Πριν από χρόνια, όταν ήμουν εφημέριος στον ιερό Ναό του Αγίου Βασιλείου Πειραιώς, μ” έκάλεσαν να εξομολογήσω εκτάκτως, κατόπιν δικής του επιθυμίας, ένα νέο άνδρα, 42 ετών, του οποίου το όνομα, ήτο Ξενοφών.
Όταν πήγα, ήταν σε κακή κατάστασι. Ο καρκίνος με τις ραγδαίες μεταστάσεις τον είχε προσβάλλει και στο κεφάλι. Οι μέρες του μετρημένες.
Ήταν μόνος στον θάλαμο, το διπλανό κρεββάτι ήταν άδειο, κι έτσι βρεθήκαμε μόνοι μας. Καί μου είπε τα έξης, για το πως πίστεψε, αφού υπήρξε, όπως το τόνισε, «σκληρός άθεος» και άπιστος.
Ήταν μόνος στον θάλαμο, το διπλανό κρεββάτι ήταν άδειο, κι έτσι βρεθήκαμε μόνοι μας. Καί μου είπε τα έξης, για το πως πίστεψε, αφού υπήρξε, όπως το τόνισε, «σκληρός άθεος» και άπιστος.
«Ήλθα έδώ πριν άπό 35 περίπου μέρες, σαυτό το δωμάτιο των δύο κλινών. Δίπλα μου ήταν ήδη κάποιος άλλος άρρωστος, μεγάλος στην ηλικία, 80 περίπου ετών. Αυτός ο άρρωστος, πάτερ μου, παρά τους φοβερούς πόνους που είχε στα κόκκαλα -εκεί τον είχε προσβάλει ο καρκίνος- συνεχώς αναφωνούσε «Δόξα Σοι, ο Θεός! Δόξα Σοι, ο Θεός!…»Στη συνέχεια έλεγε και πολλές άλλες προσευχές, που εγώ ο άνεκκλησίαστος και άθεος τις άκουγα για πρώτη φορά.
Κι όμως, πολλές φορές μετά άπό τις προσευχές του ηρεμούσε -κι έγώ δεν ξέρω με ποιόν τρόπο- και τον έπαιρνε γλυκύτατος ύπνος. «Υστερα άπό δυό-τρεις ώρες ξυπνούσε άπό τους αφόρητους πόνους, για να ξαναρχίση και πάλιν «το Χριστέ μου, Σ ευχαριστώ! Δόξα στο όνομα Σου!…Δόξα Σοι, ο Θεός!…Δόξα Σοι, ο Θεός!…»
Εγώ μούγκριζα άπό τους πόνους, κι αυτός ο συνασθενής μου, με τους αφόρητους πόνους, δοξολογούσε τον Θεό.” Εγώ βλαστημούσα τον Χριστό και την Παναγία, κι αυτός μακάριζε τον Θεό, Τον ευχαριστούσε για τον καρκίνο που τοϋ έδωσε και τους πόνους που είχε.
Τότε εγώ αγανακτούσα όχι μόνο άπό τους πόνους τους φρικτούς που είχα, άλλα και γιατί έβλεπα αυτόν, τον συνασθενή μου, να δοξολογή συνεχώς τον Θεό. Αυτός έπαιρνε σχεδόν κάθε μέρα «την Θεία Μεταλαβιά» κι έγώ ο άθλιος ξερνούσα άπό αηδία.
– Σκάσε, επί τέλους. σκάσε επί τέλους να λες συνεχώς «Δόξα Σοι, ο Θεός»! Δεν βλέπεις πως Αυτός ο Θεός, που έσύ Τον δοξολογείς, Αυτός μας βασανίζει τόσο σκληρά; Θεός είναι αυτός; Δεν υπάρχει.»Οχι! δεν υπάρχει….
Καί αυτός με γλυκύτητα απαντούσε:
“Υπάρχει, παιδί μου, υπάρχει και είναι στοργικός Πατέρας, διότι με την αρρώστια και τους πόνους μας καθαρίζει άπό τις πολλές μας αμαρτίες. «Οπως αν ασχολιόσουν με καμμιά σκληρή δουλειά, όπου τα ροϋχα σου και το σώμα σου θα βρωμούσαν κυριολεκτικώς, θα χρειαζόσουν μία σκληρή βούρτσα για να καθαριστής καλά, κι έσύ και το σώμα σου και τα ροϋχα σου, κατά τον ίδιο τρόπο και ο Θεός χρησιμοποιεί την αρρώστια σαν ευεργετικό καθαρισμό της ψυχής, για να την προετοιμάση για τη Βασιλεία των ουρανών.
Οι απαντήσεις του μ” εκνεύριζαν ακόμη περισσότερο και βλαστημούσα θεούς και δαίμονες. Δυστυχώς οι αντιδράσεις μου ήσαν αρνητικές, με το να φωνάζω:
-Δεν υπάρχει Θεός.,.Δεν πιστεύω σε τίποτα…Ούτε στον Θεό οϋτε ο αυτά τα «κολοκύθια» που μου λες περί Βασιλείας του Θεού σου…Θυμάμαι τις τελευταίες του λέξεις:
-Περίμενε και θα δης με τα μάτια σου πως χωρίζεται η ψυχή απ” το σώμα ενός χριστιανού που πιστεύει. Είμαι αμαρτωλός, αλλά το έλεος Του θα με σώση. Περίμενε, θα δης και θα πιστέψεις!
