Λόγος περί της μεθόδου
Αφού βεβαιώθηκε για τον εαυτό του, ο Ντεκάρτ επιδόθηκε στην έρευνα της Μεταφυσικής. Για να είναι βέβαιος πως δεν θα παραδεχτεί τίποτα που να μην είναι εντελώς αληθινό, αποφασίζει ν’ αμφιβάλλει για τα πάντα, και προπάντων για τα δεδομένα τών αισθήσεων. Για ν’ αμφιβάλλει όμως θα πει πως σκέπτεται, και για να σκέπτεται θα πει πως υπάρχει. Τα δυό αυτά αποτελούν ένα. «Σκέπτομαι, άρα υπάρχω» είναι η πρώτη αρχή τής Μεταφυσικής του (§ 36).
Αφού βεβαιώθηκε πως υπάρχει, ο Ντεκάρτ εξετάζει το τί είναι. Διαπιστώνει πως αντιλαμβάνεται την ύπαρξή του μονάχα χάρη στο ότι σκέφτεται. Επομένως είναι σκέψη, ψυχή, που υφίσταται ανεξάρτητα από κάθε ύλη, κι είναι συνεπώς ξεχωριστή από το σώμα (§ 37).
Η αρχή αυτή μάς διδάσκει ακόμα και πως, για να είναι μια πρόταση αληθινή, πρέπει να είναι καθαρή και διακριτή. Αυτά τα δυό χαρακτηριστικά αποτελούν το κριτήριο της αλήθειας (§ 38).
Κατόπι, ο Ντεκάρτ περνά στην ύπαρξη του Θεού. Η ενέργεια της σκέψης, με την οποία διαπιστώνω την ύπαρξή μου, είναι η αμφιβολία. Αλλά η αμφιβολία. μαρτυρεί ατέλεια. Είμαι λοιπόν ατελής. Για να το ξέρω όμως πως είμαι ατελής, θα πει πως έχω και την ιδέα τής τελειότητας. Από πού άραγε έχω αυτή την ιδέα τού τέλειου; Μια τέτοια ιδέα μπορεί να προέρχεται μόνο από ένα ον τέλειο, δηλαδή τον Θεό. Άρα υπάρχει Θεός (§ 39).
Ένα ον μη τέλειο, που έχει την ιδέα τού τέλειου, δεν μπορεί να δημιουργήθηκε μόνο του. Αλλιώς θα είχε δώσει στον εαυτό του την τελειότητα. Πρέπει λοιπόν να υπάρχει κάποιος δημιουργός, και δικός μας και της ιδέας τού τέλειου: Ο Θεός.
Συνάμα, αποδείχνεται πως ο Θεός είναι απαλλαγμένος από κάθε ατέλεια. Ατέλεια θα ήταν και το να είναι ο Θεός φύση σύνθετη — νοητική και σωματική. — Επομένως, είναι φύση αποκλειστικά νοητική, από την οποία εξαρτιέται ό,τι υπάρχει (§ 39).
Αφού αποδείχτηκε η ύπαρξη του Θεού, η σκέψη στρέφεται προς τα εξωτερικά πράματα, για τα οποία αποφάσισε στην αρχή ν’ αμφιβάλλει. Η γεωμετρική έκταση είναι ό,τι από τον εξωτερικό κόσμο διανοούμαστε καθαρά. Αυτό μάς δίνει μια πρόσθετη απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού. Όλη η βεβαιότητα των γεωμετρικών αποδείξεων βασίζεται στο ότι τις διανοούμαστε με απόλυτη προφάνεια. Εξετάζοντας όμως την ιδέα τού τέλειου όντος βρίσκουμε πως το στοιχείο τού υπαρκτού περιλαμβάνεται μέσα στην ιδέα τής τελειότητας, όσο αναγκαστικά περιλαμβάνεται και οποιαδήποτε ιδιότητα του τριγώνου μέσα στην ιδέα τού τριγώνου. Δεν είναι δυνατόν κάτι να είναι τέλειο κι ωστόσο να μην υπάρχει (§ 40).
