μια ιστορία σαν ξυπνητήρι της αθωότητάς μας……
Με τι τρόπο να μιλήσει κανείς και να επικοινωνήσει με τους άλλους σε τέτοιους καιρούς σκοτεινιάς; Σε καιρούς που κανείς δεν μπορεί ούτε θέλει ν’ ακούσει κανέναν. Ίσως μια παραβολή, ένα παραμύθι που ξαναθυμίζει τα αυτονόητα να είναι ο τρόπος.
Το διήγημα του Λ. Τολστόι «Από τι ζουν οι άνθρωποι» είναι ένα παραμύθι για μεγάλους που μιλάει ακριβώς γι’ αυτό το αυτονόητο που όμως όλοι γύρω μοιάζει να έχουν ξεχάσει.. Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι ζουν επειδή φροντίζουν τους εαυτούς τους, στην πραγματικότητα όμως η αγάπη είναι εκείνη που τους κάνει να ζουν.
ΉΤΑΝΕ μια φορά ένας τσαγκάρης που τον έλεγαν Σίμωνα. Ο άνθρωπος αυτός, που δεν είχε σπίτι δικό του μήτε χωράφι δικό του, ζούσε με τη γυναίκα του και τα παιδιά του σ’ ένα χωριάτικο καλύβι και κέρδιζε το ψωμί του με τη δουλειά του. Η δουλειά του ήταν φτηνή μα το ψωμί ακριβό κι όσα κι αν κέρδιζε, τα ξόδευε για την τροφή τους. Μαζί με τη γυναίκα του μοιραζότανε μόνο μια προβιά για χειμωνιάτικο πανωφόρι αλλ’ ακόμα κι αυτή ήτανε τόσο πολυκαιρισμένη, που ‘χε καταντήσει ξεφτίδια και τούτη δεν ήταν η δεύτερη χρονιά που τον έβρισκε με τη λαχτάρα ν’ αγοράσει μερικές προβιές για καινούριο πανωφόρι. Μέχρι να ‘ρθει ο χειμώνας, ο Σίμωνας είχε εξοικονομήσει λίγα λεφτά: ένα χαρτονόμισμα των τριών ρουβλιών που το ‘χε κρύψει στο κουτί της γυναίκας του κι άλλα πέντε ρούβλια και είκοσι κα-πίκια που του χρώσταγαν πελάτες στο χωριό.
Έτσι, ένα πρωί ετοιμάστηκε να πάει στο χωριό για ν’ αγοράσει τις προβιές. Φόρεσε το πουκάμισό του, την αλατζαδένια καζάκα της γυναίκας του για φόδρα κι από πάνω το δικό του σακάκι. Έβαλε στην τσέπη του τα τρία ρούβλια, έκοψε ένα κλωνάρι για να το χρησιμοποιήσει σαν ραβδί και ξεκίνησε, αφού έφαγε το πρωινό του.
«Θα μαζέψω τα πέντε ρούβλια που μου χρωστάνε», σκεφτόταν, «θα προσθέσω και τα τρία που ‘χω μαζί μου και θα ‘χω όσα μου χρειάζονται ν’ αγοράσω προβιές για το χειμωνιάτικο πανωφόρι».
Σαν έφτασε στο χωριό, πέρασε απ’ το σπιτοκάλυβο κάποιου χωριάτη αλλά εκείνος έλειπε. Η γυναίκα του χωριάτη έδωσε την υπόσχεση πως τα λεφτά θα του τα πλήρωναν την άλλη βδομάδα αλλ’ αυτή δεν μπορούσε να τα πληρώσει μοναχή της. Μετά ο Σίμωνας πέρασε από κάποιον άλλο χωριάτη, μα τούτος δω ορκίστηκε πως δεν είχε λεφτά και θα του πλήρωνε μονάχα είκοσι καπίκια που χρώσταγε για ένα ζευγάρι μπότες που είχε επισκευάσει ο Σίμωνας. Ο Σίμωνας τότε δοκίμασε ν’ αγοράσει βερεσέ τις προβιές αλλά ο έμπορος δεν του ‘χε εμπιστοσύνη.
«Φέρε τα λεφτά σου», είπε, «και μετά μπορείς να πάρεις τις προβιές. Ξέρω τι σημαίνει να μαζεύεις λεφτά που σου χρωστάνε».
Έτσι, το μόνο που κατάφερε ο τσαγκάρης ήταν να πάρει τα είκοσι καπίκια για τις μπότες που είχε επισκευάσει και δυο τσόχινα παπούτσια που του ‘δωσε ένας χωριάτης για να τα σολιάσει.
