Από το Σάββατο ξεκινούσαν οι προετοιμασίες.
Η φωνή του κυρίου Θεμιστοκλή, ακούγεται στην γειτονιά που μόλις έχει ξυπνήσει.
Σπρώχνει με τα χέρια το πολύτιμο φορτίο του.
Πάνω σε τρεις ρόδες, ακουμπισμένο ένα ολόκληρο κατάστημα.
Ένας πάγκος με μικρά και μεγάλα χωρίσματα, σκεπασμένος με τζάμι που ανοίγει και από τις δύο πλευρές.
Μέσα εκεί, τα μαγικά του εμπορεύματα. Κουτάκια μικρά και ποιο μικρά, χρωματιστά και γυαλιστερά,μπουκαλάκια σε διάφορα σχήματα που μοσχοβολούν.
"Αρώματα, κολόνιες, εσάνς, έχω λεμόνι και γιασεμί, έχω φουζέρ και λεβάντα,γαρδένια και κίτρο.
Έχω κρέμα ημέρας και πούδρα το Calon, κρέμα nivea για τα χέρια σας και λοσιόν για το πρόσωπο, κραγιόν και μανό σε όλα χρώματα. Ελάτε κορίτσια, ελάτε κυράδες,......αρώματα, κολόνιες, εσάνς" Και ξανά από την αρχή.
Σε λίγα λεπτά μαζεύονταν το γυναικομάνι. Οι κυράδες με κείνες τις ρόμπες τις σατέν,με τα μεγάλα λουλούδια τα χρωματιστά και τα πασουμάκια τα ροζ και τα γαλάζια και όσες είχαν ξυπνήσει από νωρίς και τα μπικουτί στα μαλλιά.
Οι κοπέλες και τα κοριτσόπουλα και αυτά από κοντά.
Να ψωνίσουν να φτιασιδωθούν, να΄ναι η μία, ποιο όμορφη από την άλλη το βράδυ του Σαββάτου, τα κορίτσια στο πάρτι και οι μανάδες, αύριο στην βόλτα και στο σινεμά.
Σαν έφευγε ο κύριος Θεμιστοκλής, τα κορίτσια δεν το διαλούσαν αμέσως, έπρεπε να συνεννοηθούν ποια θα πάει στο σπίτι της αλληνής, να βάψουν τα μαλλιά, να τα τυλίξουν με τα ρόλεϋ,να βάψει η μία τα νύχια της άλλης, να δουν τι θα φορέσουν.....
Το πάρτι ήταν κιόλας προγραμματισμένο, από την ώρα που είχε τελειώσει το προηγούμενο. Σε ποιανού το σπίτι θα γίνει και ποιοι θα είναι οι καλεσμένοι. Άλλωστε αυτό συζητιόνταν κάθε απόγευμα στην γωνία της κυρα Δέσποινας που μαζευόντουσαν.Οι μεγάλες, οι μαμάδες, είχαν άλλο πρόγραμμα.
Έπρεπε να ετοιμαστούν για την βόλτα ή το σινεμά της Κυριακής.
Το ταγιεράκι της μάνας,ραμμένο από την μοδίστρα της γειτονιάς την κυρά Γλυκερία, έτοιμο,σιδερωμένο και βαλμένο με προσοχή στην καρέκλα μέσα στην σάλα, μην και τσαλακωθεί. Εκεί και το κουστούμι του πατέρα, στην κρεμάστρα. Φρεσκοπλυμένο και φρεσκοσιδερωμένο το άσπρο του πουκάμισο και η τσάκιση στο παντελόνι, ξυράφι.
Τα απογεύματα του Σαββάτου,ήταν τα μόνα απογεύματα που δεν μαζεύονταν στις αυλές ή μπροστά στις πόρτες, να κάνουν γειτονικό, να τα πουν για τα καλά και τα ανάποδα της μέρας. Είχαν τις προετοιμασίες για αύριο Κυριακή, το ραβαΐσι ξεκίναγε από το πρωί. Οι μυρουδιές μπερδεύονταν η μία με την άλλη.
