Ο άνθρωπος ήταν το τελευταίο πράγμα που έφτιαξε ο θεός.
Είναι σαφείς ακόμη και στη παλαιά διαθήκη οι εποχές που ο άνθρωπος δεν υπήρχε. Σαφής είναι και η υπόσχεση των ευαγγελίων για τον ανυψωμένο άνθρωπο που γνωρίζει την τέχνη δεσίματος ψυχής και σώματος. Η όποια δημιουργία άλλωστε υπονοεί μία διεργασία που λαμβάνει χώρα. Έστω και σε μακροκοσμικό χρόνο. Η πραγματικότητα των εσχάτων ημερών δεν είναι παρά η στιγμή στη πορεία μίας διαδικασίας που οδηγεί σε μεταβολή προς μία άλλη κατάσταση.
Δεν είναι παρά η εναργής αποτύπωση της λεγομένης ογδόης ημέρας κατά την οποία συντελείται η συνειδητοποίηση της καθολικής αλλαγής και το τέλος του ανθρώπινου χρόνου. Η «κρίση» της πραγματικότητας αυτής, στα όρια της ελευθερίας του ατόμου και όχι με τα μέτρα θεϊκής δικανικής δικαιοσύνης, είναι η απάντηση στο ποια στιγμή του βιολογικού χρόνου του είδους μας αρχίζει η αλλαγή προς τον μετα-άνθρωπο. Γιατί δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς πως αν η καταγωγή και εξέλιξη του ανθρώπινου γένους που εντοπίζεται βιολογικά στον προάνθρωπο του Κρο-μανιόν είναι δεδομένη, δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη και η ανάδυση κάποια στιγμή του μετα-ανθρώπου.
Το ενδεχόμενο παύει να είναι ένα απλό ερώτημα. Η επέμβαση μέσω της επιστήμης και της τεχνολογίας στα θεμέλια της βιολογίας και των πνευματικών λειτουργιών επαναφέρει έναν μύθο με σταθερή δομή και αδυσώπητη δύναμη. Ο έλεγχος πάνω στο περιβάλλον και στη φύση του ανθρώπινου σώματος, η σύγχρονη ιατρική και η ενίσχυση που μπορεί να προσφέρει η προβολή της στο μέλλον μέσω νανοτεχνολογιών και ηλεκτρομοριακών αντισωμάτων, είναι μία μορφή του μετα-ανθρώπινου μύθου ο οποίος ακολουθεί τον άνθρωπο από την στιγμή της αυτοσυνειδητοποίησης του.
Η ιδέα δεν είναι νέα. Το επόμενο είδος ή η επερχόμενη φυλή κατά το πρότυπο του E. Bulwer Lytton μας καταδιώκει από το λυκαυγές του χρόνου. Οι μύθοι που δεν είναι παρά μία προβολή της συλλογικής φιλοσοφικής, πνευματικής αλλά και υλικής οντογένεσης, προστάζουν την σκόπιμη επιδίωξη μίας ανώτερης κατάστασης από τον ίδιο τον άνθρωπο.
Ο ήρωας ως μορφή είναι διαρκώς στο επίκεντρο σαν μοντέλο ανθρώπου υπέρτερου από τον μέσο. Δρα στα όρια της ανθρώπινης μοίρας και υποδεικνύει νέους τρόπους και νέες οδούς ιχνηλάτησης του αγνώστου. Είτε βιολογικά, είτε διανοητικά είτε εν γένει πνευματικά ο ήρωας κάνοντας το ηλιακό του ταξίδι καταφέρνει να μεταλλάξει την εικόνα του ανθρώπινου προτύπου και να μετουσιωθεί ο ίδιος.
Η δράση φυσικά προϋποθέτει και μέσα τα οποία ο σύγχρονος ουτοπιστής ή και ευτοπιστής τα οραματίζεται ως εργαλεία μίας βιολογικά και τεχνολογικά εξελιγμένης ουτοπικής κοινωνίας. Οι θρησκείες βέβαια έως τώρα τα έχουν δώσει πνευματικό σχήμα. Δεν είναι όμως και η επιστήμη ένα πνευματικό εποικοδόμημα;
Όλες οι σημαντικές θρησκείες έχουν θέσει εξίσου τις βάσεις τους στον μετα-ανθρώπινο μύθο. Η ανθρώπινη αντίληψη μέσα στο χωροχρόνο επιζητά την ανάβαση από το κατώτερο στο ανώτερο. Από το ζωώδες στο ηθικά τελειότερο. Αυτή η ψυχική μετουσίωση, αυτή η αλχημική μετάλλαξη μέσα σε ένα φυσικό στίβο σκληρής εξελικτικής σύγκρουσης δείχνει την ανάγκη της ύπαρξης για αυτοαναπαραγωγή.