Ο Σίμωνας ένιωθε αποκαρδιωμένος. Ξόδεψε τα είκοσι καπίκια πίνοντας βότκα και κίνησε για το σπίτι του, δίχως να ‘ χει αγοράσει καμιά προβιά. Το πρωί τον είχε περονιάσει παγωνιά. Τώρα, όμως, αφού ήπιε τη βότκα, ένιωθε ζεστός, ακόμα και χωρίς πανωφόρι από προβιά. Έσερνε τα βήματα του χτυπώντας το μπαστούνι του πάνω στην παγωμένη γη με το ‘να χέρι, κουνώντας με τ’ άλλο τα τσόχινα παπούτσια και μονολογώντας:
«Νιώθω ζεστός, μόλο που δε φοράω προβιά. Ήπια μια γουλιά και ζεστοκοπήθηκα, αυτό είν’ όλο. Δε χρειάζομαι προβιές. Προχωράω το δρόμο μου και δε δίνω δεκάρα για τίποτα. Έτσι είναι εμένα η φτιαξιά μου! Τι με νοιάζει εμένα! Εγώ μπορώ να ζήσω και χωρίς προβιές. Δε μου χρειάζονται. Η γυναίκα μου θα στεναχωρεθεί, βέβαια. Και, για να λέμε την αλήθεια, είναι ντροπή! Να δουλεύεις ολημερίς και στα ύστερα να μην πληρώνεσαι. Για στάσου! Αν δε μου φέρεις πίσω εκείνα τα λεφτά, θα σε γδάρω, έχεις το λόγο μου. Τ’ είναι πάλι αυτό; Να πληρώνει είκοσι καπίκια τη φορά! Τι μπορώ να κάνω με είκοσι καπίκια, μου λες; Να τα πιω! Είναι το μόνο που μπορώ να κάνω! Πανί με πανί είναι, λέει! Μπορεί — αλλά με μένα τι γίνεται! Εσύ έχεις σπίτι και πρόβατα κι απ’ όλα. Εγώ τι έχω; Εσύ φυτεύεις δικό σου καλαμπόκι, εγώ αναγκάζομαι ν’ αγοράσω και τον παραμικρότερο σπόρο. Πρέπει να ξοδεύω τρία ρούβλια τη βδομάδα μονάχα για ψωμί. Έρχομαι σπίτι μου και δε βρίσκω μήτε ψίχουλο και αναγκάζομαι να πληρώσω άλλο ενάμισι ρούβλι. Γι’ αυτό πλήρωσε ό,τι χρωστάς κι άσε τα πολλά λόγια!»
Εκείνη τη στιγμή κοντοζύγωνε στο αλτάρι, εκεί που έστριβε ο δρόμος. Σηκώνοντας τα μάτια του, είδε κάτι ν’ ασπρίζει πίσω από το αλτάρι. Το φως της μέρας χαμήλωνε κι ο τσαγκάρης κοίταζε το άσπρο εκείνο πράγμα, χωρίς να μπορεί να ξεδιακρίνει τι ακριβώς ήταν.
«Δεν υπήρχε μέχρι τώρα άσπρη πέτρα εδώ. Να είναι, τάχα, κάνα βόδι; Δε φαίνεται, πάντως,για βόδι. Έχει κεφάλι σαν άνθρωπος, μόνο που ναι πολύ άσπρο. Και τι μπορεί, τάχα, να κάνει ένας άνθρωπος εδώ πέρα;»
Πλησίασε πιο κοντά, έτσι που μπόρεσε και το ‘δε καθαρά. Κατάπληκτος, αντίκρισε πραγματικά έναν άνθρωπο (ζωντανός; πεθαμένος;) που καθόταν ολόγυμνος, ν’ ακουμπάει ασάλευτος πάνω στο αλτάρι. Τρόμος τόνε κυρίεψε τον τσαγκάρη.
«Κάποιος φαίνεται τόνε σκότωσε», σκέφτηκε, «τον έγδυσε τσιτσίδι και τον παράτησε δω πέρα. Αν ανακατευτώ, είναι σίγουρο πως θα βρω κάνα μπελά».
Έτσι, λοιπόν, ο τσαγκάρης συνέχισε το δρόμο του. Πέρασε μπροστά από το αλτάρι για να μη δει τον άνθρωπο. Είχε προχωρήσει κάμποσο όταν γύρισε να κοιτάξει. Είδε τότε πως ο άντρας αυτός δεν ακούμπαγε πια πάνω στο αλτάρι, μα αργοσάλευε, σάμπως και κοίταζε κατά τη μεριά του. Ο τσαγκάρης ένιωσε να τρομάζει ακόμα πιο πολύ από πριν και σκέφτηκε:
«Να ξαναγυρίσω κοντά του ή να συνεχίσω το δρόμο μου; Αν τόνε πλησιάσω, μπορεί κάτι τρομερό να συμβεί. Ποιος ξέρει τι λογής άνθρωπος είναι! Δεν έχει έρθει εδώ πέρα για καλό. Αν πάω κοντά του, μπορεί να τιναχτεί απάνω και να μ’ αρπάξει απ’ το λαιμό και τότε δε θα μπορώ να του ξεφύγω. Αν όχι, θα μου γίνει βάρος. Τι μπορώ, τάχα, να κάνω μ’ έναν άνθρωπο όπως τον γέννησε η μάνα του; Θα μπορούσα να του δώσω τα τελευταία μου ρούχα. Μακάρι να δώσει ο Θεός να ξεφύγω!»
Έτσι, ο τσαγκάρης συνέχισε βιαστικός το δρόμο του, αφήνοντας πίσω του το αλτάρι, όταν άξαφνα η συνείδηση του άρχισε να τον βασανίζει και τον έκανε να σταματήσει καταμεσής στο δρόμο.
«Τι πας να κάνεις, Σίμωνα;» έκανε μέσα του. «Ο άνθρωπος μπορεί και να πεθάνει από ανάγκη κι εσύ γλιστράς μακριά του φοβισμένος. Γίνηκες, τάχα, τόσο πλούσιος που να φοβάσαι τους κλέφτες; Α, Σίμωνα, ντροπή σου!»
Έτσι, λοιπόν, γύρισε πίσω μπρος και κατευθύνθηκε προς τον άνθρωπο.
