Ας αρχίσουμε το τραγούδι με τις Μούσες τις Ελικωνιάδες που κατέχουν τον Ελικώνα, το ιερό και μεγαλόπρεπο βουνό και χορεύουν με τ’απαλά τους πόδια, γυρ’ από την κρήνη με τους μενεξέδες και τον βωμό του μεγαλοδύναμου γυιού του Κρόνου, και σαν λούσουν τα τρυφερά κορμιά τους στον Περμησσό ή στην Ιπποκρήνη ή στον σεβαστό Ολμειό, στην πιο ψηλή κορφή του Ελικώνα, στήνουν χορούς μαγευτικούς, βάζοντας δύναμη στα πόδια τους. Κι από κει ξεπηδούν μεσ’ τη νύχτα, τυλιγμένες σε πυκνή ομίχλη και πηγαίνουν υμνώντας με πανέμορφη φωνή τον Δία τον Αιγίοχο, την Αργεία την Ήρα τη σεβαστή, τη χρυσοπέδιλη, και την κόρη του Αιγίοχου Δία, τη γλαυκομάτα Αθηνά, τον Φοίβο Απόλλωνα και την τοξεύτρα Άρτεμη, τον αφέντη της γης, τον κοσμοσείστη Ποσειδώνα και τη σεμνή Θέμιδα, την παιχνιδοβλέφαρη Αφροδίτη και τη χρυσοστεφανωμένη Ήβη, την όμορφη Διώνη και τη Λητώ, τον Ιαπετό και τον δόλιο Κρόνο, την Ηώ και τον μέγα Ήλιο, τη λαμπρή Σελήνη και τη Γαία, τον Ωκεανό τον μέγα και τη μαύρη Νύχτα και την ιερή γενιά των αιώνιων άλλων αθανάτων.
Αυτές δίδαξαν κάποτε στον Ησίοδο ένα όμορφο τραγούδι, καθώς έβοσκε τ’ αρνιά του κάτω απ’ τον ιερό Ελικώνα. Κι αυτά τα λόγια πρώτα μου αφηγήθηκαν οι Μούσες οι Ολύμπιες, οι κόρες του Δία του Αιγίοχου: «πως εμείς οι αγριοβοσκοί, οι ξεδιάντροποι, που είμαστε μόνο κοιλιές, ξέρουμε ψέμματα πολλά να λέμε που μοιάζουν με αλήθειες, αλλά ξέρουμε, αν το θέλουμε να λέμε και την αλήθεια». Έτσι μίλησαν οι κόρες του μεγάλου Δία με λόγια καθαρά και κόβοντας ένα κλαρί δάφνης, γεμάτο βλαστούς, μου τόδωσαν σκήπτρο. Και μου ενέπνευσαν τραγούδι θεσπέσιο για να τραγουδώ τα μελλούμενα και τα περασμένα και με πρόσταξαν να υμνώ την αιώνια γενιά των μακαρίων, πρώτα όμως ν’ αρχίζω και να τελειώνω το τραγούδι μου μ’ αυτές. Αλλά γιατί μιλάμε για πράγματα που δεν είναι Τόσο σημαντικά; Έλα, ας αρχίσουμε απ’ τις Μούσες που τέρπουν με τους ύμνους τους τη μεγάλη ψυχή του πατέρα Δία πάνω στον Όλυμπο, τραγουδώντας τα τωρινά, τα περασμένα και τα μελλούμενα με φωνή ποιητική, απ’ αυτές που ρέει απ’ το γλυκό τους στόμα τραγούδι χωρίς ποτέ να κουράζονται. Και χαίρονται τα δώματα του πατέρα Δία του βροντερού, όταν γεμίζουν με λουλουδένια φωνή των θεαινών.
Κι αντιλαλεί ο χιονισμένος Όλυμπος και τα δώματα των αθανάτων θεών πρώτα, αυτούς που η Γη κι ο μεγάλος Ουρανός γέννησαν κι εκείνους που γέννησαν τους θεούς τους δωρητές μας. Κατόπιν οι θεές αρχίζουν και τελειώνουν το τραγούδι υμνώντας τον Δία τον πατέρα θεών και αν- θρώπων, για την ανωτερότητα του ανάμεσα στους θεούς και την μεγαλοσύνη του. Μετά υμνώντας το γένος των ανθρώπων και των ισχυρών Γιγάντων τέρπουν τη ψυχή του Δία πάνω στον Όλυμπο, οι Μούσες οι Ολύμπιες, οι θυγατέρες του Δία του Αιγιόχου. Τις γέννησε η Μνημοσύνη η κυρά της Ελευθήρος αφού έσμιξε με τον γυιό του Κρόνου στις ακροκορφές τις Πιερίας, για να λησμονούμε τις στενοχώριες μας και να διώχνουν τις έγνοιες. Εννιά νύχτες έσμιγε μαζί τους ο σοφός Δίας ανεβαίνοντας στο ιερό κρεβάτι κρυφά απ’ τους αθάνατους. Μα όταν γύρισε ο χρόνος και κύλισαν οι ώρες και τα φεγγάρια μίκραιναν κι οι μέρες έρχονταν και φεύγαν, του γέννησε εννιά κόρες που είχαν τα ίδια ψυχικά χαρίσματα, που άλλη φροντίδα εκτός το τραγούδι δεν είχαν στην καρδιά τους, ούτε καμμιά έγνοια στη ψυχή και που κατοικούσαν στην πιο ψηλή κορφή του χιονισμένου Ολύμπου.
Εκεί, στα ωραία παλάτια γίνονται λαμπροί χοροί και δίπλα κατοικούν οι Χάριτες κι ο Ίμερος, μέσα στη χαρά. Κι εκτοξεύοντας απ’ το στόμα τους φωνή μαγευτική, τραγουδούν τους νόμους των πάντων, και των αθανάτων τα ιερά ήθη διαλαλούν, εκτοξεύοντας τη μαγευτική φωνή τους. Και τότε κινήσαν για τον Όλυμπο και χαιρόντουσαν την όμορφη φωνή τους με το θαυμάσιο τραγούδι, και τριγύρω αντιλαλούσε απ’ τους ύμνους η μαύρη γη και μαγευτικοί ήχοι έβγαιναν απ’ το περπάτημά τους, καθώς τραβούσαν για τον πατέρα τους που βασιλεύει στον ουρανό, που αυτός μονάχος του κατέχει τη βροντή και τον φλογερό κεραυνό, που με τη δύναμη του νίκησε τον πατέρα του τον Κρόνο και που με σοφία τακτοποίησε τα των αθανάτων κι έδωσε αξιώματα.
Αυτά λοιπόν τραγουδούσαν οι Μούσες που μένουν στα Ολύμπια παλάτια, οι εννέα θυγατέρες του μεγάλου Δία, η Κλειώ, η Ευτέρπη, η Θάλεια, η Μελπομένη, η Τερψιχόρη, η Ερατώ, η Πολύμνοια, η Ουρανία κι η Καλλιόπη, αυτή που ξεχωρίζει απ’ όλες. Αυτή που συναναστρέφεται με βασιλιάδες. Κι όποιον απ’ τους βασιλιάδες που έχει ορίσει ο Δίας τον τιμήσουν οι μεγάλες θυγατέρες του και δουν τη γέννησή του με καλό μάτι, γλυκειά δροσιά του στάζουν στη γλώσσα και βγαίνουν απ’ το στόμα του λόγια γλυκά. Κι όλος ο λαός έχει τα μάτια επάνω του καθώς δικάζει με δίκαιες αποφάσεις και καθώς αγορεύει με λόγια σίγουρα, σταματά αμέσως τις μεγάλες φιλονικίες με μαστοριά. Διότι έτσι πρέπει να είναι οι σώφρονες βασιλιάδες. Αυτούς που αδικούνται εύκολα να τους ικανοποιούν στις συνεδριάσεις και να τους πείθουν με λόγια απαλά. Κι όταν βαδίζει στη συνεδρίαση τον τιμούν σαν θεό για το μειλίχιο ύφος του και λάμπει ανάμεσα στους συναθροισμένους. Κι αυτό είναι το ιερό δώρο των Μουσών στους ανθρώπους. Διότι χάρη στις Μούσες και τον Απόλλωνα που πετά το τόξο μακρυά, υπάρχουν στη γη τραγουδιστές και κιθαριστές και χάρη στον Δία βασιλιάδες. Κι αυτός που του δείχνουν ευμένεια οι Μούσες είναι ευτυχισμένος και γλυκειά τρέχει η φωνή απ’ το στόμα του. Γιατί αν κάποιος έχει πένθος και πρόσφατη πληγή στα στήθεια, η καρδιά του μαραίνε- ται απ’ τους στεναγμούς, όταν όμως ο τραγουδιστής που υπηρετεί τις Μούσες υμνήσει τις δόξες των πρώτων ανθρώπων και τους μακάριους θεούς που κατέχουν τον Όλυμπο, αμέσως λησμονά τον καϋμό του και δεν θυμάται καμμιά έγνοια. Έτσι γρήγορα τις σκορπούν (τις έγνοιες) τα δώρα των θεαινών.
Χαίρετε τέκνα του Δία και δώστε το μαγευτικό τραγούδι. Δοξάστε την ιερή γενιά των αιώνιων αθανάτων που γεννήθηκαν απ’ τη Γη και τον γεμάτο αστέρια Ουρανό και τη Νύχτα τη σκοτεινή, κι αυτούς που έτρεφε ο Πόντος ο αλμυρός. Και πείτε πως πρώτα γεννήθηκαν οι θεοί κι η Γη κι οι ποταμοί και ο απέραντος Πόντος με τα μανιασμένα κύματα και τ’ αστέρια τα λαμπρά, κι ο Ουρανός ψηλά ο πλατύς κι αυτούς που γεννήθηκαν απ’ τους θεούς, τους δωρητές των αγαθών, και πως μοιράστηκαν τα πλούτη και χώρισαν τ’ αξιώματα και πως ακόμη κατάκτησαν τον Όλυμπο με τις πολλές χαράδρες. Αυτά να μου αφηγηθείτε Μούσες που έχετε τ’ ανάκτορα του Ολύμπου, απ’ την αρχή και λέγοντας μου ποιό έγινε πρώτα απ’ αυτά.
