Τι λένε οι Ελληνες στους ψυχοθεραπευτές τους - Point of view

Εν τάχει

Τι λένε οι Ελληνες στους ψυχοθεραπευτές τους





Μπορεί ένα πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού να μην είναι σε θέση ακόμη να απαντήσει ποια είναι τέλος πάντων η διαφορά ανάμεσα σε έναν ψυχολόγο και σε έναν ψυχίατρο, αλλά, αν μη τι άλλο, οι ειδικοί της ψυχικής υγείας έχουν πάψει να αποκαλούνται απαξιωτικά «τρελογιατροί» και ακούγεται όλο και σπανιότερα η άποψη ότι ένας ψυχοθεραπευτής είναι απαραίτητος μόνο σε όσους δεν έχουν αρκετούς φίλους. Οι Ελληνες σήμερα ξεκινούν συνεδρίες χωρίς να ντρέπονται ή να κρύβονται, δεν επινοούν αόριστες δικαιολογίες όταν πρόκειται να επισκεφτούν τον ψυχοθεραπευτή τους ούτε τον βαφτίζουν «νευρολόγο», για να μη νιώσουν ότι στιγματίζονται από τον περίγυρό τους.
Το ταμπού της ψυχοθεραπείας φαίνεται ότι αφορά πλέον κυρίως μια συγκεκριμένη ομάδα Ελλήνων: τους μεγαλύτερους άντρες. «Θα έρθουν μόνο αν δεχτούν έντονες πιέσεις από το περιβάλλον τους ή αν έχουν κάποιο σωματικό σύμπτωμα και θα μιλήσουν κυρίως για το επαγγελματικό τους περιβάλλον», σχολιάζει η κλινική ψυχολόγος Αγγελική Μενεδιάτου, «αλλά είναι εντυπωσιακό ότι, ακόμα και όταν καθίσουν απέναντί μου, θα θελήσουν να φανούν δυνατοί, φοβούμενοι μην παρεξηγηθούν». Παρά τη σημαντική αύξηση που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στο ποσοστό των ανδρών που αποφασίζουν να κάνουν το «μεγάλο βήμα», οι γυναίκες που κάνουν ψυχοθεραπεία εξακολουθούν να είναι πολύ περισσότερες – προσεγγιστικά σήμερα το ποσοστό είναι 70-30.
 Μόνοι στην κρίση
Τι λένε, λοιπόν, οι Ελληνες σήμερα στους ψυχοθεραπευτές τους; Τι τους ωθεί να σηκώσουν το τηλέφωνο και να κλείσουν το πρώτο τους ραντεβού; Οπως προκύπτει από το παρόν ρεπορτάζ, αλλά κυρίως από στοιχεία πρόσφατων ερευνών, ο συνηθέστερος λόγος επίσκεψης σε έναν ψυχοθεραπευτή είναι τα συμπτώματα της κατάθλιψης – περίπου μισό εκατομμύριο Ελληνες υποφέρουν αυτή τη στιγμή από κατάθλιψη και, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό αυξήθηκε μέσα στην κρίση (από το 2009 έως το 2014) κατά 80%. «Η κρίση έχει συμβάλει στην αύξηση του αριθμού των ανθρώπων που χρειάζονται βοήθεια αλλά λόγω της μειωμένης οικονομικής δυνατότητας θα δυσκολευτούν να κάνουν μια συστηματική θεραπεία. Περισσότεροι άνθρωποι, λιγότερες επισκέψεις», μας είπε η κ. Μενεδιάτου. «Ωστόσο, τα θέματα που προκύπτουν είναι ίδια με παλιά: η κατάθλιψη, οι διαταραχές άγχους, οι σχέσεις».
