Δεν είμαι δίπλα σου μα η θύμησή μου τριγυρνάει ακόμη στο μυαλό σου.
Δεν ενοχλώ, δεν προκαλώ, δεν το επιδιώκω.
Όμως το πέρασμά μου απ’ τη ζωή σου, δε θα μπορούσε ποτέ να καταχωρηθεί στα αδιάφορα.
Σου το είχα πει, μην μπλέξεις μαζί μου, δεν είμαι διαχειρίσιμη.
Θυμώνω τους ανθρώπους, τόσο που ίσως και να με μισήσουν για μια στιγμή.
Λένε πως το μίσος χωρίζεται απ’ την αγάπη με μια λεπτή γραμμή.
Μια στιγμή μίσους, μια στιγμή αγάπης, πόσο περίπλοκα μπλέκονται μεταξύ τους αυτά τα δύο.
Πόσο ιδιαίτερα.
Σου είπα μην μπλέξεις, γιατί θα περισσεύω πάντα απ’ τα κουτάκια του μυαλού σου.
Κι εσύ είχες μάθει να τα χωράς όλα εκεί, ζυγισμένα και στοιχισμένα.
Να ανοίγεις ένα και να αρπάζεις ό,τι χρειάζεσαι.
Πού να με βρεις εμένα στα κουτάκια σου;
Κάπου περίσσευα, κάπου δε χωρούσα.
Τι σε έκανε άραγε να με μισήσεις και να με αγαπήσεις ταυτόχρονα, σαν να ήμουν η μεγαλύτερή σου αμαρτία;
Ήμουν τόσο ξένη σε αυτό που γύρευες ή ήμουν όλα όσα γύρεψες τελικά;
Βλέπεις, εγώ δεν ήμουν η ευθεία γραμμή πάνω στην οποία είχες μάθει να περπατάς.
Το πέρασμά μου δε θύμισε ούτε στιγμή άψυχο καρδιογράφημα.
Πολύπλευρη, αντιφατική, ανικανοποίητη, απαιτητική, δημιουργική, τρυφερή, πολύβουη.
Γεμάτη εντάσεις και κραυγές επιθυμίας.
Απαιτήσεις χωρίς συμβιβασμούς.
Με βήμα σταθερό, χωρίς να στρέφεται ποτέ προς τα πίσω.
Πόσο δύσκολα διαχειρίσιμη μα και πόσο ενδιαφέρουσα, για τον ίδιο ακριβώς λόγο.
Πόσο κουραστική μα και πόσο γοητευτική ταυτόχρονα η τόση ένταση.
Πήρα μαζί μου, καθώς διάβαινα το κατώφλι σου για τελευταία φορά, τα χρώματά μου.
Αυτό το κόκκινο που τόσο αγαπώ και το χρυσό, σαν του ήλιου όταν γέρνει για να αποχαιρετίσει τη μέρα.
Είχες ξεχάσει πόσο γκρίζοι μοιάζουν οι τοίχοι σου, χωρίς τα δικά μου χρώματα.
Πήρα μαζί μου τα χίλια μου πρόσωπα.
Κανένα δανεισμένο, όλα δικά μου, αυθεντικά κι αληθινά.
Τώρα θα πρέπει να ψάξεις σε χίλιες γυναίκες για να βρεις στην κάθε μία από αυτές κι ένα δικό μου πρόσωπο.
Ψάξε, λοιπόν, ψάξε σε κάθε γυναίκα γύρω σου να βρεις αυτό που απαιτεί η ψυχή σου.
Ψάξε για τη στοργή της μάνας σου.
Ψάξε για την παρηγοριά του φίλου σου, που ξέρει να ακούει τις σιωπές σου.
Ψάξε να βρεις εκείνη, στην οποία θα καμαρώνεις τους καλούς της τρόπους.
Ψάξε κι άλλο, ψάξε για τη μεγαλύτερη πόρνη που πέρασε απ’ το κρεβάτι σου.
Εκείνη που αχόρταγα σε έκανε να αγγίζεις με τα δάχτυλά σου τις κρυμμένες σου φαντασιώσεις.
Ψάξε.
Κοίταξε αυτή τη γυναίκα, μπορείτε να συζητάτε για τη δουλειά σου για ώρες.
Φαίνεται ενδιαφέρουσα, μα πόσο αδιάφορος είναι ο ερωτισμός που εκπέμπει.
Ψάξε.
Κοίταξε πόσο όμορφη είναι εκείνη η κοπέλα, μα δε θα σου μιλήσει ποτέ για ποίηση και φιλοσοφία.
Ψάξε.
Εκείνη εκεί, πόσο σικάτη φαίνεται μέσα στα ακριβά της ρούχα.
Μα δε θα σου μαγειρέψει ποτέ, περιμένοντάς σε να γυρίσεις απ’ τη δουλειά.
Ψάξε κι άλλο.
Κοίταξε κι αυτή, πόσο ανεξάρτητη και δυναμική φαίνεται.
Σε ελκύει ο αέρας της, μα δε θα σου χαρίσει ποτέ το ρόλο του αρσενικού.
Χίλιες γυναίκες, χίλια διαφορετικά πρόσωπα.
Η κάθε μία κι από ένα.
Κάπου πιο δίπλα εγώ, να τα συγκεντρώνω όλα.
Να ντύνομαι με αυτά, ανάλογα τον τόπο και την ώρα.
Να μην τα φοράω σαν μάσκα όταν πρέπει, μα να τα ανασύρω από μέσα μου, γιατί μου ανήκουν όλα.
Γιατί τα κέρδισα όλα, ένα προς ένα, μέσα σε βρόμικα σοκάκια και χλιδάτα σαλόνια.
Σεβάστηκα κι αγάπησα τη γυναικεία μου φύση, σε ήθελα δυνατό, ήθελα να σε θαυμάζω.
Ήθελα να μεγαλώνεις εσύ, μα εσύ θέλησες να μικρύνεις εμένα, για να φαίνεσαι μεγαλύτερος δίπλα μου.
Αυτό δε θα μπορούσε να συμβεί.
Είναι πολύ στέρεα και με βαθιά θεμέλια μια προσωπικότητα που έχει χτιστεί μέσα από ζόρια, τα οποία ποτέ δε θα μάθεις και τα οποία έκαναν τα όρια της αξιοπρέπειάς της αδιαπέραστα.
Και κάπως έτσι θα συνεχίσεις να αναρωτιέσαι πώς αυτό το αγρίμι μπορούσε να γίνει τόσο συγκαταβατικό, όταν σε ένιωθε να το έχεις ανάγκη.
Και πώς αυτό το πλάσμα με την απέραντη τρυφερή αγκαλιά, μπορούσε να σε κατασπαράξει όταν ένιωθε πως προσπαθούσες να θίξει ό,τι πιο ιερό υμνούσε στη ζωή της. Την αξιοπρέπειά της.
Να απορείς πώς αυτές οι φαινομενικά αδύναμες πλάτες, μεταμορφώνονταν σε βράχους για να σε στηρίξουν όταν κινδύνευες να πέσεις.
Ζητώντας σε αντάλλαγμα
Γράφει η Κωνσταντίνα Γρημάνη