Στην αρχή γεννήθηκε το Χάος, κι έπειτα η πλατύστηθη Γαία παντοτινός και ασφαλής τόπος των αθανάτων που εξουσιάζουν τις χιονισμένες κορφές του Ολύμπου και τα σκοτεινά Τάρταρα στα βάθη της γης με τους πλατείς δρόμους. Μετά ο Έρως που είναι ο ωραιότερος ανάμεσα στους αθάνατους θεούς, που λύνει τα μέλη όλων των θεών και των ανθρώπων και δαμάζει στα στήθεια την καρδιά και τον νου. Από το Χάος ακόμη δημιουργήθηκαν το Έρεβος κι η μαύρη νύχτα. Κι απ’ τη Νύχτα γεννήθηκε ο Αιθέρας κι η Ημέρα, που τα γέννησε σμίγοντας ερωτικά με το Έρεβος. Η Γη πρώτα γέννησε τον γεμάτο αστέρια Ουρανό, ίσο με αυτήν να την καλύπτει από παντού και να είναι για πάντα ασφαλής τόπος για τους μακάριους θεούς. Και γέννησε τα ψηλά Όρη, χαριτωμένους τόπους των Νυμφών, των θεαινών που κατοικούν στα δασωμένα βουνά. Κι αυτή γέννησε και τον Πόντο, το ατέλειωτο πέλαγος, με τα μανιασμένα κύματα, χωρίς ερωτικό σμίξιμο. Έπειτα αφού πλάγιασε με τον Ουρανό, γέννησε τον βαθύ Ωκεανό, τον Κοίο, τον Κριό, τον Υπερίωνα, τον Ιαπετό, τη Θεία, τη Ρέα, τη Θέμιδα, τη Μνημοσύνη, τη χρυσοστεφανωμένη Φοίβη, και τη χαριτωμένη Τηθύα.
Μετά απ’ αυτούς γεννήθηκε ο δόλιος Κρόνος, ο φοβερώτερος απ’ όλους τους γυιούς, που μίσησε τον θαλερό γονιό του. Και γέννησε μετά τους Κύκλωπες με την ατρόμητη καρδιά, τον Βρόντη, τον Στερόπη και τον ορμητικό Άργη, οι οποίοι έδωσαν στον Δία τη βροντή και έφτειαξαν τον κεραυνό. Κι ήσαν όμοιοι σ’όλα με τους θεούς, μόνο που είχαν ένα μάτι στη μέση του μετώπου τους. Κι ήταν γνωστοί με τ’ όνομα Κύκλωπες γιατ’ είχαν στο μέτωπό τους το στρογγυλό μάτι. Ήταν ισχυροί κι ορμητικοί και επινοητικοί στα έργα που έκαναν και τους είχαν μεγαλώσει και μάθει να μιλούν οι θεοί.
Μετά γεννήθηκαν απ’ τη Γαία και τον Ουρανό, άλλοι τρεις γυοί μεγάλοι και φοβεροί –καλύτερα μη τους βάζεις στο στόμα σου-, ο Κόττος, ο Βριάρεως και ο Γύης παιδιά υπερήφανα. Απ’ τους ώμους τους σάλευαν εκατό χέρια που δεν μπορούσες να τα ζυγώσεις και για τον καθένα πενήντα κεφάλια φύτρωναν απ΄τους ώμους πάνω στα στιβαρά τους μέλη. Κι είχαν ισχύ ακατανίκητη και φοβερή όσο το ανάστημά τους. Τους φοβερώτερους γυιούς, απ’ όσους γεννήθηκαν απ’ τη Γαία και τον Ουρανό, τους εχθρευόταν απ’ την αρχή ο πατέρας τους και μόλις γεννιόταν ο καθένας τον έκρυβε στα έγκατα της Γης και δεν τους άφηνε ν’ ανέβουν στο φως. Και χαιρόταν με το κακό του έργο ο Ουρανός. Αλλά η πελώρια Γη βαρυγγομούσε από μέσα της και σκέφτηκε ένα δόλιο και κακό τέχνασμα.
Αμέσως γέννησε το γκρίζο ατσάλι κι έφτιαξε ένα μεγάλο δρεπάνι κι εξήγησε στους αγαπημένους της γυιούς τι να κάνουν. Και δίνοντας τους θάρρος και με πόνο στην καρδιά τους είπε: «Παιδιά δικά μου που έχετε πατέρα κακούργο, αν θέλετε να μ’ακούσετε, μπο- ρούμε να τιμωρήσουμε την αδικία του πατέρα σας μιας κι αυτός άρχισε πρώτος τις άτιμες πράξεις». Έτσι μίλησε κι όλους τους έπιασε δέος και κανένας δεν μιλούσε. Τότε πήρε θάρρος ο πανούργος Κρόνος και μ’ αυτά τα λόγια απάντησε στη σεβάσμια μητέρα του: «Μητέρα σου υπόσχομαι πως εγώ θα εκτελέσω αυτή την πράξη, γιατί δεν λογαριάζω τον ακατανόμαστο πατέρα μας. Αυτός άρχισε πρώτος τις άτιμες πράξεις». Έτσι μίλησε κι αναγάλλιασε μέσα της η πελώρια Γαία. Τον έβαλε να καθίσει σε ενέδρα, του έβαλε στο χέρι το δρεπάνι με τα κοφτερά δόντια και του εξήγησε το δόλιο σχέδιο. Και φέρνοντας τη νύχτα, ήλθε ο μέγας Ουρανός κι ολόγυρα απλώθηκε και σκέπασε τη Γαία με πόθο ερωτικό. Κι απ’ την κρυψώνα του άπλωσε ο γυιός του τ’ αριστερό του χέρι και με το δεξί έπιασε το πελώριο δρεπάνι με τα μακρυά κοφτερά δόντια κι αμέσως έκοψε τα αιδοία του πατέρα του και τα πέταξε πίσω του. Όμως δεν έφυγαν απ’ τα χέρια του μάταια, γιατί όσες στάλες απ’ το αίμα του έπεσαν, τις μάζεψε η Γαία και με το πέρασμα του χρόνου γεννήθηκαν οι κρατερές Ερινύες, οι μεγάλοι Γίγαντες οι λαμπροαρματωμένοι, που κρατούν στα χέρια τους μακρυά κοντάρια κι οι Νύμφες που τις αποκαλούν Μελίες στην απέραντη Γη. Κι αμέσως μόλις έκοψε τα αιδοία με το δρεπάνι τα πέταξε απ’ τη στεριά στον πολυτρικυμισμένο πόντο κι αυτά περιφερόταν στο πέλαγος για πολύ χρόνο.
Τριγύρω ανέβαινε λευκός αφρός απ’ τ’ αθάνατα μέλη κι εκεί μέσα αναθράφτηκε μια κόρη. Στην αρχή πήγε προς τα ιερά Κύθηρα και μετά έφτασε στην Κύπρο που βρέχεται από παντού. Εκεί βγήκε η σεβαστή και καλή θεά και γύρω απ’ τα πόδια της τα τρυφερά φύτρωνε χλόη. Αφροδίτη (αφρογεννημένη θεά και ομορφοστεφάνωτη κόρη) την αποκαλούν θεοί και άνθρωποι γιατί μεγάλωσε μέσα στον αφρό και Κυθέρια γιατί πήγε στα Κύθηρα (και Κυπρογεννημένη γιατί γεννήθηκε στην Κύπρο που τη ζώνει η θάλασσα και φιλομηδή γιατί βγήκε απ’ τα αιδοία.) Μόλις γεννήθηκε τη συντρόφευσε ο Έρως και τη Συνόδευσε ο ωραίος Ίμερος καθώς πήγαινε στους άλλους θεούς. Κι αυτή η τιμή της έλαχε απ’ τη Μοίρα απ΄την αρχή, να έχει ανάμεσα στους αθάνατους Θεούς και στους ανθρώπους τα παρθενικά παιχνιδίσματα, τα ξεγελάσματα και τη γλυκειά απόλαυση, την αγάπη και την τρυφερότητα. Κι αυτούς, ο πατέρας τους ο μεγάλος Ουρανός, οργισμένος τους απεκάλεσε Τιτάνες, τους γυιούς που γέννησε, γιατί έλεγε πως τεντώνοντας την αδικία έκαναν ανόσια πράξη που στο μέλλον θα τη ξεπληρώσουν.
Κι η Νύχτα γέννησε τον στυγερό Μόρο, τη μαύρη Κήρα και τον Θάνατο και γέννησε τον Ύπνο και τη γενιά των Ονείρων (και τους γέννησε χωρίς να κοιμηθεί με κανέναν η μαύρη Νύχτα). Μετά πάλι τον Μώμο και την οδυνηρή Οιζύ και τις Εσπερίδες που φυλάνε πέρα απ’ τον δοξασμένο Ωκεανό τα χρυσά μήλα και τα δέντρα που τα κάνουν. Και γέννησε τις Μοίρες και τις Κήρες, ανελέητες τιμωρούς (την Κλωθώ, την Λάχεσι και την Άτροπο που δίνουν το καλό και το κακό στους θνητούς όταν γεννιούνται), που κυνηγούν τα παραπτώματα θεών κι ανθρώπων και δεν σταματούν ποτέ οι θεές την τρομερή οργή τους πριν να ξεπληρωσει το χρέος του όποιος έχει αμαρτήσει. Και γέννησε τη Νέμεση, συμφορά για τους θνητούς ανθρώπους η ολέθρια Νύχτα, και μετά την Απάτη και τη Φιλότητα, το καταραμένο Γήρας και την ακατάβλητη Έριδα. Μετά η μισητή Έρις γέννησε τον βασανιστή Πόνο, τη Λήθη, την Πείνα και τις Οδύνες που φέρνουν δάκρυα, τις Συμπλοκές, τις Μάχες, τους Φόνους, τους Ανδροσκοτωμούς, τις Φιλονικίες, τις Ψευδολογίες, τις Διαφωνίες, την Κακονομία, την Άτη που πάνε συνήθως μαζί, και τον Όρκο που τυρρανά τους πιο πολλούς ανθρώπους στη γη, όταν με τη θέλησή τους γίνονται επίορκοι.