Ο Σίμωνας πλησίασε τον ξένο, τόνε κοίταξε και είδε πως ήταν ένας νέος άντρας, χωρίς μώλωπες στο κορμί του, μα έτρεμε απ’ το κρύο κι ήτανε φοβισμένος. Καθόταν εκεί πέρα ακουμπώντας πίσω, χωρίς να κοιτάξει τον Σίμωνα, ανήμπορος, θαρρείς, να σηκώσει τα μάτια του. Ο Σίμωνας πήγε κοντά του και τότε ο νέος φάνηκε να ξυπνά. Στρέφοντας το κεφάλι του, άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε κατάματα τον Σίμωνα. Εκείνο το μοναδικό βλέμμα ήταν αρκετό για να κάνει τον Σίμωνα να τον συμπαθήσει. Πέταξε καταγής τα τσόχινα παπούτσια, έλυσε τη ζώνη του, την έριξε πάνω στα παπούτσια κι έβγαλε το πανωφόρι του.
«Δεν είν’ ώρα για κουβέντες», είπε. «Έλα, φόρεσε αμέσως αυτό το πανωφόρι!»
Κι ο Σίμωνας έπιασε το νέο απ’ τους αγκώνες και τον βοήθησε να σηκωθεί. Καθώς στεκόταν όρθιος εκεί πέρα, ο Σίμωνας είδε πως το κορμί του ήταν καθαρό και άσπιλο, τα χέρια του και τα πόδια του ομορφοκαμωμένα και το πρόσωπό του καλοκάγαθο κι ευγενικό. Έριξε το πανωφόρι του πάνω απ’ τους ώμους του νέου αλλ’ αυτός δεν μπορούσε να βρει τα μανίκια. Ο Σίμωνας πήρε τα χέρια του και τα οδήγησε κι αφού του φόρεσε καλά το πανωφόρι, το τύλιξε γύρω του σφιχτά δένοντας τη ζώνη γύρω απ’ τη μέση του.
Ο Σίμωνας έβγαλε ακόμα και το σκισμένο σκούφο του για να τόνε φορέσει στο κεφάλι του νέου, μα τότε ένιωσε το δικό του κεφάλι να κρυώνει και συλλογίστηκε: «Εγώ ‘μαι τελείως φαλακρός, ενώ αυτός έχει μακριά σγουρά μαλλιά». Έτσι, ξαναφόρεσε το σκούφο στο κεφάλι του. «Καλύτερα να του δώσω κάτι να φορέσει στα πόδια», σκέφτηκε. Κι αφού έβαλε το νέο να καθίσει, τον βοήθησε να φορέσει τα τσόχινα παπούτσια λέγοντας:
«Εντάξει, φίλε, τώρα κουνήσου να ζεσταθείς. Τα υπόλοιπα θα ταχτοποιηθούν αργότερα. Μπορείς να περπατήσεις;»
Ο νέος σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε ευγενικά τον Σίμωνα, μα δεν μπορούσε να πει ούτε μια λέξη.
«Γιατί δε μιλάς;» ρώτησε ο Σίμωνας. «Κάνει πολύ κρύο για να μείνουμε κι άλλο εδώ πέρα. Πρέπει να πάμε σπίτι. Έλα τώρα, πάρε το μπαστούνι μου κι αν νιώσεις αδυναμία, στηρίξου πάνω του. Περπάτα!»
Ο νέος άρχισε να βαδίζει και κινιόταν εύκολα, δίχως να μένει πίσω. Καθώς πήγαιναν, ο Σίμωνας τον ρώτησε:
«Κι από πούθε είσαι;»
«Δεν είμαι απ’ αυτά τα μέρη».
«Έτσι είπα κι εγώ. Τους ξέρω όλους εδώ τριγύρω. Πώς έγινε, όμως, και βρέθηκες εκεί πλάι στο αλτάρι;»
«Δεν μπορώ να σου πω».
«Μην και σε λήστεψε κανένας;»
«Κανένας δε με λήστεψε. Με τιμώρησε ο Θεός».
«Ο Θεός, βέβαια, όλα τα κανοναρχά. Πρέπει, πάντως, να βρεις κάπου στέγη και τροφή. Πού θα ‘θελες να πας;»
«Όπου και να πάω, το ίδιο θα ‘ναι για μένα».
«Δεν είμαι απ’ αυτά τα μέρη».
«Έτσι είπα κι εγώ. Τους ξέρω όλους εδώ τριγύρω. Πώς έγινε, όμως, και βρέθηκες εκεί πλάι στο αλτάρι;»
«Δεν μπορώ να σου πω».
«Μην και σε λήστεψε κανένας;»
«Κανένας δε με λήστεψε. Με τιμώρησε ο Θεός».
«Ο Θεός, βέβαια, όλα τα κανοναρχά. Πρέπει, πάντως, να βρεις κάπου στέγη και τροφή. Πού θα ‘θελες να πας;»
«Όπου και να πάω, το ίδιο θα ‘ναι για μένα».
Ο Σίμωνας παραξενεύτηκε. Ο νέος δεν έδειχνε γι’ αλήτης. Μιλούσε ευγενικά αλλά δεν έκανε καμιά νύξη για τον εαυτό του. Ο Σίμωνας σκεφτόταν διαρκώς: «Ποιος ξέρει τι μπορεί να ‘χει συμβεί;» Και είπε στον ξένο:
«Τότε, λοιπόν, έλα σπίτι μαζί μου, τουλάχιστον να ζεσταθείς λιγάκι».