Θα επισκεφτεί ένας Ελληνας τον ψυχολόγο του σήμερα για να λύσει ένα πρόβλημα που έχει με τον ή τη σύντροφό του; «Ναι, πολλοί άνθρωποι έρχονται για να συζητήσουν και να βοηθηθούν σε ένα συγκεκριμένο πρόβλημα στις προσωπικές τους σχέσεις, αλλά έρχονται και πολλοί ακριβώς επειδή δεν έχουν σχέση», λέει η κ. Μενεδιάτου και προσθέτει: «Υπάρχει πολύ έντονη μοναξιά». Η μοναξιά που, φυσικά, δεν προέρχεται μόνο από την απουσία συντρόφου, αλλά που εδραιώνεται ως γενικό αίσθημα μέσα από πολλές πτυχές της καθημερινής ζωής. Οπως μας εξηγεί ο ψυχίατρος Ηλίας Βλάχος, «οι σύγχρονες έρευνες έχουν δείξει ότι δεν ισχύει αυτό που πιστεύαμε παλιότερα, ότι δηλαδή η κατάθλιψη συνδέεται με την αντικειμενική μοναξιά, με το να είναι κάποιος μόνος του στη ζωή, αλλά με την υποκειμενική μοναξιά. Είναι η ποιότητα των σχέσεων που προκαλεί τη μοναξιά». Και είναι πολύ ενδιαφέρον αν σκεφτούμε ότι υποφέρουμε από μοναξιά εμείς, ένας λαός που περηφανεύεται για την εξωστρέφειά του, τη ζεστασιά στις σχέσεις, τους στενούς δεσμούς μέσα στην οικογένεια. Φταίει η κρίση; Η τριβή που προκαλούν τα συνεπακόλουθά της στην καθημερινότητα των νοικοκυριών;
Φοβίες και πώς αντιμετωπίζονται
Οι συνεδρίες μερικές φορές διαρκούν χρόνια, άλλες φορές όμως, συνήθως όταν το αίτημα του θεραπευομένου είναι συγκεκριμένο, μπορεί να βρεθεί μια λύση έπειτα από λίγα ραντεβού. Αλλωστε, έχει παρέλθει η τάση της παραδοσιακής ψυχανάλυσης όπου απαιτούνταν τέσσερις και πέντε επισκέψεις την εβδομάδα στο ντιβάνι του θεραπευτή. Δεν υπάρχουν ούτε ο χρόνος ούτε τα χρήματα. Γι’ αυτό και είναι αρκετά διαδεδομένη πλέον η γνωσιακή συμπεριφοριστική προσέγγιση, μέσω της οποίας το άτομο μαθαίνει πρακτικούς τρόπους ώστε να αντιμετωπίσει σχετικά άμεσα αυτό που τον βασανίζει, όπως για παράδειγμα μια συγκεκριμένη φοβία.
Αν βρείτε στο διαδίκτυο μια λίστα με τις πιο συνηθισμένες φοβίες, πιθανότατα θα διαπιστώσετε, αν δεν το γνωρίζετε ήδη, ότι ακόμα και σε μικρό βαθμό υποφέρετε από κάποια. Από την αγοραφοβία και την υψοφοβία ή την κλειστοφοβία μέχρι την κοινωνική φοβία, το να μην μπορείς να μιλήσεις ή να φας μπροστά σε αγνώστους. «Ερχονται στελέχη επιχειρήσεων που χρειάζονται βοήθεια επειδή φοβούνται να μιλήσουν μπροστά σε κόσμο», μας λέει ο κ. Βλάχος. Αντιμετωπίζονται οι φοβίες; «Αν έρθει κάποιος που φοβάται τα αεροπλάνα ενώ επίκειται μια πτήση, δεν προλαβαίνουμε να το αντιμετωπίσουμε ψυχοθεραπευτικά. Ωστόσο, μου έχει τύχει ένα περιστατικό ανθρώπου που, ενώ πετούσε συχνά λόγω επαγγέλματος, άρχισε ξαφνικά να φοβάται τις πτήσεις. Μέσα από τη συζήτηση προέκυψε ότι είχε συνδυάσει την είσοδό του στο αεροπλάνο με την εικόνα της μητέρας του να μπαίνει σε έναν μαγνητικό τομογράφο. Η επιδείνωση της υγείας της μητέρας του του προκάλεσε φόβο για τα αεροπλάνα. Αυτό όμως, για να γίνει αντιληπτό, χρειάστηκε χρόνο».