Κι εκεί κρατήθηκε στον τόπο των Αρίμων, κάτω απ’ τη γη η ολέθρια Έχιδνα, η αθάνατη νύμφη που δεν γερνά ποτέ. Λένε ότι ο φοβερός, ο ανόσιος και ο άνομος Τυφώνας έσμιξε ερωτικά μ’ αυτήν την παιχνιδομάτα κόρη κι αυτή αφού έμεινε έγκυος, γέννησε σκληρόκαρδους γυιούς. Γέννησε πρώτο τον Όρθρο, τον σκύλο του Γηρυόνη. Δεύτερο γέννησε τον ακαταμάχητο, τον ακατανόμαστο, τον σαρκοβόρο Κέρβερο, τον σκύλο του Άδη τον χαλκόφωνο, με τα πενήντα κεφάλια, ανήλεο και κρατερό. Τρίτη γέννησε την Λερναία Ύδρα που ο νους της ήταν πάντα στο κακό, την οποία ανάθρεψε η λευκοχέρα Ήρα με ασίγαστη οργή για τον ισχυρό Ηρακλή. Αυτήν όμως τη θανάτωσε με το αλύπητο χάλκινο σπαθί του ο γυιός του Δία, απ’ τη γενιά του Αμφιτρύωνα, ο Ηρακλής μαζί με τον πολεμοχαρή Ιόλαο και τη συμπαράσταση της Αθηνάς που δίνει τα λάφυρα. Κι ακόμη γέννησε τη φοβερή, την τεράστια Χίμαιρα, τη γοργοπόδαρη και δυνατή, που αναπνέει ακατάσχετη φωτιά. Είχε τρία κεφάλια, το ένα λιονταριού, με τη λαμπερή ματιά, το άλλο γίδας και το άλλο φιδιού, δράκοντα τρομερού. (Μπροστά το λιοντάρι, πίσω το φίδι και στη μέση η γίδα απέπνεαν φλογερή φωτιά). Αυτήν τη σκότωσε ο Πήγασος και ο ανδρείος Βελλερεφόντης.
Επίσης σμίγοντας με τον Όρθρο γέν- νησε την ολέθρια Φίκα (Σφίγγα), την καταστροφή για τον λαό του Κάδμου, και τον Λέοντα της Νεμέας που ανάθρεψε η Ήρα, η τιμημένη ομοκρέβατη του Δία και τον φώλιασε στους λόφους της Νεμέας, για τους ανθρώπους συμφορά. Εκεί έμενε και κατέστρεφε τους ανθρώπους κυριαρχώντας στον Τρητό και στον Απέσαντα. Αλλά κι αυτόν τον νίκησε η ισχύς του Ηρακλή. Και τέλος η Κητώ σμίγοντας ερωτικά με τον νεότατο Φόρκυ, γέννησε ένα τρομερό φίδι, που στα σκοτεινά βάθη της γης, στην άκρη του κόσμου, φυλάει τα ολόχρυσα μήλα. Αυτή λοιπόν είναι η γενιά της Κητούς και του Φόρκυ. Και η Τηθύς γέννησε στον Ωκεανό τους στροβιλι- στούς ποταμούς, τον Νείλο, τον Αλφειό, τον βαθυστρόβιλο Ηριδανό, τον Στρυμόνα, τον Μαίανδρο, τον ομορφορρέματο Ίστρο, τον Φάση, τον Ρήσο, τον Αχελώο με τις ασημένιες δίνες, τον Νέσσο, τον Ρόδιο, τον Αλιάκμονα, τον Επτάπορο, τον Γρανικό, τον Αίσηπο, τον θεϊκό Σιμόεντα, τον Πηνειό, τον Έρμο, τον ομορφόροο Κάϊκο, τον μέγα Σαγγάριο, τον Λάδωνα, τον Παρθένιο, τον Εύηνο, τον Άρδησκο και τον θεϊκό Σκάμανδρο. Και γεννά την ιερή γενιά των θυγατέρων του, που απ’ τον Δία τους Έλαχε το έργο ν’ αναθρέψουν τους νέους με τη βοήθεια του άρχοντα Απόλλωνα και των Ποταμών, την Πειθώ, την Αδμήτη, την Ιάνθη, την Ηλέκτρα, τη Δωρίδα, την Πρυμνώ, τη θεϊκή Ουρανία, την Ιππώ, την Κλυμένη, τη Ρόδεια, την Πασιθόη, την Πληξαύρη, τη Γαλαξαύρη, τη γλυκειά Διώνη, τη Μηλόβοσι, τη Θόη, την όμορφη Πολυδώρη, την Κερκηίδα με το όμορφο παράστημα, τη γλυκειά Πλουτώ, τη μεγαλομάτα Περσηίδα, την Ιάνειρα, την Ακάστη, τη Ξάνθη, την Πετραία, την ερωτική Μενεσθώ, την Ευρώπη, τη Μήτιδα, την Ευρυνόμη, την Τελεστώ με τα βαθυκίτρινα πέπλα, τη Χρυσηϊδα, την Ασία, τη λαχταριστή Καλυψώ. την Ευδώρη, την Τύχη, την Αμφιρώ, την Ωκιρόη και τη Στύγα που είναι η ανώτερη απ’ όλες.
Αυτές λοιπόν γεννήθηκαν πρώτες οι θυγατέρες του Ωκεανού και της Τηθύος, αλλά υπάρχουν και πολλές άλλες. Γιατί υπάρχουν τρεις χιλιάδες ομορφοπόδαρες Ωκεανίδες που είναι σκορπισμένες στη γη και στα βάθη των λιμνών και φροντίζουν όλους το ίδιο, τα λαμπρά τέκνα θεαινών. Υπάρχουν κι άλλοι τόσοι ποταμοί που τρέχουν με βουητό, γυιοί του Ωκεανού που γέννησε η σεβαστή Τηθύα. Για θνητό άνθρωπο είναι δύσκολο να πει όλα τα ονόματά τους. Τα γνωρίζουν όσοι κατοικούν τριγύρω τους. Κι η Θεία αφού αναγκάστηκε, έσμιξε ερωτικά, με τον Υπερίωνα και γέννησε τον μέγα Ήλιο, τη λαμπρή Σελήνη και την Αυγή που φέρνει το φως σ’ όλους πάνω στη γη και στους αθάνατους θεούς που κατέχουν τον πλατύ Ουρανό. Ενώ η Ευρυβία, η σεβαστή θεά, σμίγοντας ερωτικά με τον Κρίο, γέννησε τον Αστραίο, τον Πάλλαντα, και τον Πέρση που ξεπερνά όλους σε γνώση. Και η Ηώ με τον Αστραίο, γέννησε τους ανέμους τους σκληρόκαρδους, τον Ζέφυρο που φέρνει ξαστεριά, τον γρηγοροκίνητο Βοριά και τον Νότο, αφού θεά πλάγιασε ερωτικά με θεό. Μετά η Ηριγένεια (Ηώ) γέννησε τον αστέρα Εωσφόρο και τα λαμπρά αστέρια που στεφανώνουν τον Ουρανό. Η Στύγα, η κόρη του Ωκεανού, σμίγοντας με τον Πάλλαντα γέννησε στο παλάτι τον Ζήλο και την ομορφοπόδαρη Νίκη. Επίσης γέννησε το Κράτος και τη Βία, ξακουστά παιδιά. Μακρυά απ’ τον Δία δεν υπάρχει γι’ αυτά ούτε σπίτι, ούτε μέρος να σταθούν, ούτε ο δρόμος που να μη τους οδηγεί ο θεός. Και πάντα κάθονται πλαϊ στον βροντερό Δία.
Έτσι απεφάσισε η Στύγα η αθάνατη Ωκεανίδα τη μέρα που ο αστραποβόλος Ολύμπιος κάλεσε όλους τους αθάνατους θεούς στον ψηλό Όλυμπο και είπε πως όποιος απ΄ τους θεούς μαχόταν τους Τιτάνες μαζί του, δεν θα έχανε κανένα αξίωμα που είχε πριν, μέσα στους αθάνατους θεούς. Και είπε πως όποιος είχε μείνει χωρίς τιμή και αξίωμα απ’ τον Κρόνο, θα έπαιρνε τιμές και αξιώματα όπως ήταν δίκαιο. Πρώτη λοιπόν έφθασε στον Όλυμπο η αθάνατη Στύγα μαζί με τα παιδιά της, ακούγοντας τη συμβουλή του αγαπημένου της πατέρα. Κι ο Ζευς την τίμησε δίνοντάς της περίσσια δώρα. Γιατί όρισε αυτή να είναι των θεών ο μεγαλύτερος όρκος. Και τα παιδιά της να μένουν πάντα μαζί του. Κι όπως τα υποσχέθηκε έτσι ακριβώς τα εκτέλεσε. Γιατί αυτός εξουσιάζει και βασιλεύει. Η Φοίβη ήλθε στο κρεββάτι του πολυπόθητου Κοίου και από έρωτα θεάς με θεό έμεινε έγκυος και γέννησε τη Λητώ με τα γαλάζια πέπλα, πάντα γλυκειά, γλυκειά απ’ την πρώτη μέρα, που είναι η πιο καταδεκτικιά μέσα στον Όλυμπο και τρυφερή στους ανθρώπους και στους αθάνατους θεούς. Γέννησε και την Αστερία με το ωραίο όνομα που κάποτε ο Πέρσης την οδήγησε στο μεγάλο παλάτι του να γίνει η αγαπημένη του σύντροφος. Κι αυτή έμεινε έγκυος και γέννησε την Εκάτη, που αυτήν πάνω απ’ όλους τίμησε ο Ζευς, ο γυιός του Κρόνου και της χάρισε λαμπρά δώρα να ορίζει απ’ τη γη και απ’ την ακένωτη θάλασσα. Αλλά και στον γεμάτο αστέρια Ουρανό πήρε αξίωμα και τιμάται πιο πολύ απ’ όλους τους αθάνατους θεούς. Γιατί και μέχρι τώρα όποιος άνθρωπος στη γη προσφέρει κατά τη συνήθεια, εξιλαστήρια θυσία προσκαλεί την Εκάτη. Κι εύκολα η θεά δείχνει την εύνοιά της σ’ αυτόν που δέχτηκε την προσευχή του και του χαρίζει ευτυχία, γιατί έχει τη δύναμη.