Η επίμοχθη πορεία μεταξύ διπόλων καλού και κακού δημιουργεί και πληρώνει τον κοινωνικό χρόνο. Ο Μωάμεθ, ο Ιησούς, ο Βούδας είναι τα άβαταρ όχι κάποιας εξωκοσμικής απροσιτότητας και απροσωπίας αλλά το εν δυνάμει πρόσωπο του εστεμμένου ως κατακτητή του χρόνου μετα-ανθρώπου.
Η ψυχική μετουσίωση που περιγράφεται δεν είναι παρά αναπροσαρμογή και ηρακλείτεια αλλαγή της ενέργειας του ατόμου. Δεν είναι παρά η φιλοδοξία προς το υπερβατικό περιεχόμενο μίας μετα-ανθρώπινης κατάστασης. Η μετάλλαξη του αποκρουστικού σε κάτι επιθυμητό. Η διαφυγή από το πόνο ή τον θάνατο. Η έξοδος από τον 2ο θερμοδυναμικό νόμο.
Ο μύθος είναι πέρα από ένα απλό ηρωολογικό ή θεολογικό περιεχόμενο. Ο άνθρωπος είναι ένα σκοινί τεντωμένο ανάμεσα στο ζώο και τον Υπεράνθρωπο -ένα σχοινί πάνω από μια άβυσσο – είχε γράψει ο Νίτσε. Ο «βασιλικός άνδρας» του Πλάτωνα με ένδυμα εξίσου φιλοσοφικό έχει ισχύ μεγαλύτερη του νόμου ή είναι ποιητικά ο νόμος, ενώ ο ιδεατός άνθρωπος του Καστοριάδη είναι την κάθε στιγμή νομοθέτης, κυβερνήτης και δικαστής των κοινών και του εαυτού του.
Ο μετα-άνθρωπος, αυτός ο ανώτερος έτερος, συνδιαλέγεται οριακά με το χάος, υποτάσσει τη μοίρα και δρα ως πύρινος λόγος παρακινούμενος από τις ηθικές του προθέσεις. Το «όνειρο για την τελειότητα» του Παράκελσου, ο διακαής πόθος του ανθρώπου να υπεισέρχεται της πραγματικότητας με στόχο το καλύτερο και πιο εξευγενισμένο, είναι ίσως η πιο ριζική ανάγκη του. Η ριζική ανάγκη για σκοπό. Η ύπαρξη σκοπού βέβαια εγείρει ερωτήματα για το ποιόν του.
Η υπόθεση του μετα-ανθρώπου εμφανίζεται και επανεμφανίζεται άλλοτε με θετικό και άλλοτε με αρνητικό πρόσημο. Είτε λόγου χάριν σαν το ευοίωνο όνειρο ενός κομμουνιστικού παραδείσου. Είτε ίσως σαν εφιάλτης ενός βίαιου και απάνθρωπου τύραννου μίας ναζιστικής παραζάλης ή ενός σταυροφόρου κάποιας θρησκευτικής ουτοπίας. Ο ήρωας σαν τον Ίκαρο μπορεί να πετάξει ψηλά αλλά και να βουλιάξει στα Τάρταρα. Η ισχύς της γνώσης μπορεί ιδεολογικά να τον φέρει πρωταγωνιστή του καινοφανούς ή βιαστή του παρόντος. Η υποταγή της φύσης κάτω από την διάπυρη βούληση του αποκτά οριακά χαρακτηριστικά.
Στη λογοτεχνία sci-fi αλλά και στην οπτική των νέων επιστημών έχει πότε διαστάσεις θαύματος και πότε τερατωδίας. Ο ιερός πόλεμος για την αυτονομία της βιολογικής φύσης προτείνει το απροσδόκητο αλλά και μάλλον αναπόδραστο του μετα-βιολογικού δαίμονα. Θεός; Άγιος; Ήρωας; Cyborg; Ή πληροφοριακή συνείδηση φορτωμένη σε chip; Ποιο είναι το καλό; Ποιο το ανώτερο; Πότε ξεπερνιούνται οι έννοιες του ηρωισμού και της υπέρβασης και ο μύθος γίνεται επικίνδυνος και απεχθής;
Ανεξαρτήτως μορφής ο μύθος φαίνεται καλά στερεωμένος στο συλλογικό φαντασιακό που τον δίνει σχήμα κάθε φορά ανάλογα με τις ουμανιστικές ή υπεροπτικές του καταγωγές. Και παρόλο που τα μορφικά χαρακτηριστικά κάθε περίπτωσης επανεμφάνισης μπαίνουν εύκολα σε κάποιο καλούπι ιδεολογικής λογοκρατίας, ο ίδιος ο μύθος σαν αρχέτυπη εικόνα καταδεικνύει απλά το άνυσμα της φύσης του ανθρώπου να ξεπεράσει την έμβιος σκοπιμότητα και να φτάσει στην ενσυνείδητη.
