Ποιά είναι η πραγματικότητα του κόσμου που μας περιβάλλει;
Υπάρχει αντικειμενική Αλήθεια;
Έχει ο άνθρωπος πρόσβαση σ’ αυτήν και κατά συνέπεια μπορεί να αποκτηθεί ασφαλής γνώση και με ποιόν τρόπο;
Στα ερωτήματα αυτά επιχειρεί να απαντήσει η Γνωσιολογία ή Γνωσιοθεωρία, θεμελιώδης προϋπόθεση της παραπέρα φιλοσοφικής ανάλυσης. Ανάλογα με την απάντηση που θα δοθεί, η φιλοσοφία θα ακολουθήσει τον σχετικιστικό, τον δογματικό ή τον σκεπτικό δρόμο.
Οι σοφιστές με ηγέτες τον Πρωταγόρα και τον Γοργία, απαντούν ότι Απόλυτη Αλήθεια δεν υπάρχει και αν υπάρχει είναι απροσπέλαστη στην ανθρώπινη γνώση, επομένως είναι χάσιμο χρόνου να ασχολείται κανείς με τέτοιους προβληματισμούς. Γι αυτούς η Αλήθεια είναι σχετική και για όλα τα πράγματα το μέτρο είναι ο άνθρωπος. Κάθε άνθρωπος, κάθε κοινωνία κάθε εποχή έχουν την δική τους αλήθεια.
Ο Παρμενίδης, πριν από τους σοφιστές, υποστήριξε πως η Αλήθεια είναι προσβάσιμη μόνο με την νόηση και ότι οι αισθήσεις είναι απατηλές.
Ο Σωκράτης αντιδρώντας στους σοφιστές υποστηρίζει πως οι σωστοί ορισμοί των εννοιών μας οδηγούν σε αληθείς και γενικού κύρους γνώσεις, ακολουθώντας τον δρόμο του δογματικού ιδεαλισμού του Παρμενίδη, που ανέπτυξε πιο πέρα ο Πλάτωνας αλλά και ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί.
Οι Σκεπτικοί με ηγέτη τον Πύρωνα τον Ηλείο δεν μπορούν να αποφασίσουν, γιατί σε κάθε κρίση μπορεί να αντιπαραβληθεί μία ίσου κύρους αντίθετη κρίση. Έτσι «επέχουν» δηλαδή αναστέλλουν επ΄ αόριστο την κρίση.
Οι σοφιστές με ηγέτες τον Πρωταγόρα και τον Γοργία, απαντούν ότι Απόλυτη Αλήθεια δεν υπάρχει και αν υπάρχει είναι απροσπέλαστη στην ανθρώπινη γνώση, επομένως είναι χάσιμο χρόνου να ασχολείται κανείς με τέτοιους προβληματισμούς. Γι αυτούς η Αλήθεια είναι σχετική και για όλα τα πράγματα το μέτρο είναι ο άνθρωπος. Κάθε άνθρωπος, κάθε κοινωνία κάθε εποχή έχουν την δική τους αλήθεια.
Ο Παρμενίδης, πριν από τους σοφιστές, υποστήριξε πως η Αλήθεια είναι προσβάσιμη μόνο με την νόηση και ότι οι αισθήσεις είναι απατηλές.
Ο Σωκράτης αντιδρώντας στους σοφιστές υποστηρίζει πως οι σωστοί ορισμοί των εννοιών μας οδηγούν σε αληθείς και γενικού κύρους γνώσεις, ακολουθώντας τον δρόμο του δογματικού ιδεαλισμού του Παρμενίδη, που ανέπτυξε πιο πέρα ο Πλάτωνας αλλά και ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί.
Οι Σκεπτικοί με ηγέτη τον Πύρωνα τον Ηλείο δεν μπορούν να αποφασίσουν, γιατί σε κάθε κρίση μπορεί να αντιπαραβληθεί μία ίσου κύρους αντίθετη κρίση. Έτσι «επέχουν» δηλαδή αναστέλλουν επ΄ αόριστο την κρίση.
Η Γνωσιολογία του Επίκουρου δανείζεται στοιχεία τόσο από τον σχετικισμό των σοφιστών, όσο και από τον σκεπτικισμό, αλλά ακολουθεί τον δρόμο του δογματικού σενσουαλισμού, δεχόμενη σαν Αλήθεια ότι βασίζεται στις αισθήσεις και τα συναισθήματα. Αυτά μας εξασφαλίζουν την πρόσβαση στην Γνώση που μας χρειάζεται για να εξηγήσουμε ικανοποιητικά τον κόσμο γύρω μας, ώστε να απαλλαγούμε από τους φόβους που μας δυναστεύουν.
Ο κόσμος αυτός, ο κόσμος των φαινομένων, όπως τον αντιλαμβανόμαστε μέσω των αισθήσεων και των συναισθημάτων μας, είναι ο ίδιος κόσμος της υλικής πραγματικότητας. Αλλά είναι επίσης αληθές ότι το σύνολο της πραγματικότητας δεν είναι φαινόμενο, δηλ. ό, τι πραγματικά υπάρχει δεν είναι πάντα προσβάσιμο άμεσα στις αισθήσεις και τα συναισθήματα, αλλά είναι δυνάμει αποκαλύψιμο, είτε με την χρήση των σύγχρονων εποπτικών μέσων ( τηλεσκόπιο-μικροσκόπιο), είτε με την συνεργασία των αισθήσεων και του νου όπως συμβαίνει επί παραδείγματι στο πείραμα ( CERN ).
Ο λογισμός στην συνέχεια αναλαμβάνει να εναποθηκεύσει και να τακτοποιήσει τα μέσω των προαναφερθέντων διαδικασιών προσλαμβανόμενα μηνύματα της υλικής πραγματικότητας προς μελλοντική χρήση, δημιουργώντας έτσι την εμπειρία.
O Επίκουρος την γνωσιολογία του την ονομάζει Κανόνα ή Στοιχειοτικόν και αντιστοιχεί στην «λογική» των Περιπατητικών και των Στωικών, αποτελεί δε το εισαγωγικό μέρος της φυσικής του. Δίνει έτσι την εντύπωση, πως η φιλοσοφία του αποτελείται από δύο μόνο μέρη, το Φυσικό και το Ηθικό.
Ο κόσμος αυτός, ο κόσμος των φαινομένων, όπως τον αντιλαμβανόμαστε μέσω των αισθήσεων και των συναισθημάτων μας, είναι ο ίδιος κόσμος της υλικής πραγματικότητας. Αλλά είναι επίσης αληθές ότι το σύνολο της πραγματικότητας δεν είναι φαινόμενο, δηλ. ό, τι πραγματικά υπάρχει δεν είναι πάντα προσβάσιμο άμεσα στις αισθήσεις και τα συναισθήματα, αλλά είναι δυνάμει αποκαλύψιμο, είτε με την χρήση των σύγχρονων εποπτικών μέσων ( τηλεσκόπιο-μικροσκόπιο), είτε με την συνεργασία των αισθήσεων και του νου όπως συμβαίνει επί παραδείγματι στο πείραμα ( CERN ).
Ο λογισμός στην συνέχεια αναλαμβάνει να εναποθηκεύσει και να τακτοποιήσει τα μέσω των προαναφερθέντων διαδικασιών προσλαμβανόμενα μηνύματα της υλικής πραγματικότητας προς μελλοντική χρήση, δημιουργώντας έτσι την εμπειρία.
O Επίκουρος την γνωσιολογία του την ονομάζει Κανόνα ή Στοιχειοτικόν και αντιστοιχεί στην «λογική» των Περιπατητικών και των Στωικών, αποτελεί δε το εισαγωγικό μέρος της φυσικής του. Δίνει έτσι την εντύπωση, πως η φιλοσοφία του αποτελείται από δύο μόνο μέρη, το Φυσικό και το Ηθικό.
Η Γνωσιολογία του Επίκουρου υπηρετεί την Φυσική και μέσω αυτής την Ηθική του, που αποβλέπει στην εξάλειψη των ανυπόστατων φόβων και την ευδαιμονία του ανθρώπου. Ο Χαράλαμπος Θεοδωρίδης γράφει: « ξεκαθαρίζοντας το έδαφος από το άχρηστο υλικό ο Επίκουρος περιόρισε την Διαλεκτική στους κανόνες που οδηγούν στον σχηματισμό σωστών κρίσεων, δηλαδή στο να ξεχωρίσει το φανταστικό από το πραγματικό. Το ξεκαθάρισμα αυτό ο ίδιος το είπε κριτήριο της Αλήθειας και το μέρος αυτό της φιλοσοφίας του το ονόμασε Κανονικόν ή Περι Κριτηρίου.»
Ο Κανόνας περιλαμβάνει:
1. Δύο αρχές: α) Τίποτα δεν γίνεται από το τίποτα. β) Την αρχή της πλήρους αναλογίας. (εφ ’όσον όλα τα γνωστά επιμέρους στοιχεία δύο σωμάτων είναι όμοια, τότε και τα άγνωστα στοιχεία τους θα είναι όμοια).
2. Τέσσερα κριτήρια αληθείας: α) τις αισθήσεις. β) Τα πάθη ( ηδονή και οδύνη) γ) τις προλήψεις ( έννοιες) δ) Τις φανταστικές επιβολές της διανοίας.
3. Την εμπειρική μεθοδολογία επιμαρτύρησης και μη αμφισβήτησης και αντιμαρτύρησης και αμφισβήτησης.
1.ΟΙ ΔΥΟ ΑΡΧΕΣ
Ο Επίκουρος ενστερνίζεται μία από τις βασικές αρχές της φυσικής αλλά και γενικότερα της Ελληνικής φιλοσοφίας ότι δηλαδή τίποτα δεν γίνεται από το τίποτα ούτε καταλήγει στο τίποτα.
Ο Επίκουρος δέχεται επίσης τον νόμο της πλήρους αναλογίας. Εφ’ όσον όλα τα γνωστά επιμέρους στοιχεία δύο σωμάτων είναι όμοια, τότε και τα άγνωστα στοιχεία τους θα είναι όμοια. Με την προϋπόθεση ότι η αναλογία δεν έχει βάσει της εμπειρίας γνωστές εξαιρέσεις.