Γενικώς, χρειάζεται χρόνος. Η εμπιστοσύνη στον ψυχοθεραπευτή δεν χτίζεται σε μία μέρα. Ειδικά στα πρώτα ραντεβού οι άνθρωποι είναι επιφυλακτικοί και απόλυτα φυσιολογικά διστάζουν να ανοιχτούν σε έναν άγνωστο ή και να παραδεχτούν ό,τι τους συμβαίνει – ο κ. Βλάχος λέει, μεταξύ αστείου και σοβαρού, ότι καμιά φορά τα πιο σημαντικά λέγονται πέντε λεπτά πριν τελειώσει η συνεδρία, έτσι ώστε ο θεραπευόμενος να αποφύγει να τα συζητήσει διεξοδικά.
Τα παιδιά μας και οι γονείς μας
«Ως Ελληνες έχουμε μετακινηθεί πολύ στην αντίληψή μας για την ψυχοθεραπεία, έχουμε δει πλέον ότι δεν είναι ένα “ακριβό χόμπι” που αφορά μόνο συγκεκριμένο πληθυσμό, ούτε ότι στην ψυχοθεραπεία απευθύνονται οι “ψυχικά ασταθείς”», μας είπε ο Χάρης Πίσχος, υπαρξιακός-συστημικός ψυχοθεραπευτής και ιδρυτής του θεραπευτικού κέντρου «Συναίσθηση». Η συστημική προσέγγιση, επίσης ευρέως διαδεδομένη, αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ως μέλος ενός συστήματος που αλληλεπιδρά με τα υπόλοιπα μέλη του ίδιου συστήματος. Το καλύτερο παράδειγμα ενός συστήματος; Η οικογένεια.
Δεν είναι καθόλου καινούργιο το να αντιμετωπίζουμε ως καθοριστικές τις ενδοοικογενειακές σχέσεις, αλλά είναι καινούργιο το ότι είμαστε διατεθειμένοι να ζητήσουμε βοήθεια για να τις βελτιώσουμε. «Δουλεύουμε πολύ με τις οικογένειες, βοηθώντας τους γονείς να υπερασπιστούν τον ρόλο τους και να καλλιεργήσουν συναισθηματικές σχέσεις με τα παιδιά τους», μας λέει ο κ. Πίσχος, «αλλά και βοηθώντας τα παιδιά να απελευθερωθούν από το ψυχολογικό βάρος που έχουν φορτωθεί άθελά τους». Ειδικά η νέα γενιά, η οποία μοιάζει σαφώς πιο εξοικειωμένη με την ψυχοθεραπεία, παίρνει εύκολα την απόφαση να ζητήσει συμβουλές. «Είναι πολύ αισιόδοξο το ότι όλο και συχνότερα συναντάω νέους γονείς που ζητούν συμβουλές για την ανατροφή των παιδιών τους, ακόμα και αν είναι μόνο δύο ή τριών χρόνων», προσθέτει η κ. Μενεδιάτου.
Βέβαια, ακόμα περισσότερο από το να μιλούν για τα παιδιά τους, οι Ελληνες μιλούν για τους γονείς τους. Οχι για τη σημερινή τους σχέση μέσα σε ένα σύστημα, όπως αναφέραμε παραπάνω, αλλά για την αλληλεπίδρασή τους μέσα από τα χρόνια. Δεν είναι ανάγκη να φτάσουμε στο οιδιπόδειο για να καταλάβουμε την προφανή ανάγκη να εκφράσουμε όσα μας έχουν σημαδέψει μεγαλώνοντας και να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε πώς μας έχουν επηρεάσει οι γονείς μας – ακόμα και αν πλέον ζουν μακριά ή ακόμα και αν δεν βρίσκονται εν ζωή. Ο κ. Βλάχος, με την εμπειρία του στην ψυχοδυναμική ψυχοθεραπεία, έχει παρατηρήσει την τάση των ανθρώπων να ανασύρουν και να επεξεργάζονται όσα τους συνδέουν με το παρελθόν. «Ο τρόπος που έχουμε μεγαλώσει επηρεάζει τον τρόπο που ζούμε τώρα και συχνά επαναλαμβάνουμε πράγματα στις σχέσεις μας αναπαριστώντας τη σχέση των γονιών μας. Αυτό είναι κάτι που ο θεραπευόμενος το διαπιστώνει σταδιακά», εξηγεί.