Εκείνο που κάνει να δυσκολεύονται πολλοί να πειστούν για την ύπαρξη του Θεού και της ψυχής, είναι πως είναι πολλοί κείνοι που είναι ανίκανοι να διανοηθούν οτιδήποτε δεν χωρεί στη φαντασία τους, που είναι «τρόπος σκέψης» ειδικός για τα υλικά πράματα (§ 41).
Ωστόσο, η ύπαρξη των υλικών πραγμάτων είναι πολύ λιγότερο βέβαιη από την ύπαρξη του Θεού. Γιατί, ακόμα και το ότι οι καθαρές και διακριτές ιδέες μας μάς εξασφαλίζουν την αλήθεια, είναι σίγουρο, αποκλειστικά επειδή υπάρχει ο Θεός, που με την ύπαρξή του μας βεβαιώνει πως δεν είναι δυνατόν να είμαστε θύματα απάτης κανενός πονηρού πνεύματος (§§ 42 - 43).
* * * * *
Πιο αναλυτικά:
36. Δεν ξέρω αν πρέπει να σας μιλήσω για τους πρώτους στοχασμούς που έκανα εκεί πέρα, γιατί είναι τόσο μεταφυσικοί και τόσο ασυνήθιστοι που δεν θ αρέσουν ίσως σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο, για να μπορέσει κανένας να κρίνει αν τα θεμέλια που πήρα είναι αρκετά σταθερά, είμαι κατά κάποιο τρόπο αναγκασμένος να μιλήσω γι αυτούς.
Είχα από πολύ καιρό παρατηρήσει πως, για ό,τι αφορά τα ήθη, είναι κάποτε ανάγκη, γνώμες που κανένας τις ξέρει πολύ αβέβαιες, να τις ακολουθεί το ίδιο σαν να ήταν αναμφίβολες, καθώς το είπα και πιο πάνω. Επειδή όμως επιθυμούσα τότε να καταγίνω αποκλειστικά με την αναζήτηση της αλήθειας, σκέφτηκα πως έπρεπε να κάνω εντελώς το αντίθετο και ν’ απορρίψω, σαν να ήταν εντελώς ψεύτικο, οτιδήποτε θα μπορούσε να μου γεννήσει την παραμικρότερη αμφιβολία, για να δω αν δεν θα μου απόμενε ύστερα απ’ αυτό καμιά πεποίθηση που να είναι εντελώς αναμφίβολη. Έτσι, επειδή οι αισθήσεις μας μάς ξεγελούν κάποτε, θέλησα να υποθέσω πως τίποτα δεν υπάρχει που να είναι τέτοιο που εκείνες μάς κάνουν να το φανταζόμαστε.
Κι επειδή υπάρχουν άνθρωποι που γελιούνται κάνοντας συλλογισμούς πάνω και στ’ απλούστερα ακόμα θέματα της γεωμετρίας, και παραλογίζονται, κρίνοντας κι εγώ πως μπορούσα να λαθέψω όσο κι οποιοσδήποτε άλλος, απόρριψα σαν ψεύτικους όλους τούς λόγους που είχα πάρει προηγουμένως για αποδείξεις.
Και τέλος, παίρνοντας υπόψη πως όλες οι σκέψεις που έχουμε εν' όσο είμαστε ξυπνητοί μπορούν επίσης να μας έρχονται ολόιδιες κι όταν κοιμούμαστε, χωρίς καμιά τους να είναι τότε αληθινή, αποφάσισα να υποθέσω πως όλα όσα μού είχαν μπει κάποτε στον νου, δεν ήταν περισσότερο αληθινά από τις φαντασίες τών ονείρων μου.
Αμέσως όμως κατόπι πρόσεξα πως, ενώ εγώ ήθελα να σκεφτώ έτσι, ότι όλα ήταν ψεύτικα, έπρεπε αναγκαστικά, εγώ που το σκεπτόμουν, να είμαι κάτι. Και παρατηρώντας πως τούτη η αλήθεια: Σκέπτομαι, άρα υπάρχω ήταν τόσο γερή και τόσο σίγουρη ώστε όλες μαζί οι εξωφρενικές υποθέσεις τών σκεπτικών φιλοσόφων δεν ήταν ικανές να την κλονίσουν, έκρινα πως μπορούσα δίχως ενδοιασμούς να την παραδεχτώ σαν την πρώτη αρχή τής φιλοσοφίας που αναζητούσα.
