«Τ’ αγρίμια από παντού φεύγουν.» - Point of view

Εν τάχει

«Τ’ αγρίμια από παντού φεύγουν.»




Γεννήθηκα σ’έναν κόσμο που εξακολουθούν να γίνονται πόλεμοι. Πώς θα τα βγάλω πέρα;


-…τα όπλα του πνεύματος θα πρέπει να γίνουνε πιο ισχυρά, να βρεθεί ένας τρόπος, δεν ξέρω ποιός τρόπος, να γίνουν πιο άμεσα, πιο αποτελεσματικά, όπως η γυμνή διαπεραστική κραυγή που δεν είναι ψέματα, που έρχεται από δίπλα σου και σε καθηλώνει.


-…μουσκεύει το μαξιλάρι του κλαίοντας. Μου φαίνεται πως όλοι οι άνθρωποι έχουνε αυτό το δικαίωμα και πολύ περισσότερο τα παιδιά και οι ποιητές, που πιστέψανε μ’ όλη τους την ψυχή στη δικαιοσύνη του κόσμου.


-…από παιδί ένιωθα μέσα μου ένα φοβερό όπλο γυρισμένο κατά την καρδιά μου: την Ευθύνη.


-Εκμηδενίζομαι μπροστά στα τεράστια αυτά γεγονότα, που δεν τα ήξερα , που δεν τα περίμενα, που δεν τα υποψιαζόμουνα πως μπορεί να συμβούν. Είναι σαν να πεσε ξαφνικά κεραυνός πάνω μου. Είχα πιστέψει σε όλα. Στον άνθρωπο που φέρνει το καλό μέσα του, στην ομρφιά, στη ζωή… Και, να τώρα, που όλα μου τα πιστεύω μοιάζουν με τα κλαδιά ενός δέντρου σε ξάγναντο, που τα στριφογυρνά ο αέρας. Δεν έμεινε από μένα πια παρά ένα Αγρίμι.


Το θέμα, σκέφτομαι, δεν είναι ν’αποσπαστείς απ’ τους ανθρώπους. Το θέμα είναι να αποσπαστείς από την κακή αυτή μοίρα μαζί με τους ανθρώπους.


Ο κόσμος έχει γίνει, του λέω, όπως  μιαν άβυσσο. Σε παίρνει ο αέρας, σε ρίχνει στην άβυσσο, χάνεσαι…


-Ώρες-ώρες πάω να υποψιαστώ πως ο άνθρωπος είναι ανάπηρος. Πως όλα μέσα στο πνεύμα του είναι μισά…Δεν υπάρχει άλλο δέντρο που να ποτίστηκε τόσο πολύ. Πού είναι τα άνθη του; Οι καρποί του που είναι;
-Πώς αυτά τα θηρία ξεκίνησαν από την πατρίδα του Γκαίτε; Ποιος είναι ο ισχυρότερος;Ο Χίτλερ ή ο Μπετόβεν;


Σκέφτομαι άρα παλεύω.


-Μέσα στην κρίση αυτού του αιώνα δεν έχει σημασία αν θα γλιτώσω, αν θα χαθώ. Κρίση του αιώνα; Για τίποτε δεν μπορώ να είμαι πια βέβαιος, Δημήτρη για τίποτα!


Τ’ αγρίμια δεν χτίζουν, δεν υφαίνουν τ’ αγρίμια. Όταν ξεσπάνε οι καταιγίδες, τρυπώνουνε, σκέφτομαι, στις σπηλιές ή στις κουφαλες των δέντρων. Αυτό που μου λείπει είναι το δάσος.


Όλοι οι άνθρωποι που στέκουν με σέβας μπρος στη ζωή, είναι γιομάτοι τραύματα.


Περπατώντας ανάμεσα στην αμφιβολία και στην  πίστη, στο μίσος και στην αγάπη, στη ζωή και στο θάνατο, χαμογελώ προσπαθώντας να διατηρήσω την καλοσύνη μου.


-Προσπαθώ να σταθώ στο ένα  μου πόδι, στο άλλο μου πόδι, στα δυο μου πόδια κλονίζομαι.


-Νιώθω την ανάγκη να ουρλιάξω. Το θυμάμαι το ούρλιαγμα των λύκων τις χειμωνιάτικες νύχτες όταν ήμουν παιδί. Δε θα ξεχάσω ποτέ τη γοητεία της απελπισμένης τους κραυγής.