Οι μοσκοβολιές από τις γλάστρες και την πάστρα, με τις μυρουδιές από το κοκκινιστό, τα σουτζουκάκια, τα κεφτεδάκια,τις πατάτες τις τηγανητές και το βούτυρο που τσιτσίριζε για την μακαρονάδα.
Οι άντρες, από το πρωί καθόντουσαν στο τραπέζι. Ξεκίναγαν με το καϊμακλίδικο βαρύ καφεδάκι και την εφημερίδα και από κει και κει αρχίνευαν να πηγαινοέρχονται οι φίλοι και τα μεζεκλίκια. Η ρετσίνα άφθονη και ο Στελάρας να τραγουδά:
"Εγώ με την αξία μου και το φιλότιμό μου,κρατάω πάντα στην ζωή ψηλά το μέτωπό μου"
Άκουγες γέλια και χαρούμενες φωνές από παντού. Μαρία πιάσε ένα ποτηράκι για τον Σπύρο, φέρε και κανένα μεζεδάκι ακόμα, άντε στην υγειά μας.....
Γλέντι οι Κυριακές σου Κοκκινιά μου, γλέντι.
Το απόγευμα ήταν όλα έτοιμα για την βόλτα ή το σινεμά.
Συνήθως είχαν φροντίσει να δουν τις προηγούμενες μέρες στις προθήκες τα προσεχώς, αλλά και αν όχι, οι κινηματογράφοι σ΄έναν δύο δρόμους ήταν, θα έκαναν την βόλτα τους και την επιλογή τους. Εκεί σ΄αυτήν την βόλτα θα συναντούσαν και κάποιους γνωστούς για μια κουβεντούλα στο πόδι.
Πανηγύρι θαρρείς και γινόταν στους κεντρικούς δρόμους.
Τα φώτα στα μαγαζιά αναμμένα γύρω από τους κινηματογράφους.
Ο Αρμένης με τα λεμπλεμπιά του(ξηροί καρποί), ποιο κει το μαλλί της γριάς, ζαχαροπλαστεία λουκουματζίδικα......και στην γωνία το μοναδικό καφενείο με τους αργιλέδες.
Οδός Κονδύλη και οδός 8 (Τσαλδάρη), αυτοί ήταν οι κεντρικοί δρόμοι της Κοκκινιάς.
Η οδός 8 για τις βόλτες και η Κονδύλη για τα σινεμά. Ένα πολύβουο σμάρι, ένα πλήθος πολύχρωμο, χαρούμενο και αισιόδοξο.
Στην Κονδύλη, οι κινηματογράφοι και το Θέατρο.
Οι Κυριακές του ονείρου και του ταξιδιού μέσα από την μεγάλη οθόνη. Το "ΚΕΝΤΡΙΚΟΝ"! Θεατρική σκηνή και ποιοι δεν έχουν περάσει από εδώ. Ο Απόλλων Γαβριηλίδης, η Τούλα Δημητρίου,το κωμικό δίδυμο Ζαζά και Χιμπονάνο, ο Φίλιος Φιλιππίδης, ο Αγκόπ,ο κομφερανσιέ Νίκος Σιμονοβίκης που ξεσήκωνε τον κόσμο, με την ζωντάνια και τα πετυχημένα του αστεία.
Εκεί στο "ΚΕΝΤΡΙΚΟΝ" διοργανώνονταν και διαγωνισμοί ταλέντων, αλλά και αγώνες πάλης, με πρωταγωνιστές τον Μπόρα, τον Καρπόζηλο και άλλους. Η τελευταία θεατρική παράσταση στο"ΚΕΝΤΡΙΚΟΝ" ήταν "Ο καλός στρατιώτης Σβέϊκ"με το Γιώργο Ολύμπιο.
Η αίθουσα μετατράπηκε σε χειμερινό κινηματογράφο. Αργότερα στην ταράτσα, λειτούργησε και θερινός κινηματογράφος.
Το στολίδι της πόλης όμως ήταν ο ΟΡΦΕΑΣ.
Μια μεγάλη αίθουσα με πολυθρόνες αναπαυτικές, με βυσσινί βελούδο,έναν τεράστιο πολυέλαιο στο κέντρο της αίθουσας και παρακαλώ, με δύο εξώστες.