37.—Κατόπιν, εξετάζοντας με προσοχή τί ήμουν, είδα ότι μπορούσα να υποθέσω πως δεν είχα σώμα και πως ούτε κόσμος υπήρχε, ούτε τόπος όπου να βρίσκομαι, αλλά πως δεν μπορούσα γι' αυτό να υποθέσω πως ούτε κι εγώ υπήρχα.
Απεναντίας, ακριβώς από το ότι σκεπτόμουν ν’ αμφιβάλλω για την αλήθεια τών άλλων πραγμάτων, έβγαινε ολοφάνερα και πολύ σίγουρα πως εγώ υπήρχα. Ενώ, αν είχα μονάχα πάψει να σκέπτομαι, δεν είχα κανένα λόγο να πιστέψω πως υπήρχα, έστω κι αν ήταν αληθινά όλα τα υπόλοιπα που είχα φανταστεί.
Απ’ αυτό κατάλαβα πως ήμουν μια υπόσταση που ολόκληρη η ουσία ή η φύση της δεν είναι παρά το να σκέπτεται και δεν έχει ανάγκη, για να υπάρχει, από κανένα τόπο κι ούτε εξαρτιέται από τίποτα το υλικό. Έτσι που, αυτό το εγώ, δηλαδή η ψυχή, χάρη στην οποία είμαι ό,τι είμαι, είναι εντελώς ξέχωρη από το σώμα, κι είναι μάλιστα ευκολότερο να γνωρίσει κανένας αυτήν παρά εκείνο κι αν ακόμα το σώμα δεν υπήρχε διόλου, πάλι η ψυχή δεν θα έπαυε να είναι ό,τι είναι.
38.—Ύστερα απ’ αυτό, εξέτασα γενικά τί χρειάζεται σε μια πρόταση για να είναι αληθινή και σίγουρη. Γιατί, μια που είχα βρει μια πρόταση που την ήξερα τέτοια, σκέφτηκα πως έπρεπε επίσης να ξέρω και σε τί συνίσταται αυτή η βεβαιότητα.
Κι έχοντας παρατηρήσει πως δεν υπάρχει μέσα σ’ αυτό το:
Σ κ έ π τ ο μ α ι, άρα υπάρχω, τίποτα που να με βεβαιώνει πως λέω την αλήθεια, εκτός μονάχα πως βλέπω πολύ καθαρά ότι, για να σκέπτομαι, πρέπει να υπάρχω, έκρινα πως μπορούσα να πάρω για γενικό κανόνα πως τα πράματα που διανοούμαστε πολύ καθαρά και πολύ ευδιάκριτα είναι όλα αληθινά, μα πως υπάρχει μονάχα κάποια δυσκολία στο να διακρίνουμε καλά ποιά είναι κείνα που διανοούμαστε διακριτά.
39.—Ύστερα απ’ αυτό, κάνοντας τη σκέψη πως είχα αμφιβολίες, κι επομένως το είναι μου δεν ήταν ολότελα τέλειο —γιατί έβλεπα καθαρά πως το να ξέρω είναι μεγαλύτερη τελειότητα από το ν’ αμφιβάλλω— μού ήλθε η ιδέα να ερευνήσω πούθε είχα μάθει να σκέπτομαι κάτι το πιο τέλειο απ’ ό,τι ήμουν εγώ- και κατάλαβα ολοφάνερα πως έπρεπε να είναι από μια φύση πραγματικά τελειότερη.
Όσο για τις σκέψεις που είχα για πολλά άλλα πράματα έξω από μένα, όπως για τον ουρανό, τη γη, το φως, τη θερμότητα και χίλια άλλα, δεν μου έκανε τόσο κόπο να μάθω από πού έρχονταν, γιατί, μη διακρίνοντας σ’ αυτά τίποτα που να μου φαίνεται πως τις έκανε ανώτερές μου, μπορούσα να πιστεύω πως, αν ήταν αληθινές, ήταν εξαρτήματα της φύσης μου, σε ό,τι έχει το τέλειο κι αν πάλι δεν ήταν αληθινές, μου έρχονταν από το μηδέν, βρίσκονταν δηλαδή μέσα μου επειδή είχα ελλείψεις.