Άπαξ και η συνειδησιακή διαλεκτική αυτοσυνειδητοποιηθεί ξεκινά μία πολύπλοκη διαδικασία προς το ανώτερο, το πολυπλοκότερο που αποκτά τελεολογικό χαρακτήρα και παράγει πλέον πνευματικά προϊόντα –για χάρη της εξέλιξης- τα οποία μπορούν να δημιουργήσουν δύναμη και να φέρουν αποτέλεσμα πολλές τάξεις μεγαλύτερα της έμβιους γενετικής προσταγής.
Δεν μπορεί να υπάρξει διαχωρισμός της εξέλιξης σε αυστηρά βιολογικό, πολιτιστικό, τεχνολογικό επίπεδο. Ο Καστοριάδης επισήμανε την απόρριψη κάθε προσπάθειας αναγωγής της όποιας ανθρώπινης εξέλιξης σε βιολογικούς παράγοντες και την άρνηση μίας θεώρησης αυτής ως προϊόν αποκλειστικά έλλογης ανθρώπινης δραστηριότητας.
Αντί αυτού πρότεινε το κοινωνικό-ιστορικό, κοινωνία και ιστορία δηλαδή αδιαίρετες. Άλλωστε αν κάποτε ο άνθρωπος υπερηφανευόταν για την ευγένεια του, πλέον η κληρονομικότητα της ανθρώπινης φυλής αναφέρεται πρωτίστως στην εξωγενετική διατήρηση της πληροφορίας, της ιστορίας και της γνώσης.
Έως τώρα η συστηματική εξυπηρέτηση της ανάγκης για υπέρβαση περιγράφηκε επί το πλείστον μέσω τεκτονικών – μυητικών – θεουργικών μεθόδων. Τόσο σε φιλοσοφικό, θεολογικό όσο και πρακτικό επίπεδο η διαδικασία της αλλαγής απεικονίστηκε με αλχημικούς όρους. Ακόμη όμως και οι καθαρά ιδεολογικές ή πολιτικές συνιστώσες είχαν σαν κυρίαρχο μοτίβο την ενδοσωματική ανέλιξη. Την συνειδησιακή μετάλλαξη.
Στην εποχή μας όμως η πιθανότητα του μετα-ανθρώπου επέστρεψε μέσα από άλλους δρόμους παράταιρους και ανυπότακτους. Κι εδώ εντοπίζεται η σημασία της διατήρησης εξωγενετικής πληροφορίας – γνώσης και της τεχνολογίας εν γένει.
Οι επιστήμες και οι ιδεολογίες που τις ακολουθούν όπως ο υπερουμανισμός του βιολόγου Τζούλιαν Χάξλεϊ ή και ο πιο ακραίος εξτροπιανισμός -η εξτροπία ορίστηκε ως το αντίθετο της εντροπίας σε μία προσπάθεια αντίθεσης στο θερμικό θανάτο του σύμπαντος- φαίνεται όντως να υποκαθιστούν σιγά σιγά στις συνειδήσεις την θρησκεία όλο και περισσότερο καθώς εμφανίζονται αποτελεσματικότερες στην ικανοποίηση των προσδοκιών και συνεπέστερες στις υποσχέσεις.
Η συνειδησιακή μετάλλαξη σαν συνώνυμο της υλοενεργειακής μεταστοιχείωσης προσεγγίζεται τεχνολογικά. Παρόλο που η νέα μορφή του μύθου αναφέρεται περισσότερο στην εξωσωματική εξέλιξη, ο στόχος τελικά παραμένει ο ίδιος. Η διαφυγή από τον πόνο, την ανάγκη.
Η εξήγηση για όλα αυτά είναι απλή.
