων, αλλά και την οδό, που χρειάζεται κανείς να ακολουθήσει, για να φθάσει έως εκεί.
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
Οι βαθμίδες των κινήτρων αποκαλύπτουν πως ο άνθρωπος είναι ένα ον, που «εκτείνεται από τον παράδεισο έως την κόλαση» (π. Ιουστίνος Πόποβιτς), και θα χρειαστεί μια «επιστήμη της ψυχής», αποκτημένη δια της πείρας, που θα αποκαλύψει τις πνευματικές του διαδρομές. Η σύγχρονη ψυχολογία, ως μελέτη της συμπεριφοράς, δύναται να παράσχει στην ορθόδοξο θεολογία σημαντικά «ευρήματα», που παρότι ανήκουν στην «θύραθεν» σοφία, μπορούν να αφομοιωθούν και αυτά δημιουργικά, προς ουσιαστική επίγνωση του ανθρώπινου ψυχισμού.
Όταν κάνουμε λόγο για κίνητρα, χρειάζεται να ομιλούμε και για το υποσυνείδητο, εντός του οποίου κρύπτονται «αίτια συμπεριφοράς», άγνωστα ακόμη και στο ίδιο το άτομο. Έτσι η πνευματική πείρα των Αγ. Πατέρων, όπως έχει αποτυπωθεί στα συγγράμματά τους, μπορεί να συμβάλει στην αληθή αυτογνωσία, οδηγώντας στην ωριμότητα και την «εν ταπεινώσει» αποδοχή της πραγματικότητος του εαυτού, ως απαρχή «εν μετανοία ζωής και οικοδομής «εις το αγαθόν».
Η ανακάλυψη βέβαια του υποσυνείδητου ανήκει στη σύγχρονη εποχή και σχετίζεται με μεθόδους θεραπείας «κοσμικές» (λ.χ. τεχνικές ψυχανάλυσης κ.α.). Όμως οι νηπτικοί πατέρες, στον αγώνα τους κατά των παθών (γενικότερα κατά του «παλαιού ανθρώπου»), είχαν ήδη συναντήσει τις «αντιστάσεις», που προβάλει το λεγόμενο υποσυνείδητο στο φως της αναλύσεως και της θεραπείας του. Αν και δεν χρησιμοποιούν στα κείμενά τους σύγχρονους επιστημονικούς όρους, ωστόσο περιγράφουν καταστάσεις της ψυχής (με τις κρυμμένες επιθυμίες της), που αντιστοιχούν σε όσα έχει αποκαλύψει η σημερινή ψυχολογία.
Σημειωτέον, εδώ, ότι δεν μπορούμε να ομιλούμε για ενιαία Επιστήμη της Ψυχολογίας, εφ' όσον υπάρχουν "σχολές", η κάθε μία εκ των οποίων ερμηνεύει την ανθρώπινη διαγωγή, με διαφορετικό τρόπο, κατασκευάζοντας έτσι και πρότυπα θεραπείας, ανάλυσης. Ακόμη διάφοροι μελετητές εθνολογίας και κοινωνικής Ανθρωπολογίας, έχουν αντιρρήσεις και ως προς την ενότητα της «φύσης του ανθρώπου», (αφού ομιλούν γι’ αυτόν σαν να πρόκειται για «ρευστό προϊόν» του περιβάλλοντος, που διαρκώς μεταβάλλεται), αλλά δεν μπορούμε εδώ να σταθούμε στην αντίκρουση αυτών των πεποιθήσεων, που θα λειτουργούσε ως υπεράσπιση της «εν θεώ» αποκαλύψεως (δείχνοντας λ.χ. ότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε «γένος θεού», έχουμε κοινή «υπερβατική» καταγωγή).
Κατά την ορθόδοξο θεολογία, ο άνθρωπος τον 4ου μ.Χ. αιώνα δεν είναι διαφορετικός από το σύγχρονο άνθρωπο, παρά μόνο ως προς την "επιφανειακή του δόμηση". Όχι, όμως, ως προς την ουσία του και την ηθική του συγκρότηση. Αυτό δικαιολογεί την επικαιρότητα των Ηθικών λόγων των πατέρων, που ερμηνεύουν τα πάθη και τις αρετές, κατά τρόπο «εφαρμοσμένο» διαχρονικά και έγκυρο σε οικουμενικό επίπεδο.
Η ανάλυση των κινήτρων ως υλικού «ανθρωπογνωσίας» αφορά το ίδιο και τον σημερινό άνθρωπο και την επιστήμη του (της ψυχολογίας), όταν μάλιστα αυτή η επιστήμη επιζητεί να θεραπεύσει τα τραύματά του και να τον υπηρετήσει με τις γνώσεις της. Τέλος (και αυτό είναι το σημαντικότερο) η ορθόδοξη ψυχοθεραπεία (εκτός των αναλύσεων και των διαγνώσεων, που μπορεί να κάνει κάποιος), διαθέτει και τα «μέσα της χάριτος», κυρίως δε την πίστη και την προσευχή (όπως και την μυστηριακή άφεση των αμαρτιών), που ανοίγουν στον άνθρωπο νέους ορίζοντες, επανατοποθετώντας του στη σφαίρα του «θεϊκού κόσμου», και ενισχύοντας τον στον αγώνα «υπέρβασης» του παλαιού εαυτού του.