Δεν μπορούσε όμως να συμβαίνει το ίδιο με την ιδέα ενός όντος τελειότερου από μένα, γιατί αυτή ήταν φανερά αδύνατο να μου έχει έλθει από το μηδέν. Κι επειδή δεν υπάρχει λιγότερη αντίφαση στο να είναι το πιο τέλειο συνέχεια κι εξάρτημα του λιγότερο τέλειου, απ’ όση υπάρχει στο να βγαίνει από το τίποτα κάτι, δεν ήταν δυνατόν την ιδέα του τελειότερου να την έχω από μένα τον ίδιο.
Έτσι, απόμενε να την έχει βάλει μέσα μου μια φύση που να είναι αληθινά τελειότερή μου, και μάλιστα που να έχει μέσα της όλες τις τελειότητες, των οποίων μπορούσα να έχω κάποια ιδέα, δηλαδή, για να εξηγηθώ με μια λέξη, ο Θεός.
Σ’ αυτό πρόσθεσα πως, αφού γνώριζα μερικές τελειότητες που εγώ δεν τις είχα καθόλου, δεν ήμουν το μόνο ον που υπάρχει (με την άδειά σας, θα μεταχειριστώ εδώ ελεύθερα όρους τής Σχολής), αλλά πως αναγκαστικά έπρεπε να υπάρχει και κάποιο άλλο ον πιο τέλειο, που απ’ αυτό να εξαρτιέμαι, κι απ’ αυτό να έχω αποκτήσει όλα όσα είχα.
Γιατί, αν ήμουν μόνος κι ανεξάρτητος από κάθε άλλον, έτσι που να έχω από τον εαυτό μου όλο αυτό το λίγο που κάνει να μετέχω στο τέλειο ον, θα μπορούσα, για τον ίδιο λόγο, να έχω από τον εαυτό μου κι όλο το παραπάνω που ήξερα πως μου έλειπε, κι έτσι να είμαι κι εγώ άπειρος, αιώνιος, αναλλοίωτος, παντογνώστης, παντοδύναμος και τέλος, να έχω όλες τις τελειότητες που μπορούσα να παρατηρήσω πως υπάρχουν στον Θεό.
Γιατί, σύμφωνα με τους συλλογισμούς που έκανα προ ολίγου, για να γνωρίσω τη φύση τού Θεού, όσο μου το επέτρεπε η δική μου φύση, δεν είχα παρά να εξετάσω, για όλα τα πράματα, που κάποια ιδέα τους έβρισκα μέσα μου, αν αποτελούσε ή όχι τελειότητα το να τα κατέχει κανένας. Kι είχα βεβαιωθεί πως κανένα από κείνα που φανέρωναν κάποιαν ατέλεια δεν βρισκόταν στον Θεό, αλλά πως όλα τ’ άλλα βρίσκονταν σ’ αυτόν.
Καθώς επίσης έβλεπα πως η αμφιβολία, η αστάθεια, η θλίψη και τα παρόμοια δεν μπορούσαν να υπάρχουν σ’ αυτόν, αφού κι εγώ ο ίδιος θα ήμουν πολύ ευχαριστημένος αν ήμουν απαλλαγμένος απ’ αυτά. Κατόπι, είχα, εκτός απ’ αυτά, και ιδέες πολλών πραγμάτων αισθητών κι ενσωμάτων.
Γιατί, όσο κι αν υπόθετα πως ονειρευόμουν και πως όλα όσα έβλεπα ή φανταζόμουν ήταν ψεύτικα, δεν μπορούσα ωστόσο ν’ αρνηθώ πως οι ιδέες τους βρίσκονταν αληθινά μέσα στη σκέψη μου. Επειδή όμως είχα ήδη αναγνωρίσει μέσα μου πολύ καθαρά πως η νοητική φύση είναι ξεχωριστή από τη σωματική —παίρνοντας υπόψη μου πως κάθε σύνθεση μαρτυρεί εξάρτηση, και πως η εξάρτηση είναι φανερά ελάττωμα— έκρινα απ’ αυτό πως δεν μπορούσε ν’ αποτελεί τελειότητα για τον Θεό το να είναι σύνθετος από τις δυό αυτές φύσεις, και συνεπώς, δεν ήταν, αλλά πως αν υπάρχουν στον κόσμο κάποια σώματα ή κάποιες διάνοιες ή άλλες φύσεις ή που να μην είναι απόλυτα τέλειες, η ύπαρξή τους έπρεπε να εξαρτιέται από τη δύναμή του, έτσι που δεν μπορούσαν ούτε στιγμή να υπάρξουν χωρίς αυτόν.