Επειδή όσοι γεννήθηκαν απ’ τη Γαία και τον Ουρανό κι έχουν κάποιο αξίωμα, σ’ όλους αυτούς έχει μερδικό. Κι ούτε σε τίποτα ο γυιός του Κρόνου την εξεβίασε, ούτε της στέρησε ό,τι της είχε λάχει μέσα στους πρωτύτερους θεούς τους Τιτάνες, αλλά κατέχει ότι απ’ την αρχή ήταν το μερδικό της, μερίδιο στη γη, στον ουρανό και στη θάλασσα. Και δεν τιμήθηκε λιγότερο η θεά επειδή ήταν μοναχοπαίδι, αντίθετα πολύ περισσότερο γι’ αυτό την τιμά ο Ζευς. Αυτόν που θέλει τον βοηθά πολύ και τον ωφελεί. Στις δίκες κάθεται πλάι στους σεβαστούς βασιλιάδες, και στις συνελεύσεις του λαού προβάλλει αυτόν που θέλει. Κι όταν ζώνονται τ’ άρματα οι άνδρες για τον φονικό πόλεμο, κι εκεί η θεά βοηθά όποιους θέλει και πρόθυμα δίνει τη νίκη και προσφέρει τη δόξα. Κι είναι καλή όταν παραβγαίνουν άνδρες σε αγώνα κι εκεί τους βοηθά και τους ωφελεί. Κι αυτός που θα νικήσει με ισχύ κι επιμονή, το ωραίο έπαθλο πρόθυμα και με χαρά παίρνει κάνοντας τους γονιούς του περήφανους. Αλλά και μέσα στους ιππείς βοηθά όποιον θέλει. Κι αυτούς που δουλεύουν στη γαλάζια ανεμοδαρμένη θάλασσα, και προσεύχονται στην Εκάτη και τον Γαιοσείστη (Ποσειδώνα), εύκολα η δοξασμένη θεά τους φέρνει μεγάλη ψαριά, αλλά κι εύκολα την εξαφανίζει, αν το θελήσει, κι ας φαίνεται δικιά τους (η ψαριά). Κι είναι καλή στους στάβλους όπου πληθαίνει τα ζώα μαζί με τον Ερμή. Τα κοπάδια των γελαδιών, τα πλατιά κοπάδια των γιδιών και τα κοπάδια με τα πυκνόμαλλα αρνιά, αν θέλει τα λίγα τα αυξάνει και τα πολλά τα ελαττώνει. Έτσι λοιπόν, αν η μάνα της την έκανε μοναχοπαίδι, ανάμεσα σ’ όλους τους αθάνατους τιμάται μ’ αξιώματα. Μα κι ο γιος του Κρόνου την όρισε τροφό των νέων, που μαζί της ανοίγουν τα μάτια τους στο φως της ολοφώτιστης Αυγής. Έτσι απ’ την αρχή ήταν τροφός των νέων και είχε αυτές τις τιμές.
Η Ρέα εξαναγκασμένη από τον Κρόνο, του γέννησε τέκνα δοξασμένα, την Εστία, τη Δήμητρα, την Ήρα με τα χρυσά πέδιλα, τον δυνατό Άδη που κατοικεί στο παλάτι του κάτω απ’ τη γη κι έχει ανελέητη καρδιά, τον βροντερό Γαιοσείστη και τον σοφό Δία, πατέρα θεών και ανθρώπων που τραντάζει την πλατειά γη με την βροντή του. Κι αυτούς τους κατάπινε ο μέγας Κρόνος μόλις ο καθένας κατέβαινε απ’ την ιερή κοιλιά της μάνας του στα γόνατα της. Φοβόταν μήπως κάποιος απ’ τους δοξασμένους Ουρανίωνες του έπαιρνε το βασιλικό αξίωμα μέσα στους αθάνατους. Γιατί είχε μάθει απ’ την Γαία και τον γεμάτο αστέρια Ουρανό ότι ήταν γραφτό να ηττηθεί κάποτε απ’ το παιδί του, παρ’ όλο που ο ίδιος ήταν ισχυρός –απ’ το θέλημα του μεγάλου Δία. Έτσι παραφύλαγε με άγρυπνα μάτια και κατάπινε τα παιδιά του. Τη Ρέα όμως την κατείχε αβάσταχτος πόνος. Αλλ’ όταν ήταν για να γεννήσει τον Δία, τον πατέρα θεών και ανθρώπων, τότε παρακαλούσε τους αγαπημένους της γονείς, τη Γαία και τον γεμάτο αστέρια Ουρανό, να σκεφτούν ένα τρόπο για να γεννήσει κρυφά τον αγαπημένο της γυιό, για να πάρει εκδίκηση για τον πατέρα του και τα παιδιά του, που τα κατάπινε ο δόλιος Κρόνος. Αυτοί άκουσαν με μεγάλη προσοχή την αγαπημένη τους θυγατέρα, πείστηκαν και της αφιέρωσαν όσα ήταν πεπρωμένο να συμβούν γύρω απ’ τον βασιλιά Κρόνο και τον γυιό με την ατρόμητη ψυχή. Την έστειλαν λοιπόν στη Λύκτο, τον πλούσιο τόπο της Κρήτης, όταν επρόκειτο να γεννήσει το τελευταίο απ’ τα παιδιά της, τον μεγάλο Δία. Και τον δέχτηκε η πελώρια Γαία μέσα στην πλατειά Κρήτη, να τον θρέψει και να τον φροντίζει.
Εκεί, μέσα στο σκοτάδι της γρήγορης Νύχτας, τον έφερε πρώτα στη Λύκτο και τον έκρυψε με τα χέρια της σε απάτητο άντρο, στα βάθη της ιερής γης, στο πυκνοδασωμένο Αιγαίο βουνό. Και στον γυιό του Ουρανού, τον μεγάλο άνακτα, τον πρώτο βασιλιά ανάμεσα στους θεούς, σπαργάνωσε μια μεγάλη πέτρα. Κι εκείνος αρπάζοντας την στα χέρια του, την έριξε ο δύστυχος στην κοιλιά του. Δεν του πέρασε απ’ το μυαλό του πως έμενε πίσω αντί για πέτρα ο γυιός του, ανίκητος και χωρίς να πολυσκοτίζεται, που έμελλε γρήγορα με την ισχύ και τα χέρια του να τον νικήσει, να του πάρει τα αξιώματα και να βασιλέψει ανάμεσα στους αθάνατους. Έπειτα, γρήγορα μεγάλωναν η ορμή και τα λαμπρά μέλη αυτού του άρχοντα. Και με το κύλισμα του χρόνου (ξεγελασμένος από τις παμπόνηρες συμβουλές της Γαίας), τον γόνο του ανέβασε από μέσα του ο μέγας Κρόνος, ο πανούργος, νικημένος απ΄την επινοητικότητα και την ισχύ του γυιού του. Πρώτα εξέμεσε την πέτρα που είχε κατα- πιεί τελευταία και την οποία ο Ζευς τη στήριξε στην πλατειά γη, στην αγία Πυθώνα, στις πλαγιές του Παρνασσού, σημάδι για το μέλλον να το θαυμάζουν οι θνητοί άνθρωποι. (Κι έλυσε τους αδελφούς του πατέρα του, τους Ουρανίδες, απ’ τα μαύρα δεσμά που τους είχε δέσει ο πατέρας τους, μέσα στην παραφροσύνη του. Κι αυτοί δε λησμόνησαν τη χάρη της ευεργεσίας και του έδωσαν τη βροντή, τον κεραυνό που όλα τα καίει και την αστραπή, που πριν τα έκρυβε η πελώρια Γαία. Μ’ αυτά βασιλεύει (ο Δίας) στους θνητούς και στους αθάνατους θεούς). Κι ο Ιαπετός πήρε την κόρη, την Ωκεανίδα με τους όμορφους αστραγάλους, την Κλυμένη και μαζί της ανέβηκε στο ίδιο κρεβάτι. Κι αυτή του γέννησε τον Άτλαντα, γυιό με ατρόμητη ψυχή. Και γέννησε και Τον υπερφίαλο Μενοίτιο, τον εύστροφο και επινοητικό Προμηθέα, και τον μπερδεμένο Επιμηθέα, που έκανε απ’ την αρχή μεγάλο κακό στους άνδρες που τρέφονται με ψωμί. Γιατί πρώτος δέχτηκε την παρθένα γυναίκα που έπλασε ο Δίας. Τον αυθάδη Μενοίτιο ο Δίας που τα βλέπει όλα, τον γκρέμισε στο Έρεβος, χτυπώντας τον με τον κεραυνό που βγάζει καπνούς, για την ασέβειά και την υπεροπτική δύναμή του. Ο Άτλας υποχρεώθηκε από μεγάλη ανάγκη να κρατά τον πλατύ ουρανό, στα πέρατα της γης, μπροστά στις Εσπερίδες με την καθάρια φωνή, όρθιος, με το κεφάλι του και με τ’ ακούραστα χέρια του. Γιατί αυτή τη μοίρα του όρισε ο σοφός Ζευς. Τον Προμηθέα με τις πολλές ιδέες, τον έδεσε με άλυτα και βασανιστικά δεσμά τυλίγοντας κολώνα στη μέση και ξεσηκώνοντας εναντίον του αετό με μακρυά φτερά. Κι αυτός του έτρωγε το αθάνατο συκώτι, αλλ’ αυτό ξαναγινόταν το ίδιο τη νύχτα, όσο είχε φάει τη μέρα το όρνιο με τα μακρυά φτερά. Κι αυτό το σκότωσε ο Ηρακλής, ο γενναίος γυιός της ομορφοστράγαλης Αλκμήνης, και λύτρωσε απ’ τη φρικτή αυτή αρρώστεια τον γυιό του Ιαπετού και τον λευτέρωσε απ’ το μαρτύριο, μα όχι χωρίς τη θέληση του Ολύμπιου Δία, που βασιλεύει ψηλά, γιατί ήθελε να δοξαστεί περισσότερο από πριν ο Θηβογεννημένος Ηρακλής, πάνω στην πολυθρέφτα γη.
Με τέτοια φροντίδα τίμησε τον δοξασμένο γυιό του και παρά την οργή του σταμάτησε την πίκρα που είχε πριν επειδή συναγωνιζόταν (ο Προμηθέας) τον παντοδύναμο γυιό του Κρόνου. Γιατί τότε που θεοί και θνητοί άνθρωποι, στη Μηκώνη τακτοποιούσαν τις σχέσεις μεταξύ τους, τότε (ο Προμηθέας) μοίρασε ένα μεγαλόσωμο βόδι με χαρά, θέλοντας να ξεγελάσει την κρίση του Δία. Στο μεν ένα έβαλε τα παχιά εντόσθια και τα κρέατα μέσα στο λίπος και τα σκέπασε με την κοιλιά του βοδιού. Στο άλλο τοποθέτησε με μεγάλη πονηριά τα άσπρα κόκκαλα του βοδιού και τα ακούμπησε κάτω αφού τα σκέπασε με λευκό λίπος.
Τότε λοιπόν ο πατέρας θεών και ανθρώπων του είπε: Γυιέ του Ιαπετού φίλε πιο δοξασμένε απ’ όλους τους άρχοντες, χώρισες τις μερίδες πολύ μεροληπτικά. Έτσι είπε περιπαίζοντάς τον ο Δίας με τη σκέψη που δε λαθεύει ποτέ. Κι ο πανούργος Προμηθέας του απάντησε με μισό χαμόγελο, χωρίς να ξεχάσει την απάτη που είχε στο μυαλό: «Δία πανένδοξε, μεγαλύτερε απ’ τους αιώνιους θεούς, έλα διάλεξε όποια μερίδα τραβά η καρδιά σου». Έτσι είπε με πονηριά στη σκέψη. Κι ο Ζευς που η σκέψη του δεν λαθεύει ποτέ κατάλαβε, κι ο δόλος δεν του ξέφυγε. Και σκεφτόταν τα δεινά για τους θνητούς ανθρώπους, που ήταν μελλούμενο να γίνουν. Και σήκωσε με τα δύο του χέρια το λευκό λίπος. Κι οργίστηκε μέσα του και χολή ήρθε στη ψυχή του καθώς είδε τα λευκά κόκκαλα για τους αθάνατους πάνω σε καπνισμένους βωμούς. Και με μεγάλη αγανάκτηση ο Δίας που μαζεύει τα σύννεφα του είπε: « Γυιέ του Ιαπετού, που οι σκέψεις σου είναι ανώτερες όλων, δεν ξέχασες φίλε μου τη τέχνη της απάτης».
