(Πολλά είχαν προηγηθεί… συζητήσεις, σιωπές, βλέμματα αθώα, βλέμματα ένοχα… αδιάφορο… στην αληθινή ζωή ‘δραματουργική συνέχεια’ δεν υπάρχει…)
Ευτυχώς η ποίηση δεν έχει ανάγκη τους ποιητές, της είπα και αρνήθηκα να την κοιτάξω στα μάτια. Δεν λέω πως απέφυγα απλώς. Γιατί είναι φορές που το βλέμμα στερεώνει την αλήθεια βαθύτερα απ’το λόγο ή το άγγιγμα ακόμη.
Και δεν αντέχεται…
Η ποίηση είναι ένας ολόκληρος κόσμος.
Ή μάλλον, είναι ο ίδιος ο πρώτος Κόσμος που γέννησε όλους τους κόσμους.
Κι ο κόσμος δεν έχει ανάγκη κανέναν από μας… υπήρχε πριν και θα υπάρχει μετά… έστω και σακατεμένος… γιατί τον παραλάβαμε καθαρότερο απ’όσο θα τον παραδώσουμε… τον παραλάβαμε αγνό και τον μολύναμε… τον παραλάβαμε όμορφο και τον ασχημύναμε… είναι ντροπή να σκεφτόμαστε πως υπάρχουμε εμείς και ο κόσμος… στην ουσία υπάρχει μόνον ο Κόσμος… εμείς είμαστε ένα θλιβερό και ρυπογόνο συστατικό του… ένα εξελικτικό λάθος, μια νοσηρή εξαλλαγή, ένα καρκίνωμα… γι αυτό και θ’αφανιστούμε σύντομα και η Φύση θα γιορτάζει.
Δεν έλεγε τίποτε μονάχα με άκουγε σκεπτική. Ξέρω πως είναι αυτό. Σκεπτικός θα πει, αναλογίζομαι και ανασυγκροτώ κάθε στιγμή τον ίδιο τον εαυτό μου… σαν ένα ολόγραμμα που τρεμοπαίζει και ξαναδυναμώνει… χάνεται κι έρχεται κάθε στιγμή.
Ποτέ δεν είμαστε εδώ ή εκεί… σταθερά, ολόκληροι, άρτιοι… το σώμα ίσως… μα η καρδιά είναι αλλού και ο νους κάπου αλλού… ολόκληροι κι ευθυγραμμισμένοι δεν είμαστε ποτέ… δεν θα το αντέχαμε… θα μας συνέτριβε…
Μοιάζουμε καμιά φορά με το φονιά που στέκεται πάνω απ’το θύμα του και κλαίει… πέρασε τη γραμμή που δεν έχει γυρισμό… διέπραξε το έγκλημα… και θρηνεί όχι για το αμετάκλητο και φρικώδες της πράξης του αλλά για τη μοναξιά του… πενθεί για τον ίδιο που στη γωνιά τον περιμένει ένας άλλος θάνατος… ο δικός του… γιατί δεν είμαστε ούτε παρόντες ούτε ζωντανοί… Νομίζουμε πως είμαστε ζωντανοί…
Κάποια κομμάτια μας έχουν ήδη πεθάνει… εμείς τα σκοτώσαμε… και μόνο εμείς μπορούμε να θρηνούμε γι αυτά…
Περπατούσαμε στον κατηφορικό δρόμο για το σπίτι. Η νύχτα ήταν υγρή, αφιλόξενη, γεμάτη κιόλας με την επόμενη μέρα…
Terre brûlée