Παράδειγμα όλα τα γνωστά σώματα έχουν σχήμα, άρα και τα άτομα έχουν σχήμα. Όλα τα γνωστά σώματα έχουν βάρος, άρα και τα άτομα έχουν βάρος. Αντίθετα δεν έχουν όλα τα γνωστά σώματα χρώμα, οπότε δεν είναι απαραίτητο τα άτομα να έχουν χρώμα.
Ο Επίκουρος δέχεται επίσης τον νόμο της πλήρους αναλογίας. Εφ’ όσον όλα τα γνωστά επιμέρους στοιχεία δύο σωμάτων είναι όμοια, τότε και τα άγνωστα στοιχεία τους θα είναι όμοια. Με την προϋπόθεση ότι η αναλογία δεν έχει βάσει της εμπειρίας γνωστές εξαιρέσεις.
Παράδειγμα όλα τα γνωστά σώματα έχουν σχήμα, άρα και τα άτομα έχουν σχήμα. Όλα τα γνωστά σώματα έχουν βάρος, άρα και τα άτομα έχουν βάρος. Αντίθετα δεν έχουν όλα τα γνωστά σώματα χρώμα, οπότε δεν είναι απαραίτητο τα άτομα να έχουν χρώμα.
2.ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ
ΟΙ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ
Είναι οι αντανακλάσεις στον άνθρωπο των αντικειμένων και των φαινομένων της υλικής πραγματικότητας που τον περιβάλλει. Μέσον της πρόσληψης είναι τα αισθητήρια όργανα με τα οποία είναι εξοπλισμένο το ανθρώπινο σώμα. Αυτά προσλαμβάνουν τα υλικά ερεθίσματα μέσω νευρικών υποδοχέων και τα μετατρέπουν σε διακριτές νευρικές ώσεις που καταλήγουν στο Κ.Ν.Σ. και εγγράφονται στην συνείδηση. Κάθε αισθητηριακό συμβάν που μπορεί να εγγραφεί στην συνείδηση ο Επίκουρος το ονομάζει «φαντασία» στα καθ ’ημάς παράσταση ή εντύπωση.
Ο Αριστοτέλης είχε διακρίνει 5 αισθήσεις: Όραση, ακοή, όσφρηση, γεύση και αφή. Σήμερα όμως έχουν τεκμηριωθεί πολύ περισσότερες. Αυτές δεν είναι μόνον εξωτερικές όπως οι προαναφερθείσες αλλά και εσωτερικές όπως η αίσθηση της ισορροπίας, της πείνας, της δίψας, της κόπωσης, της ερωτικής διέγερσης, του πόνου. Άλλες αισθήσεις παρακάμπτουν την συνείδηση και δρουν μέσω του Α.Ν.Σ. όπως οι πιεσουποδοχείς των καρωτιδικών βολβών που ρυθμίζουν την αρτηριακή πίεση, οι υποδοχείς του παρασπειραματικού σωματίου, που ρυθμίζουν την πίεση στους νεφρούς, οι χημειουποδοχείς οι υποδοχείς του κέντρου της αναπνοής κ.λπ.
Οι αισθήσεις είναι πάντοτε αληθείς. Μιλώντας για την «αλήθεια των αισθήσεων», ο Επίκουρος εννοούσε ότι η αίσθηση καταγράφει μια πραγματική σχέση ανάμεσα στον παρατηρητή-υποκείμενο και στο αντικείμενο της αίσθησης. Δεν εννοούσε ότι η αίσθηση είναι και άποψη περί της φύσης του αντικειμένου, αλλιώς δεν θα ήταν «άλογη», όπως την λέει. Οι αισθήσεις δεν μας απατούν ποτέ: δεν υπόκεινται στο λόγο, δεν χρησιμοποιούν τη λογική, άρα δεν υπόκεινται σε διάψευση. Σε διάψευση υπόκεινται οι κρίσεις και γνώμες που σχηματίζει το ανθρώπινο μυαλό, με τον τρόπο που επεξεργάζεται τις πληροφορίες που παρέχουν οι αισθήσεις. Κάθε αίσθηση στερείται εκτός από λογικής και μνήμης λέει ο Επίκουρος.
Η αίσθηση δεν ενεργοποιείται ποτέ από μόνη της, αλλά και όταν ενεργοποιείται από κάποιο πράγμα δεν μπορεί να του προσθέσει ή να του αφαιρέσει τίποτα. Τίποτα δεν μπορεί να ανασκευάσει τις αισθήσεις. Μία αίσθηση δεν μπορεί να ανασκευάσει μία ομοειδή της αφού και οι δύο είναι ισοσθενείς. Ούτε και μία διαφορετική αίσθηση μπορεί να την ανασκευάσει αφού αποτελεί κριτήριο διαφορετικού πράγματος από αυτήν. Ούτε όμως το λογικό μπορεί να ανασκευάσει μία αίσθηση, αφού το λογικό εξαρτάται από τις αισθήσεις. Ούτε μία αίσθηση μπορεί να ελέγξει κάποια άλλη, αφού σε όλες δίνουμε την ίδια προσοχή.
Ίσως όμως θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος, ότι η εντύπωση από μία αίσθηση, μπορεί να ελεγχθεί, όταν αυτή δεν συμφωνεί με την κοινή αντίληψη που προέρχεται από όλες τις υπόλοιπες αισθήσεις, όταν δηλαδή δεν επιμαρτυρείται και αμφισβητείται από αυτές.
Ο Αριστοτέλης είχε διακρίνει 5 αισθήσεις: Όραση, ακοή, όσφρηση, γεύση και αφή. Σήμερα όμως έχουν τεκμηριωθεί πολύ περισσότερες. Αυτές δεν είναι μόνον εξωτερικές όπως οι προαναφερθείσες αλλά και εσωτερικές όπως η αίσθηση της ισορροπίας, της πείνας, της δίψας, της κόπωσης, της ερωτικής διέγερσης, του πόνου. Άλλες αισθήσεις παρακάμπτουν την συνείδηση και δρουν μέσω του Α.Ν.Σ. όπως οι πιεσουποδοχείς των καρωτιδικών βολβών που ρυθμίζουν την αρτηριακή πίεση, οι υποδοχείς του παρασπειραματικού σωματίου, που ρυθμίζουν την πίεση στους νεφρούς, οι χημειουποδοχείς οι υποδοχείς του κέντρου της αναπνοής κ.λπ.
Οι αισθήσεις είναι πάντοτε αληθείς. Μιλώντας για την «αλήθεια των αισθήσεων», ο Επίκουρος εννοούσε ότι η αίσθηση καταγράφει μια πραγματική σχέση ανάμεσα στον παρατηρητή-υποκείμενο και στο αντικείμενο της αίσθησης. Δεν εννοούσε ότι η αίσθηση είναι και άποψη περί της φύσης του αντικειμένου, αλλιώς δεν θα ήταν «άλογη», όπως την λέει. Οι αισθήσεις δεν μας απατούν ποτέ: δεν υπόκεινται στο λόγο, δεν χρησιμοποιούν τη λογική, άρα δεν υπόκεινται σε διάψευση. Σε διάψευση υπόκεινται οι κρίσεις και γνώμες που σχηματίζει το ανθρώπινο μυαλό, με τον τρόπο που επεξεργάζεται τις πληροφορίες που παρέχουν οι αισθήσεις. Κάθε αίσθηση στερείται εκτός από λογικής και μνήμης λέει ο Επίκουρος.
Η αίσθηση δεν ενεργοποιείται ποτέ από μόνη της, αλλά και όταν ενεργοποιείται από κάποιο πράγμα δεν μπορεί να του προσθέσει ή να του αφαιρέσει τίποτα. Τίποτα δεν μπορεί να ανασκευάσει τις αισθήσεις. Μία αίσθηση δεν μπορεί να ανασκευάσει μία ομοειδή της αφού και οι δύο είναι ισοσθενείς. Ούτε και μία διαφορετική αίσθηση μπορεί να την ανασκευάσει αφού αποτελεί κριτήριο διαφορετικού πράγματος από αυτήν. Ούτε όμως το λογικό μπορεί να ανασκευάσει μία αίσθηση, αφού το λογικό εξαρτάται από τις αισθήσεις. Ούτε μία αίσθηση μπορεί να ελέγξει κάποια άλλη, αφού σε όλες δίνουμε την ίδια προσοχή.
Ίσως όμως θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος, ότι η εντύπωση από μία αίσθηση, μπορεί να ελεγχθεί, όταν αυτή δεν συμφωνεί με την κοινή αντίληψη που προέρχεται από όλες τις υπόλοιπες αισθήσεις, όταν δηλαδή δεν επιμαρτυρείται και αμφισβητείται από αυτές.
«Αν αντιμάχεσαι όλες τις αισθήσεις σου, δεν θα έχεις πλέον τίποτα με βάση το οποίο να κρίνεις ακόμη και εκείνες τις αισθήσεις που ισχυρίζεσαι ότι σε εξαπατούν». Αλλά και στην περίπτωση αυτή το σφάλμα δεν βρίσκεται στην αίσθηση αλλά στην επεξεργασία των δεδομένων της από τον λογισμό, στην γνώμη δηλαδή που σχηματίζουμε βασιζόμενοι στην εντύπωση της συγκεκριμένης αίσθησης, και η γνώμη αυτή μπορεί να είναι σωστή η λαθεμένη και να επιμαρτυρείται είτε να αμφισβητείται από την γνώμη που σχηματίζουμε με βάση την αντίληψη από τις υπόλοιπες αισθήσεις ή την εμπειρία μας.
