Η νύστα - Αντόν Τσέχοφ - Point of view

Εν τάχει

Η νύστα - Αντόν Τσέχοφ



Είναι νύχτα. Η νταντά Βάρικα, μια κοπελίτσα δεκατριών χρονών, κουνάει την κούνια με το μωρό και μουρμουρίζει. Ίσα που ακούγεται:
«Νάνι νάνι το μωράκι, να του πω ένα τραγουδάκι…».
Μπροστά απ’ το εικόνισμα καίει ένα μικρό πράσινο καντήλι. Σε όλη την κάμαρα, απ’ τη μια γωνιά ως την άλλη, είναι απλωμένο ένα σκοινί απ’ όπου κρέμονται μωρουδιακά κι ένα μεγάλο μαύρο παντελόνι. Το καντήλι σχηματίζει στο ταβάνι μια τεράστια πράσινη κηλίδα, τα μωρουδιακά και το παντελόνι ρίχνουν μακρόστενους ίσκιους πάνω στη σόμπα, στην κούνια, στη Βάρικα… Κι όταν το καντήλι αρχίζει να τρεμοφέγγει. η πράσινη κηλίδα και οι σκιές ζωντανεύουν και στήνουν χορό, σαν να τις κουνά ο άνεμος. Στην κάμαρα ο αέρας είναι αποπνικτικός. Μυρίζει λαχανόσουπα και δέρμα παπουτσιών.



Το μωρό κλαίει. Είναι ώρα τώρα που ξελαρυγγιάζεται κι έχει εξαντληθεί απ’ το κλάμα, κι όμως συνεχίζει να τσιρίζει κι ένας Θεός ξέρει πότε θα ησυχάσει. Και η Βάρικα νυστάζει. Τα μάτια της κλείνουν, το κεφάλι της γέρνει, οι ώμοι της την πονούν. Δεν μπορεί να κουνήσει τα βλέφαρα ή τα χείλη της και της φαίνεται πως το πρόσωπο της ξεράθηκε και σκλήρυνε, πως το κεφάλι της έγινε μικρούλικο, σαν κεφαλάκι καρφίτσας.
«Νάνι νάνι το μωράκι» μουρμουρίζει «να του φτιάξω γω φαγάκι…».
Από κάπου από τη σόμπα ακούγεται ένας γρύλος. Στο διπλανό δωμάτιο, πίσω απ’ την πόρτα, ακούγονται πότε πότε ο νοικοκύρης και ο Αφανάσι, ο παραγιός, που ροχαλίζουν… Η κούνια τρίζει θλιμμένα, η Βάρικα σιγομουρμουρίζει — κι όλα αυτά γίνονται ένα με τη νυχτερινή νανουριστική μουσική, που είναι τόσο ωραία να την ακούς όταν είσαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Τώρα όμως η μουσική αυτή το μόνο που καταφέρνει είναι να εκνευρίζει και να ερεθίζει, γιατί κάνει ακόμα πιο έντονη τη νύστα, κι απαγορεύεται να κοιμηθείς. Έτσι κι αποκοιμηθεί — Θεός φυλάξοι! — η Βάρικα, τα αφεντικά της θα τη δείρουν.



Το καντήλι τρεμοπαίζει. Η πράσινη κηλίδα και οι ίσκιοι μπαίνουν σε κίνηση, απλώνονται προς τα μισάνοιχτα μάτια της Βάρικα, και μέσα στο μισοκοιμισμένο της μυαλό μετατρέπονται σε νεφελώδη όνειρα. Βλέπει κάτι σκοτεινά σύννεφα που κυνηγιούνται στον ουρανό και τσιρίζουν όπως το μωρό. Να όμως που φύσηξε ο αέρας, φύγανε τα σύννεφα, και η Βάρικα βλέπει ένα φαρδύ δρόμο γεμάτο λάσπη. Κατά μήκος του δρόμου περνάνε εφοδιοπομπές, αργά αργά σέρνονται άνθρωποι με δισάκια, κάτι σκιές πηγαινοέρχονται. Κι απ’ τις δυο μεριές του δρόμου, μέσα από την κρύα, υγρή ομίχλη, φαίνεται το δάσος. Ξαφνικά οι άνθρωποι με τα δισάκια και οι σκιές πέφτουν χάμω, μέσα στις λάσπες. «Γ ιατί;» ρωτάει η Βάρικα. «Να κοιμηθούμε, να κοιμηθούμε!» της απαντούν. Και παραδίνονται σ’ ένα βαθύ, γλυκό ύπνο, και πάνω στα σύρματα του τηλέγραφου κάθονται κουρούνες και καρακάξες που τσιρίζουν σαν το μωρό και προσπαθούν να τους ξυπνήσουν.
«Νάνι νάνι το μωράκι, να του πω ένα τραγουδάκι…» σιγομουρμουρίζει η Βάρικα και βλέπει πάλι τον εαυτό της μέσα στη σκοτεινή, αποπνικτική ίζμπα.


