Ήτανε μια φορά, μάτια μου, που η Ήρα και ο Δίας μέσα στα γελαστά δωμάτια της έπαυλής τους ήπιανε άφθονο το φαλέρνο κρασί, φτάσανε στο τσακίρικο κέφι, και πιάσανε τις αθιβολές.
Απάνου λοιπόν στα κανάκια και στα παιχνίδια, αυτό που το λέμε προσάναμμα της φωτιάς, ή το κυνήγι της πέρδικας από το μερακλή αβτζή, γυρίζει η Ήρα και λαλεί στο θεϊκό εραστή της:
— Καλός και περίκαλος είσαι, άντρα μου και παλικαρά μου.
Και κάθε φορά που τυλίγεις το κορμί μου με την κομμένη ανάσα σου, αστράφτει και βροντάει, να καταποντιστεί ο Όλυμπος.
Αλλά μου κάνεις πολλές μουρνταριές.
— Για πες, για πες! της λέει ο παμπόνηρος.
— Να! του διαμαρτύρεται η Ήρα.
Δεν είναι ν’ απαντήσεις έμορφο θηλυκό στη γης, και να μην παλαβώσεις.
Και δεν ησυχάζεις, αν δεν της κόψεις το λωτό.
Από τα σαράντα κύματα τις περνάς.
Όσο να λιγοθυμίσουν.
Θα σου μείνει στα χέρια καμιά μέρα καμία.
— Μη μου πεις πως ξέρεις και ονόματα;
— Απλώς ονόματα!
και πούθε ν’ αρχίσω.
Πρώτη εκείνη η μεθυσμένη Σεμέλη.
Άλλοτε να λειώνεις το σταφύλι της να το πίνεις κρασί, άλλοτε φορώντας τις προβιές του τίγρη να την ξεσκίζεις ελαφάκι στις λόχμες του Κιθαιρώνα.
Εμ τί ‘ναι τούτη!
Προτού λύσεις τη ζώνη της τρέμει και σπαρταρά σα μισοσκοτωμένο πουλί.
Και δε χορταίνεις, κάτου στα νερά και τα καλάμια του Ευρώτα, να τυλίγεσαι στους μηρούς της με το λαιμό του κύκνου.
Εκείνη τη δαγκανιάρα με το αγορίστικο σώμα.
Πώς μουγκρίζει τις νύχτες στα όρη της Αρκαδίας.
Ως του Βορά το παραθύρι και το Βοράστρι ανεβαίνουν και χάνονται τα βογγητά της.
Ακόμη αποκρατά η αχώ από τις φωνές και τα χάι της, στον Καύκασο και στις ακτές της Λιβύης.
της λέει ο Δίας, και της έκλεισε τρυφερά το στόμα.
— Γιατί τα χάνεις;
Γιατί σε ξελογιάζουν οι δαιμονισμένες;
Δε σου φτάνω εγώ;
— Στάσου, τρυγόνα μου, λίγο να ξαποστάσω.
Μου φτάνεις, αλλά δε μου περισσεύεις!
— Μη με φουρκίζεις.
Γιατί Θα σε πληρώσω με το ίδιο χρυσάφι.
— Δε σου πρέπει.
Κι άκου που ξέρω.
Αν καμιά φορά σ’ απατώ, το κάνω για να παίρνω το δικό μου.
— Ποιο δικό σου;
— Να! το κάνω για να ισορροπώ τα πράγματα, και να κρατώ την τάξη.
Αφήνω που και πάλι εγώ είμαι αποκάτου.
— Μα τι λες τώρα;
Να με τρελάνεις βάλθηκες;
— Όχι.
Το πράγμα είναι απλό, της λέει ο Δίας.
Κάθε φορά που σμίγουμε, η συμμετοχή μας στο ερωτικό αγαθό είναι άνιση.
Γιατί εσύ παίρνεις το πολύ, κι εγώ το λίγο.
Έτσι τα ‘χει κανονισμένα η φύση.
Η Ήρα βουρλίστηκε.
— Μη με τρελαίνεις, θείο τραγί.
Που το παίζεις τώρα και θύμα!
Πιαστήκανε και μαλώνανε.
Και δεν έβρισκαν άκρη.
Ένας καυγάς στον ουρανό με βροντές και αστροπελέκια αλαλιάζει πατοθέμελα τη γη.
Και ξαφνικά ο Δίας εγέλασε χαρούμενα, ξαστέρωσε η φύση, και έγνεψε στην Ήρα να ηρεμήσει.
— Θα σου δείξω πως το δίκιο είναι με μένα, της είπε.