-Στο δωμάτιό μου περισσεύουν δύο ζωντανές φύσεις. Είναι η ψυχή μου απ΄ τη μια και τα λουλούδια που στολίζουν το γραφείο μου απ’ την άλλη. Τη ψυχή μου, έτσι νομίζω, τη χρωστάω στον ήλιο και στον ουρανό της πατρίδας μου. Τα λουλούδια τα χρωστάω στην Άννα.


-Πήγα και διόρθωσα μάλιστα σήμερα τη μαύρη ομπρέλα μου. Όχι μόνο για τη βροχή. Έχω τη γνώμη πως θα μου πηγαίνει. Αγόρασα κ’ ένα μαύρο καπέλο με πλατύ γύρω, να ταιριάζει με την ατμόσφαιρα, και με την ψυχή μου…


Ο θάνατος είναι αναπαυτικός, ευλογία Θεού είναι ο θάνατος.


Θέλω όταν πεθάνω να με κλάψει η αρετή…(Αντρέ Σενιέ)


-Καταλαβαίνεις πως η λαϊκή ψυχή πρέπει να μεγαλώσει και να ψηλώσει πολύ  για να μπορέσει να ελπίσει σε μια ανοιχτή σύγκρουση με τους δυνάστες της.


-Το να αγωνιώ σημαίνει πως υπάρχει το καλύτερο και πως ο κίνδυνος που διατρέχει από το καλύτερο αποτελεί και την αγωνία μου.


-Δεν πρέπει να εμποδίζομαι, δεν πρέπει να μοιάζω με τους νεκρούς που μένουν ακίνητοι σ’ όποιον τόπο τους ρίξεις, δεν πρέπει να σέβομαι το τέλμα που σχηματίστηκε γύρω μου. Δεν πρέπει να σέβομαι αυτά τα «απαγορεύεται». Πρέπει να πιστέψω στον εαυτό μου στην ιδέα της δικαιοσύνης…


Τ’ αγρίμια από παντού φεύγουν.


-Τί κρίμα εμείς οι άνθρωποι να είμαστε το πιο δυνατό πλάσμα που υπάρχει στον κόσμο. Αν δεν ήταν έτσι, αυτή την στιγμή θα μπορούσα να παρακαλέσω το δυνατότερο υπέρ των αδυνάτων.


-Κι όταν γράφω, ενώ τα πράγματα που έχω να ειπώ είναι αληθινά, αυτά που γράφω μοιάζουν ψεύτικα. Ενώ με πονάει η ψυχή μου εκείνα δείχνουν σαν να μην έχω ψυχή.


-Ωστόσο καλα είναι εδώ στο δάσος. Το δάσος μου πηγαίνει καλύτερα από ένα σπίτι.


Ο κόσμος άδειασε, όχι μόνο έξω από μένα, αλλά και μέσα σε μένα.


-Ο χρόνος σταμάτησε. Χρειάζεται μεγάλη δύναμη για να σπρώξω αυτούς τους ακίνητους δείχτες. Το κενό χάσκει μέσα μου. Παντού το κενό. Θέλω να σημειώσω κάπου: ΜΗΔΕΝ


-θάνατος; Πάντοτε μισούσα, όχι τον ίδιο τον θάνατο, αλλά ό,τι θυμίζει το θάνατο, ενώ είναι ζωή. Λοιπόν, όχι θάνατος!


-…μπορεί να μην είναι πολλοί, μια που δε χρειάζεται  να ‘ναι πολλοί, γιατί το κακό γίνεται και με πολύ λίγους.
-…περιεργάζομαι τον κόσμο σαν  κάτι νέο που βγήκε από κάτι παλιό.


Είδα όμως ένα μικρό άσπρο περιστεράκι μέσα στο βλέμμα της και δε θέλησα να το φοβίσω.


-Από την μια στιγμή στην άλλη, χιλιάδες άνθρωποι σήμερα γίνονται αγνοούμενοι πάνω στη γη. Και τόσο γρήγορα μάλιστα που και η μοίρα τους η ίδια χάνει τα ίχνη τους.


Κάνει χιούμορ διαρκώς κι από το παρελθόν του δεν δείχνει να θυμάται παρά μόνον μερικά κωμικά επεισόδια.


-Από μέρα σε μέρα γίνονται άλλα πράγματα, άλλα περιμένει κανείς, άλλα γίνονται… Όλα μοιάζουν σαν ένα μπερδεμένο όνειρο, κ’ έτσι θα μοιάζουν, για μερικόν καιρό ακόμη.


-Κάποιος θα νικήσει, σ’ όλες τις μάχες, σκέφτομαι, κάποιος νικά. Θα’ πρεπε όμως αυτός που θα νικήσει να μην έχει καθόλου σκοτάδι μεσα του.