Στο πάτωμα στριφογυρίζει ο μακαρίτης ο πατέρας της, ο Γεφίμ Στεπάνοφ. Η Βάρικα δεν τον βλέπει, τον ακούει όμως, πώς χτυπιέται από τον πόνο στο πάτωμα και βογκάει. Όπως λέει ο ίδιος, «τον έπιασε η κήλη». Ο πόνος είναι τόσο δυνατός, που ο Γεφίμ δεν μπορεί να αρθρώσει λέξη, μόνο εισπνέει τον αέρα και μετά βογκάει, κρατώντας το ρυθμό με τα δόντια του:
«Οχ, οχ, οχ, οχ…».
Η μάνα, η Πελαγία. έτρεξε στο αγρόκτημα να πει στα αφεντικά πως ο Γεφίμ πεθαίνει. Είναι ήδη ώρα που έχει φύγει κι όπου να ‘ναι πρέπει να φανεί. Η Βάρικα είναι ξαπλωμένη δίπλα στη σόμπα, δεν κοιμάται κι αφουγκράζεται τον πατέρα της:
«Οχ, οχ, οχ…».
Κάτι όμως ακούγεται, κάποιος έρχεται στην ίζμπα. Τα αφεντικά στείλανε το νεαρό γιατρό που είχε έρθει από την πόλη και τον φιλοξενούσανε. Ο γιατρός μπαίνει στην ίζμπα. Η Βάρικα δεν μπορεί να τον δει στο μισοσκόταδο, τον ακούει όμως που βήχει καθώς ανοίγει την πόρτα.
«Ανάψτε ένα φως» λέει ο γιατρός.
«Οχ, οχ, οχ…» απαντά ο Γεφίμ.
Η Πελαγία πηγαίνει προς τη σόμπα και αρχίζει να ψάχνει το κουτάκι με τα σπίρτα. Περνάει ένα λεπτό στη σιωπή. Ο γιατρός ψαχουλεύει λίγο στις τσέπες του και μετά ανάβει ένα σπίρτο απ’ τα δικά του.
«Τώρα, τώρα, πατερούλη» κάνει η Πελαγία.
Πετάγεται έξω και μετά από λίγο γυρνάει μ’ ένα μισοτελειωμένο κερί. Του Γεφίμ το πρόσωπο είναι αναψοκοκκινισμένο, τα μάτια του γυαλίζουν και το βλέμμα του είναι ιδιαίτερα διαπεραστικό, λες και μπορεί να δει πέρα από την ίζμπα και το γιατρό.
«Τι έγινε λοιπόν; Τι είναι αυτά που κάθεσαι και σκέφτεσαι;» λέει ο γιατρός σκύβοντας από πάνω του. «Για λέγε, το ‘χεις καιρό αυτό το πράμα;»
«Τι να κάνουμε; Ήρθε η ώρα μου, Εξοχότατε. Σβήνει το καντήλι μου…»
«Τι βλακείες είναι αυτές; Θα σε κάνουμε καλά!»
«Όπως νομίζετε. Εξοχότατε, σας χρωστάμε ευγνωμοσύνη, αλλά όμως καταλαβαίνουμε… Αν ήρθε η ώρα μου, ήρθε, αυτό είναι όλο».
Για ένα τέταρτο ο γιατρός ασχολείται με τον Γεφίμ. Έπειτα σηκώνεται και λέει:



«Εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα… Πρέπει να σε πάμε στο νοσοκομείο, να σου κάνουν εκεί πέρα εγχείριση. Πήγαινε τώρα, αμέσως… Να πας οπωσδήποτε! Είναι λιγάκι αργά, θα έχουν πέσει για ύπνο, αλλά δεν τρέχει τίποτα, θα σου δώσω εγώ παραπεμπτικό. Μ’ ακούς;».
«Πώς θα πάει, πατερούλη;» λέει η Πελαγία. «Δεν έχουμε άλογα».
«Δεν πειράζει, θα μιλήσω εγώ στα αφεντικά σας, θα δώσουν αυτοί άλογα».
Ο γιατρός φεύγει, το φως σβήνει και ακούγεται ξανά το «οχ, οχ, οχ»… Μισή ώρα αργότερα κάποιος πλησιάζει στην ίζμπα. Είναι η άμαξα που έστειλαν τα αφεντικά για να πάει τον Γεφίμ στο νοσοκομείο. Ο Γεφίμ σηκώνεται και φεύγει…
Και να που ξημερώνει ένα λαμπρό, όμορφο πρωινό. Η Πελαγία δεν είναι σπίτι. Έχει πάει στο νοσοκομείο για να μάθει τι έγινε με τον Γεφίμ. Κάπου κλαίει ένα μωρό και η Βάρικα ακούει κάποιον να τραγουδά με τη δική της φωνή:
«Νάνι νάνι το μωράκι, να του πω ένα τραγουδάκι…».
Επιστρέφει η Πελαγία. Κάνει το σταυρό της και ψιθυρίζει:
«Νύχτα τον πήγανε και κατά την αυγή παρέδωσε το πνεύμα… Η βασιλεία των ουρανών, αιωνία του η μνήμη… Αργά, λέει, τον πήγαμε… Έπρεπε πιο μπροστά…».
Η Βάρικα πηγαίνει στο δάσος και κλαίει, ξάφνου όμως κάποιος τη σκουντάει στο σβέρκο με τόση δύναμη, που χτυπά το κεφάλι της στη σημύδα. Σηκώνει τα μάτια και βλέπει μπροστά της το αφεντικό της, τον παπουτσή.
«Τι κάνεις εκεί, μωρή ψωριάρα;» της λέει. «Κλαίει το παιδί κι εσύ κοιμάσαι;»
Της τραβάει δυνατά τ’ αυτί κι εκείνη τινάζει το κεφάλι, κουνάει την κούνια και σιγο μουρμουρίζει το τραγούδι της. Η πράσινη κηλίδα και οι σκιές απ’ το παντελόνι και τα μωρουδιακά ταλαντεύονται, της γνέφουν και σε λίγο κυριεύουν το μυαλό της. Βλέπει ξανά το φαρδύ δρόμο, τον καλυμμένο με λάσπη. Άνθρωποι με δισάκια στους ώμους και κάτι σκιές έχουν ξαπλώσει από δω κι από κει και κοιμούνται βαθιά. Η Βάρικα τους κοιτάζει και θέλει πολύ να κοιμηθεί. Θα ξάπλωνε με μεγάλη χαρά, αλλά η μάνα, η Πελαγία, έρχεται και της φωνάζει να βιαστεί. Πρέπει να πάνε αμέσως στην πόλη να πιάσουνε δουλειά.
«Ελεήστε μας, για τ’ όνομα του Χριστού!» εκλιπαρεί η μάνα τους περαστικούς. «Φιλεύσπλαχνοι κύριοι, δείξτε το έλεος του μεγαλοδύναμου!»
«Δώσε μου το παιδί!» απαντάει μια γνώριμη φωνή. «Δώσε εδώ το παιδί!» επαναλαμβάνει η ίδια φωνή, αλλά τώρα θυμωμένα και απότομα. «Κοιμάσαι, μωρή;»
Η Βάρικα πετάγεται, κοιτά γύρω της και καταλαβαίνει τι συμβαίνει: Ούτε δρόμος λασπωμένος υπάρχει, ούτε Πελαγία, ούτε διαβάτες — παρά μονάχα στη μέση της κάμαρας στέκεται η νοικοκυρά, που ήρθε για να ταΐσει το παιδί. Όσο η χοντρή, φαρδύπλατη κυρά ταΐζει και κανακεύει το παιδί, η Βάρικα στέκει και την κοιτάζει περιμένοντας να τελειώσει. Τα παράθυρα αρχίζουν να φωτίζουν μ’ ένα γαλαζωπό φως, οι σκιές και η πράσινη κηλίδα όλο και χλωμιάζουν. Όπου να ‘ναι ξημερώνει.