Έτσι αν ξαφνικά αισθανθώ το δωμάτιο να στριφογυρίζει γύρω από το κεφάλι μου και να χάνω το έδαφος κάτω από τα πόδια μου, μπορεί να συμπεράνω ότι «έχω ίλιγγο» ή «γίνεται σεισμός» ή «παρασύρθηκε το σπίτι από ανεμοστρόβιλο». Αν όμως παρότι έπεσα στο έδαφος παρατηρήσω ότι όλα τα πράγματα στο δωμάτιο είναι στην θέση τους και κανένας περίεργος ήχος η θόρυβος δεν ακούγεται, καταλήγω στην πρώτη εκδοχή ότι δηλαδή έχω ίλιγγο. Αν απέρριπτα την αίσθηση του στροβιλισμού ως ψευδή επειδή η αντίληψη από τις υπόλοιπες αισθήσεις δεν συμφωνεί με αυτήν τότε δεν θα μπορούσα να αντιληφθώ ότι έχω ίλιγγο.
Αναπόφευκτα λοιπόν καταφεύγουμε στις αισθήσεις μας για να αντιληφθούμε τι συμβαίνει. Μας πληροφορούν αληθινά πως κάτι συμβαίνει αλλά είναι δουλειά του νου να ξεκαθαρίσει τι ακριβώς.
Θα ήταν εδώ χρήσιμο νομίζω να παραθέσουμε το κλασσικό αντεπιχείρημα των Σκεπτικών ότι ο ένας πότης βρίσκει το κρασί γλυκό ενώ ο άλλος στυφό, και ο ένας κολυμβητής το νερό κρύο και ο άλλος ζεστό.
Οι Επικούρειοι ανταπαντούν ότι κατ’ αρχήν κανείς πότης δεν αμφισβήτησε ότι ήπιε κρασί και κανείς κολυμβητής ότι βούτηξε σε νερό. Οι κρίσεις γλυκό – στυφό και κρύο - ζεστό αφορούν τις γνώμες που σχηματίζουν οι παρατηρητές με βάση την αίσθηση της γεύσης και της εξωτερικής θερμοκρασίας του περιβάλλοντος αντίστοιχα.
Κάθε γνώμη είναι έγκυρη για τον παρατηρητή που την σχηματίζει και επομένως η φαινομενική αντίφαση δεν στοιχειοθετεί το εσφαλμένο της αίσθησης, αλλά την υποκειμενική και άρα διαφορετική αξιολόγηση του κάθε παρατηρητή, των δεδομένων της συγκεκριμένης αίσθησης. Η αίσθηση λοιπόν παρέχει κατά τους Επικούρειους μαρτυρία για την υπόσταση των αντικειμένων της, αλλά δεν αποτελεί εγγύηση για την διαμόρφωση αντικειμενικής ή ορθής γνώμης.
Έτσι αν ξαφνικά αισθανθώ το δωμάτιο να στριφογυρίζει γύρω από το κεφάλι μου και να χάνω το έδαφος κάτω από τα πόδια μου, μπορεί να συμπεράνω ότι «έχω ίλιγγο» ή «γίνεται σεισμός» ή «παρασύρθηκε το σπίτι από ανεμοστρόβιλο». Αν όμως παρότι έπεσα στο έδαφος παρατηρήσω ότι όλα τα πράγματα στο δωμάτιο είναι στην θέση τους και κανένας περίεργος ήχος η θόρυβος δεν ακούγεται, καταλήγω στην πρώτη εκδοχή ότι δηλαδή έχω ίλιγγο. Αν απέρριπτα την αίσθηση του στροβιλισμού ως ψευδή επειδή η αντίληψη από τις υπόλοιπες αισθήσεις δεν συμφωνεί με αυτήν τότε δεν θα μπορούσα να αντιληφθώ ότι έχω ίλιγγο.
Αναπόφευκτα λοιπόν καταφεύγουμε στις αισθήσεις μας για να αντιληφθούμε τι συμβαίνει. Μας πληροφορούν αληθινά πως κάτι συμβαίνει αλλά είναι δουλειά του νου να ξεκαθαρίσει τι ακριβώς.
Θα ήταν εδώ χρήσιμο νομίζω να παραθέσουμε το κλασσικό αντεπιχείρημα των Σκεπτικών ότι ο ένας πότης βρίσκει το κρασί γλυκό ενώ ο άλλος στυφό, και ο ένας κολυμβητής το νερό κρύο και ο άλλος ζεστό.
Οι Επικούρειοι ανταπαντούν ότι κατ’ αρχήν κανείς πότης δεν αμφισβήτησε ότι ήπιε κρασί και κανείς κολυμβητής ότι βούτηξε σε νερό. Οι κρίσεις γλυκό – στυφό και κρύο - ζεστό αφορούν τις γνώμες που σχηματίζουν οι παρατηρητές με βάση την αίσθηση της γεύσης και της εξωτερικής θερμοκρασίας του περιβάλλοντος αντίστοιχα.
Κάθε γνώμη είναι έγκυρη για τον παρατηρητή που την σχηματίζει και επομένως η φαινομενική αντίφαση δεν στοιχειοθετεί το εσφαλμένο της αίσθησης, αλλά την υποκειμενική και άρα διαφορετική αξιολόγηση του κάθε παρατηρητή, των δεδομένων της συγκεκριμένης αίσθησης. Η αίσθηση λοιπόν παρέχει κατά τους Επικούρειους μαρτυρία για την υπόσταση των αντικειμένων της, αλλά δεν αποτελεί εγγύηση για την διαμόρφωση αντικειμενικής ή ορθής γνώμης.
Η φαντασία (παράσταση) είναι το αισθητηριακό αποτύπωμα στην συνείδηση, των αντικειμένων και φαινομένων της υλικής πραγματικότητας. Ο Επίκουρος την χαρακτηρίζει και σαν «επαίσθημα» δηλαδή αίσθηση της αίσθησης που πιστώνεται την αλήθεια της αίσθησης. Της προσδίδει έτσι τον χαρακτήρα του πάθους όπως ο πόνος και η ηδονή και γι αυτό συνεχίζει λέγοντας ότι το γεγονός ότι βλέπουμε και ακούμε είναι τόσο πραγματικό όσο και το ότι νοιώθουμε πόνο. «…και το τα επαισθήματα δ’ υφεστάναι πιστούται την των αισθήσεων αλήθειαν. Υφέστηκε δε το οράν ημάς και ακούειν ώσπερ το αλγείν».
Ο Σέξτος ο Εμπειρικός μας πληροφορεί στην συνέχεια τα εξής πάνω σε αυτό το θέμα: «Όπως τα πρωταρχικά πάθη, δηλ. η ηδονή και ο πόνος, προκαλούνται από κάποια ερεθίσματα και ανάλογα προς αυτά, δηλ. η ηδονή από ευχάριστα ερεθίσματα και ο πόνος από δυσάρεστα και όπως δεν μπορεί εκείνο που προκαλεί ηδονή να μην είναι ευχάριστο και αντίστοιχα εκείνο που προκαλεί πόνο να μην είναι το ίδιο δυσάρεστο, αλλά είναι απαραίτητο το ευχάριστο να έχει από την φύση του ευχάριστη ιδιότητα ενώ το δυσάρεστο από την φύση του δυσάρεστη ιδιότητα, έτσι και στις παραστάσεις που είναι συναισθηματικές μας καταστάσεις, πρέπει απαραίτητα εκείνο που τις προκαλεί να έχει παραστατική ιδιότητα.
Ότι δεν έχει τέτοια ιδιότητα δεν μπορεί να προκαλέσει την δημιουργία παράστασης. Επομένως το μη όν δεν μπορεί να δημιουργήσει παράσταση. Παράσταση δημιουργεί ότι κινεί τον νου δηλαδή το όν. Αυτό οδήγησε τον Επίκουρο να παραδεχτεί αντικειμενικότητα στα όνειρα, τα οράματα, ακόμα και στα πλάσματα αρρωστημένης φαντασίας των ψυχοπαθών, σε φανταστικές επιβουλές της διανοίας όπως τις ονόμασαν οι Επικούρειοι, που τις συμπεριέλαβαν στα κριτήρια της αλήθειας, θέμα με το οποίο θα ασχοληθούμε αργότερα.
Το γενεσιουργό αίτιο κάθε παράστασης λέγεται παραστατό. Αυτό δεν συμπίπτει πάντοτε απόλυτα με το αντικείμενο της παρατήρησης. Όσο περισσότερο τείνει να συμπέσει με το αντικείμενο της παρατήρησης τόσο περισσότερο η παράσταση αντικατοπτρίζει την αντικειμενική πραγματικότητα είναι δηλαδή εναργέστερη. Π.χ.: Από μακριά ο πύργος φαίνεται στρογγυλός και χαμηλός ενώ από κοντά το σχήμα του ξεκαθαρίζει και συμπίπτει με το πραγματικό , είναι δηλαδή ψηλός και τετράγωνος. Και οι δύο παραστάσεις είναι αληθινές, αποτυπώνουν δηλαδή δύο διαφορετικά παραστατά, που αντιστοιχούν στο ίδιο αντικείμενο της πραγματικότητας, σε διαφορετικές συνθήκες. Εναπόκειται στον νου να κρίνει βάσει της ενάργειας δηλαδή του προφανούς, πιο είναι το πραγματικό σχήμα του Πύργου.
Ο νους θα σχηματίσει μια γνώμη, υπόληψη όπως την είπαν οι Επικούρειοι, που θα είναι είτε αληθής είτε ψευδής. Αν επιμαρτυρείται από το προφανές και δεν αμφισβητείται είναι αληθής ενώ αν δεν επιμαρτυρείται ή αμφισβητείται είναι ψευδής. Στο παράδειγμά μας οι δύο παρατάσεις αν και αληθινές και οι δύο, δεν έχουν εν τούτοις τον ίδιο βαθμό προφάνειας (ενάργειας). Γι αυτό εισήγαγαν και την έννοια του προσμένοντος. Αναστέλλουν δηλαδή την κρίση έως ότου έχουν επαρκή στοιχεία γι αυτήν. Περιμένει δηλαδή κανείς να πλησιάσει πρώτα κοντά στον πύργο για να δει πώς φαίνεται από κοντά ώστε να διατυπώσει ασφαλέστερη γνώμη.