Έτσι ο Σίμωνας κίνησε για το σπίτι κι ο ξένος τον ακολούθησε βαδίζοντας πλάι του. Είχε σηκωθεί αέρας κι ο Σίμωνας τον ένιωθε κρύο κάτω απ’ το πουκάμισο του. Το μεθύσι τώρα του περνούσε κι άρχισε να νιώθει την παγωνιά. Περπατούσε βαριανασαίνοντας και τυλίγοντας γύρω στο κορμί του το πανωφόρι της γυναίκας του, ενώ συλλογιζόταν:
«Ωραία τα κατάφερα! Βγήκα για ν’ αγοράσω προβιές και γυρίζω στο σπίτι μου δίχως πανωφόρι στη ράχη μου και, το χειρότερο, κουβαλάω μαζί μου κι έναν άνθρωπο γυμνό! Η Ματριόνα θα πετάξει απ’ τη χαρά της».
Και καθώς σκέφτηκε τη γυναίκα του, τον έπιασε θλίψη. Μα σαν είδε τον ξένο και θυμήθηκε με ποιο τρόπο τον είχε κοιτάξει στο αλτάρι, η καρδιά του γέμισε με μια γλυκιά χαρά.
Η γυναίκα του Σίμωνα τα είχε ετοιμάσει όλα εκείνη την ημέρα. Είχε κόψει ξύλα, είχε φέρει νερό, είχε ταΐσει τα παιδιά, είχε φάει κι αυτή το μερτικό της και τώρα καθόταν συλλογισμένη. Αναρωτιόταν πότε έπρεπε να φτιάξει ψωμί: τώρα ή αύριο; Απέμενε ακόμα ένα μεγάλο κομμάτι.
«Αν έχει τσιμπήσει κάτι ο Σίμωνας στην πόλη», σκεφτόταν, «και δε φάει πολύ για δείπνο, το ψωμί θα μας φτάσει γι’ άλλη μια μέρα».
Ζύγιζε το κομμάτι το ψωμί στα χέρια της, πάλι και πάλι, και σκεφτόταν.• «Δε θα φτιάξω άλλο για σήμερα. Έχουμε αλεύρι ίσα ίσα για ένα καρβέλι ακόμα. Μπορούμε, με κάποια οικονομία, να μας φτάσει ως την Παρασκευή».
Έτσι, η Ματριόνα έβαλε κατά μέρος το ψωμί και κάθισε στο τραπέζι για να μπαλώσει το πουκάμισο του άντρα της. Κι ενώ καταγινότανε μ’ αυτή τη δουλειά, σκεφτόταν πώς, τάχα, ο άντρας της ν’ αγόρασε προβιές για χειμωνιάτικο πανωφόρι.
«Φτάνει μονάχα να μην τόνε ξεγέλασε ο έμπορος. Είναι τόσο αγαθός ο αντρούλης μου! Κανένα δεν μπορεί να ξεγελάσει αλλά μπορεί να τον τουμπάρει κι ένα μικρό παιδί. Οχτώ ρούβλια είναι πολλά λεφτά. Πρέπει ν’ αγοράσει καλό πανωφόρι μ’ αυτή την τιμή. Όχι τίποτα παλιοδέρματα, μα ένα πανωφόρι με τα όλα του. Τι τράβηξα τον περασμένο χειμώνα δίχως πανωφόρι ζεστό! Δεν μπορούσα μήτε στο ποτάμι να κατέβω μήτε και να βγω έξω να πάω πουθενά. Κι εκείνος, σαν έβγαινε έξω, φόραγε πάνω του ό,τι είχαμε και δεν είχαμε και δεν έμενε τίποτα για μένα. Σήμερα δεν έφυγε πολύ νωρίς, μα έπρεπε να ‘χει γυρίσει εδώ και ώρα. Μακάρι να μην το ‘χει ρίξει στο γλεντοκόπι!»
Δεν πρόκαμε η Ματριόνα να τελειώσει την σκέψη της όταν άκουσε βήματα στο κατώφλι και κάποιον να μπαίνει. Κάρφωσε τη βελόνα της στο ρούχο που μπάλωνε και βγήκε στο διάδρομο. Αντίκρισε δυο άντρες: τον Σίμωνα και, μαζί του, έναν άντρα ξεσκούφωτο που φόραγε τσόχινα παπούτσια.
Η Ματριόνα πρόσεξε αμέσως πως ο άντρας της μύριζε αλκοόλ. «Δεν είμαστε καλά! Τα ‘χει πιει!» συλλογίστηκε.
Κι όταν είδε πως δε φόραγε πανωφόρι, παρά μονάχα την καζάκα της πάνω από τους ώμους, και πως δεν κράταγε κανένα δέμα, στάθηκε εκεί βουβή και κατάπληκτη, με την καρδιά της έτοιμη να σπάσει απ’ την απογοήτευση. «Πήρε τα λεφτά και τα ‘πιε», σκέφτηκε. «Θα το ‘ριξε στο μεθύσι με κάναν ανεπρόκοπο που τον κουβάλησε και στο σπίτι».
Η Ματριόνα τους έκανε τόπο να περάσουν μες στην καλύβα, μπήκε πίσω τους κι αυτή και είδε πως ο ξένος ήταν ένας νέος λεπτός άντρας που φόραγε το πανωφόρι του άντρα της. Δεν είδε να φοράει πουκάμισο κάτω απ’ το πανωφόρι κι ούτε καπέλο στο κεφάλι του. Σαν μπήκε μέσα, στάθηκε ασάλευτος με τα μάτια του χαμηλωμένα: «Πρέπει να ‘ναι κακός άνθρωπος», σκέφτηκε η Ματριόνα. «Φοβάται!»
Η Ματριόνα κατσούφιασε και στάθηκε πλάι στο τζάκι κοιτάζοντας να δει τι θα έκαναν.
