(Ελεύθερη διασκευή μιάς από τις αμέτρητες θεραπευτικές ιστορίες του βιβλίου «Βασίσου πάνω μου» του Χόρχε Μπουκάϊ, ψυχίατρου και ψυχοθεραπευτή της Γκεστάλτ)
Ραντεβού στα τυφλά
Κάποτε δυο άνθρωποι επικοινωνούσαν μέσα από το διαδίκτυο. Τους χώριζε μεγάλη γεωγραφική απόσταση. Εκείνος, με μεγάλη εξοικείωση στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, εργαζόταν σε μια εταιρεία με σκληρές απαιτήσεις, δεν είχε χρόνο ούτε δυνατότητα για άλλους , εκτός από το διαδίκτυο, τρόπους επικοινωνίας.
Εκείνη είχε επίσηςπολλές υποχρεώσεις, ήταν καινούρια στον ιστοχώρο, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να γράψει τις σκέψεις της, να τηρήσει τους ηλεκτρονικούς κανόνες και να διατηρήσει τα δεδομένα, άλλοτε τα έχανε και άλλοτε όχι.
Σιγά σιγά ανοίχτηκαν, έγιναν λίγο φίλοι, μετά περισσότερο, συμπλήρωναν όλο και περισσότερες λεπτομέρειες ο ένας για τον άλλο, για τα πιστεύω τους, τις δουλιές και τα όνειρά τους. Φωτογραφίες; Οχι, γιατί μπορώ να σε φαντάζομαι όπως θέλω και δεν με νοιάζει κιόλας. Συμφωνούσαν και οι δυο πάνω σ΄αυτό.
Ομως, κάποια στιγμή η εταιρεία εκείνου περνούσε οικονομική κρίση, προχώρησε σε δραστική μείωση μισθών, εκείνος δεν μπορούσε πια να αντιμετωπίσει ούτε αυτή την ελάχιστη δαπάνη συνδρομής στο διαδίκτυο, λυπάμαι της λέει, δεν μπορώ να στηρίξω ούτε με αυτό τον τρόπο την γνωριμία μας. Τότε αυτή δειλά- δειλά του ζήτησε τη δ/νσή του, για να του γράψει κάτι, όπως είπε. Και τότε του έστειλε μια επιταγή, ένα ποσό που μπορούσε να περάσει άνετα ένα τρίμηνο κρίσης.
Πράγματι, μέσα σ΄αυτό το διάστημα, η εταιρεία ορθοπόδισε πάλι, ο μισθός του έγινε ξανά ικανοποιητικός.Εκείνος, με πολλή ευγνωμοσύνη και συγκίνηση της επέστρεψε τα χρήματα και της είπε πως μια πρόσκληση την περιμένει, όποτε εκείνη θα επέλεγε, για ένα δείπνο στον τόπο διαμονής του. Τότε αυτή έκανε κάτι πιο αποφασιστικό: μετακόμισε, βρίσκοντας δουλειά κοντά, πολύ κοντά του. Το κράτησε μυστικό, κάτι σαν έκπληξη, και δέχθηκε την πρόσκλησή του για δείπνο. Πώς θα αναγνωρισθούμε; Α, θα έχω ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στο μέρος της καρδιάς, του λέει εκείνη.
Πλησιάζοντας εκείνος βλέπει από μακριά μια κοντούλα, άχαρη γυναίκα, να φορά το κατακόκκινο τριαντάφυλλο στο μέρος της καρδιάς. Και ετοιμάσθηκε να φύγει. Δεν του άρεσε καθόλου η κοπέλλα. Ομως αμέσως ένιωσε εκείνη τη μοναδική συγκίνηση της επικοινωνίας τους, την τρυφερότητα και τη στοργή της και την πλησίασε αντί να φύγει.
Εγώ είμαι, της λέει τρυφερά και λαχταρώ να σ΄αγαπήσω. Και τότε εκείνη, που στην πραγματικότητα δεν ήταν εκείνη, του δείχνει μια πανέμορφη κοπέλλα που καθόταν στο απέναντι εστιατόριο. “Μου ζήτησε”, του λέει, “να φορέσω εγώ το τριαντάφυλλο, δεν ξέρω γιατί, μου είπε μόνο να σας πω ότι σας περιμένει.
Ηταν η τελευταία δοκιμασία…
via/