Ο Σέξτος ο Εμπειρικός μας πληροφορεί στην συνέχεια τα εξής πάνω σε αυτό το θέμα: «Όπως τα πρωταρχικά πάθη, δηλ. η ηδονή και ο πόνος, προκαλούνται από κάποια ερεθίσματα και ανάλογα προς αυτά, δηλ. η ηδονή από ευχάριστα ερεθίσματα και ο πόνος από δυσάρεστα και όπως δεν μπορεί εκείνο που προκαλεί ηδονή να μην είναι ευχάριστο και αντίστοιχα εκείνο που προκαλεί πόνο να μην είναι το ίδιο δυσάρεστο, αλλά είναι απαραίτητο το ευχάριστο να έχει από την φύση του ευχάριστη ιδιότητα ενώ το δυσάρεστο από την φύση του δυσάρεστη ιδιότητα, έτσι και στις παραστάσεις που είναι συναισθηματικές μας καταστάσεις, πρέπει απαραίτητα εκείνο που τις προκαλεί να έχει παραστατική ιδιότητα.
Ότι δεν έχει τέτοια ιδιότητα δεν μπορεί να προκαλέσει την δημιουργία παράστασης. Επομένως το μη όν δεν μπορεί να δημιουργήσει παράσταση. Παράσταση δημιουργεί ότι κινεί τον νου δηλαδή το όν. Αυτό οδήγησε τον Επίκουρο να παραδεχτεί αντικειμενικότητα στα όνειρα, τα οράματα, ακόμα και στα πλάσματα αρρωστημένης φαντασίας των ψυχοπαθών, σε φανταστικές επιβουλές της διανοίας όπως τις ονόμασαν οι Επικούρειοι, που τις συμπεριέλαβαν στα κριτήρια της αλήθειας, θέμα με το οποίο θα ασχοληθούμε αργότερα.
Το γενεσιουργό αίτιο κάθε παράστασης λέγεται παραστατό. Αυτό δεν συμπίπτει πάντοτε απόλυτα με το αντικείμενο της παρατήρησης. Όσο περισσότερο τείνει να συμπέσει με το αντικείμενο της παρατήρησης τόσο περισσότερο η παράσταση αντικατοπτρίζει την αντικειμενική πραγματικότητα είναι δηλαδή εναργέστερη. Π.χ.: Από μακριά ο πύργος φαίνεται στρογγυλός και χαμηλός ενώ από κοντά το σχήμα του ξεκαθαρίζει και συμπίπτει με το πραγματικό , είναι δηλαδή ψηλός και τετράγωνος. Και οι δύο παραστάσεις είναι αληθινές, αποτυπώνουν δηλαδή δύο διαφορετικά παραστατά, που αντιστοιχούν στο ίδιο αντικείμενο της πραγματικότητας, σε διαφορετικές συνθήκες. Εναπόκειται στον νου να κρίνει βάσει της ενάργειας δηλαδή του προφανούς, πιο είναι το πραγματικό σχήμα του Πύργου.
Ο νους θα σχηματίσει μια γνώμη, υπόληψη όπως την είπαν οι Επικούρειοι, που θα είναι είτε αληθής είτε ψευδής. Αν επιμαρτυρείται από το προφανές και δεν αμφισβητείται είναι αληθής ενώ αν δεν επιμαρτυρείται ή αμφισβητείται είναι ψευδής. Στο παράδειγμά μας οι δύο παρατάσεις αν και αληθινές και οι δύο, δεν έχουν εν τούτοις τον ίδιο βαθμό προφάνειας (ενάργειας). Γι αυτό εισήγαγαν και την έννοια του προσμένοντος. Αναστέλλουν δηλαδή την κρίση έως ότου έχουν επαρκή στοιχεία γι αυτήν. Περιμένει δηλαδή κανείς να πλησιάσει πρώτα κοντά στον πύργο για να δει πώς φαίνεται από κοντά ώστε να διατυπώσει ασφαλέστερη γνώμη.
Ο Σέξτος ο Εμπειρικός μας πληροφορεί:
« Ο Επίκουρος έλεγε πως όλα τα αισθητά είναι αληθινά και υπαρκτά. Γιατί δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο να λέγεται ότι κάτι είναι αληθές και στο να λέγεται ότι είναι υπαρκτό. Κι έτσι περιγράφοντας τι είναι αληθινό και τι ψευδές λέει ότι αληθές είναι αυτό που βρίσκεται στην κατάσταση στην οποία λέγεται ότι βρίσκεται και ψευδές είναι αυτό που δεν βρίσκεται στην κατάσταση στην οποία λέγεται ότι βρίσκεται.
Όλη η γνώση μας για τον κόσμο που μας περιβάλλει βασίζεται στην εμπειρία που αποκτούμε μέσω της άμεσης μη αναγώγιμης και μη ανασκευάσιμης μαρτυρίας των αισθήσεων και των συναισθημάτων μας, όσον αφορά τα προφανή ενώ για τα μη προφανή συμπεραίνουμε κατ’ αναλογία με τα προφανή ή μέσω συσχετίσεων ή κατά ομοιότητα με αυτά, διαδικασίες στις οποίες συμβάλλει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και το λογικό. Έτσι μπορούμε να ανασυνθέσουμε έστω και ατελώς την εικόνα της υλικής πραγματικότητας που μας περιβάλλει, όπως μας αποκαλύπτεται μέσω του κόσμου των φαινομένων.
Όλη η γνώση μας για τον κόσμο που μας περιβάλλει βασίζεται στην εμπειρία που αποκτούμε μέσω της άμεσης μη αναγώγιμης και μη ανασκευάσιμης μαρτυρίας των αισθήσεων και των συναισθημάτων μας, όσον αφορά τα προφανή ενώ για τα μη προφανή συμπεραίνουμε κατ’ αναλογία με τα προφανή ή μέσω συσχετίσεων ή κατά ομοιότητα με αυτά, διαδικασίες στις οποίες συμβάλλει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και το λογικό. Έτσι μπορούμε να ανασυνθέσουμε έστω και ατελώς την εικόνα της υλικής πραγματικότητας που μας περιβάλλει, όπως μας αποκαλύπτεται μέσω του κόσμου των φαινομένων.
ΤΑ ΠΑΘΗ
Τα πάθη ή συναισθήματα αποτελούν κατά τον Επίκουρο το δεύτερο άμεσο σημαντικό κριτήριο της αλήθειας και μαζί με τις αισθήσεις συνιστούν την βάση της γνωσιολογίας του Δάσκαλου. Όλα τα συναισθήματα ανάγονται σε δύο πρωταρχικά πάθη. Την ηδονή και τον πόνο.
Ο Επίκουρος λέει ότι η ηδονή είναι συγγενικό στον άνθρωπο συναίσθημα ενώ ο πόνος ξένο. Αυτό σημαίνει ότι μία πράξη που γεννά ηδονικό συναίσθημα είναι συμβατή με την επιβίωση, ενώ ο πόνος μας αποτρέπει από πράξεις που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την επιβίωσή μας.
Τα δύο αυτά συναισθήματα συνοδεύουν τον άνθρωπο καθ όλη την διάρκεια της ζωής του και καθορίζουν κάθε στιγμή την αντίδρασή του στον περιβάλλοντα κόσμο. Αποτελούν επομένως μαζί με τις αισθήσεις αδιάψευστη μαρτυρία για την υλική πραγματικότητα που μας περιβάλλει και καθορίζουν τα όρια της γνώσης μας και την θέση μας σε αυτήν.
Ο Επίκουρος λέει ότι η ηδονή είναι συγγενικό στον άνθρωπο συναίσθημα ενώ ο πόνος ξένο. Αυτό σημαίνει ότι μία πράξη που γεννά ηδονικό συναίσθημα είναι συμβατή με την επιβίωση, ενώ ο πόνος μας αποτρέπει από πράξεις που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την επιβίωσή μας.
Τα δύο αυτά συναισθήματα συνοδεύουν τον άνθρωπο καθ όλη την διάρκεια της ζωής του και καθορίζουν κάθε στιγμή την αντίδρασή του στον περιβάλλοντα κόσμο. Αποτελούν επομένως μαζί με τις αισθήσεις αδιάψευστη μαρτυρία για την υλική πραγματικότητα που μας περιβάλλει και καθορίζουν τα όρια της γνώσης μας και την θέση μας σε αυτήν.
ΟΙ ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ
Έως τώρα ασχοληθήκαμε με την γνωσιολογική υποδομή της Επικούρειας Φιλοσοφίας που βασίζεται στις αισθήσεις και τα συναισθήματα δηλαδή τον άμεσο τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την υλική πραγματικότητα. Θα ασχοληθούμε στην συνέχεια με το γνωσιολογικό εποικοδόμημα την διαδικασία δηλαδή με την οποία παράγεται η συνείδηση από την ύλη. Τα δύο επόμενα κριτήρια οι προλήψεις και οι φανταστικές επιβουλές της διανοίας έχουν να κάνουν ακριβώς με αυτή την μετάβαση.
Η πρόληψη είναι έννοια που προέκυψε από ομοειδείς παραστάσεις που παρέμειναν στον νου σαν αποταμίευμα. Προϋποθέτει την λειτουργία της μνήμης. Είναι η μνήμη ενός εξωτερικού πράγματος που μας έχει παρουσιαστεί επανειλημμένα όπως μας εξηγεί ο Διογένης ο Λαέρτιος.
Προϋποθέτει επίσης την αφαιρετική διαδικασία ανάλυσης του νου. Ενώ λοιπόν η παράσταση είναι στιγμιαία αποτύπωση της πραγματικότητας, και δεν προϋποθέτει μνήμη και λογική επεξεργασία, η πρόληψη (έννοια), που αποτελεί συγκερασμό ομοειδών παραστάσεων , σχηματίζεται σε βάθος χρόνου με την συνεργασία της μνήμης και της αφαιρετικής λογικής επεξεργασίας αποθηκεύεται στο νου για περαιτέρω χρήση συμβάλλοντας στην δόμηση της εμπειρίας και εκφράζεται με ένα συγκεκριμένο λεκτικό σύμβολο, μία λέξη δηλαδή συγκεκριμένη που η σκέψη ή εκφορά της την ανασύρει αυτή και καμία άλλη από το αποταμίευμα των διαφόρων εννοιών στον νου.