Έτσι του είπε οργισμένος ο Δίας με τη σκέψη που δεν λαθεύει ποτέ κι από τότε θυμόταν πάντα την απάτη και δεν έστελνε στις μελιές την ορμή της ακούραστης φωτιάς για τους θνητούς ανθρώπους που κατοικούν πάνω στη γη. Αλλ’ ο γενναίος γυιός του Ιαπετού τον εξαπάτησε κι έκλεψε τη λάμψη της ακούραστης φωτιάς που φέγγει μακρυά, μέσα σε κούφιο καλάμι. Αυτό δάγκωσε βαθειά τη ψυχή του Δία που βροντά από ψηλά και χολώθηκε καθώς είδε να έχουν οι άνθρωποι τη λάμψη της φωτιάς που φέγγει μακρυά. Κι αμέσως για αντάλλαγμα της φωτιάς, δημιούργησε ένα κακό για τους ανθρώπους. Γιατί ο δοξασμένος Κουτσός (Ήφαιστος), πήρε χώμα και έπλασε ομοίωμα σεμνής παρθένας όπως το θέλησε ο Δίας. Κι η γλαυκομάτα θεά Αθηνά την έζωσε και τη στόλισε με κατάλευκο φόρεμα. Κι απ΄το κεφάλι μέχρι κάτω της έρριξε με τα χέρια της πέπλο κεντητό. Θαύμα να το βλέπεις. (Γύρω της, η Παλλάδα Αθηνά, έβαλε στεφάνια από λαχταριστά λουλούδια χορταριού που μόλις είχε βλαστήσει). Και γύρω απ’ το κεφάλι της έθεσε χρυσό στεφάνι που το’χε φτειάξει ο δοξασμένος Κουτσός με τα επιδέξια χέρια του, για χάρη του πατέρα του Δία. Και πάνω στο στεφάνι χειροτέχνησε πολλά σχέδια, θαύμα να τα βλέπεις από ζωντανά, όσα τρέφει η στεριά κι η θάλασσα. Απ’ αυτά έβαλε πολλά πάνω του (και λαμποκοπούσε με πολλή γοητεία), θαυμαστά, που έμοιαζαν με ζώα έτοιμα να σου μιλήσουν.
Έπειτα αφού έφτειαξε κακό τόσο όμορφο αντί για το καλό, την έβγαλε έξω όπου βρισκόταν οι άλλοι θεοί και οι άνθρωποι, ενώ αυτή καμάρωνε για το στόλισμα που της είχε κάνει η γλαυκομάτα, κόρη του πανίσχυρου πατέρα. Και θαυμασμός τότε κατέλαβε τους αθάνατους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους, καθώς είδαν την αναπόφευκτη παγίδα που προοριζόταν για τους ανθρώπους (γιατί απ’ αυτή βγήκε το γένος των θηλυκών γυναικών). Γιατί απ΄αυτή κρατά το ολέθριο γένος των γυναικών, της μεγάλης αυτής συμφοράς που κατοικεί μαζί με τους θνητούς άνδρες που δεν ταιριάζουν στην καταραμένη φτώχεια αλλά στον πλούτο. Όπως μέσα στα καλοσκεπασμένα μελίσσια οι μέλισσες τρέφουν τους κηφήνες, συντρόφους κακών έργων. Κι αυτές ολημερίς, μέχρι τη δύση του ήλιου πετούν γοργά και αποθέτουν τα λευκά κεριά τους, ενώ αυτοί μένουν μέσα στις θολωτές κυψέλες καταπίνοντας τον ξένο κόπο.
Τέτοιο κακό για τους θνητούς άνδρες έφτειαξε ο Δίας, που βροντά από ψηλά, τις γυναίκες, συντρόφους κακών έργων, κι έδωκε άλλο ένα κακό για το καλό που πήραν. Όποιος αποφεύγει τον γάμο και τα βάσανα για τη φροντίδα της γυναίκας και δεν θέλει να παντρευτεί και να φτάσει στα καταραμένα γεράματα χωρίς να έχει κάποιον να τον γηροκομήσει, τότε δεν θα στερηθεί το βιός του, αλλά μετά το θάνατό του θα μοιραστούν την περιουσία του μακρινοί συγγενείς. Όποιος πάλι του ΄γραψε η μοίρα να παντρευτεί και να πάρει σύντροφο φρόνιμη και λογική, και τότε σ’ όλη του τη ζωή θ’ αγωνίζεται να ισοφαρίσει το κακό με το καλό. Όποιου πάλι του’ τυχε γέννημα ολέθριο, ζει έχοντας στα στήθεια του, στη ψυχή και στην καρδιά αβάσταχτο πόνο, που είναι κακό αγιάτρευτο. Επειδή δεν είναι δυνατό να ξεγελάσει κανείς το νου του Δία, ούτε να του ξεφύγει, έτσι ούτε ο γυιός του Ιαπετού, ο άκακος Προμηθεύς. Ξέφυγε απ΄την τρομερή οργή του, και παρά τη σοφία του, εξαναγκάστηκε να τον κρατούν βαρειά δεσμά.
Τον Βριάρεω, τον Κόττο και τον Γύη, τους μίσησε ο πατέρας τους (ο Ουρανός) απ΄την πρώτη μέρα, και τους έδεσε με γερά δεσμά, φθονώντας την ασύγκριτη ανδρεία τους, το παρουσιαστικό τους και το ανάστημά τους και τους έχωσε μέσα στην πλατειά γη. Εκεί κατοικούσαν μέσα στον πόνο, βαθειά στα έσχατα της γης, στα πέρατα της μεγάλης γης, με μεγάλο πόνο στη ψυχή και μαυρισμένη την καρδιά. Αλλά ο γυιός του Κρόνου και οι άλλοι θεοί που γέννησε η ομορφομάλλα Ρέα απ΄τον έρωτα του Κρόνου, ακολουθώντας τη συμβουλή της Γαίας, τους ανέβασαν πάλι στο φως. Γιατί αυτή τους εξιστόρησε με λεπτομέρεια ότι μόνο μαζί μ’ εκείνους θα έπαιρναν τη νίκη και τη λαμπρή δόξα. Γιατί πολεμούσαν για πολύ καιρό έχοντας βαρύ πόνο, συγκρουόμενοι μεταξύ τους σε δυνατές μάχες, οι Τιτάνες οι θεοί, κι όσοι γεννήθηκαν απ’ τον Κρόνο, οι μεν λαμπροί Τιτάνες απ’ τη ψηλή Όθρυ, οι δε θεοί οι δωρητές των αγαθών, που γέννησε η ομορφομάλλα Ρέα απ’ τον έρωτα του Κρόνου, απ’ τον Όλυμπο. Αυτοί τότε έχοντας ανάμεσα τους οργή που τους έτρωγε την καρδιά, πολεμούσαν συνεχώς δέκα ολόκληρα χρόνια, και δεν φαινόταν καμμιά λύση ή τέλος στη φοβερή έριδα, αλλά και για τους δυο το τέλος του πολέμου ήταν μακρυνό και αβέβαιο. Όταν όμως τους πρόσφεραν (στους Εκατόγχειρες) όλα τα απαραίτητα, νέκταρ και αμβροσία, αυτά που τρων’ οι θεοί, τότε στα στήθεια τους φούσκωσε η ρωμαλέα τους ψυχή. (Μόλις δοκίμασαν το νέκταρ και τη γλυκειά αμβροσία) τότε τους είπε ο πατέρας ανθρώπων και θεών: «Ακούστε με λαμπρά τέκνα της Γαίας και τ’ Ουρανού, για να σας πω όσα με προστάζει η ψυχή μέσα απ’ τα στήθεια μου. Πολύ καιρό τώρα πολεμούμε ολημερίς μεταξύ μας, οι Τιτάνες οι θεοί, κι όσοι γεννηθήκαμε απ’ τον Κρόνο, για τη νίκη και την επιβολή. Τώρα εσείς δείξτε τη μεγάλη ισχύ και τ’ ανίκητα χέρια σας στην τρομερή μάχη εναντίον των Τιτάνων, έχοντας στη μνήμη σας την άδολη αγάπη μας κι όσα έχετε πάθει, και πως απ΄τη δική μας θέληση ήλθατε πάλι στο φως, απ’ τ’ ανυπόφορα δεσμά σας μέσα στον ζόφο τον σκοτεινό». Έτσι είπε και του απάντησε αμέσως ο άψογος Κόττος: «Θεέ, δεν μας λες κάτι άγνωστο. Γνωρίζουμε ότι υπερέχεις στον νου και στη γνώση και πως προστατεύεις τους αθάνατους θεούς απ΄την παγωμένη κατάρα. Και πως χάρη στη γνώση σου γυιέ του Κρόνου βασιλιά, αναπάντεχα ήλθαμε πάλι εδώ λυμένοι απ’ τ’ αμείλικτα δεσμά μας, μέσα απ’ τον σκοτεινό ζόφο. Γι’ αυτό και τώρα, μ’ ανεπιφύλακτη ψυχή και με προσεκτική σκέψη, θ’ αγωνιστούμε για να επικρατήσεις στον φοβερό πόλεμο, πολεμώντας τους Τιτάνες σε σκληρές μάχες».