40.—Θέλησα κατόπι ν’ αναζητήσω κι άλλες αλήθειες και, παίρνοντας το αντικείμενο της γεωμετρίας, που το διανοούμουν σαν σώμα συνεχές ή σαν διάστημα απεριόριστα απλωμένο σε μάκρος, πλάτος, κι ύψος ή βάθος, διαιρετό σε διάφορα μέρη, που μπορούσαν να έχουν διάφορα σχήματα και μεγέθη, κι όλων τών ειδών κινήσεις και μετατοπίσεις —γιατί οι γεωμέτρες τα υποθέτουν όλα αυτά σαν αντικείμενό τους—διέτρεξα μερικές από τις πιο απλές αποδείξεις τους.
Κι έχοντας προσέξει πως η μεγάλη τούτη βεβαιότητα που αποδίδει όλος ο κόσμος στις αποδείξεις αυτές βασίζεται αποκλειστικά στο ότι τις διανοείται κανένας με προφάνεια, σύμφωνα με τον κανόνα που ανάφερα προ ολίγου, πρόσεξα επίσης πως δεν υπήρχε σ’ αυτές απολύτως τίποτα που να με βεβαιώνει για την ύπαρξη του αντικειμένου τους.
Γιατί, λόγου χάρη, έβλεπα βέβαια καλά πως, όταν κανένας υποθέσει ένα τρίγωνο, πρέπει οι τρεις γωνίες του να είναι ίσες με δυό ορθές, αλλά μ’ αυτό δεν έβλεπα τίποτα που να με βεβαίωνε πως υπάρχει τρίγωνο στον κόσμο. Ενώ, ξαναγυρνώντας στην εξέταση της ιδέας που είχα για ένα τέλειο Ον, έβρισκα πως η ύπαρξή του περιλαμβανόταν στην ιδέα αυτή, με τον ίδιο τρόπο που περιλαμβάνεται στην ιδέα ενός τριγώνου το ότι οι τρεις γωνίες του είναι ίσες με δυό ορθές, ή, στην ιδέα μιας σφαίρας, το ότι όλα της τα μέρη απέχουν το ίδιο από το κέντρο της, ή και ακόμα προφανέστερα.
Κι επομένως το ότι ο Θεός, που είναι αυτό το τέλειο Ον, υπάρχει ή υφίσταται, είναι τουλάχιστον εξίσου βέβαιο όσο θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε γεωμετρική απόδειξη".
41.—Εκείνο όμως που κάνει να είναι πολλοί που πείθονται πως είναι δύσκολο να γνωρίσουν τον Θεό ή ακόμα και να γνωρίσουν τί είναι η ψυχή τους, είναι πως δεν υψώνουν ποτέ το πνεύμα τους πέρα από τα αισθητά πράματα κι είναι τόσο συνηθισμένοι να μην εξετάζουν τίποτα παρά μόνο σαν το φαντάζονται —που είναι τρόπος σκέψης ειδικός για τα υλικά πράματα— ώστε ό,τι δεν χωρεί στη φαντασία τους τούς φαίνεται πως δεν είναι νοητό.
Πράμα που είναι αρκετά φανερό κι από το ότι κι οι φιλόσοφοι ακόμα στις σχολές το θεωρούν σαν αξίωμα, πως τίποτα δεν υπάρχει στη νόηση που να μην προϋπήρξε στην αίσθηση, στην οποία ωστόσο είναι βέβαιο πως δεν υπήρξαν ποτέ οι ιδέες τού Θεού και της ψυχής.
Και μου φαίνεται πως όσοι θέλουν να χρησιμοποιήσουν τη φαντασία τους για να τις καταλάβουν, κάνουν ακριβώς το ίδιο σαν να ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τα μάτια τους για ν’ ακούσουν τους ήχους ή να μυρίσουν τις μυρωδιές.