Το αισθητικό ερέθισμα άγεται μέσω μιας νευρωνικής οδού στο Κ.Ν.Σ. Όσο περισσότερο ασκείται μια νευρωνική οδός τόσο πιο αγώγιμη γίνεται. Αυτό συνιστά το φαινόμενο της δυναμοποίησης. Η πρόσληψη ομοειδών θεμάτων, οπτικών, ακουστικών, γευστικών κ.λπ. προάγεται και ισχυροποιείται προοδευτικά μέσω της δυναμοποίησης των νευρωνικών οδών οδηγώντας στον σχηματισμό εννοιών. Με τον σχηματισμό των προλήψεων (εννοιών), ο αρχικά χαοτικός, ασυνάρτητος, ασύνδετος και αποσπασματικός κόσμος των φαινομένων αποκτά σε βάθος χρόνου συνοχή, νόημα και δομή και γίνεται κατανοητός και αναγνωρίσιμος.
Η πρόληψη είναι έννοια που προέκυψε από ομοειδείς παραστάσεις που παρέμειναν στον νου σαν αποταμίευμα. Προϋποθέτει την λειτουργία της μνήμης. Είναι η μνήμη ενός εξωτερικού πράγματος που μας έχει παρουσιαστεί επανειλημμένα όπως μας εξηγεί ο Διογένης ο Λαέρτιος.
Προϋποθέτει επίσης την αφαιρετική διαδικασία ανάλυσης του νου. Ενώ λοιπόν η παράσταση είναι στιγμιαία αποτύπωση της πραγματικότητας, και δεν προϋποθέτει μνήμη και λογική επεξεργασία, η πρόληψη (έννοια), που αποτελεί συγκερασμό ομοειδών παραστάσεων , σχηματίζεται σε βάθος χρόνου με την συνεργασία της μνήμης και της αφαιρετικής λογικής επεξεργασίας αποθηκεύεται στο νου για περαιτέρω χρήση συμβάλλοντας στην δόμηση της εμπειρίας και εκφράζεται με ένα συγκεκριμένο λεκτικό σύμβολο, μία λέξη δηλαδή συγκεκριμένη που η σκέψη ή εκφορά της την ανασύρει αυτή και καμία άλλη από το αποταμίευμα των διαφόρων εννοιών στον νου.
Το αισθητικό ερέθισμα άγεται μέσω μιας νευρωνικής οδού στο Κ.Ν.Σ. Όσο περισσότερο ασκείται μια νευρωνική οδός τόσο πιο αγώγιμη γίνεται. Αυτό συνιστά το φαινόμενο της δυναμοποίησης. Η πρόσληψη ομοειδών θεμάτων, οπτικών, ακουστικών, γευστικών κ.λπ. προάγεται και ισχυροποιείται προοδευτικά μέσω της δυναμοποίησης των νευρωνικών οδών οδηγώντας στον σχηματισμό εννοιών. Με τον σχηματισμό των προλήψεων (εννοιών), ο αρχικά χαοτικός, ασυνάρτητος, ασύνδετος και αποσπασματικός κόσμος των φαινομένων αποκτά σε βάθος χρόνου συνοχή, νόημα και δομή και γίνεται κατανοητός και αναγνωρίσιμος.
Οι προλήψεις (έννοιες) είναι εναργείς. Αυτό σημαίνει ότι διατηρούν στο ακέραιο την προφάνεια και εγκυρότητα των αισθητηριακών παραστάσεων και των συναισθημάτων από τα οποία προήλθαν. Παραμένουν σταθερές και άμεσα ανακτήσιμες και αποτελούν κριτήριο επιβεβαίωσης ή μη επιβεβαίωσης ενός αντικειμένου ή φαινομένου με βάση την ενάργεια. Αποκτούν δε ανεξάρτητη υπόσταση μέσω της γλώσσας όπως προαναφέρθηκε.
Υπάρχει ωστόσο ο κίνδυνος οι λέξεις να αποκτήσουν ανεξάρτητη από τις έννοιες υπόσταση και να καταντήσουν κενές νοήματος. Ο λόγος μας τότε καταντά σοφιστικός και κενός περιεχομένου, όπως ο σύγχρονος πολιτικός λόγος. Γι αυτό ο Επίκουρος τονίζει ότι πρέπει να έχουμε στο νου μας τις έννοιες τις οποίες έχουμε εκχωρήσει στις λέξεις μας ( τα υποτεταγμένα τοις φθόγγοις) ώστε να αποφεύγουμε την χρήση κενών λέξεων.
Πρέπει να χρησιμοποιούμε τις λέξεις με τρόπο που ανταποκρίνεται στις προλήψεις μας, διότι αν αφήσουμε τις λέξεις αδέσποτες θα γίνουν άστοχες και ανεξέλεγκτες. Για παράδειγμα ας δούμε πώς σχηματίζεται στον νου η έννοια «άνδρας». Για το νεογέννητο η πρώτη παράσταση του άνδρα ταυτίζεται με τον πατέρα. Στην συνέχεια θα προστεθεί η παράσταση του θείου, του γείτονα. Όσο μεγαλώνει το παιδί προστίθεται η παράσταση του δασκάλου, του αδελφού και απροσδιόριστου αριθμού αρρένων μελών του ευρύτερου περιβάλλοντος του.
Όλες αυτές οι παραστάσεις εναποθηκεύονται στην μνήμη και με αφαιρετική νοητική διαδικασία συγχωνεύονται σε βάθος χρόνου και δομούν την έννοια του άνδρα. Αν μας ζητήσουν να ορίσουμε την έννοια «άνδρας» θα διαπιστώσουμε ότι αυτό μας είναι εξαιρετικά δύσκολο και ότι μας είναι πολύ πιο εύκολο να περιγράψουμε την έννοια παραθέτοντας μερικά μόνο από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν έναν άνδρα και έχουμε διαπιστώσει ότι είναι κοινώς αποδεκτά. Με την εκφορά λοιπόν της λέξης «άνδρας» ανακαλούμε τόσο στον δικό μας νου όσο και στον νου των άλλων την συγκεκριμένη έννοια και καμία άλλη.
Γι αυτό ο Επίκουρος λέει πως οι ονομασίες των πραγμάτων είναι πιο ξεκάθαρες από τους ορισμούς. ‘Ας θεωρήσουμε τώρα μία αφηρημένη έννοια για παράδειγμα την έννοια «δίκαιο» Από την παιδική ηλικία ακούει κανείς εκφράσεις στο άμεσο περιβάλλον του όπως «δεν ήταν δίκαιο αυτό που έγινε», «δεν του φέρθηκαν δίκαια», «έχεις δίκιο», «δίκαια τιμωρήθηκε» κ.λπ.
Οι εκφράσεις αυτές συνδυαζόμενες με τα περιστατικά στα οποία αναφέρονται δημιουργούν παραστάσεις δικαίου που αποθηκεύονται στον νου συγχωνεύονται με την νοητική διαδικασία και καταλήγουν στην δημιουργία μιας πρώτης έννοιας δικαίου που είναι άμεσα εξαρτημένη από την αίσθηση δικαίου του άμεσου περιβάλλοντος.
Η πρώτη αυτή έννοια δικαίου μπορεί να ενισχυθεί στην συνέχεια ή να τροποποιηθεί μέσω της διδασκαλίας, της συμμετοχής στα κοινά, στους δικαστικούς αγώνες, την προσωπική εμπειρία. Έτσι το άτομο αποκτά με την πάροδο του χρόνου προσωπικό αίσθημα δικαίου που επηρεάζεται αποφασιστικά από το αίσθημα δικαίου του ευρύτερου κοινωνικού του περίγυρου.
Είναι σαφές ότι το περιεχόμενο της έννοιας δίκαιο μπορεί να διαφέρει σημαντικά ανάλογα με την ιστορική εποχή, τις πολιτισμικές και θρησκευτικές καταβολές και πεποιθήσεις του κάθε κοινωνικού συνόλου, αλλά και ανάλογα με τις προσωπικές πεποιθήσεις του καθενός. Το ασαφές περιεχόμενο της λέξης δίκαιο δεν έχει οδηγήσει μήπως σε τόσες παρεξηγήσεις, συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις τους ανθρώπους στην διάρκεια της ιστορίας;
Η απόδοση συγκεκριμένης λέξης σε συγκεκριμένη έννοια είναι πολύ σημαντική διαδικασία. Γιατί έτσι οι έννοιες ( προλήψεις) αποκτούν υπόσταση. Με την χρήση της γλώσσας δεν επικοινωνούμε απλά με τους άλλους ανθρώπους και τους μεταφέρουμε ακριβώς τι έχουμε στο μυαλό μας και αντιστρόφως, αλλά κυρίως μπορούμε εμείς οι ίδιοι να σκεφτούμε, να κάνουμε συλλογισμούς, να προβούμε σε κρίσεις και να διατυπώσουμε θεωρίες. Να αποκτήσουμε εν τέλει συνείδηση του κόσμου μέσα στον οποίο ζούμε. Είναι ακριβώς αυτό που κάνει τον άνθρωπο να διαφέρει από τα άλλα πρωτεύοντα θηλαστικά, τα οποία αδυνατώντας να μιλήσουν, δεν μπορούν να σχηματίσουν από τις παραστάσεις σαφείς έννοιες, αφού δεν μπορούν να τις ονοματίσουν, ούτε να τις χρησιμοποιήσουν για να προβούν σε συλλογισμούς και κρίσεις.
Η γλώσσα λοιπόν αποδείχτηκε το εργαλείο εκείνο, που εκτίναξε την ανθρώπινη ευφυΐα και οδήγησε στην δημιουργία συνείδησης, ενώ υπήρξε ο καταλύτης που οδήγησε από την αγέλη, στην κοινωνική οργάνωση των ανθρώπων.