Η δύναμη της ομάδας
«Πολλές φορές, και ανάλογα με το αίτημα που διαπραγματευόμαστε, η ένταξη σε μια ομάδα βοηθά τη θεραπεία να προχωρήσει ταχύτερα, καθώς η αίσθηση του σχετίζεσθαι ενισχύει πιο σταθερά τις δεξιότητες που έχουν ήδη δουλευτεί στην προσωπική θεραπεία», λέει ο κ. Πίσχος. Πόσο εύκολο είναι για τον θεραπευόμενο να «εκτεθεί» μπροστά σε πολλούς αγνώστους; «Δεν είναι εύκολο», πιστεύει ο κ. Πίσχος, «και είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι ζορίζονται στην αρχή». Φυσικά, οι ομάδες δεν σχηματίζονται τυχαία. Τα μέλη τους είναι προσεκτικά επιλεγμένα, ώστε να ταιριάζουν μεταξύ τους, και, όπως έχει παρατηρηθεί, ο θεραπευόμενος τελικά νιώθει οικεία μέσα στο σύνολο. Αλλά και πάλι δύσκολα θα φτάσει στο «βάθος» της ατομικής θεραπείας. «Πράγματι αυτός είναι ο κανόνας», λέει ο κ. Βλάχος, «αλλά ακούγοντας τους άλλους καμιά φορά έρχονται στην επιφάνεια πράγματα που θα έβγαιναν πιο δύσκολα στην ατομική. Μου έχει τύχει να μάθω κάτι πολύ σημαντικό από έναν θεραπευόμενο μέσα στην ομάδα, που δεν είχε βρει τη δύναμη να μου το εμπιστευτεί νωρίτερα».
Το κοινό σημείο των χιλιάδων Ελλήνων που κάνουν σήμερα ψυχοθεραπεία είναι ότι παραδέχονται την ανάγκη τους για βοήθεια: έφηβοι με νευρική ανορεξία, νεαροί με κρίσεις πανικού, ζευγάρια που βασανίζονται μέσα στη σχέση τους και οικογένειες γεμάτες θυμό, άνθρωποι φοβισμένοι, βουτηγμένοι στη μοναξιά, άλλοι που δεν βρίσκουν νόημα. «Ολοι δυσκολεύονται», μας λέει η κ. Μενεδιάτου. «Και δεν σταματάει να με εκπλήσσει το πόσο πληγωμένοι είναι οι άνθρωποι αλλά και πόση δύναμη έχουν επιλέγοντας να μην τα παρατήσουν».
Ψυχοθεραπεία μέσω smartphone;
Το FiD είναι μια εφαρμογή για smartphone που δημιούργησε ο Χάρης Πίσχος ως ένα επιπλέον εργαλείο βοήθειας: ο χρήστης καλείται να χαρακτηρίσει οκτώ βασικά συναισθήματα από αδύναμα έως ισχυρά, δημιουργώντας κατά κάποιον τρόπο ένα ημερολόγιο συναισθηματικών μεταβολών. Μαθαίνει να παρατηρεί τον εαυτό του. Αποδίδει; «Στην έρευνα που διεξήχθη στο πλαίσιο των μεταπτυχιακών σπουδών μου στην Ιατρική Σχολή Αθηνών, διεπιστώθη ότι η εφαρμογή έδειξε στατιστικά σημαντικά αποτελέσματα στη μείωση του άγχους σε διάστημα δύο εβδομάδων σε ένα δείγμα 50 ατόμων», αναφέρει ο κ. Πίσχος. «Η διαδικασία της αυτοκαταγραφής και της αυτοπαρατήρησης που υποστηρίζει το FiD αυξάνει την επίγνωση των συναισθημάτων μας και μας βοηθάει να τα συνδέουμε με σκέψεις και γεγονότα». Το FiD είναι διαθέσιμο σε μια δοκιμαστική έκδοση για λειτουργικό Android. «Δεν είναι αυτόνομο ψυχοθεραπευτικό εργαλείο. Εχει προληπτικό χαρακτήρα ως προς την αναγνώριση των ψυχολογικών εμποδίων και συμβάλλει στην επίλυσή τους πριν αυτά διογκωθούν και εξελιχθούν σε σοβαρές διαταραχές».