Ο Σίμωνας έβγαλε το σκούφο του και κάθισε στον πάγκο, σαν να μην έτρεχε τίποτα.
Ο Σίμωνας έβγαλε το σκούφο του και κάθισε στον πάγκο, σαν να μην έτρεχε τίποτα.
«Έλα, Ματριόνα. Αν είν’ έτοιμο το φαΐ, φέρε μας να φάμε».
Η Ματριόνα μουρμούρισε κάτι ανάμεσα στο δόντια της και δε σάλεψε, παρά έμεινε εκεί που ήταν, πλάι στο τζάκι.Κοίταξε πρώτα τον ένα κι έπειτα τον άλλο και κούνησε μονάχα το κεφάλι της. Ο Σίμωνας κατάλαβε πως η γυναίκα του είχε ενοχληθεί αλλά προσπάθησε να κάνει τον ανήξερο. Καμώθηκε πως δεν πρόσεξε τίποτα κι έπιασε τον ξένο απ’ το χέρι.
«Κάτσε, φίλε», είπε, «να φάμε κατιτίς». Ο ξένος κάθισε στον πάγκο.
«Δε μας έχεις μαγειρέψει τίποτα;» ρώτησε ο Σίμωνας. Η Ματριόνα έβραζε από θυμό.
«Μαγείρεψα, μα όχι για σας. Μου φαίνεται πως έχεις χάσει το μυαλό σου απ’ το πιοτό. Πήγες ν’ αγοράσεις μια προβιά αλλά γυρίζεις σπίτι χωρίς να φοράς μήτε το πανωφόρι που φόραγες σαν έφυγες και κουβαλάς μαζί σου κι ένα γυμνό θεομπαίχτη κι από πάνω. Δεν έχω φαΐ για μεθύστακες, σαν του λόγου σας».
«Φτάνει, Ματριόνα. Μη βρίζεις χωρίς λόγο! Καλύτερα να ρωτήσεις τι λογής άνθρωπο —»
«Κι εσύ να μου πεις τι τα ‘κανες τα λεφτά». Ο Σίμωνας έψαξε την τσέπη της καζάκας, έβγαλε το χαρτονόμισμα των τριών ρουβλιών και το ξεδίπλωσε.
«Φτάνει, Ματριόνα. Μη βρίζεις χωρίς λόγο! Καλύτερα να ρωτήσεις τι λογής άνθρωπο —»
«Κι εσύ να μου πεις τι τα ‘κανες τα λεφτά». Ο Σίμωνας έψαξε την τσέπη της καζάκας, έβγαλε το χαρτονόμισμα των τριών ρουβλιών και το ξεδίπλωσε.
«Να τα τα λεφτά. Ο Τρίφονοφ δεν πλήρωσε, μα υποσχέθηκε να πληρώσει σύντομα».
Η Ματριόνα θύμωσε ακόμα πιο πολύ. Δε φτάνει που δεν είχε αγοράσει τις προβιές, μα είχε δώσει και το μοναδικό του πανωφόρι να το φορέσει ένας γδυμνός που τον κουβάλησε, μάλιστα, και στο σπίτι τους.
Άρπαξε το χαρτονόμισμα απ’ το τραπέζι, το πήρε για να το σιγουρέψει κάπου και είπε:
Άρπαξε το χαρτονόμισμα απ’ το τραπέζι, το πήρε για να το σιγουρέψει κάπου και είπε:
«Δεν έχω φαΐ για σας. Θαρρείς ότι μπορώ να ταΐζω όλους τους ξεγυμνωμένους μεθύστακες του κόσμου;»
«Έλα τώρα, Ματριόνα, κράτα κομμάτι τη γλώσσα σου. ‘Ακου πρώτα τι έχει να σου πει ένας άνθρωπος!»
«Ποιος ξέρει τι σοφίες θ’ ακούσω από έναν τρελομεθύστακα! Είχα δίκιο που δεν ήθελα να σε παντρευτώ — ένα μεθύστακα! Τα λινά που μου ‘δωκε η μάνα μου τα ήπιες. Και τώρα βγήκες ν’ αγοράσεις πανωφόρι και το ‘πιες κι αυτό!»
«Έλα τώρα, Ματριόνα, κράτα κομμάτι τη γλώσσα σου. ‘Ακου πρώτα τι έχει να σου πει ένας άνθρωπος!»
«Ποιος ξέρει τι σοφίες θ’ ακούσω από έναν τρελομεθύστακα! Είχα δίκιο που δεν ήθελα να σε παντρευτώ — ένα μεθύστακα! Τα λινά που μου ‘δωκε η μάνα μου τα ήπιες. Και τώρα βγήκες ν’ αγοράσεις πανωφόρι και το ‘πιες κι αυτό!»
Ο Σίμωνας πάσχιζε να εξηγήσει στη γυναίκα του πως είχε ξοδέψει είκοσι καπίκια μοναχά, πάσχιζε να της πει πως είχε βρει το νέο αυτόν — μα η Ματριόνα δεν τον άφησε να σταυρώσει ούτε λέξη. Μια κουβέντα έλεγε ο άντρας της, πενήντα εκείνη και θυμήθηκε πράγματα που ‘χανε γίνει πριν από δέκα χρόνια.
Η Ματριόνα δεν έλεγε να βάλει γλώσσα μέσα της και στο τέλος όρμησε πάνω στον Σίμωνα και τον άρπαξε από το μανίκι.
Η Ματριόνα δεν έλεγε να βάλει γλώσσα μέσα της και στο τέλος όρμησε πάνω στον Σίμωνα και τον άρπαξε από το μανίκι.