Υπάρχει ωστόσο ο κίνδυνος οι λέξεις να αποκτήσουν ανεξάρτητη από τις έννοιες υπόσταση και να καταντήσουν κενές νοήματος. Ο λόγος μας τότε καταντά σοφιστικός και κενός περιεχομένου, όπως ο σύγχρονος πολιτικός λόγος. Γι αυτό ο Επίκουρος τονίζει ότι πρέπει να έχουμε στο νου μας τις έννοιες τις οποίες έχουμε εκχωρήσει στις λέξεις μας ( τα υποτεταγμένα τοις φθόγγοις) ώστε να αποφεύγουμε την χρήση κενών λέξεων.
Πρέπει να χρησιμοποιούμε τις λέξεις με τρόπο που ανταποκρίνεται στις προλήψεις μας, διότι αν αφήσουμε τις λέξεις αδέσποτες θα γίνουν άστοχες και ανεξέλεγκτες. Για παράδειγμα ας δούμε πώς σχηματίζεται στον νου η έννοια «άνδρας». Για το νεογέννητο η πρώτη παράσταση του άνδρα ταυτίζεται με τον πατέρα. Στην συνέχεια θα προστεθεί η παράσταση του θείου, του γείτονα. Όσο μεγαλώνει το παιδί προστίθεται η παράσταση του δασκάλου, του αδελφού και απροσδιόριστου αριθμού αρρένων μελών του ευρύτερου περιβάλλοντος του.
Όλες αυτές οι παραστάσεις εναποθηκεύονται στην μνήμη και με αφαιρετική νοητική διαδικασία συγχωνεύονται σε βάθος χρόνου και δομούν την έννοια του άνδρα. Αν μας ζητήσουν να ορίσουμε την έννοια «άνδρας» θα διαπιστώσουμε ότι αυτό μας είναι εξαιρετικά δύσκολο και ότι μας είναι πολύ πιο εύκολο να περιγράψουμε την έννοια παραθέτοντας μερικά μόνο από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν έναν άνδρα και έχουμε διαπιστώσει ότι είναι κοινώς αποδεκτά. Με την εκφορά λοιπόν της λέξης «άνδρας» ανακαλούμε τόσο στον δικό μας νου όσο και στον νου των άλλων την συγκεκριμένη έννοια και καμία άλλη.
Γι αυτό ο Επίκουρος λέει πως οι ονομασίες των πραγμάτων είναι πιο ξεκάθαρες από τους ορισμούς. ‘Ας θεωρήσουμε τώρα μία αφηρημένη έννοια για παράδειγμα την έννοια «δίκαιο» Από την παιδική ηλικία ακούει κανείς εκφράσεις στο άμεσο περιβάλλον του όπως «δεν ήταν δίκαιο αυτό που έγινε», «δεν του φέρθηκαν δίκαια», «έχεις δίκιο», «δίκαια τιμωρήθηκε» κ.λπ.
Οι εκφράσεις αυτές συνδυαζόμενες με τα περιστατικά στα οποία αναφέρονται δημιουργούν παραστάσεις δικαίου που αποθηκεύονται στον νου συγχωνεύονται με την νοητική διαδικασία και καταλήγουν στην δημιουργία μιας πρώτης έννοιας δικαίου που είναι άμεσα εξαρτημένη από την αίσθηση δικαίου του άμεσου περιβάλλοντος.
Η πρώτη αυτή έννοια δικαίου μπορεί να ενισχυθεί στην συνέχεια ή να τροποποιηθεί μέσω της διδασκαλίας, της συμμετοχής στα κοινά, στους δικαστικούς αγώνες, την προσωπική εμπειρία. Έτσι το άτομο αποκτά με την πάροδο του χρόνου προσωπικό αίσθημα δικαίου που επηρεάζεται αποφασιστικά από το αίσθημα δικαίου του ευρύτερου κοινωνικού του περίγυρου.
Είναι σαφές ότι το περιεχόμενο της έννοιας δίκαιο μπορεί να διαφέρει σημαντικά ανάλογα με την ιστορική εποχή, τις πολιτισμικές και θρησκευτικές καταβολές και πεποιθήσεις του κάθε κοινωνικού συνόλου, αλλά και ανάλογα με τις προσωπικές πεποιθήσεις του καθενός. Το ασαφές περιεχόμενο της λέξης δίκαιο δεν έχει οδηγήσει μήπως σε τόσες παρεξηγήσεις, συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις τους ανθρώπους στην διάρκεια της ιστορίας;
Η απόδοση συγκεκριμένης λέξης σε συγκεκριμένη έννοια είναι πολύ σημαντική διαδικασία. Γιατί έτσι οι έννοιες ( προλήψεις) αποκτούν υπόσταση. Με την χρήση της γλώσσας δεν επικοινωνούμε απλά με τους άλλους ανθρώπους και τους μεταφέρουμε ακριβώς τι έχουμε στο μυαλό μας και αντιστρόφως, αλλά κυρίως μπορούμε εμείς οι ίδιοι να σκεφτούμε, να κάνουμε συλλογισμούς, να προβούμε σε κρίσεις και να διατυπώσουμε θεωρίες. Να αποκτήσουμε εν τέλει συνείδηση του κόσμου μέσα στον οποίο ζούμε. Είναι ακριβώς αυτό που κάνει τον άνθρωπο να διαφέρει από τα άλλα πρωτεύοντα θηλαστικά, τα οποία αδυνατώντας να μιλήσουν, δεν μπορούν να σχηματίσουν από τις παραστάσεις σαφείς έννοιες, αφού δεν μπορούν να τις ονοματίσουν, ούτε να τις χρησιμοποιήσουν για να προβούν σε συλλογισμούς και κρίσεις.
Η γλώσσα λοιπόν αποδείχτηκε το εργαλείο εκείνο, που εκτίναξε την ανθρώπινη ευφυΐα και οδήγησε στην δημιουργία συνείδησης, ενώ υπήρξε ο καταλύτης που οδήγησε από την αγέλη, στην κοινωνική οργάνωση των ανθρώπων.
ΟΙ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΝΟΙΑΣ
Οι φανταστικές επιβουλές της διανοίας αποτελούν το τέταρτο γνωσιολογικό κριτήριο του Επικούρειου Κανόνα, που κατά τον Διογένη τον Λαέρτιο προστέθηκε από τους Επικούρειους αλλά όχι από τον ίδιο τον Επίκουρο.
Είναι αλήθεια όμως ότι ο όρος, έστω και ελαφρά παραλλαγμένος αναφέρεται από τον ίδιο τον Δάσκαλο, στην προς Ηρόδοτο επιστολή. « Θα πρέπει οπωσδήποτε να στηριζόμαστε στις αισθήσεις μας και δίχως άλλο στην άμεση αντίληψη του νου είτε σε κάποιο άλλο κριτήριο καθώς και στα υπάρχοντα συναισθήματα ώστε να έχουμε μία βάση για να βγάζουμε ασφαλή συμπεράσματα και για τα προσμένοντα επιβεβαίωση και για τα μη προφανή ».
« Η παράσταση λοιπόν που θα λάβουμε είτε με την διάνοια είτε με τις αισθήσεις σαν μορφή ή σαν βασικές ιδιότητες, είναι η ίδια η μορφή του στερεού σώματος που προκύπτει από την ακολουθία πυκνώσεων και αραιώσεων του ειδώλου, καθώς και από το απόθεμα των ειδώλων του σώματος ».
« Η ομοιότητα λοιπόν των παραστάσεων που βλέπουμε ή στον ύπνο μας ή μέσω άλλων επιβολών της διανοίας ή των λοιπών κριτηρίων με τα ονομαζόμενα όντα και αληθινά δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί εάν δεν υπήρχαν εκείνα με τα οποία θα μπορούσαμε να τις αντιπαραβάλουμε ( τα είδωλα ) ».
Είναι αλήθεια όμως ότι ο όρος, έστω και ελαφρά παραλλαγμένος αναφέρεται από τον ίδιο τον Δάσκαλο, στην προς Ηρόδοτο επιστολή. « Θα πρέπει οπωσδήποτε να στηριζόμαστε στις αισθήσεις μας και δίχως άλλο στην άμεση αντίληψη του νου είτε σε κάποιο άλλο κριτήριο καθώς και στα υπάρχοντα συναισθήματα ώστε να έχουμε μία βάση για να βγάζουμε ασφαλή συμπεράσματα και για τα προσμένοντα επιβεβαίωση και για τα μη προφανή ».
« Η παράσταση λοιπόν που θα λάβουμε είτε με την διάνοια είτε με τις αισθήσεις σαν μορφή ή σαν βασικές ιδιότητες, είναι η ίδια η μορφή του στερεού σώματος που προκύπτει από την ακολουθία πυκνώσεων και αραιώσεων του ειδώλου, καθώς και από το απόθεμα των ειδώλων του σώματος ».
« Η ομοιότητα λοιπόν των παραστάσεων που βλέπουμε ή στον ύπνο μας ή μέσω άλλων επιβολών της διανοίας ή των λοιπών κριτηρίων με τα ονομαζόμενα όντα και αληθινά δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί εάν δεν υπήρχαν εκείνα με τα οποία θα μπορούσαμε να τις αντιπαραβάλουμε ( τα είδωλα ) ».
Από τον Διογένη τον Οινοανδέα πληροφορούμαστε επίσης την προς την Μητέρα επιστολή του Επίκουρου, όπου προσπαθεί να διασκεδάσει τις ανησυχίες της από τους εφιάλτες που έχει σχετικά με τον γιό της: «....εσύ πρέπει να κάνεις για τα ζητήματα αυτά προσεκτικές και βέβαιες σκέψεις.
Γιατί πράγματι οι παραστάσεις όσων δεν είναι παρόντα στην όρασή μας, όταν φτάνουν στην ψυχή την γεμίζουν με τον μεγαλύτερο φόβο. Αν όμως ξανασκεφτείς ψύχραιμα το όλο ζήτημα, θα καταλάβεις ότι οι παραστάσεις αυτές είναι εντελώς ίδιες με τις παραστάσεις των παρόντων ( των αισθητών). Γιατί αν και δεν συλλαμβάνονται με τις αισθήσεις αλλά από τον νου έχουν μέσα τους την ίδια δύναμη (αλήθεια) ως προς τα μη παρόντα, που έχουν και ως προς τα παρόντα».