Εκτός που υπάρχει και τούτη ακόμα η διαφορά, πως η όραση δεν μας βεβαιώνει για την αλήθεια τών αντικειμένων της λιγότερο απ’ όσο κι η όσφρηση ή η ακοή. Ενώ, ούτε η φαντασία, ούτε οι αισθήσεις μας μπορούν ποτέ να μας βεβαιώσουν για τίποτα αν δεν μεσολαβήσει η νόησή μας.
42.—Τέλος, αν υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που δεν έχουν, με τους λόγους που ανάφερα, πειστεί αρκετά για την ύπαρξη του Θεού και της ψυχής τους, θέλω πολύ να το ξέρουν πως όλα τ’ άλλα πράματα, για τα οποία νομίζουν ίσως πως είναι πιο βέβαιοι, όπως το ότι έχουν ένα σώμα κι ότι υπάρχουν άστρα και μια Γη, και τα παρόμοια, είναι λιγότερο βέβαια.
Γιατί, όσο κι αν κανένας έχει για τα πράματα αυτά μιαν ηθική βεβαιότητα, που είναι τέτοια ώστε να φαίνεται πως, εκτός αν είναι εκκεντρικός, δεν μπορεί ν’ αμφιβάλλει γι’ αυτά, ωστόσο επίσης, δεν μπορεί κανένας ν’ αρνηθεί, εκτός αν είναι παράλογος, πως, όταν πρόκειται για μεταφυσική βεβαιότητα, αποτελεί αρκετό λόγο για να μην είναι κανένας ολότελα σίγουρος γι’ αυτά, το να προσέξει πως μπορεί, με τον ίδιο τρόπο, να φανταστεί στον ύπνο του πως έχει άλλο [από το δικό του] σώμα και πως βλέπει άλλα αστέρια και μιαν άλλη Γη, χωρίς να συμβαίνει τίποτα απ’ αυτά.
Γιατί, από πού το ξέρουμε τάχα πως οι σκέψεις που μας έρχονται στα όνειρά μας είναι περισσότερο ψεύτικες από τις άλλες, ενώ δεν είναι λιγότερο ζωηρές κι έκδηλες; Και τα καλύτερα πνεύματα, ας το μελετήσουν όσο θέλουν, δεν πιστεύω να μπορέσουν να δώσουν κανένα λόγο που να αρκεί για να βγάλει αυτή την αμφιβολία, αν δεν προϋποθέσουν την ύπαρξη του Θεού.
Γιατί, πρώτα-πρώτα, κι αυτό ακόμα που πήρα προ ολίγου για κανόνα, δηλαδή πως τα πράματα που διανοούμαστε πολύ καθαρά και πολύ διακριτά είναι όλα αληθινά, είναι βέβαιο μονάχα επειδή ο Θεός υπάρχει ή υφίσταται, κι είναι ένα ον τέλειο, κι όλα όσα υπάρχουν μέσα μας μάς έρχονται απ’αυτόν.
Από τούτο ακολουθεί πως οι ιδέες ή έννοιές μας, επειδή είναι πράματα πραγματικά και που προέρχονται από τον Θεό ως προς ό,τι τους είναι καθαρές και διακριτές, δεν μπορούν παρά να είναι κι αληθινές ως προς αυτό.
Έτσι που, αν έχουμε αρκετά συχνά ιδέες που περιέχουν ψέμα, δεν μπορεί παρά να είναι από κείνες που έχουν κάτι το συγκεχυμένο και το σκοτεινό γιατί, ως προς αυτό, μετέχουν στο μηδέν, υπάρχουν δηλαδή μέσα μας έτσι συγκεχυμένες μονάχα επειδή δεν είμαστε ολότελα τέλειοι.
Κι είναι φανερό πως δεν υπάρχει λιγότερη αντίφαση στο να προέρχεται από τον Θεό η ψευτιά ή η ατέλεια, ως τέτοια, απ’ όση στο να προέρχεται η αλήθεια ή η τελειότητα από το μηδέν.
Αν όμως δεν το ξέραμε πως, ό,τι το πραγματικό και το αληθινό υπάρχει μέσα μας, έρχεται από ένα Ον τέλειο κι άπειρο, όσο καθαρές και διακριτές κι αν ήταν οι ιδέες μας, δεν θα είχαμε κανένα λόγο που να μας βεβαιώνει πως θα είχαν την τελειότητα να είναι αληθινές.