Οι ταινίες που έφερνε πάντα πρώτης προβολής.
Ουρές στα ταμεία, ίσαμε έξω στους δρόμους και στα δύο ταμεία που λειτουργούσαν έγραφε σε μια ταμπελίτσα "μόνον όρθιοι" Μέχρι που χρόνια μετά, για λόγους ασφαλείας απαγορεύτηκαν οι όρθιοι στους κινηματογράφους.
Λίγο ποιο κάτω και πάντα στην Κονδύλη, ήταν το ΑΛΚΑΖΑΡ και το ΠΑΛΛΑΣ.
Το ΑΛΚΑΖΑΡ μόνον για άντρες. Άβατο για τις γυναίκες. Έφερνε ακατάλληλες ταινίες. Όχι ταινίες SEX, πολεμικές, περιπέτειες κ.α.
Τα αγόρια το είχαν μεγάλη υπόθεση το να μπορείς να μπαίνεις στο ΑΛΚΑΖΑΡ.
Ήταν κάτι σαν τον στρατό, αν είχες πάει στο ΑΛΚΑΖΑΡ τότε, μπορούσες να θεωρηθείς ενήλικας. "Εγώ έχω πάει στοΑΛΚΑΖΑΡ" κοκορευόντουσαν, ακόμη και αν ήταν ψέματα τα αγόρια, μόνον μη το μάθει η μάνα. Το τι γινόταν μέσα δεν λέγεται.
Φωνές και πειράγματα,...γινόντουσαν ένα με τους πρωταγωνιστές, χωριζόντουσαν σε ομάδες και τσακώνονταν προεξοφλώντας το τέλος και τον νικητή.
Στο τέρμα της Τσαλδάρη, εκεί οπού σχεδόν ενωνόταν με την Κονδύλη, ήταν αλλοι δύο κινηματογράφοι το ΑΠΟΛΛΩΝ και το ΡΕΑ και οι δύο χειμερινοί. Το ΡΕΑ έφερνε κατά κανόνα ταινίες ιστορικού περιεχομένου "Σαμψών και Δαλιδά", "Σεμίραμις", "Μπεν Χούρ".......
Ψηλά στην Κονδύλη πριν το ΚΕΝΤΡΙΚΟ, υπήρχε και ο θερινός ΑΠΟΛΛΩΝ.
Μια ζωγραφιά ήταν. Χαλίκι κάτω και στους φράχτες να σκαρφαλώνει τ΄αγιόκλημα και να μοσχοβολάει η νύχτα. Λίγα χρόνια πριν κλείσει ανακαινίστηκε και του έβαλαν μια πρωτοποριακή μηχανική στέγη που ανοιγόκλεινε για να μπορεί να λειτουργεί και σαν Χειμερινός. Έτσι το αγιόκλημα μαράθηκε και η φθορά βρήκε πόρτα ανοιχτή και εγκαταστάθηκε.
Εκεί γύρω ήταν ακόμη το ΑΝΩ,το ΒΙΚΤΩΡ,η ΑΦΡΟΔΙΤΗ..... 35 κινηματογραφικές αίθουσες λειτουργούσαν στην Κοκκινιά την δεκαετία του 50 μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 60 (60-67).
Το όνειρο όμως ήταν η ΓΡΑΝΑΔΑ.
Και μόνον το όνομά της είναι αρκετό να σε ταξιδέψει σε κόσμους παραμυθένιους Να ζωντανέψουν οι μυρουδιές από το πυκνό το αγιόκλημα και τα γιασεμιά,να νιώσεις να τριζοβολάει το χαλίκι κάτω από τα βήματά σου, να σε τυλίξει η δροσερή πνοή της καλοκαιρινής νύχτας, να αισθανθείς να σε λούζει το ασημένιο φως του φεγγαριού, πίσω από την μεγάλη οθόνη και να γίνεται ένα με τα φεγγάρια της. Να λιγώνεσαι από τις μυρουδιές του ψημένου καλαμποκιού, να λιώνει στο στόμα σου η ροζ ζάχαρη από το μαλλί της γριάς και τα καραμελωμένα μηλαράκια με κείνη την κατακόκκινη καραμέλα, που την τρίβανε στα χείλη τάχα μου κραγιόν, για τα κατακόκκινα έτσι και αλλιώς χειλάκια των μικρών κοριτσιών.