«Δώσε μου την καζάκα μου. Είναι το μόνο ρούχο που έχω κι είσ’ εσύ που έρχεσαι και τήνε παίρνεις από μένα για να τη φοράς. Δώσε μού τη, κοπρόσκυλο, που να σε πάρει ο διάολος!»
Ο Σίμωνας άρχισε να βγάζει την καζάκα και γύρισε ένα μανίκι το μέσα έξω. Η Ματριόνα άρπαξε την καζάκα τόσο απότομα, που σκίστηκαν οι ραφές της. Την τράβηξε, την έριξε πάνω απ’ το κεφάλι της και πήγε προς την πόρτα. Είχε σκοπό να βγει έξω, μα στάθηκε αναποφάσιστη — ήθελε να ξεσπάσει την οργή της, μα ήθελε και να μάθει τι σόι άνθρωπος ήταν ο ξένος.
Η Ματριόνα σταμάτησε και είπε:
«Αν ήταν καλός άνθρωπος, δε θα ‘τανε γδυμνός. Κοίτα χάλια! Μήτε πουκάμισο δε φοράει. Αν ήταν εντάξει, θα ‘λεγες πού τον συνάντησες».
«Αυτό ακριβώς πασχίζω κι εγώ να σου πω», είπε ο Σίμωνας. «Έτσι όπως ζύγωνα στο αλτάρι, τον είδα να κάθεται ολοτσίτσιδος και παγωμένος. Κι ο καιρός δε σηκώνει αστεία να κάθεσαι ετσιδά ολοτσίτσιδος! Ευτυχώς που μ’ έστειλε ο Θεός, διαφορετικά θα ‘χε πεθάνει. Τι να ‘κανα; Πώς ξέρουμε τι μπορεί να του ‘χει συμβεί; Τον πήρα, λοιπόν, τον έντυσα και τον κουβάλησα μαζί μου. Μη θυμώνεις τόσο πολύ, Ματριόνα. Είναι αμαρτία. Μην ξεχνάς, θα πεθάνουμε όλοι κάποια μέρα».
Οργισμένες κουβέντες ανέβηκαν ως τα χείλη της Ματριόνας, μα κοίταξε τον ξένο και σώπασε. Ο νέος καθόταν άκρη άκρη στον πάγκο, ασάλευτος, με τα χέρια του διπλωμένα πάνω στα γόνατά του, με το κεφάλι του ριγμένο στο στήθος του, με τα μάτια του κλειστά και με σμιχτά τα φρύδια, σαν να πόναγε πολύ. Η Ματριόνα απόμενε βουβή κι ο Σίμωνας είπε:
Οργισμένες κουβέντες ανέβηκαν ως τα χείλη της Ματριόνας, μα κοίταξε τον ξένο και σώπασε. Ο νέος καθόταν άκρη άκρη στον πάγκο, ασάλευτος, με τα χέρια του διπλωμένα πάνω στα γόνατά του, με το κεφάλι του ριγμένο στο στήθος του, με τα μάτια του κλειστά και με σμιχτά τα φρύδια, σαν να πόναγε πολύ. Η Ματριόνα απόμενε βουβή κι ο Σίμωνας είπε:
«Ματριόνα, δεν έχεις στάλα αγάπη του Θεού;»
Άκουσε τούτα τα λόγια η Ματριόνα και καθώς κοίταζε τον ξένο, η καρδιά της άξαφνα μαλάκωσε. Ξαναγύρισε απ’ την πόρτα και, πηγαίνοντας στο τζάκι, έβγαλε το βραδινό φαγητό. Απίθωσε μια κούπα στο τραπέζι κι έριξε μέσα λίγο κβας . Έφερε μετά το τελευταίο κομμάτι ψωμί κι έβγαλ’ ένα μαχαίρι και κουτάλια.
«Φάε, αν θες», είπε.
Ο Σίμωνας τράβηξε τον ξένο στο τραπέζι. «Πάρε τη θέση σου, νεαρέ», είπε.
Ο Σίμωνας έκοψε το ψωμί, το έτριψε μέσα στον κρεατοζωμό και άρχισαν να τρώνε. Η Ματριόνα κάθισε στη γωνιά του τραπεζιού στηρίζοντας το κεφάλι της πάνω στο χέρι της και κοιτάζοντας τον ξένο.
Και η Ματριόνα λυπήθηκε τον ξένο κι άρχισε να τον συμπαθεί. Κι αμέσως το πρόσωπο του ξένου φωτίστηκε. Τα φρύδια του δεν ήταν πια σμιχτά. Σήκωσε το κεφάλι του και χαμογέλασε στη Ματριόνα.
Και η Ματριόνα λυπήθηκε τον ξένο κι άρχισε να τον συμπαθεί. Κι αμέσως το πρόσωπο του ξένου φωτίστηκε. Τα φρύδια του δεν ήταν πια σμιχτά. Σήκωσε το κεφάλι του και χαμογέλασε στη Ματριόνα.
Όταν απόφαγαν, η γυναίκα σήκωσε τα πράγματα απ’ το τραπέζι κι άρχισε να κάνει στον ξένο ερωτήσεις.
«Δεν είμαι απ’ αυτά τα μέρη».
«Πώς έγινε, όμως, και βρέθηκες στο δρόμο;»
«Δεν μπορώ να σας πω».
«Μήπως σε λήστεψε κανείς;»
«Ο Θεός με τιμώρησε».