Φώναξε έναν τρίτο να μας λύσει τη διαφορά.
— Άλλο και τούτο! του κάνει η Ήρα.
Και ποια μουρλή γυναίκα θα βρεθεί να υπογράψει τις μουρνταριές σας;
Και ποιος χαΐνης άντρας δε θα ‘λεγε ναι στις απιστίες σας;
Που δε θα ‘δίνε το πιστοποιητικό νομιμότητας;
Σε τέτοια δίκη δεν υπάρχει δικαστής. ΄
Ολες οι γυναίκες είναι με το μέρος μου.
Όλοι οι άντρες θα ‘ναι με το μέρος σου.
— Άκου, κανάρι μου, της λέει τρυφερά ο Δίας. ο θεϊκός σου σύντροφος που όλα τα γνωρίζει, θα δώσει λύση.
Θα κράξουμε ένανε, που τα ‘χει γνωρίσει και τα δύο.
Τον Τειρεσία, λέω.
— Τον Τειρεσία;
— Ναι. Τον Τειρεσία με τα μαστάρια.
Και της είπε την ιστορία του Τειρεσία.
— Ο Τειρεσίας, που λες, είναι ο μόνος που αγκάλιασε σαν άντρας, και μαζί αγκαλιάστηκε σα γυναίκα.
»Μια μέρα, καθώς περπατούσε στο λειβάδι, βλέπει δυο φίδια ζευγαρωμένα.
Θέλεις από ξάφνιασμα.
Θέλεις από φόβο, χτυπά με το ραβδί του και τα χωρίζει.
Διατάραξε μια ιερή στιγμή της φύσης.
Επειδή διατάραξε μια ιερή στιγμή της φύσης, η φύση τον τιμωρεί.
Γίνεται γυναίκα.
Εφτά χρόνους έζησε στην Κρήτη σα μια αδιαβόητη πόρνη.
»Απάνου στους εφτά χρόνους ξανασυναντά στην εξοχή τα φίδια ζευγαρωμένα.
Θέλεις από ξάφνιασμα.
Θέλεις από φόβο, τα ξαναχτυπά με το ραβδί του και τα χωρίζει.
Επειδή διατάραξε μια ιερή στιγμή της φύσης, η φύση τον τιμωρεί.
Ξαναγίνεται άντρας.
Αυτόνε να καλέσουμε, να μας λύσει τη διαφορά.
Η Ήρα συμφωνεί.
— Φώναξέ τονε!
Έρχεται ο Τειρεσίας.
— Πες μας, Τειρεσία! του λέει ο Δίας.
Άντρας και γυναίκα εσύ, γνώρισες την ηδονή, και κατέχεις γνώση διπλή.
Στη διάρκεια της ερωτικής σμίξης ποιος χαίρεται περισσότερο, η γυναίκα ή ο άντρας;
Ο Τειρεσίας εζάρωσε.
Κατέβασε τα μάτια.
Στράφηκε στην ‘Ηρα.
— Να ειπώ;
— Να ειπείς! αλλά την αλήθεια.
— Να μη με τιμωρήσετε!
— Όχι, του λέει η Ήρα.
Φτάνει να ειπείς την αλήθεια.
Ο Τειρεσίας εθάρρεψε.
Μίλησε.
— Πες μας τώρα για τη μετοχή των φύλων στον καρπό της ηδονής.
Εκεί ο Τειρεσίας εδίκασε:
— Από το δέκα μερίσματα του καρπού της ηδονής για τη γυναίκα προορίστηκαν τα εννέα, και για τον άντρα το ένα.
«Δέκα μοιρών ουσών εννέα τερπέσθαι την γυναίκα, οιήν δε τον άνδρα».
Η Ήρα ν’ ακούσει τέτοια κρίση, έκαμε έτσι με το ωραίο της χέρι μπροστά στο πρόσωπο του Τειρεσία.
Γιομάτη θυμό.
Acterna damnavit lumina nocte1.
Και επειδή, όταν εδιάταζε θεός ποινή σε θνητό δεν ημπορούσε κανείς τη σηκώσει, ας ήταν κι ο Δίας, ο γιος του Κρόνου για να πραΰνει τη συφορά, του ‘δωκε το μέσα φως.
Να βλέπει με το νου το άδηλο μέλλον.
Pro lumine adempto scire futura dedit2.
Έτσι έγινε προφήτης ο Τειρεσίας.
1Δίκασε τα μάτια του σε αιώνια νύκτα.
2 Για το φως που του πήρε του ‘δωκε να γνωρίζει τα μέλλοντα.
ΓΚΕΜΜΑ
Δ. Λιαντίνης