Ετσι είπε και τον επάινεσαν οι θεοί οι δωρητές των αγαθών, μόλις άκουσαν τα λόγια του. Κι η ψυχή τους ποθούσε περισσότερο τώρα τον πόλεμο παρά πριν. Κι όλοι, θεές και θεοί, σήκωσαν τη μέρα εκείνη μάχη που δεν θα τη ζήλευες, οι Τιτάνες οι θεοί κι όσοι γεννήθηκαν απ΄τον Κρόνο, τους οποίους ο Ζευς έφερε στο φως απ΄το υποχθόνιο Έρεβος, φοβεροί και δυνατοί, έχοντας ακατανίκητη ισχύ. Απ΄τους ώμους τους τινάζονταν εκατό χέρια κι απ΄τον ώμο του καθενός πενήντα κεφάλια ξεφύτρωναν στα στιβαρά μέλη τους. Και τότε στάθηκαν αντίκρυ στους Τιτάνες μέσα στη σκληρή μάχη, κρατώντας στα στιβαρά χέρια τους τεράστιους βράχους. Κι απ’ την άλλη, οι Τιτάνες πύκνωναν τις φάλλαγες τους γοργά κι έδειχναν και οι δυο πλευρές το μπορούσαν να κάνουν με την ισχύ των χεριών τους. Και βούιζε φοβερά τριγύρω ο απέραντος Πόντος, η γη σείστηκε δυνατά, κι ο αχανής Ουρανός αναστέναξε σαλεύοντας. Απ’ την ορμή των αθανάτων, ο ψηλός Όλυμπος σειόταν απ’ τις ρίζες, και βαρύς σεισμός έφτανε μέχρι τον ομιχλώδη Τάρταρο, απ΄το τρομερό ποδοβολητό κι απ’ τον απερίγραπτο κρότο που έκαναν οι φοβερές βολές που έριχναν. Κι έριχναν πικραμένοι βολές ο ένας στον άλλον, κι οι φωνές τους ακούγονταν μέχρι τον γεμάτο αστέρια ουρανό, καθώς κραύγαζαν. Ώσπου συγκρούστηκαν αλαλάζοντας τρομερά. Κι ο Δίας τότε, δεν μπορούσε να κρατήσει πια το μένος του, η ψυχή του πλημμύρισε μ’ ορμή, κι έδειξε σ’ όλους την παντοδυναμία του. Κατέβαινε απ΄τον Ουρανό κι απ’ τον Όλυμπο, ρίχνοντας ακατάπαυστα αστραπές, κι απ΄ το στιβαρό χέρι του έπεφταν συνέχεια οι κεραυνοί μαζί με βροντές και αστραπές, στροβιλίζοντας τη ιερή φλόγα. Και γύρω η ζωοδότρα γη, βογγούσε καθώς καιγόταν και τα μεγάλα δάση έτριζαν ζωσμένα απ΄τη φωτιά.
Έβραζε η γη ολόκληρη και τα ρέματα του Ωκεανού κι η ακένωτη θάλασσα. Και καυτή πνοή τύλιγε τους χθόνιους Τιτάνες κι η φλόγα ανέβαινε μέχρι τον θείο αιθέρα, κι όσο δυνατοί κι αν ήταν τους τύφλωνε η κατάλευκη λάμψη του κεραυνού και της αστραπής. Και ζέστη πρωτόφαντη χύθηκε μέσα στο Χάος. Κι αυτό που έβλεπαν τα μάτια και άκουγαν τ’ αυτιά, ήταν σαν να έσμιγαν από πάνω η Γαία και ο πλατύς Ουρανός. Τέτοιος θα ήταν ο θόρυβος αν αυτή συντριβόταν κι αυτός έπεφτε από ψηλά. Τόσος ήταν ο κρότος καθώς συγκρούονταν οι θεοί. Και οι άνεμοι, παίρνοντας μέρος βουίζοντας, έσμιγαν το χώμα, τη σκόνη, τη βροντή, την αστραπή και τον φλογερό κεραυνό, και τα βέλη του μεγάλου Δία, και φέρναν τις ιαχές και τις πολεμικές κραυγές ανάμεσα τους. Και το τρομερό βουητό της μάχης σηκώθηκε απ’ τη μεγάλη σύγκρουση, κι ήταν ξεκάθαρη η δύναμη αυτών που γινόταν. Κι έγειρε η μάχη ενώ μέχρι αυτήν την ώρα, μένοντας στην ίδια θέση, χτυπιόταν σε φοβερές συγκρούσεις. Ανάμεσα στους πρώτους, ξεσήκωσαν άγρια μάχη ο Κόττος, ο Βριάρεως και ο Γύης, αχόρταγος για πόλεμο, οι οποίοι έρριξαν τρακόσιους βράχους, τον ένα πισ’ απ’ τον άλλον, με τα στιβαρά χέρια τους. Και με τις βολές τους σκέπασαν τους Τιτάνες και τους ξαπόστειλαν κάτω απ’ τη πλατειά γη και τους έδεσαν τα χέρια με πικρά δεσμά, όταν τους νίκησαν, κι ας είχαν γενναία ψυχή. Τόσο βαθειά μέσα στη γη όσο απέχει ο ουρανός απ΄τη γη (γιατί τόσο είναι απ’ τη γη μέχρι τον σκοτεινιασμένο Τάρταρο).
Εννιά νύχτες κι εννιά μέρες χάλκινο αμόνι πέφτοντας απ’ τον ουρανό, φτάνει στη γη τη δεκάτη. Κι εννιά πάλι νύχτες κι εννιά μέρες χάλκινο αμόνι πέφτοντας απ΄τη γη τη δεκάτη θα φθάσει στο Τάρταρο. Τριγύρω τον περιζώνει χάλκινος φραγμός και γύρω απ΄τον λαιμό του χύνεται η νύχτα με τρεις σειρές από σκοτάδι. Κι από πάνω φυτρώνουν οι ρίζες της γης και της ακένωτης θάλασσας. Εκεί ‘ναι καταχωνιασμένοι οι Τιτάνες οι θεοί, κάτω απ΄τον ομιχλώδη ζόφο, απ΄τη θέληση του Δία που μαζεύει τα νέφη, (σε τόπο μουχλιασμένο, στα έσχατα της πελώριας γης). Να βγουν είναι αδύνατο, γιατί ο Ποσειδώνας τοποθέτησε χάλκινες πύλες και τείχος το περιτριγυρίζει από παντού. Εκεί κατοικούν ο Γύης, ο Κόττος και ο γενναιόψυχος Βριάρεως, φύλακες πιστοί του Δία που κρατά την ασπίδα.
Εκεί στη σειρά, της μαύρης γης και του κατασκότεινου Τάρταρου και του ατέλειωτου Πόντου και του ουρανού που είναι γεμάτος αστέρια, βρίσκεται η αρχή και το τέλος, τόποι μουχλιασμένοι που τους αποφεύγουν ακόμη κι οι θεοί, χάσμα μεγάλο, που αν κάποιος περάσει απ’ τις πύλες του, δεν θάφτανε στον πυθμένα του ούτε σ’ ένα χρόνο. Αλλά θα τον πήγαινε από δω κι από κει φοβερή θύελλα πάνω στη θύελλα. Αυτό το φαινόμενο είναι φοβερό ακόμα και για τους αθανάτους. Εκεί βρίσκεται ο οίκος της σκοτεινής Νύχτας ζωσμένος απ’ τα μαύρα σύννεφα. Μπροστά της, ο γυιός του Ιαπετού, σηκώνει με το κεφάλι, και τ’ ακούραστα χέρια του τον πλατύ ουρανό, χωρίς να λυγίζει. Εκεί η Νύχτα και η Ημέρα συναντιούνται και αλληλοχαιρετιούνται, περνώντας το χάλκινο σκαλοπάτι. Η μια μπαίνει μέσα κι η άλλη βγαίνει έξω, γιατί ποτέ και τις δυο μαζί δεν τις σηκώνει το σπίτι. Αλλά ενώ η μια είναι έξω και περιφέρεται στη γη, η άλλη μένει μέσα και περιμένει την ώρα της για να βγει. Η μια κρατώντας το Φως που το βλέπουν όλοι, κι η άλλη η ολοσκότεινη Νύχτα, τυλιγμένη σε μαύρο σύννεφο, έχοντας στα χέρια της τον Ύπνο τον αδελφό του Θανάτου. Εκεί είναι η κατοικία των παιδιών της μαύρης Νύχτας, του Ύπνου και του Θανάτου, θεοί φοβεροί που ποτέ σ’ αυτούς ο λαμπερός Ήλιος δεν ρίχνει τις ακτίνες του, ούτε όταν ανεβαίνει στον ουρανό, ούτε όταν κατεβαίνει απ’ αυτόν. Ο ένας απ’ αυτούς, ήρεμος και γλυκός τριγυρίζει τη γη, και την απέραντη θάλασσα ενώ ο άλλος έχει καρδιά από σίδερο και ψυχή χάλκινη κι ανελέητη μέσα στα στήθεια του, κι όποιον αρπάξει απ’ τους ανθρώπους δεν τον αφήνει κι είναι εχθρός ακόμα και στους αθάνατους θεούς.
Εκεί μπροστά υψώνονται τα βροντερά ανάκτορα του πανίσχυρου Άδη και της φοβερής Περσεφόνης κι ένας τρομερός σκύλος τα φυλάει μπροστά, αδυσώπητος με πανούργο τέχνασμα. Σ’ όσους έρχονται κουνά την ουρά και τα δυο αυτιά του φιλικά, όμως πάλι να βγει έξω δεν τον αφήνει, αλλά παραφυλάει και τρώει όποιον πιάσει να βγαίνει έξω απ’ την πύλη (του πανίσχυρου Άδη και της φοβερής Περσεφόνης). Εκεί κατοικεί η μισητή για τους αθάνατους, η φοβερή Στύγα, η μεγαλύτερη θυγατέρα του Ωκεανού που τα ρέματα του κυλούν κυκλικά. Κατοικεί μακρυά απ’ τους θεούς, σε ξακουστά ανάκτορα σκεπασμένα με ψηλούς βράχους. Και τριγύρω κολώνες ασημένιες τα στηρίζουν στον ουρανό. Καμμιά φορά έρχεται η θυγατέρα του Θαύμαντα η γοργοπόδαρη Ίρις, να φέρει κάποιο μήνυμα απ’ την απέραντη θάλασσα. Όποτε σηκωθεί καυγάς κι έχθρα ανάμεσα στους αθάνατους κι όποιος απ’ όσους κατοικούν στα Ολύμπια δώματα ψεύδεται, ο Ζευς στέλνει την Ίριδα να φέρει από μακρυά τον μέγα όρκο των θεών, το φημισμένο παγωμένο νερό μέσα σε χρυσή στάμνα, που κυλά από ψηλό, κρεμαστό βράχο. Κι είναι παρακλάδι του ιερού ποταμού του Ωκεανού, που κυλά άφθονο μέσα στη μαύρη νύχτα, κάτω απ’ τη πλατειά γη. Γιατί έχει μερδικό το ένα δέκατο. Τα άλλα εννιά γύρω απ’ τη γη και την απέραντη θάλασσα με δίνες ασημένιες τα περικυκλώνει (ο Ωκεανός) και χύνεται στη θάλασσα, κι αυτό το ένα δέκατο, κυλά απ’ τον βράχο κι είναι συμφορά μεγάλη για τους θεούς.