Μια ενδεικτική εικόνα της ψυχοθεραπείας στη σημερινή Ελλάδα μέσα από τις περιπτώσεις έξι ανθρώπων που δέχτηκαν να απαντήσουν στις ερωτήσεις.
  1. Σε ποια ηλικία επισκεφτήκατε πρώτη φορά ψυχοθεραπευτή και με ποια αφορμή;
  2. Πόσο καιρό διήρκεσε/διαρκεί η θεραπεία, πόσο συχνές ήταν οι συνεδρίες και πόσο κόστισαν;
  3. Γνωρίζει το περιβάλλον σας ότι επισκέπτεστε/επισκεπτόσασταν ψυχοθεραπευτή;
  4. Γνωρίζετε τι είδους προσέγγιση ακολούθησε/ακολουθεί ο ψυχοθεραπευτής σας;
  5. Επαιξε ρόλο η κρίση στο να αναζητήσετε τη βοήθεια ειδικού;
  6. Εχει βοηθήσει τη ζωή σας η ψυχοθεραπεία;
Αλίκη Β., 41 ετών
  1. Περίπου στα 22 μου γνώρισα τυχαία έναν ψυχοθεραπευτή και του ανέφερα ότι έχω διάφορα ψυχοσωματικά προβλήματα, κυρίως δύσπνοιες και κρίσεις πανικού. Σε εκείνη την πρώτη συνάντηση αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε συνεδρίες. Ομως έκανα μόνο τρεις-τέσσερις συναντήσεις. Ολη η διαδικασία με άγχωσε, έβγαιναν πράγματα στην επιφάνεια που με πίεσαν πολύ και κατέληξα να έχω έξαρση σε όλα τα ψυχοσωματικά. Παρότι τότε ήταν που έπρεπε να συνεχίσω, φοβήθηκα και σταμάτησα. Ξανάρχισα πολλά χρόνια μετά.
  2. Τώρα είμαι σε διακοπή της θεραπείας, όχι γιατί δεν τη χρειάζομαι, αλλά γιατί δεν έχω τόσο χρόνο. Πηγαίνω μία φορά στο τόσο. Εκανα όμως συστηματικά για περίπου τέσσερα-πέντε χρόνια. Στην αρχή ατομικό και μετά σε γκρουπ. Οι συναντήσεις ήταν εβδομαδιαίες και κόστιζαν 50 ευρώ.
  3. Ναι, φυσικά.
  4. Νομίζω διαλεκτική.
  5. Οχι.
  6. Ναι, αλλά δεν την άλλαξε στο βαθμό που περίμενα ή μάλλον που ήλπιζα. Δεν κάνει μαγικά, θέλει πολλή προσπάθεια, επιμονή κι υπομονή.
Αννα Κ., 35 ετών
  1. Στα 26 μου πήγα με συμπτώματα κατάθλιψης σε έναν ψυχίατρο και έπειτα από λίγα χρόνια άρχισα συστηματικά ψυχοθεραπεία λόγω ψυχοσωματικών συμπτωμάτων.
  2. Στον ψυχίατρο οι συνεδρίες κράτησαν τρεις μήνες, την ψυχοθεραπεία τη συνεχίζω ακόμα, δηλαδή περίπου πέντε χρόνια. Πλέον βέβαια πηγαίνω όποτε νιώσω ότι το χρειάζομαι. Η συνάντηση κοστίζει 40 ευρώ.