Καλοκαιρινές νύχτες κινηματογράφου.
Να μπαίνεις μέσα και να σε υποδέχεται η φωνή του Φρανκ Σινάτρα, του Σαρλ Ασναβούρ, της Εντιθ Πιάφ, αλλά και του Τζίμη Μακούλη,του Γούναρη....
Η γλυκιά αναμονή να αρχίσει το έργο και τα φώτα, να χαμηλώνουν αργά αργά.
Μοναδική εστία φωτός το φεγγάρι, κρεμασμένο από αόρατη κλωστή στο στερέωμα. Ακουγόταν η γνώριμη μουσική επένδυση για τα "ΕΠΙΚΑΙΡΑ" Να ο Καραμανλής,να και η Φρειδερίκη σε φιλανθρωπικές δραστηριότητες, να ο Αϊζενχάουερ, να και ο Ντε Γκώλ ...... και να ακούς, ψιθύρους αποδοκιμασίας και κάνα φάσκελο όχι σε δημόσια θέα, χαμηλά.
Και μετά τα προσεχώς. Τι θα δείξει την επόμενη και τι την μεθεπόμενη εβδομάδα. Μερικές σκηνές από το έργο.
Και επιτέλους έπεφταν οι υπότιτλοι του έργου. Άκρα του τάφου σιωπή και η μουσική επένδυση γέμιζε τον αέρα. Το ταξίδι ξεκίναγε, μαζί με την φωνή του "ΠΟΛΊΤΗ ΚΈΙΝ" και άλλοτε με την φωνή της "Τζίλντας" ή της "Ωραία μου Κυρία"............
Και μεις γινόμασταν τοσοδούληδες, τρυπώναμε στις τσέπες τους να τους ακολουθήσουμε στην περιπέτεια και στο όνειρο,παρέα με τον Χόμφρεϋ Μπόγκαρντ στην"ΚΑΖΑΜΠΛΆΝΚΑ". Γινόμασταν ΟΦΗΛΊΕΣ, μπαίναμε στο " ΤΡΑΊΝΟ ΘΑ ΣΦΥΡΊΞΕΙ ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΈΣ" παρέα με τον Γκάρυ Κούπερ, ερωτευόμασταν τον Κλαρκ Γκέημπλ στο"ΌΣΑ ΠΑΊΡΝΕΙ Ο ΆΝΕΜΟΣ", αρρωσταίναμε με την Ολίβια ντε Χάβιλαντ, πηγαίναμε "ΑΝΑΤΟΛΙΚΆ ΤΗΣ ΕΔΈΜ",αράζαμε στο "ΛΙΜΑΝΙ ΤΗΣ ΑΓΩΝΙΑΣ" παρέα με τον Μαρλον Μπράντο, αισιοδοξούσαμε με τον Μοντγκόμερι Κλιφτ στο "ΟΣΟ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ" και γινόμασταν "ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ ΧΩΡΙΣ ΑΙΤΙΑ" για να ερωτευτούμε τον Τζέϊμις Ντήν.
Δύο ώρες κρατούσε το ταξίδι στο όνειρο, με μια ενδιάμεση στάση,για επιστροφή στην πραγματικότητα που μας έφερνε η φωνή που διαλαλούσε την πραμάτεια του: "Λεμονάδες πορτοκαλάδες, μπυράλ σάμαλι κοκ, στραγάλια φιστίκι, πασατέμπο"..........
Ώσπου να αρχίσουν να χαμηλώνουν ξανά τα φώτα, αργά αργά.
Στα τέλη της 10 ετίας του 50 άρχισε και η άνθιση του Ελληνικού κινηματογράφου.
Πιο οικείος σε μας . Βλέπεις, μιλούσαν την ίδια γλώσσα, κινούνταν σε γνώριμους δρόμους, ερωτεύονταν με τον ίδιο τρόπο, κλαίγανε και γελούσαν με τις ίδιες καταστάσεις.