«Πάρε!» κάνει η νοικοκυρά κουμπώνοντας τη νυχτικιά της. «Κλαίει. Πρέπει να το ματιάσανε».
Η Βάρικα παίρνει το μωρό, το βάζει στην κούνια και αρχίζει πάλι να την κουνάει. Η πράσινη κηλίδα και οι σκιές λίγο λίγο σβήνουν και δεν έχουν πια σε ποιανού το κεφάλι να μπουν και να του θολώσουν το μυαλό. Αλλά η Βάρικα νυστάζει όπως και πρώτα, νυστάζει φοβερά! Ακουμπάει το κεφάλι της στην κούνια και ταλαντεύεται με φόρα για να νικήσει τον ύπνο. Και πάλι όμως τα μάτια κλείνουν, το κεφάλι βαραίνει.
«Βάρικα, άναψε τη σόμπα!» ακούγεται η φωνή του νοικοκύρη πίσω απ’ την πόρτα.
Πάει να πει πως είναι ώρα να σηκωθεί και να καταπιαστεί με τις δουλειές. Η Βάρικα αφήνει την κούνια και τρέχει στην αποθήκη να φέρει ξύλα. Είναι χαρούμενη. Όταν τρέχεις από δω κι από κει, δε νυστάζεις πια τόσο πολύ όσο άμα κάθεσαι σ’ ένα μέρος. Φέρνει τα ξύλα, ανάβει τη σόμπα και νιώθει πως αρχίζει να συνέρχεται το ταλαιπωρημένο της πρόσωπο και πως ξεκαθαρίζουν οι σκέψεις της.
«Βάρικα, βάλ’ το σαμοβάρι!» φωνάζει η κυρά.
Η Βάρικα σκίζει ένα δαδί, όμως πριν καλά καλά προλάβει να ανάψει τα κομμάτια και να τα βάλει στο σαμοβάρι, ακούγεται νέα διαταγή:
«Βάρικα, καθάρισε τις γαλότσες του κυρίου!».
Κάθεται στο πάτωμα, πιάνει να καθαρίσει τις γαλότσες και σκέφτεται τι ωραία που θα ήτανε να χώσει το κεφάλι της μέσα στη μεγάλη, βαθιά γαλό-τσα και να πάρει εκεί έναν υπνάκο… Και ξάφνου η γαλότσα φουσκώνει, γίνεται τεράστια και γεμίζει ολάκερη την κάμαρα, η Βάρικα αφήνει τη βούρτσα να της πέσει απ’ το χέρι, στη στιγμή όμως τινάζει το κεφάλι, γουρλώνει τα μάτια και προσπαθεί να κοιτάζει τα πράγματα με τέτοιον τρόπο που να μη μεγαλώνουν και να μη χοροπηδάνε.
«Βάρικα, κάνε τη σκάλα, την εξωτερική, είναι ντροπή για τους πελάτες!»
Η Βάρικα καθαρίζει τη σκάλα, συμμαζεύει τα δωμάτια, έπειτα ανάβει και τη δεύτερη σόμπα και μετά τρέχει στον μπακάλη. Έχει ένα σωρό δουλειές, δεν υπάρχει ούτε λεπτό ελεύθερο.
Δεν υπάρχει όμως χειρότερο πράγμα από το να στέκεσαι όρθιος μπροστά στο τραπέζι της κουζίνας και να καθαρίζεις πατάτες. Το κεφάλι σου γέρνει προς το τραπέζι, η πατάτα γίνεται όλο και πιο θολή, το χέρι χαλαρώνει και πέφτει το μαχαίρι, και δίπλα πηγαινοέρχεται η χοντρή θυμωμένη κυρά με τα μανίκια ανασηκωμένα και φωνάζει τόσο δυνατά, που κουδουνίζουν τα αυτιά σου. Είναι βάσανο και να ασχοληθείς με το γεύμα, να ξεσκονίσεις, να ράψεις. Υπάρχουν στιγμές που θέλεις να παρατήσεις τα πάντα, να ξαπλώσεις στο πάτωμα και να κοιμηθείς.
Η μέρα περνάει. Βλέποντας τα παράθυρα που σκοτεινιάζουν, η Βάρικα τρίβει τους ξυλιασμένους της κροτάφους και χαμογελάει, χωρίς ούτε και η ίδια να ξέρει γιατί είναι χαρούμενη. Το λυκόφως τής χαϊδεύει τα βαριά της βλέφαρα και της υπόσχεται ένα γρήγορο και βαθύ ύπνο. Το βράδυ τα αφεντικά της έχουν καλεσμένους.