  3. Την πρώτη φορά το γνώριζαν πολύ λίγοι, τη δεύτερη ήμουν πιο άνετη και πλέον δεν έχω κανένα πρόβλημα να συζητάω γι’ αυτό.
  4. Συστημική.
  5. Οχι.
  6. Ναι, πάρα πολύ, με έχει βοηθήσει να κατανοώ τι μου συμβαίνει και έχει επηρεάσει θετικά τον τρόπο που επικοινωνώ με τους άλλους ανθρώπους.
Κατερίνα Σ., 37 ετών
  1. Πήγα στα 31 μου εξαιτίας του χωρισμού μου.
  2. Στην αρχή μία φορά την εβδομάδα, μετά μία φορά τον μήνα. Συνολικά τέσσερα χρόνια. Η συνεδρία κόστιζε 50 ευρώ.
  3. Ναι.
  4. Gestalt.
  5. Ναι.
  6. Πάρα πολύ.
Βασιλική Ν., 48 ετών
  1. Ξεκίνησα στα 27 μου με συμπτώματα κατάθλιψης και γενικευμένου άγχους (απόρροια από σεξουαλική κακοποίηση στην παιδική ηλικία).
  2. Τρία χρόνια το 1996 και ξανάρχισα το 2004 για άλλα επτά χρόνια. Οι συνεδρίες ήταν μία φορά την εβδομάδα, εκτός από μια περίοδο έξι μηνών που έκανα δύο με τρεις φορές την εβδομάδα λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης. Τώρα ξεκίνησα πάλι και κάνω κάθε 12-15 μέρες ή μία φορά τον μήνα. Οι επισκέψεις κοστίζουν 50 με 60 ευρώ.
  3. Την πρώτη φορά μόνο η αδερφή μου και λίγοι στενοί φίλοι. Το 2004 προστέθηκαν κάποιοι από το επαγγελματικό μου περιβάλλον και τώρα όλοι όσοι είναι στο άμεσο περιβάλλον μου. Δεν το κρύβω πια.
  4. Γνωσιακή συμπεριφορική ψυχοθεραπεία.
  5. Οχι την πρώτη φορά. Αυτή την εποχή όμως, που κάνω πάλι συνεδρίες, η κρίση έπαιξε ρόλο, επειδή είμαι άνεργη από τον Οκτώβριο του 2014.
  6. Πολύ. Η βελτίωση ήταν σταδιακή, αλλά πλέον υπάρχει βελτίωση σε καθημερινή βάση πια.
Νίκος Τ.,  29 ετών
  1. Πήγα πρώτη φορά στα 27 μου, λόγω άγχους και κρίσεων πανικού.
  2. Η θεραπεία κράτησε περίπου έναν χρόνο, οι επισκέψεις ήταν εβδομαδιαίες και κόστιζαν 30 ευρώ.
  3. Οι πολύ κοντινοί μου άνθρωποι.
  4. Συστημική.
  5. Οχι άμεσα, αλλά δεν αποκλείω ότι με επηρέαζε το κλίμα γύρω μου.
  6. Δεν ξέρω αν με βοήθησαν όσα συζήτησα με τον ψυχοθεραπευτή μου ή αν το γεγονός ότι έφτασα στο σημείο να ζητήσω βοήθεια με ταρακούνησε ώστε να σκεφτώ καλύτερα ορισμένα πράγματα. Σταμάτησα να πηγαίνω όταν ένιωσα καλύτερα.
Αλέξης Π.,  46 ετών
  1. Στα 32 μου με συμπτώματα άγχους.
  2. Η θεραπεία διήρκεσε πέντε χρόνια, πήγαινα μία φορά την εβδομάδα και το κόστος της επίσκεψης ήταν 70 ευρώ.
  3. Ναι.
  4. Συνδυασμός διαφορετικών ψυχοθεραπευτικών σχολών.
  5. Οχι.
  6. Ναι.
_______________________
   Πηγή: kathimerini.gr
via

Pages