«Και καθόσουν εκεί πέρα ολοτσίτσιδος;»
«Ναι, γδυμνός και παγωμένος. Ο Σίμων με είδε και με λυπήθηκε. Έβγαλε το πανωφόρι του, μου το φόρεσε και μ’ έφερε εδώ πέρα. Κι εσείς μου δώσατε να φάω, μου δώσατε να πιω και μου δείξατε συμπόνια. Ο Θεός θα σας ανταμείψει!»
«Πώς έγινε, όμως, και βρέθηκες στο δρόμο;»
«Δεν μπορώ να σας πω».
«Μήπως σε λήστεψε κανείς;»
«Ο Θεός με τιμώρησε».
«Και καθόσουν εκεί πέρα ολοτσίτσιδος;»
«Ναι, γδυμνός και παγωμένος. Ο Σίμων με είδε και με λυπήθηκε. Έβγαλε το πανωφόρι του, μου το φόρεσε και μ’ έφερε εδώ πέρα. Κι εσείς μου δώσατε να φάω, μου δώσατε να πιω και μου δείξατε συμπόνια. Ο Θεός θα σας ανταμείψει!»
Η Ματριόνα σηκώθηκε, πήρε απ’ το παράθυρο το παλιοπουκάμισο του Σίμωνα που μπάλωνε και το έδωσε στον ξένο. Του έφερε κι ένα παντελόνι.
«Πάρ’ το», είπε, «βλέπω πως δε φοράς πουκάμισο. Φόρεσε το και ξάπλωσε όπου σ’ αρέσει, στο παραγώνι ή στο τζάκι» .
Ο ξένος έβγαλε το πανωφόρι, φόρεσε το πουκάμισο και ξάπλωσε στο παραγώνι. Η Ματριόνα έσβησε το κερί, πήρε το πανωφόρι και ανέβηκε στο τζάκι, εκεί που ‘χε πλαγιάσει ο άντρας της.
Η Ματριόνα τράβηξε πάνω της το πανωφόρι και πλάγιασε κι αυτή, μα δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Δεν μπορούσε να βγάλει τον ξένο από το νου της.
Σαν θυμήθηκε πως ο ξένος είχε φάει το τελευταίο κομμάτι ψωμί που τους είχε απομείνει και πως δεν υπήρχε μήτε ψίχουλο για αύριο, σαν συλλογίστηκε το πουκάμισο και το παντελόνι που ‘χε χαρίσει, ένιωσε να την κυριεύει η λύπη. Μα σαν έφερε στο νου της τον τρόπο που της χαμογέλασε, η καρδιά της γέμισε χαρά.
Κάμποσο έμεινε ξυπνητή η Ματριόνα και πρόσεξε ότι κι ο Σίμωνας δεν κοιμόταν — τράβαγε το πανωφόρι προς αυτόν.
«Σίμωνα!»
«Τ’ είναι;»
«Φάγατε το τελευταίο κομμάτι ψωμί και δεν ξέρω τι θα κάνουμε αύριο. Μπορεί να δανειστώ λίγο απ’ τη γειτόνισσα, τη Μάρθα».
«Αν ζούμε ως αύριο, κάτι θα βρούμε να φάμε». Η γυναίκα έμεινε έτσι για λίγο και έπειτα είπε: «Φαίνεται καλός άνθρωπος αλλά γιατί δε μας λέει ποιος είναι;»
«Έχει τους λόγους του, φαντάζομαι».
«Σίμων!»
«Έλα».
«Εμείς δίνουμε. Ωραία! Γιατί, όμως, κανένας δε μας δίνει τίποτα εμάς;»
«Τ’ είναι;»
«Φάγατε το τελευταίο κομμάτι ψωμί και δεν ξέρω τι θα κάνουμε αύριο. Μπορεί να δανειστώ λίγο απ’ τη γειτόνισσα, τη Μάρθα».
«Αν ζούμε ως αύριο, κάτι θα βρούμε να φάμε». Η γυναίκα έμεινε έτσι για λίγο και έπειτα είπε: «Φαίνεται καλός άνθρωπος αλλά γιατί δε μας λέει ποιος είναι;»
«Έχει τους λόγους του, φαντάζομαι».
«Σίμων!»
«Έλα».
«Εμείς δίνουμε. Ωραία! Γιατί, όμως, κανένας δε μας δίνει τίποτα εμάς;»
Ο Σίμωνας δεν ήξερε τι ν’ αποκριθεί. Έτσι, το μόνο που είπε ήταν:
«Ας μη μιλάμε άλλο» και γύρισε απ’ τ’ άλλο πλευρό. Σε λίγο είχε αποκοιμηθεί.
Το πρωί ο Σίμωνας ξύπνησε. Τα παιδιά κοιμόντουσαν ακόμα. Η γυναίκα του είχε πάει στη γειτόνισσα για να δανειστεί λίγο ψωμί. Μονάχα ο ξένος καθότανε στον πάγκο, φορώντας το παλιοπουκάμισο και το παντελόνι και κοιτάζοντας ψηλά. Το πρόσωπο του ήταν ακόμα φωτεινότερο απ’ όσο ήταν την προηγούμενη μέρα. Ο Σίμωνας του είπε:
«Φίλε, η κοιλιά ζητά ψωμί και το γυμνό σώμα ρούχο. Πρέπει να δουλεύει κανείς για να ζει. Εσύ τι δουλειά ξέρεις να κάνεις;»
«Δεν ξέρω καμιά»
«Δεν ξέρω καμιά»
Αυτό τον παραξένεψε τον Σίμωνα, μα είπε: «Οι άνθρωποι που θέλουνε να μάθουν μπορούν να μάθουν οτιδήποτε».