Η μάχη της επιβίωσης και ο πλούτος του μουσείου απολιθωμάτων εξαφανισμένων ειδών της φύσης έχουν καταστήσει αδικαίωτο τον αγώνα του ανθρώπου για την βεβαιότητα της αυτοσυντήρησης. Η διανόηση, το συναίσθημα και το ένστικτο του ανθρώπου φλέγονται από τον πόθο να γεφυρώσουν το χάσμα που δημιουργεί η ανασφάλεια της ύπαρξης.
Τα καινούρια μέσα του ανθρώπου είναι υλικά. Τεχνολογικά. Μέσω αυτών έχει την δυνατότητα να επανατακτοποιήσει και να βελτιώσει τα φυσικά προϊόντα. Όμως τεχνητά όργανα, δοτά μέλη, βιολογικά μεταλλαγμένες λειτουργίες, φάρμακα ή βιοτεχνολογίες δεν είναι τελικά παρά κομμάτια ενός πολύ μεγαλύτερου παζλ. Υπάρχει ένα αναντίρρητο δυναμικό στην εξέλιξη προς την πιο πολύπλοκη τεχνολογία.
Οι απαντήσεις αρχικά αναδύονται εύκολα. Ποιος θα αρνηθεί το δώρο της ιατρικής; Ποιος την αύξηση του βιοτικού επιπέδου και της διάρκειας ζωής; Η εικόνα ενός επαυξημένου τεχνολογικά σώματος όμως είναι η απαρχή μίας πιθανόν μακράς διαδικασίας στην αγωνιώδη αναζήτηση του ανθρώπου που ταυτόχρονα με το όνειρο για περισσότερη ελευθερία ανοίγει και το κουτί της Πανδώρας.
Πότε σταματά η επαύξηση, η βελτίωση και ξεκινά η ύβρις; Πότε η επιστήμη ξεπερνά τα ηθικά σύνορα; Η απάντηση έρχεται σχεδόν πάντα μόνον από την πράξη. Αν ο στόχος επιτυγχάνεται τότε βρισκόμαστε σε εκείνο το κρίσιμο σημείο που τα βάθη της ύπαρξης δεν μπορούν να έχουν αναστολές ή αντιρρήσεις.
Όπως φαίνεται η κατεύθυνση του μετα-ανθρώπινου μύθου στην εποχή μας επιβεβαιώνει τα δομικά χαρακτηριστικά του. Ο σύγχρονος άνθρωπος σαν άλλος αλχημιστής ή καλύτερα μεταλχημιστής αναζητά την επανασύνθεση του σώματος χρησιμοποιώντας την τεχνολογία αντί φιλοσοφικής λίθου.
Εφευρίσκει νέους τρόπους μεταφοράς της πληροφορίας ώστε να μεταμορφώσει την υλική κάμπια σε πληροφοριακή χρυσαλίδα. Και ίσως στο τέλος να κληθεί να αφήσει την είσοδο στο ίδιο του το σώμα για χάριν κάποιου πληροφοριακού παραδείσου.
Για να γίνει αυτό γίνεται η παραδοχή ότι το εγώ, η συνείδηση το πνεύμα η ψυχή, ταυτίζονται με πληροφορία που είναι ανεξάρτητη της μορφής τους. Το δράμα που λαμβάνει χώρα στο θέατρο της συνείδησης είναι αυτό που ήταν κατά βάθος πάντοτε. Ο άνθρωπος καλείται να πάρει την θέση του Λόγου. Όχι όμως ενός λόγου αποκρυσταλλωμένου σε ανθρώπινη μορφή αλλά ενός λόγου ταυτόσημου με το ηρακλείτιο πυρ μακριά από οποιαδήποτε καθοριστικότητα.
Η συνείδηση πάντα προσπαθεί να αυτονομηθεί από την ίδια της την φύση παίρνοντας νέα σχήματα. Αυτή τη φορά τα εργαλεία που χρησιμοποιεί είναι πολύ πιο μαζικά και η εσωτερική σύγκρουση ,είναι ταυτόχρονα κοσμική και τιτάνια. Το δίλημμα συνεχίζει να παραμένει ο άνθρωπος. Το ρόλο του ήρωα, του αγίου, του έτερου, τον παίζει πλέον το σύνολο. Ο αγώνας είναι συνειδησιακός και κοινωνικός.