Όποιος απ’ τους αθάνατους που κατέχουν την Κορφή του χιονισμένου Ολύμπου ορκιστεί ψεύτικα χύνοντας το νερό, για ένα ολόκληρο χρόνο κείτεται χωρίς πνοή. Και δεν φέρνει ποτέ νέκταρ και αμβροσία για να τραφεί, αλλά κείτεται χωρίς ανάσα και φωνή πάνω στα στρωσίδια και τον τυλίγει μια τρομερή παράλυση. Κι όταν περάσει η αρρώστεια ύστερα από έναν μακρύ χρόνο, τον περιμένουν άλλα κι άλλα, φοβερώτερα βάσανα. Εννιά χρόνια μένει χωρισμένος απ’ τους θεούς που ζουν αιώνια κι ουδέποτε παίρνει μέρος στα συμβούλια και στα συμπόσια, για εννιά ολόκληρα χρόνια. Στον δέκατο όμως παίρνει πάλι μέρος στα συμβούλια των αθανάτων που έχουν τα Ολύμπια ανάκτορα. Τέτοιο όρκο έθεσαν οι θεοί στο άφθαρτο και παμπάλαιο νερό της Στύγας που τρέχει μέσα σε τραχύ τόπο. (Εκεί στη σειρά,της μαύρης γης και του κατασκότεινου Τάρταρου και του ατέλειωτου Πόντου και τ’ ουρανού που είναι γεμάτος αστέρια, βρίσκεται η αρχή και τέλος, τόποι μουχλιασμένοι που τους αποφεύγουν ακόμη κι οι θεοί. Εκεί είναι οι μαρμάρινες πύλες και το ακλόνητο χάλκινο κατώφλι, στερεωμένο σε ρίζες χωρίς τέλος, μακρυές, που βρίσκεται εκεί από πάντα. Εκεί μπροστά, μακρυά απ’ όλους τους θεούς, κατοικούν οι Τιτάνες, πέρα απ’ το ζοφερό χάος. Ενώ οι ξακουστοί σύντροφοι του βροντερού Δία ο Κόττος και ο Γύης, κατοικούν σε δώματα στα θεμέλια του Ωκεανού. Και τον Βριάρεω, για τη γενναιότητα του, τον έκαμε γαμπρό του ο βαρύκτυπος Γαιοσείστης (ο Ποσειδώνας) και του έδωσε γυναίκα του την Κυμοπόλεια, τη δική του θυγατέρα.
Μόλις έδιωξε ο Δίας τους Τιτάνες απ’ τον ουρανό, η πελώρια Γαία, γέννησε τον τελευταίο γυιό της τον Τυφωέα σμίγοντας με τον Τάρταρο για χάρη της χρυσής Αφροδίτης. Τα χέρια του ήταν φτειαγμένα για έργα που χρειαζόταν δύναμη και τα πόδια του κρατερού θεού ήταν ακούραστα. Κι απ’ τους ώμους του έβγαιναν εκατό φιδίσια κεφάλια, δράκου τρομερού, και μαύρες γλώσσες που έγλειφαν. Κι απ’ τα μάτια των φοβερών κεφαλιών, κάτω απ΄τα φρύδια έβγαινε φλογερή φωτιά, (κι απ’ όλα τα κεφάλια καθώς κοίταζε καιγόταν φωτιά). Κι έβγαιναν απ’ όλα τα τρομερά κεφάλια φωνές κάθε είδους, αφήνοντας απερίγραπτο βουητό. Γιατί άλλοτε μιλούσε έτσι που να καταλαβαίνουν οι θεοί, κι άλλοτε με φωνή αγέρωχη σαν βρυχηθμό περήφανου ταύρου που τίποτα δεν σταματά την ορμή του. Άλλοτε σαν σκληρόκαρδο λιοντάρι, άλλοτε σαν σκυλάκια, θαύμα να τ΄ακούς, κι άλλοτε πάλι σφύριζε κι αντηχούσαν τα μακρυά βουνά. Κι εκείνη τη μέρα θα συνέβαινε ένα γεγονός ανεπανόρθωτο, θα γινόταν δηλαδή αυτός βασιλιάς σε θνητούς κι αθανάτους, αν δεν τον αντιλαμβανόταν ο οξυδερκής πατέρας θεών και ανθρώπων. Και βρόντησε σκληρά και δυνατά, κι αντήχησε τρομακτικά τριγύρω η Γη, και ο πλατύς Ουρανός από ψηλά, και ο Πόντος και τα ρέματα του Ωκεανού και τα Τάρταρα τη γης.
Και κάτω απ’ τ’ αθάνατα πόδια του άρχοντα που σηκωνόταν, τραντάζόταν ο μέγας Όλυμπος και στέναζε η γη. Κι απ΄τους δυό φοβερή ζέστη κυρίεψε τον σκοτεινό πόντο, απ’ τη βροντή και την αστραπή, κι απ’ τη φωτιά που έβγαινε απ’ το πελώριο τέρας (μανιασμένοι άνεμοι και φλογερός κε- ραυνός), και κόχλαζε ολ’ η γη, ο ουρανός κι η θάλασσα. Κι από παντού μαίνονταν πελώρια κύμα- τα στις ακτές, απ’ την ορμή των αθανάτων, κι ένας σεισμός ατέλειωτος σηκώθηκε. Έτρεμε ο Άδης που είναι άρχοντας στους νεκρούς του κάτω κόσμου, και οι Τιτάνες μέσα στον Τάρταρο, που βρίσκονται γύρω απ’ τον Κρόνο (απ’ το ατέλειωτο βουητό και τον φοβερό αγώνα). Ο Ζεύς, όταν κορυφώθηκε η ορμή του, και πήρε τα όπλα, τη βροντή, την αστραπή και τον καπνογόνο κεραυνό, τον χτύπησε πηδώντας απ’ τον Όλυμπο κι έκαψε ένα γύρω όλα τα απερίγραπτα κεφάλια του φοβερού τέρατος. Κι όταν τον δάμασε απ’ τα χτυπήματα, έπεσε κομματιασμένος κι αναστέναξε η πελώρια γη. Κι απ’ αυτόν τον κεραυνωμένο άρχοντα, ξεπήδησε φλόγα, μέσα στα σκοτεινά και βραχώδη φαράγγια του βουνού όπου είχε πληγωθεί. Και σε μεγάλη έκταση καιγόταν η πελώρια γη, μέσα σε απερίγραπτους ατμούς, κι έλοιωνε σαν κασσίτερος ζεσταμένος από ικανούς τεχνίτες σε καλοτρυπημένες χοάνες, ή σαν σίδερο που είναι το πιο στέρεο, και που μέσα στα φαράγγια του βουνού, δαμασμένο απ’ τη φλογερή φωτιά, λοιώνει στο θεϊκό χώμα, απ’ την τέχνη του ΄Ηφαιστου.
Έτσι έλοιωνε κι η γη απ’ τη λάμψη της φλογερής φωτιάς. Και τον έριξε (ο Δίας) με ψυχή θυμωμένη μέσα στον απέραντο Τάρταρο. Απ’ αυτόν, τον Τυφώνα, βγαίνει η υγρή ορμή των ανεμών όταν φυσούν, εκτός απ’ τον Νοτιά, τον Βοριά και τον Ζέφυρο που φέρνει ξαστεριά, γιατί αυτοί έχουν γεννηθεί απ’ τους θεούς, καλό μεγάλο για τους θνητούς. Οι άλλοι άστατα φυσούν μεσ’ τη θάλασσα. Είναι αυτοί που ρίχνονται μέσα στον ομιχλώδη πόντο, κακό μεγάλο για τους θνητούς, και μαίνονται σ’ άγρια θύελλα. Και φυσούν εδώ κι εκεί σκορπίζοντας τα καράβια και πνίγοντας τους ναυτικούς. Και σ’ αυτό το κακό δεν βοηθά η παλληκαριά των ανδρών, αν τους συναντήσουν (τους ανέμους) στην ανοιχτή θάλασσα. Άλλοι άνεμοι πάλι πάνω στην ανθόσπαρτη και άπειρη γη, καταστρέφουν τα ωραία έργα των ανθρώπων που γεννήθηκαν χαμηλά, γεμίζοντας τα με σκόνη κι οδυνηρή βουή. Όταν λοιπόν οι μακάριοι θεοί κανόνισαν με τη βία τις διαφορές τους για τα αξιώματα με τους Τιτάνες, τότε παρώτρυναν τον πανεπόπτη Δία τον Ολύμπιο, να βασιλεύει και να άρχει με τις συμβουλές της Γης, μέσα στους αθάνατους. Κι ο Ζευς, ο βασιλιάς των θεών, πρώτη γυναίκα του πήρε τη Μήτιδα που γνώριζε περισσότερα απ’ τους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους. Όταν όμως ήταν να γεννήσει τη γλαυκομάτα θεά Αθηνά, τότε εξαπατώντας την λαρδιά της με δόλο και γλυκόλογα, την έρριξε στην κοιλιά του, κατά πως τον συμβούλεψε η Γη και ο γεμάτος αστέρια Ουρανός. Και τον συμβούλεψαν έτσι για να μη πάρει άλλος απ’ τους αιώνιους θεούς το βασιλικό αξίωμα. Γιατ’ ήταν πεπρωμένο να γεννήσει παιδιά γεμάτα φρόνηση. Πρώτη τη γλαυκομάτα κόρη την Τριτογένεια, ορμητική και με σοφή σκέψη, όσο κι ο πατέρας της. Έπειτα έμελλε να γεννήσει έναν γυιό, με ακατανίκητη ψυχή, που θα γινόταν βασιλιάς θεών κι ανθρώπων. Αλλά πρόλαβε ο Ζευς και την έρριξε μέσα στην κοιλιά του, για να του λέει η θεά τα καλά και τα κακά που τον περιμένουν. Δεύτερη (γυναίκα) πήρε τη λαμπρή Θέμιδα που γέννησε τις Ώρες, την Ευνομία, τη Δίκη και την ανθοστολισμένη Ειρήνη, που ρυθμίζουν τα έργα των θνητών ανθρώπων, και τις Μοίρες, που τους έδωσε ο σοφός Δίας τη μεγαλύτερη τιμή, την Κλωθώ, τη Λάχεσι και την Άτροπο, που δίνουν στους θνητούς ανθρώπους και τα καλά και τα κακά.