Καί η μέρα αυτή έφθασε. Από το νοσοκομείο θέλησαν να βάλουν ένα «παραβάν», όπως ήταν καθήκον τους, αλλά έγώ διαμαρτυρήθηκα. Τους είπα «όχι, γιατί θέλω να δω πως αυτός ο γέρος θα πεθάνει!!!».
Τον έβλεπα λοιπόν να δοξολογή συνεχώς τον Θεό. Πότε έλεγε κάποια «Χαίρε» για την Παναγία, που αργότερα έμαθα ότι λέγονται «Χαιρετισμοί». Κατόπιν σιγοέψαλλε το «Θεοτόκε Παρθένε», το «Άπό των πολλών μου αμαρτιών…», το «Άξιον έστι», κάνοντας συγχρόνως και πολλές φορές το σημείο του σταυρού.
Σήκωσε κάποια στιγμή τα χέρια του και είπε: «Καλώς τον Άγγελο μου! Σ ευχαριστώ, που ήλθες με τόση λαμπρά συνοδεία να παραλάβεις την ψυχή μου. Σ” ευχαριστώ!… Σ ευχαριστώ!…» Ανασηκώθηκε λίγο, ξανασήκωσε τα χέρια του ψηλά, έκαμε το σημείο του σταυρού, σταύρωσε τα χεράκια του στο στήθος του και έκοιμήθη!
Ξαφνικά το δωμάτιο πλημμύρισε άπό φως, λες και μπήκαν μέσα δέκα ήλιοι και περισσότεροι, τόσο πολύ φωτίστηκε το δωμάτιο! Ναί, έγώ ο άπιστος, ο άθεος, ο υλιστής, ο «ξιπασμένος», ομολογώ ότι όχι μόνον έλαμψε το δωμάτιο άλλα και μια ωραιότατη μυρωδιά απλώθηκε σ’αύτό, ακόμη και σε ολόκληρο τον διάδρομο, και μάλιστα όσοι ήσαν ξυπνητοί και μπορούσαν, έτρεχαν εδώ κι εκεί, για να διαπιστώσουν άπό που ήρχετο η παράξενη αυτή μυρωδιά.
«Ετσι, πάτερ μου, πίστεψα, γι” αυτό και φώναξα για Εξομολόγο ύστερα άπό τρεις ημέρες. Την άλλη μέρα όμως, τα βαλα με τους δικούς μου, την μάνα μου και τον πατέρα μου, ύστερα με τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια μου, με τη γυναίκα μου, με τους συγγενείς και τους φίλους, και τους φώναζα και τους έλεγα:
– Γ ιατί δεν μου μιλήσατε ποτέ για τον Θεό, την Παναγία και τους Αγίους; Γιατί δεν με οδηγήσατε ποτέ στην “Εκκλησία; Γιατί δεν μου είπατε ότι υπάρχει Θεός και υπάρχει και θάνατος και κάποτε αυτη η ψυχή θα χωρισθή από το σώμα για να δώση τον λόγο της; Γιατί με σπρώξατε με την συμπεριφορά σας στην αθεία και στον μαρξισμό; “ Εσείς με μάθατε να βλαστημώ, να κλέβω, να απατώ, να θυμώνω, να πεισμώνω, να λέω χιλιάδες ψέματα, να αδικώ, να πορνεύω…
Εσείς με μάθατε να είμαι πονηρός, καχύποπτος, ζηλιάρης, λαίμαργος, φιλάργυρος και κακός. Γιατί δεν μου διδάξατε την αρετή; Γιατί δεν μου διδάξατε την αγάπη; Γιατί δεν μου μιλήσατε ποτέ για τον Χριστό; Γιατί;… Άπό αυτή τη στιγμή μέχρι που να πεθάνω, θα μοϋ μιλάτε μόνο για τον Θεό, τον Χριστό, την Παναγία, τους “Αγγέλους, τους “Αγίους. Γιά τίποτε άλλο.
Ηρχοντο οι δικοί μου, οι συγγενείς, φίλοι, γνωστοί, και τους ρωτούσα τον καθένα χωριστά η όλους μαζί:
– «Εχετε να μου πείτε κάτι σημαντικό για τον Θεό; διότι Αυτόν θα συναντήσω! Λέγετε…..’Εάν δεν ξέρετε, να μάθετε. Οι μέρες περνάνε κι εγώ θα φύγω.
Καί σ” ένα – δυό επισκέπτες:
– Αν δεν ξέρης ή αν δεν πιστεύης, να φύγης!…
– Αν δεν ξέρης ή αν δεν πιστεύης, να φύγης!…
Τώρα πιστεύω με όλη μου την καρδιά, και θέλω να εξομολογηθώ όλες τις αμαρτίες μου άπό μικρό παιδί…»
Ήτο σταθερός και αμείλικτος με το παλαιό εαυτό του ο Ξενοφών. Καί το έλεος του Θεού ήταν μεγάλο, πολύ μεγάλο!” Εξομολογήθηκε με ειλικρίνεια, κοινώνησε δυό-τρεις φορές και υστέρα άπό πάλη μερικών ημερών με τον καρκίνο, έφυγε εν πλήρη μετάνοια, με ζέουσα την πίστι, ειρηνικά, όσιακά, δοξολογώντας κι” αυτός τον Θεό.
Του Πρωτ. Στέφανου Αναγνωστοπούλου