43.—Μια όμως που η γνώση τού Θεού και της ψυχής μάς έκανε έτσι βέβαιους γι’ αυτό τον κανόνα, είναι πολύ εύκολο να μάθουμε πως τα όνειρα που φανταζόμαστε στον ύπνο μας δεν πρέπει διόλου να μας κάνουν ν’ αμφιβάλλουμε για την αλήθεια των σκέψεων που έχουμε όταν είμαστε ξυπνητοί. Γιατί, αν συνέβαινε να είχε κανένας, έστω και στον ύπνο του, καμιά ιδέα πολύ διακριτή, όπως, λόγου χάρη, ένας γεωμέτρης να επινοήσει κάποια νέα απόδειξη, ο ύπνος του δεν θα την εμπόδιζε να είναι αληθινή.
Όσο πάλι για τη συνηθισμένη πλάνη τών ονείρων μας, που συνίσταται στο ότι παρουσιάζουν διάφορα αντικείμενα ολόιδια όπως μας τα παρουσιάζουν οι εξωτερικές αισθήσεις μας, δεν έχει σημασία πως [η πλάνη αυτή] μάς δίνει αφορμή να δυσπιστούμε για την αλήθεια τέτοιων ιδεών γιατί, μπορούν επίσης να μας ξεγελούν αρκετά συχνά και δίχως να κοιμούμαστε: όπως, λόγου χάρη, [συμβαίνει] όταν εκείνοι που έχουν ίκτερο τα βλέπουν όλα κίτρινα, ή όταν τ’ αστέρια ή άλλα σώματα πολύ απομακρυσμένα μάς φαίνονται πολύ μικρότερα από όσο είναι.
Γιατί, τέλος, είτε είμαστε ξυπνητοί, είτε κοιμισμένοι, πρέπει να πειθόμαστε μονάχα με την προφάνεια του λογικού μας. Kαι πρέπει να παρατηρηθεί πως λέω του λογικού μας, κι όχι της φαντασίας, ούτε των αισθήσεών μας.
Έτσι, μολονότι βλέπουμε τον ήλιο πολύ καθαρά, δεν πρέπει για τούτο να κρίνουμε και πως έχει μόνο το μέγεθος που βλέπουμε. Κι επίσης, μπορούμε πολύ καλά να φανταστούμε διακριτά ένα κεφάλι λιονταριού μπολιασμένο σε κορμί κατσίκας, χωρίς να πρέπει γι’ αυτό και να συμπεράνουμε πως υπάρχει στον κόσμο Χίμαιρα.
Γιατί, το λογικό μας δεν μας υπαγορεύει καθόλου πως ό,τι βλέπουμε και φανταζόμαστε έτσι είναι αληθινό, αλλά μας υπαγορεύει βέβαια πως όλες οι ιδέες ή έννοιες μας πρέπει να έχουν κάποια βάση αλήθειας.
Γιατί, δεν θα ήταν δυνατόν, ο Θεός, που είναι όλος τελειότητα κι όλος αλήθεια, να τις είχε βάλει μέσα μας. Κι επειδή οι συλλογισμοί μας δεν είναι ποτέ, ούτε τόσο προφανείς, ούτε τόσο άρτιοι στον ύπνο μας, όσο είναι στον ξύπνο μας —μολονότι κάποτε οι φαντασίες μας είναι τότε εξίσου ή και περισσότερο ζωηρές κι έκδηλες— [το λογικό μας] μάς υπαγορεύει επίσης πως, μια που οι σκέψεις μας δεν μπορούν να είναι όλες αληθινές, επειδή δεν είμαστε ολότελα τέλειοι, η αλήθεια που περιέχουν πρέπει αλάνθαστα να βρίσκεται σε κείνες που έχουμε όταν είμαστε ξυπνητοί, μάλλον παρά στα όνειρά μας.
Πηγή: Χρ. Χρηστίδη, Λόγος περί της Μεθόδου, Εκδόσεις Β. Παπαζήση ΑΕΒΕ, Αθήνα, 1976
Πηγή: Χρ. Χρηστίδη, Λόγος περί της Μεθόδου, Εκδόσεις Β. Παπαζήση ΑΕΒΕ, Αθήνα, 1976