«Βάρικα, βάλε το σαμοβάρι!» φωνάζει η νοικοκυρά.
Το σαμοβάρι τους είναι μικρό και, μέχρι να πιουν τσάι όλοι οι καλεσμένοι, πρέπει να το ζεστάνει πέντ’ έξι φορές. Ύστερα από το τσάι η Βάρικα στέκεται μια ώρα ολόκληρη όρθια στην ίδια θέση, κοιτάζει τους καλεσμένους και περιμένει εντολές.
«Βάρικα, πετάξου να αγοράσεις τρία μπουκάλια μπίρα!»
Πετάγεται απ’ τη θέση της και προσπαθεί να τρέξει όσο πιο γρήγορα μπορεί για να διώξει τον ύπνο.
«Βάρικα, πετάξου για βότκα!»
«Βάρικα, πού είναι το ανοιχτήρι;»
«Βάρικα, καθάρισε τη ρέγκα!»
Να όμως που επιτέλους οι καλεσμένοι φύγανε. Τα φώτα σβήνουν, τα αφεντικά πέφτουν για ύπνο.
«Βάρικα, κούνα το μωρό!» ακούγεται η τελευταία διαταγή.
Στη σόμπα φωνάζει ο γρύλος. Η πράσινη κηλίδα στο ταβάνι και οι σκιές από το παντελόνι και τα μωρουδιακά απλώνονται ξανά στα μισόκλειστα μάτια της Βάρικα και της θολώνουν το μυαλό.
«Νάνι νάνι το μωράκι, να του πω ένα τραγουδάκι…» μουρμουρίζει η Βάρικα.
Αλλά το μωρό σκούζει κι έχει πλαντάξει στο κλάμα. Η Βάρικα βλέπει και πάλι το λασπωμένο δρόμο, τους ανθρώπους με τα δισάκια, την Πελαγία, τον πατέρα της τον Γεφίμ. Καταλαβαίνει τα πάντα, τους αναγνωρίζει όλους, μέσα στο μισοΰπνι όμως αυτό που δεν μπορεί καθόλου να καταλάβει είναι ποια είναι αυτή η δύναμη που της έχει αλυσοδέσει τα χέρια και τα πόδια, που την πνίγει και δεν την αφήνει να ζήσει. Κοιτάζει γύρω της, αναζητά αυτή τη δύναμη για να καταφέρει να απελευθερωθεί, αλλά δεν τη βρίσκει. Στο τέλος, τσακισμένη, συγκεντρώνεται, εντείνει το βλέμμα της, κοιτάζει προς τα πάνω, προς την τρεμάμενη πράσινη κηλίδα, και, καθώς αφουγκράζεται το σκούξιμο, ανακαλύπτει τον εχθρό που την εμποδίζει να ζήσει.
Ο εχθρός αυτός είναι το μωρό.
Η Βάρικα χαμογελάει έκπληκτη. Μα πώς και δεν το είχε καταλάβει ως τώρα, τόσο απλό πράγμα; Της φαίνεται πως η πράσινη κηλίδα, οι σκιές, ακόμα και ο γρύλος γελάνε έκπληκτα.
Μια λοξή σκέψη κυριεύει τη Βάρικα. Σηκώνεται από το σκαμνάκι και μ’ ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπο, δίχως ν’ ανοιγοκλείνει τα μάτια, βαδίζει πάνω κάτω στην κάμαρα. Της είναι ευχάριστη και προκλητική η σκέψη πως τώρα θα γλιτώσει απ’ το μωρό, που την κρατά αλυσοδεμένη χειροπόδαρα… Να σκοτώσει το μωρό κι έπειτα να κοιμηθεί, να κοιμηθεί, να κοιμηθεί…
Γελώντας, κλείνοντας το μάτι και φοβερίζοντας την πράσινη κηλίδα με το δάχτυλο, η Βάρικα ζυγώνει κλεφτά στην κούνια και σκύβει πάνω απ’ το μωρό. Αφού το έπνιξε, ξαπλώνει αμέσως στο πάτωμα, χαμογελώντας ευτυχισμένη που μπορεί επιτέλους να κοιμηθεί, κι ένα λεπτό αργότερα κοιμάται πια βαθιά, σαν πεθαμένη…

Anton Chekhov “Διηγήματα και Μονόπρακτα” – Πρώτη έκδοση στην Εφημερίδα της Πετρούπολης, No 24. -1888.
via

Pages