Επαναστατούσαμε σαν την "ΣΤΕΛΛΑ", ερωτευόμασταν σαν την "ΦΑΙΔΡΑ" .
Και μετά, ήρθαν η Αλίκη και η Τζένη στην ζωή μας, για να μας την αλλάξουν.
Στους δρόμους συναντούσες χιλιάδες Αλίκες, να περπατούν με τον ίδιο τρόπο, να μιλούν με τον ίδιο τρόπο, να χτενίζονται και να ντύνονται με τον ίδιο τρόπο και να ονειρεύονται τους ίδιους έρωτες.
Χιλιάδες απομιμήσεις της Αλίκης, σε μια προσπάθεια να της μοιάσουν ακόμα χάνοντας και τους εαυτούς τους.
Και ύστερα, έκλεισε ο Μπούρας, έκλεισε και ο Ασημάκης και ο Φραγγούλης. Ο Μπούρας είχε σακιά από λινάτσες και μέσα τους τα αγαθά της γης. Αλεύρι, ζάχαρη, φακές, ρύζι, μακαρόνια, φασόλια, βαρέλια με λάδι και μια ζυγαριά με σταθμά.
Και τότε άρχισαν να κάνουν την εμφάνησή τους τα πρώτα Super Market.
Και έγινε Super Market το καμάρι μας ο ΟΡΦΕΑΣ και το ΡΕΑ Super Market έγινε και αυτό. Και το ΑΝΩ και ο θερινός ΑΠΟΛΛΩΝ, ο χειμερινός ΑΠΟΛΛΩΝ έγινε πολυκατοικία και για ένα διάστημα στέγασε τα γραφεία του ΤΕΒΕ.
Το ΚΕΝΤΡΙΚΟΝ έγινε σκυλάδικο και το ΠΑΛΛΑΣ ρεμπετάδικό να οργανώνουμε συνεστιάσεις και να τραγουδάμε καμιά φορά τα μεράκια μας.
Και η ΓΡΑΝΑΔΑ έγινε πολυκατοικία να στεγάζει γραφεία και καταστήματα.
Χάθηκε η φωνή του κυρίου Θεμιστοκλή που διαλαλούσε "Αρώματα κολόνιες εσάνς....." Στρώθηκαν οι δρόμοι με άσφαλτο και κει στους δρόμους που παίζαμε παιδιά τους κλέφτες και αστυνόμους, με τα ξύλινα σπαθιά μας, περιμένουμε να περάσει το κομβόι των αυτοκινήτων για να διαβούμε στο απέναντι πεζοδρόμιο.
Άδειασαν οι δρόμοι από το τραγούδι της ζωής.
Έφυγαν η Μελίνα, η Αλίκη και η Τζένη,έφυγε ο Λογοθετίδης, ο Κατράκης και ο Κούρκουλος........και έμειναν στην κρεμάστρα για χρόνια εκείνες οι πολύχρωμες σατέν ρόμπες και τα πασουμάκια τα ροζ και τα γαλάζια, παραπεταμένα κάπου κάτω από κάποιο παλιό κρεβάτι.
Τα πρωινά της Κυριακής δεν στρώνεται πια τραπέζι γιορτινό και οι Κυριακάδες μας, ίδιες με τις Δευτέρες και τις Παρασκευές μας.
Έφυγαν για το μεγάλο σουλάτσο τουρανού και ο κυρ Σπύρος και ο κυρ Γιάννης και ο Άρης και ο Αντώνης και η μάνα και και και ........πάνε να σεργιανίσουν στα περβόλια του΄ρανού. Κάποιος θαρρείς και έσβησε με μια γομολάστιχα το φεγγάρι και πήρε και σκόρπισε τα βοτσαλάκια πετροβολώντας τον άνεμο και πια δεν έμεινε κανείς να περιμένει την δεύτερη προβολή.
Είπες κάτι; Εγώ δεν ξέρω τίποτα κύριε....... μιλούσα με την Πετροβασίλη.
τελος