Δεν είναι εύκολο δεδομένης της ανεπάρκειας των υπαρχουσών πηγών να γίνει εύκολα κατανοητός ο όρος « φανταστικές επιβουλές της διανοίας ». Οι εξηγήσεις που έχουν δοθεί με επικρατούσες εκείνη του Bailey ( ενορατική σύλληψη του νου ) και του Sedley ( Εστίαση της σκέψης σε μία εντύπωση ) παραμένουν κατά την γνώμη μου αρκετά ασαφείς και δυσνόητες. Για τον λόγο αυτό ας μου επιτραπεί να ακολουθήσω και εγώ το ολισθηρό και επικίνδυνο μονοπάτι της εικασίας, έχοντας όμως σαν εφόδια την ίδια την «πλεόναχο» λογική του Επίκουρου και την επαγωγική του μέθοδο.
Μελετώντας προσεκτικά τα προαναφερθέντα εδάφια καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για παραστάσεις που εντυπώνονται στον νου, χωρίς την μεσολάβηση των γνωστών Αριστοτελικών αισθήσεων.
Είναι μέσα στα πλαίσια της «πλεόναχου» λογικής του Δάσκαλου να υποθέσουμε, ότι πιθανολογεί την ύπαρξη και άλλων αισθήσεων πλην των πέντε γνωστών, ή ότι θεωρεί την ίδια την διάνοια αισθητήριο όργανο. Και αυτό για να εξηγήσει φαινόμενα όπως τα όνειρα, τα οράματα, τις κοινές πεποιθήσεις των ανθρώπων σε έννοιες όπως οι Θεοί, ακόμα και φαινόμενα όπως τα οράματα των παρανοϊκών.
Γιατί πράγματι οι παραστάσεις όσων δεν είναι παρόντα στην όρασή μας, όταν φτάνουν στην ψυχή την γεμίζουν με τον μεγαλύτερο φόβο. Αν όμως ξανασκεφτείς ψύχραιμα το όλο ζήτημα, θα καταλάβεις ότι οι παραστάσεις αυτές είναι εντελώς ίδιες με τις παραστάσεις των παρόντων ( των αισθητών). Γιατί αν και δεν συλλαμβάνονται με τις αισθήσεις αλλά από τον νου έχουν μέσα τους την ίδια δύναμη (αλήθεια) ως προς τα μη παρόντα, που έχουν και ως προς τα παρόντα».
Δεν είναι εύκολο δεδομένης της ανεπάρκειας των υπαρχουσών πηγών να γίνει εύκολα κατανοητός ο όρος « φανταστικές επιβουλές της διανοίας ». Οι εξηγήσεις που έχουν δοθεί με επικρατούσες εκείνη του Bailey ( ενορατική σύλληψη του νου ) και του Sedley ( Εστίαση της σκέψης σε μία εντύπωση ) παραμένουν κατά την γνώμη μου αρκετά ασαφείς και δυσνόητες. Για τον λόγο αυτό ας μου επιτραπεί να ακολουθήσω και εγώ το ολισθηρό και επικίνδυνο μονοπάτι της εικασίας, έχοντας όμως σαν εφόδια την ίδια την «πλεόναχο» λογική του Επίκουρου και την επαγωγική του μέθοδο.
Μελετώντας προσεκτικά τα προαναφερθέντα εδάφια καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για παραστάσεις που εντυπώνονται στον νου, χωρίς την μεσολάβηση των γνωστών Αριστοτελικών αισθήσεων.
Είναι μέσα στα πλαίσια της «πλεόναχου» λογικής του Δάσκαλου να υποθέσουμε, ότι πιθανολογεί την ύπαρξη και άλλων αισθήσεων πλην των πέντε γνωστών, ή ότι θεωρεί την ίδια την διάνοια αισθητήριο όργανο. Και αυτό για να εξηγήσει φαινόμενα όπως τα όνειρα, τα οράματα, τις κοινές πεποιθήσεις των ανθρώπων σε έννοιες όπως οι Θεοί, ακόμα και φαινόμενα όπως τα οράματα των παρανοϊκών.
Για τον Επίκουρο οι φανταστικές επιβολές της διανοίας ό, τι και να είναι προκαλούν κίνηση, δηλαδή δημιουργούν παραστάσεις στον νου επομένως είναι υπαρκτές, αφού το ανύπαρκτο δεν προκαλεί τίποτα. Αυτός που περιγράφει ένα όνειρο ή ένα όραμα προφανώς δεν ψεύδεται. Αν το όνειρο ή το όραμα αντανακλά την πραγματικότητα αυτό είναι άλλη ιστορία. Θα πρέπει ίσως εδώ να υπενθυμίσουμε για να μην ακολουθήσουμε λάθος δρόμο, ότι ο Επίκουρος αγνοεί το υποσυνείδητο.
Γι αυτόν όλα τα παραπάνω προκαλούνται από υλικά είδωλα που προέρχονται έξω από τον άνθρωπο και με τον α ή β τρόπο προσλαμβάνονται και εντυπώνονται στην διάνοια δημιουργώντας παράσταση. Δεν πρόκειται δηλαδή για ανάσυρση παραστάσεων από το απόθεμα των εννοιών στον νου, από το υποσυνείδητο όπως θα λέγαμε σήμερα.
Οι προσλήψεις αυτές είναι υλικές και όχι νοητές όπως γίνεται και με τις αισθήσεις και εδώ εδράζεται και η σημαντική διαφορά με την θέση του Αριστοτέλη ο οποίος υποστηρίζει ότι με τις αισθήσεις αντιλαμβανόμαστε τα αισθητά και με τον νου τα νοητά. Κάνοντας χρήση της επαγωγικής μεθόδου του Δασκάλου εφ’ όσον οι γνωστές αισθήσεις δημιουργούν αληθείς παραστάσεις κατ’ αναλογία και οι ασαφείς αισθήσεις ή η διάνοια ως αισθητήριο, δημιουργούν και αυτές αληθείς παραστάσεις.
Όμως ενώ υφίσταται παραστατό το αντικείμενο παραμένει συνήθως ασαφές. Η ενάργεια απουσιάζει και την σχέση της υποκειμενικής προς την αντικειμενική αλήθεια καλείται να ξεκαθαρίσει η εμπειρία. Οι γνώμες που σχηματίζονται από τις παραστάσεις αυτές δηλαδή θα πρέπει να υποβάλλονται όπως άλλωστε και οι γνώμες που σχηματίζονται και από τα υπόλοιπα κριτήρια της αλήθειας στην δοκιμασία της επιμαρτύρησης και μη αμφισβήτησης ή αντιμαρτύρησης και αμφισβήτησης με βάση την εμπειρία.
Όμως προχωρήσαμε πολύ στο ανασφαλές μονοπάτι της εικασίας, με το ελαφρυντικό πάντως ότι πατήσαμε πάνω στο στέρεο έδαφος της Επικούρειας διδασκαλίας. Ίσως κάποτε νέα στοιχεία να καταστήσουν εναργέστερη την γνώση και να συμβάλλουν στην επιμαρτύρηση και μη αμφισβήτηση, ή την αντιμαρτύρηση και αμφισβήτηση των προαναφερθέντων. Έως τότε δεν μπορούμε παρά να αρκεστούμε στην κατάσταση του προσμένοντος.
Όμως είναι φανερό πως οι φανταστικές επιβουλές της διανοίας δεν έχουν σήμερα την σημασία που είχαν την εποχή του Επίκουρου και τους επόμενους λίγους αιώνες μιας και έχουμε πλέον κατανοήσει αρκετά την δομή και λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου. Η αναφορά σε αυτές έχει περισσότερο ιστορική παρά ουσιαστική σημασία κυρίως γιατί το τέταρτο αυτό κριτήριο είχε θεωρηθεί από ορισμένους σαν η κερκόπορτα εισόδου της μεταφυσικής στην φιλοσοφία του Επίκουρου.
Γι αυτόν όλα τα παραπάνω προκαλούνται από υλικά είδωλα που προέρχονται έξω από τον άνθρωπο και με τον α ή β τρόπο προσλαμβάνονται και εντυπώνονται στην διάνοια δημιουργώντας παράσταση. Δεν πρόκειται δηλαδή για ανάσυρση παραστάσεων από το απόθεμα των εννοιών στον νου, από το υποσυνείδητο όπως θα λέγαμε σήμερα.
Οι προσλήψεις αυτές είναι υλικές και όχι νοητές όπως γίνεται και με τις αισθήσεις και εδώ εδράζεται και η σημαντική διαφορά με την θέση του Αριστοτέλη ο οποίος υποστηρίζει ότι με τις αισθήσεις αντιλαμβανόμαστε τα αισθητά και με τον νου τα νοητά. Κάνοντας χρήση της επαγωγικής μεθόδου του Δασκάλου εφ’ όσον οι γνωστές αισθήσεις δημιουργούν αληθείς παραστάσεις κατ’ αναλογία και οι ασαφείς αισθήσεις ή η διάνοια ως αισθητήριο, δημιουργούν και αυτές αληθείς παραστάσεις.
Όμως ενώ υφίσταται παραστατό το αντικείμενο παραμένει συνήθως ασαφές. Η ενάργεια απουσιάζει και την σχέση της υποκειμενικής προς την αντικειμενική αλήθεια καλείται να ξεκαθαρίσει η εμπειρία. Οι γνώμες που σχηματίζονται από τις παραστάσεις αυτές δηλαδή θα πρέπει να υποβάλλονται όπως άλλωστε και οι γνώμες που σχηματίζονται και από τα υπόλοιπα κριτήρια της αλήθειας στην δοκιμασία της επιμαρτύρησης και μη αμφισβήτησης ή αντιμαρτύρησης και αμφισβήτησης με βάση την εμπειρία.