Και η Ευρυνόμη η θυγατέρα του Ωκεανού, με το ποθητό παρουσιαστικό, του γέννησε τις τρεις ομορφομάγουλες Χάριτες, την Αγλαϊα, την Ευφρο- σύνη και την αξιαγάπητη Θάλεια (απ΄τα βλέφαρά τους καθώς κοιτούσαν, έσταζε ο έρωτας που παραλύει τα μέλη, τόσο όμορφο είναι το βλέμμα τους κάτω απ΄τα φρύδια τους). Έπειτα ήλθε στο κρεβάτι της πολυθρέφτρας Δήμητρας που γέννησε τη λευκοχέρα Περσεφόνη, την οποία άρπαξε απ΄τη μάνα της ο Αϊδωνέας αφού συμφώνησε να την πάρει ο σοφός Ζευς. Μετά αγάπησε την ομορφομάλλα Μνημοσύνη, απ’ την οποία γεννήθηκαν οι εννιά χρυσοστεφανωμέ- νες Μούσες, που τους αρέσουν οι γιορτές και η χαρά του τραγουςδιού. Η Λητώ, σμίγοντας ερωτικά με τον Δία που κρατά την ασπίδα, γέννησε τον Απόλλωνα και την Άρτεμη τη γρήγορη τοξεύτρα, τον πιο γοητευτικό γόνο απ’ όλους τους Ουρανίωνες. Τελευταία, πήρε γυναίκα του τη θαλερή Ήρα, που σμίγοντας ερωτικά με τον βασιλιά θεών και ανθρώπων, γέννησε την Ήβη, τον Άρη και την Ειλειθύια. Κι ακόμη ο ίδιος απ’ το κεφάλι του Γέννησε τη γλαυκομάτα Τριτογένεια, τη φοβερή, που ξεσηκώνει μάχες κι οδηγεί στρατούς, την ακαταπόνητη, τη σεβαστή, που την ευχαριστούν οι κρότοι των πολέμων και των μαχών. Η Ήρα, χωρίς να ενωθεί ερωτικά με κανέναν, επειδή θύμωσε και μάλωσε με τον άνδρα της, γέννησε τον ξακουστό Ήφαιστο που ήταν απ’ όλα τα εγγόνια τ’ Ουρανού ο πιο επιδέξιος. Απ’ την Αμφιτρίτη και τον βροντερό Κοσμοσείστη (τον Ποσειδώνα), γεννήθηκε ο μεγάλος και ισχυρότατος Τρίτων, που κατέχει τον πυθμένα της θάλασσας και μαζί με την αγαπημένη του μητέρα και τον άνακτα πατέρα του κατοικεί ο δείνος θεός σε χρυσά ανάκτορα. Μετά με τον Άρη που σπάει τις ασπίδες, γέννησε η Κυθέρεια τους φοβερούς Φόβο και Δείμο, που κλονίζουν μαζί με τον πορθητή Άρη τις πυκνές φάλαγγες των ανδρών, στον παγερό πόλεμο, και την Αρμονία που πήρε γυναίκα του ο μεγαλόκαρδος Κάδμος. Στον Δία η κόρη του Άτλαντα η Μαία, αφού ανέβηκε στο ιερό κρεβάτι, γέννησε τον περίφημο Ερμή, τον κήρυκα των αθανάτων. Και η Σεμέλη, η θυγατέρα του Κάδμου, σμίγοντας ερωτικά μαζί του, γέννησε ξακουστό γυιό, τον περιχαρή Διόνυσο, αθάνατος αυτός από θνητή (μητέρα), τώρα όμως κι οι δυο είναι θεοί. Η Αλκμήνη γέννησε τον ισχυρό Ηρακλή, σμίγοντας ερωτικά με τον Δία που μαζεύει τα σύννεφα. Την Αγλαϊα τη νεώτερη απ’ τις Χάριτες, έκαμε θαλερή γυναίκα του ο ξακουσμένος Κουτσός. Ο Χρυσομάλλης ο Διόνυσος τη ξανθή Αριάδνη, τη θυγατέρα του Μίνωα, έκαμε θαλερή γυναίκα του. Κι αυτήν ο γυιός του Κρόνου την έκανε αθάνατη κι αγέραστη.
Την Ήβη τη θυγατέρα του μεγάλου Δία και της χρυσοπέδιλης Ήρας ο γενναίος γυιός της ομορφοστράγαλης Αλκμήνης, ο Ηρακλής, αφού τελείωσε τους βαρυστέναχτους άθλους, την πήρε σεβαστή γυναίκα του, στον χιονισμέννο Όλυμπο, ευτυχισμένος που κατόρθωσε τόσο μεγάλο έργο και κατοικεί ανάμεσα στους αθάνατους ασφαλής κι αγέραστος για πάντα. Στον ακούραστο Ήλιο, γέννησε η δοξασμένη Ωκεανίδα Περσηίς, την Κίρκη, και στον βασιλιά Αιήτη. Και ο Αιήτης, ο γυιός του Ήλιου που φωτίζει τους Ανθρώπους, παντρεύτηκε με τον θέλημα των θεών, την κόρη του Ωκεανού, του τέλειου ποταμού, την ομορφομάγουλη Ιδυία. Κι αυτή υποταγμένη, γέννησε από έρωτα την ομορφοστράγαλη Μήδεια, για χάρη της χρυσής Αφροδίτης. Και τώρα χαίρετε εσείς που κατέχετε τα Ολύμπια παλάτια, και σεις νησιά και στεριές κι η αλμυρή θάλασσα ανάμεσα σας. Και τώρα, Μούσες Ολύμπιες γλυκόλαλες κόρες του Αιγίοχου Δία, τραγουδήστε τις θεές που αν και αθάνατες πλάγιασαν με θνητούς άντρες και γέννησαν τέκνα όμοια με θεούς. Η Δήμητρα, η ιερή θεά, σμίγοντας από γλυκό έρωτα με τον ήρωα Ιάσιο, σε χωράφι τρεις φορές οργωμένο μέσα στην πλούσια Κρήτη, γέννησε τον καλότυχο Πλούτο, που τριγυρίζει σ’ όλη τη γη και στην πλατειά θάλασσα, κι όποιον συναντήσει και πέσει στα χέρια του, τον κάνει πλούσιο και του δίνει πολλά αγαθά.
Και στον Κάδμο η Αρμονία, η θυγατέρα της χρυσής Αφροδίτης, γέννησε την Ινώ, τη Σεμέλη, την ομορφομάγουλη Αγαυή και την Αυτονόη, που την παντρεύτηκε ο μακρυμάλης Αρισταίος, και τον Πολύδωρο, στην ομορφοστεφανωμένη Θήβα. (Η Καλλιρόη η κόρη του Ωκεανού, σμίγοντας εξ αιτίας του έρωτα της πολύχρυσης Αφροδίτης με τον δυνατόψυχο Χρυσάορα, γέννησε γυιό, τον δυνατώτερο απ’ όλους τους θνητούς, τον Γηρυόνη, που τον σκότωσε ο ισχυρός Ηρακλής, για τις στριφτόποδες αγελάδες στην Ερύθεια που τη ζώνει η θάλασσα από παντού). Και στον Τιθωνό, γέννησε η Ηώς τον Μέμνονα, με το χάλκινο κράνος, τον βασιλιά των Αιθιόπων και τον άρχοντα Ημαθίωνα. Έπειτα για τον Κέφαλο έφερε έναν ξακουσμένο γυιό, τον δυνατό Φαέθοντα, άντρα όμοιο με τους θεούς. Αυτόν όταν ακόμα ήταν τρυφερό λουλούδι, στη λαμπρή του νιότη, παιδί με τρυφερή ψυχή, τον άρπαξε η χαμογελαστή Αφροδίτη, και στους ιερούς ναούς της τον έλανε φύλακα τη νύχτα, αυτό το πνεύμα το θεϊκό. Την κόρη του Αιήτη, του βασιλιά που ανατράφηκε απ΄ τον Δία, ο γυιός του Αίσονα με τις βουλές των αιώνιων θεών, την άρπαξε απ’ τον Αιήτη, αφού εξετέλεσε τους βαρυστέναχτους άθλους, που τους πολλούς τους πρόσταξε ο Πελίας ο μεγάλος βασιλιάς, ο αλαζονικός κι ο άδικος, ο αυθάδης, με τις βαριές πράξεις. Κι όταν τους εξετέλεσε έφθασε στην Ιωλκό, ύστερα από πολλούς κόπους, φέρνοντας στο γρήγορο καράβι την παιχνιδομάτα κόρη (τη Μήδεια), ο γυιός του Αίσονα και την έκανε θαλερή γυναίκα του. Κι αυτή υποταγμένη στον Ιάσονα, τον οδηγητή των λαών, γέννησε ένα παιδί τον Μήδειο, που τον ανάθρεψε στα βουνά ο Χείρων ο γυιός της Φιλύρας. Έτσι πραγματοποιόταν το μεγάλο σχέδιο του Δία.
Έπειτα απ’ τις κόρες του Νηρέα, του γέροντα της Θάλασσας, η Ψαμάθη η λαμπρή θεά, γέννησε τον Φώκο με τον έρωτα του Αιακού, χάρη στη χρυσή Αφροδίτη. Η ασημοπόδαρη Θέτις υποταγμένη στον Πηλέα, γέννησε τον Αχιλλέα τον λεοντόκαρδο, που σπάει τις φάλαγγες του εχθρού. Κι η ομορφοστεφανωμένη Κυθέρεια σμίγοντας από Γλυκό έρωτα με τον ήρωα Αγχίση, γέννησε τον Αινεία, στις πολύπτυχες κορφές της δασωμένης Ίδης. Η Κίρκη, η θυγατέρα του ΄Ηλιου του γυιού του Υπερίωνα, γέννησε από έρωτα στον γενναιόψυχο Οδυσσέα, τον Άγριο και τον Λατίνο τον άψοχο και τον κρατερό, (γέννησε και τον Τηλέγονο, για χάρη της χρυσής Αφροδίτης). Αυτοί πολύ μακρυά μέσα στον μυχό των ιερών νήσων, βασίλευαν σ’ όλους τους δοξασμένους Τυρρηνούς. Κι η Καλυψώ, η λαμπρή θεά, γέννησε τον Ναυσίθοο και τον Ναυσίνοο, σμίγοντας με τον Οδυσσέα από γλυκό έρωτα. Αυτές λοιπόν οι θεές, που αν και αθάνατες πλά- γιασαν με θνητούς άντρες και γέννησαν τέκνα όμοια με θεούς. Τώρα όμως τραγουδήστε τις γενιές των γυναικών, γλυκόλαλες Μούσες Ολυμπιάδες, θυγατέρες του Δία του Αιγίοχου.
Διαβάστε στο Ελληνικό Αρχείο, το αρχαίο κείμενο της Θεογονίας του Ησιόδου
via