– Δεν είναι τίποτα, το δάσος δεν κάηκε, το δάσος δεν θα καεί. Αλλά κι αν ακόμα καεί… Ο κόρφος της γης, έχει πολλά δάση μέσα του.


-Είμαι μια αυτούπαρξη που κατοικεί μέσα στο πνεύμα του παγκόσμιου πόνου. ..Δεν ξέρω  για πιο λόγο μου επιτρέπεται να υπάρχω. Δε θα ‘ταν άστοχο να καώ μέσα στο δάσος … Την είδα την καταιγίδα δεν υπάρχει σκεπή για την ταλαιπωρημένη ψυχή.


-Άλλωστε είναι φανερό. Δεν ξεριζώθηκε κανένα δέντρο και δεν σκοτώθηκε κανένα αγρίμι.


-Ή εγώ έλειπα ή ο κόσμος. Ή εγώ ξαναγύρισα ή ο κόσμος ξαναγύρισε.


Κρίση του ανθρώπου; Κρίση του αιώνα; Κρίση της ιστορίας; Η καταιγίδα δεν είναι νέα.


-Εγώ που επέζησα, ή ως τη μέρα που θα έχω επιζήσει τουλάχιστο, θα επιθυμούσα να γράψω ένα βιβλίο και να το αφιερώσω. Με όλη μου την κατανόηση, με όλη μου την αγάπη…


-Δεν ξέρω ποια σχέση μπορεί να ‘χει κανείς με τα κλήματα που ξανανθίζουν, με τα λουλούδια που ξαναγίνονται. Πάντως δεν είναι το ίδιο πράγμα.


-Το αναφαίρετο δικαίωμα του Είναι δεν μπορεί να το διεκδικήσει μετά το φυσικό, τον ολοκληρωτικό του μαρασμό ο άνθρωπος. Δεν μπορεί να μην Είμαι όσο βλέπω αυτόν τον ήλιο κι αυτόν τον άνθρωπο που περνάει πλάι μου. Χρωστάω να Είμαι και να αγωνίζομαι για τα χέρια της Μαρίας και για τα χέρια εκείνων που δέχονται την αδερφική  ευεργεσία από τα δικά της. Χρωστάω να Είμαι για μένα, για την ψυχή μου, για τα λόγια που έχω να ειπώ. Χρωστάω να Είμαι για την ίδια τη ζωή. Και πρέπει να παλαίψω να συντηρήσω ορθή αυτή την ύπαρξη γιατί, από μέσα μου, από τη φύση μου την ίδια, δεν μπορώ να μην Είμαι.

-Αυτά τα άνθη που σου προσφέρω, δεν σου τα προσφέρω από μέρους μου, ούτε από μέρος της πατρίδας μου. Σου τα προσφέρω από μέρος του κόσμου στον οποίο ανήκουμε και ο δυο.


-Εγώ ο ίδιος που σου μιλώ αυτή τη στιγμή, δεν έχω καμία έπαρση επειδή ζω ακόμη και δεν είμαι τίποτα περισσότερο από αυτά τα λουλούδια που σου προσφέρω ή από το χορτάρι που θα φυτρώσει αύριο στον τάφο σου.


-Θέλω να ειπώ, μ’ αυτό, ότι υπάρχουνε σήμερα πολλοί άνθρωποι στον κόσμο, που αγαπούν κι αγωνίζονται κάτω από τούτο τον ήλιο, τιμιότερα κι από τους αγγέλους, όπως τουλάχιστο τους συλλαμβάνουν με τη λευκή αθωότητα της φαντασίας τους οι ζωγράφοι και οι ποιητές…


Υπάρχει μια σκοτεινή συνείδηση, που είναι ένοχη απέναντι σ’ αυτούς.


Ο πόλεμος δεν είναι αυτός που φαίνεται μόνο.


Το ουράνιο τόξο που μετά την καταιγίδα ανατέλει στην ψυχή μου, πιστεύω πως θα είναι παντοτινό.


Αυτό που νιώθω για το παρόν προσπαθώ να το προεξοφλήσω στη συνείδησή μου και για το μέλλον. Πως θα είμαι και θα νιώθω έτσι ακριβώς πάντοτε: Όπως το άστρο που, καθώς λέει ο Νίτσε, αδιαφορεί για το σκοτάδι της νύχτας που το περιβάλλει, και δεν παραδέχεται παρά ένα μόνο Νόμο, το Νόμο του να είναι αγνό.


Αξιοσημείωτα από το βιβλίο «Το αγρίμι» του Νικηφόρου Βρεττάκου

Pages