Όμως προχωρήσαμε πολύ στο ανασφαλές μονοπάτι της εικασίας, με το ελαφρυντικό πάντως ότι πατήσαμε πάνω στο στέρεο έδαφος της Επικούρειας διδασκαλίας. Ίσως κάποτε νέα στοιχεία να καταστήσουν εναργέστερη την γνώση και να συμβάλλουν στην επιμαρτύρηση και μη αμφισβήτηση, ή την αντιμαρτύρηση και αμφισβήτηση των προαναφερθέντων. Έως τότε δεν μπορούμε παρά να αρκεστούμε στην κατάσταση του προσμένοντος.
Όμως είναι φανερό πως οι φανταστικές επιβουλές της διανοίας δεν έχουν σήμερα την σημασία που είχαν την εποχή του Επίκουρου και τους επόμενους λίγους αιώνες μιας και έχουμε πλέον κατανοήσει αρκετά την δομή και λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου. Η αναφορά σε αυτές έχει περισσότερο ιστορική παρά ουσιαστική σημασία κυρίως γιατί το τέταρτο αυτό κριτήριο είχε θεωρηθεί από ορισμένους σαν η κερκόπορτα εισόδου της μεταφυσικής στην φιλοσοφία του Επίκουρου.
3.Η ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΜΑΡΤΥΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΜΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΑΡΤΥΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ
Ενώ ο κόσμος των φαινομένων αντανακλά την υλική πραγματικότητα, αυτή δεν είναι πάντα φαινόμενο. Στην ουσία μόνο ένα μικρό μέρος της μας αποκαλύπτεται με τις αισθήσεις και τα πάθη. Και όσο και αν διευρύνονται σήμερα οι δυνατότητες παρατήρησης με τα σύγχρονα εποπτικά μέσα και το πείραμα, το μεγαλύτερο κομμάτι της θα διαφεύγει της αντίληψής μας.
Είμαστε λοιπόν υποχρεωμένοι, για πράγματα που δεν μπορούμε να έχουμε άμεση αντίληψη, να διατυπώσουμε εικασίες. Οι εικασίες είναι νοητικά δημιουργήματα, δεν έχουν την ενάργεια των παραστάσεων και μπορεί να είναι σωστές η λαθεμένες.
Σωστές είναι οι εικασίες που επιβεβαιώνονται και δεν αμφισβητούνται από το προφανές, ενώ λαθεμένες οι εικασίες που δεν επιβεβαιώνονται και αμφισβητούνται από το προφανές. Επιβεβαίωση σημαίνει ότι το αντικείμενο της εικασίας διαπιστώνεται μέσω του προφανούς ότι είναι αυτό που και πριν πιστευόταν ότι είναι.
Π.χ. Εικάζω ότι αυτός που έρχεται από μακριά είναι ο Πλάτων. Όταν πλησιάσει αρκετά επιβεβαιώνω μέσω του προφανούς, ότι πράγματι είναι ο Πλάτων. Μη αμφισβήτηση σημαίνει ότι η εικασία περί του μη προφανούς και το προφανές συμπίπτουν. Π.χ. Ο Επίκουρος πιστεύει ότι υπάρχει κενό κάτι το οποίο δεν είναι προφανές. Πράγμα όμως που επιβεβαιώνεται από το προφανές γεγονός της κίνησης. ( Η κίνηση θα ήταν αδύνατη χωρίς ύπαρξη κενού).
Μη επιβεβαίωση σημαίνει ότι το αντικείμενο της εικασίας διαπιστώνεται μέσω του προφανούς ότι δεν είναι αυτό που πριν πιστευόταν ότι είναι. Π.χ. Κάποιος έρχεται από μακριά και εικάζω ότι είναι ο Πλάτων. Όταν όμως πλησιάσει αρκετά διαπιστώνω μέσω του προφανούς ότι είναι ο Κρίτων. Αμφισβήτηση σημαίνει αναίρεση του μη προφανούς που όμως θεωρείται δεδομένο από κάτι το προφανές.
Π.χ. Ο Στωικός λέει πως κενό δεν υπάρχει, διατυπώνοντας μία κρίση σε κάτι μη προφανές. Αλλά τότε πρέπει να δεχτεί ότι δεν υπάρχει και κίνηση γεγονός που προφανώς δεν ισχύει. Συμπερασματικά η επιβεβαίωση και μη αμφισβήτηση είναι το κριτήριο της αλήθειας ενός πράγματος ή φαινομένου, ενώ αντίθετα η μη επιβεβαίωση και αμφισβήτηση το κριτήριο του ψεύδους. Βάση και θεμέλιο των πάντων είναι το ολοφάνερο και αυταπόδεικτο.
Είμαστε λοιπόν υποχρεωμένοι, για πράγματα που δεν μπορούμε να έχουμε άμεση αντίληψη, να διατυπώσουμε εικασίες. Οι εικασίες είναι νοητικά δημιουργήματα, δεν έχουν την ενάργεια των παραστάσεων και μπορεί να είναι σωστές η λαθεμένες.
Σωστές είναι οι εικασίες που επιβεβαιώνονται και δεν αμφισβητούνται από το προφανές, ενώ λαθεμένες οι εικασίες που δεν επιβεβαιώνονται και αμφισβητούνται από το προφανές. Επιβεβαίωση σημαίνει ότι το αντικείμενο της εικασίας διαπιστώνεται μέσω του προφανούς ότι είναι αυτό που και πριν πιστευόταν ότι είναι.
Π.χ. Εικάζω ότι αυτός που έρχεται από μακριά είναι ο Πλάτων. Όταν πλησιάσει αρκετά επιβεβαιώνω μέσω του προφανούς, ότι πράγματι είναι ο Πλάτων. Μη αμφισβήτηση σημαίνει ότι η εικασία περί του μη προφανούς και το προφανές συμπίπτουν. Π.χ. Ο Επίκουρος πιστεύει ότι υπάρχει κενό κάτι το οποίο δεν είναι προφανές. Πράγμα όμως που επιβεβαιώνεται από το προφανές γεγονός της κίνησης. ( Η κίνηση θα ήταν αδύνατη χωρίς ύπαρξη κενού).
Μη επιβεβαίωση σημαίνει ότι το αντικείμενο της εικασίας διαπιστώνεται μέσω του προφανούς ότι δεν είναι αυτό που πριν πιστευόταν ότι είναι. Π.χ. Κάποιος έρχεται από μακριά και εικάζω ότι είναι ο Πλάτων. Όταν όμως πλησιάσει αρκετά διαπιστώνω μέσω του προφανούς ότι είναι ο Κρίτων. Αμφισβήτηση σημαίνει αναίρεση του μη προφανούς που όμως θεωρείται δεδομένο από κάτι το προφανές.
Π.χ. Ο Στωικός λέει πως κενό δεν υπάρχει, διατυπώνοντας μία κρίση σε κάτι μη προφανές. Αλλά τότε πρέπει να δεχτεί ότι δεν υπάρχει και κίνηση γεγονός που προφανώς δεν ισχύει. Συμπερασματικά η επιβεβαίωση και μη αμφισβήτηση είναι το κριτήριο της αλήθειας ενός πράγματος ή φαινομένου, ενώ αντίθετα η μη επιβεβαίωση και αμφισβήτηση το κριτήριο του ψεύδους. Βάση και θεμέλιο των πάντων είναι το ολοφάνερο και αυταπόδεικτο.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Θα κλείσουμε την παρουσίαση της Επικούρειας Γνωσιοθεωρίας με τα λόγια του Σατυρικού Επικούρειου συγγραφέα του 3ου μ.Χ. αιώνα Λουκιανού: «Αυτή και μόνο αυτή είναι η σίγουρη και σταθερή σου ελπίδα για την ανακάλυψη της αλήθειας, κι άλλη δεν υπάρχει, μόνη ελπίδα σου είναι η ικανότητα να κρίνεις και να ξεχωρίζεις το ψέμα από την αλήθεια, και σαν τους αργυραμοιβούς να καταλαβαίνεις ποια είναι τα άξια και τα ανόθευτα και ποια τα κίβδηλα.
Κι αν τύχει να αποκτήσεις τέτοια ικανότητα κι επιδεξιότητα, τότε προχωράς στον έλεγχο των όσων λέγονται.
Ειδεμή, να ξέρεις πως τίποτα δεν θα εμποδίσει, να σε σέρνει καθένας από τη μύτη η να τρέχεις σαν το πρόβατο πίσω από το βλαστάρι που θα σου τείνουν.
Ή πιο σωστά, θα σαι σαν ένα υγρό χυμένο πάνω στο τραπέζι, κι όπου σε σπρώχνει καθένας με το δαχτυλάκι του, θα πηγαίνεις.
Ή μα τον Δία, σαν καλαμιά που φυτρώνει στην ακροποταμιά και γέρνει σε κάθε φύσημα του αέρα και σαλεύει ακόμα κι όταν η αύρα είναι ανεπαίσθητη».
Κι αν τύχει να αποκτήσεις τέτοια ικανότητα κι επιδεξιότητα, τότε προχωράς στον έλεγχο των όσων λέγονται.
Ειδεμή, να ξέρεις πως τίποτα δεν θα εμποδίσει, να σε σέρνει καθένας από τη μύτη η να τρέχεις σαν το πρόβατο πίσω από το βλαστάρι που θα σου τείνουν.
Ή πιο σωστά, θα σαι σαν ένα υγρό χυμένο πάνω στο τραπέζι, κι όπου σε σπρώχνει καθένας με το δαχτυλάκι του, θα πηγαίνεις.
Ή μα τον Δία, σαν καλαμιά που φυτρώνει στην ακροποταμιά και γέρνει σε κάθε φύσημα του αέρα και σαλεύει ακόμα κι όταν η αύρα είναι ανεπαίσθητη».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ( Χαράλαμπος Θεοδωρίδης)
ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ: Η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου. ( Χαράλαμπος Θεοδωρίδης)
ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ( D.S.Hutchinson )
Ο ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΤΟΝ 21Ο ΑΙΩΝΑ (Eric Anderson)
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ ( Avraam Koen)
ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΚΡΗΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ ( Μεταξάς Γιώργος)
ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ (Καλεύρας Κώστας)
ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΩΝ ΔΟΞΑΙ( Γιαπιτζάκης Χρήστος)
του Δημήτρη Άλτα