Από την μία πλευρά έχουμε τον οικείο κοινωνικό χρόνο που κινείται με του ρυθμούς του βιολογικού σώματος και αντιστοιχεί στο ιστορικό άνυσμα της συλλογικής μας αντίληψης από το παρελθόν στο τώρα. Από την άλλη ο επιστημονικός - θετικιστικός χρόνος που συνθέτει ένα άπειρο μέγεθος με αστραπιαίες ταχύτητες και έλκεται από ένα άδηλο μέλλον. Βλέπουμε να εξελίσσεται μπροστά μας η συγχώνευση του κοινωνικο-ιστορικού με όλα τα πνευματικά του εποικοδομήματα- ακόμη και αυτήν την έννοια του θετικιστικού χρόνου- μέσω χρήσης της τεχνολογίας.
Η υπέρβαση της βιολογικής φύσης οδηγεί σε μία διαδικασία απογείωσης του νεωτερισμού, αλλά παρόλη την ανάδυση της διαφορετικότητας ο εξελικτικός χρόνος οδηγεί στην σύγκλιση. Αλλάζει μορφή και συμπυκνώνεται σε στιγμή. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι η ίδια η πραγματικότητα παροτρύνει το ανθρώπινο είδος να προσαρμοστεί και να συμφιλιωθεί με τις αλλαγές του. Το λεγόμενο singularity, η πιθανή επερχόμενη "μοναδικότητα", δεν έχει να κάνει με κατάρρευση του ορίζοντα γεγονότων αλλά με την αλλαγή στο τρόπο λειτουργίας της αντίληψης.
Ο μετα-άνθρωπος ως ενδιάμεσο ανθρώπου και μονάδος οφείλει να υπερβεί την ίδια του τη φύση. Ως ον που προσδοκεί να γίνει μέτρο των πάντων οφείλει να αναπτύξει την ικανότητα της συνεχούς εξέλιξης. Δίχως άλματα. Δίχως εποχές σπείρειν και θερίζειν. Ο Καστοριάδης μίλησε για την συνεχής διαύγαση. Ο Γκούρτζιεφ για την «διπλή προσοχή». Ο Καστανέντα για την αυτοπαρατήρηση.
Αυτή είναι η ταυτόχρονη εποπτεία της στιγμής και η τροποποίηση του εαυτού. Είναι η κρίση της όγδοης ημέρας που αναφέρεται στην διαρκή αυτεπίγνωση.
Η τεχνολογία το λοιπόν δεν είναι ο σκοπός. Απλά μπορεί να παίξει το ρόλο καταλύτη στην ανάληψη της συνείδησης. Ο σκοπός είναι ο ανώτερος εαυτός. Όπως υπάρχει διάκριση μεταξύ κατώτερης και ανώτερης αλχημείας, υλικής – γήινης και ψυχικής – πνευματικής, αντίστοιχος οφείλει να είναι και ο διαχωρισμός των κινήτρων στην χρήση των εργαλείων της επιστήμης.
Το κυνήγι ανάληψης του σώματος σε ένα σύμπαν ηλεκτρισμού ή ήχου από μόνο του χωρίς να λαμβάνονται υπόψιν τα μέτρα που υπαγορεύει η ψυχή μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει σε ακρωτηριασμό της συνείδησης κατά τον ίδιο τρόπο που ο κατώτερος – υλιστικός μυστικισμός οδηγεί σε ένα στρεβλό σατανικό εγώ.
Αν η εκμετάλλευση των πόρων καταλήγει σε άμετρη λεηλασία και το δικαίωμα της διαφορετικότητας σε φανατική διεκδίκηση δικαίων και αδίκων, η πληροφοριακή ουτοπία εύκολα μετατρέπεται σε μία φασιστική μετα-αποκαλυπτική κόλαση με ταξικές διακρίσεις μεταξύ ενισχυμένων υπεραιωνόβιων cyborg και προανθρώπων homo-sapiens, και καταστραμμένα τοπία.
Ακόμη κι αν κάποιος στο τέλος αρνηθεί την ορμητική διάθεση της ιστορίας προς κάποια μετα-αποκάλυψη και την ίδια ζωτικότητα της μορφής που παίρνει ο σύγχρονος μύθος του μετα-ανθρώπου ως μία εξωτική ή τρομακτική sci-fiονειροπλασία, δεν μπορεί να παραγνωρίσει πως αυτός επαναφέρει ένα από τα πιο βασικά ερωτήματα.
Ερώτημα που αφορά την ίδια την ταυτότητα του ανθρώπου και τον επαναπροσδιορισμό του , και του προσφέρει την επίγνωση ότι είναι ο ίδιος που οφείλει να επιλέγει μεταξύ των εξελικτικών σταυροδρομιών ως φορέας του εξελικτικού προστάγματος.