«Οι άνθρωποι εργάζονται και θα εργαστώ κι εγώ».
«Πώς σε λένε;»
«Μιχάλη».
«Λοιπόν, Μιχάλη. Αν δε θες να μιλήσεις για την αφεντιά σου, δικιά σου υπόθεση. Μα πρέπει να κάνεις κάτι για να ζήσεις. Αν δουλέψεις όπως σου πω εγώ, θα σου εξασφαλίσω στέγη και τροφή».
«Ο Θεός να σε ανταμείψει! Θα μάθω. Δείξε μου τι να κάνω».
«Οι άνθρωποι εργάζονται και θα εργαστώ κι εγώ».
«Πώς σε λένε;»
«Μιχάλη».
«Λοιπόν, Μιχάλη. Αν δε θες να μιλήσεις για την αφεντιά σου, δικιά σου υπόθεση. Μα πρέπει να κάνεις κάτι για να ζήσεις. Αν δουλέψεις όπως σου πω εγώ, θα σου εξασφαλίσω στέγη και τροφή».
«Ο Θεός να σε ανταμείψει! Θα μάθω. Δείξε μου τι να κάνω».
Ο Σίμωνας πήρε λίγο νήμα, το τύλιξε στο δάχτυλο του και άρχισε να το στρίβει. «Είναι πολύ εύκολο. Κοίτα!»
Ο Μιχάλης τον κοίταξε. Τύλιξε κι αυτός λίγο νήμα γύρω από το δάχτυλο του, έπιασε το κόλπο κι έστριψε κι αυτός το νήμα.
Μετά ο Σίμωνας του έδειξε πώς να κερώνει το νήμα. Ο Μιχάλης το έμαθε κι αυτό στο άψε σβήσε. Ύστερα ο Σίμωνας του έδειξε πώς να στρίβει και να περνά τη γουρουνότριχα και πώς να ράβει. Ο Μιχάλης το ‘μαθε κι αυτό στη στιγμή.
Ό,τι κι αν του ‘δειχνε ο Σίμωνας, αυτός το καταλάβαινε αμέσως κι ύστερα από τρεις μέρες δούλευε σάμπως να έραβε μπότες σ’ όλη του τη ζωή. Δούλευε χωρίς σταμάτημα και έτρωγε ελάχιστα. Σαν τέλειωνε η δουλειά, καθόταν σιωπηλός με τα μάτια στραμμένα προς τα πάνω. Σπάνια έβγαινε στο δρόμο, μιλούσε μόνο όταν ήταν ανάγκη και δεν αστειευότανε ποτέ ούτε γελούσε. Ποτέ δεν τον είδαν να γελάει, εκτός από το πρώτο εκείνο βράδυ, τότε που η Ματριόνα του έδωσε να φάει.
Μέρα τη μέρα, βδομάδα τη βδομάδα, κυλούσε ο χρόνος. Ο Μιχάλης ζούσε στο σπίτι του Σίμωνα και δούλευε μαζί του. Η φήμη του απλώθηκε τόσο πολύ, που ο κόσμος έλεγε πως κανείς άλλος δεν έραβε τόσο στέρεα τις μπότες, όσο ο δουλευτής του Σίμωνα, ο Μιχάλης. Απ’ όλη την περιοχή ολόγυρα έρχονταν άνθρωποι στον Σίμωνα φέρνοντας τις μπότες τους κι ο Σίμωνας άρχισε να ζει καλά.
Μια χειμωνιάτικη μέρα, καθώς κάθονταν και δουλεύανε ο Σίμωνας κι ο Μιχάλης, ήρθε και σταμάτησε στο καλύβι τους μια άμαξα-έλκηθρο που την έσερναν τρία άλογα με κουδουνάκια. Αυτοί κοίταξαν έξω απ’ το παράθυρο. Η άμαξα είχε σταματήσει στην πόρτα τους. Απ’ το κουβούκλιο κατέβηκε ένας κομψοντυμένος υπηρέτης και άνοιξε την πόρτα. Πρόβαλε ένας κύριος με γούνινο πανωφόρι και προχώρησε προς το καλύβι του Σίμωνα. Η Ματριόνα τινάχτηκε ορθή κι άνοιξε διάπλατα την πόρτα. Ο κύριος έσκυψε για να μπει στο καλύβι κι όταν σήκωσε πάλι το κορμί του, το κεφάλι του άγγιξε σχεδόν το ταβάνι κι έμοιαζε να γεμίζει ολότελα με τον όγκο του το χώρο.
Ο Σίμωνας σηκώθηκε, υποκλίθηκε και κοίταξε με έκπληξη τον κύριο. Ποτέ του δεν είχε ξαναδεί άλλον σαν αυτόν. Ο ίδιος ο Σίμωνας ήταν ισχνός, λεπτός ο Μιχάλης κι η Ματριόνα στεγνή σαν κόκαλο — αλλά ο άνθρωπος αυτός έμοιαζε φερμένος από άλλο κόσμο: κοκκινομούρης, θεόρατος, μ’ ένα σβέρκο σαν του ταύρου, και φαινόταν χυμένος σε σίδερο, θαρρείς, απ’ την κορφή ως τα νύχια.
Ο κύριος ξεφύσηξε, έβγαλε το γούνινο πανωφόρι του, κάθισε στον πάγκο και είπε:
«Ποιος από σας είναι ο αρχιμάστορας εδώ;»
«Εγώ, εξοχότατε», είπε ο Σίμωνας πλησιάζοντας.
«Εγώ, εξοχότατε», είπε ο Σίμωνας πλησιάζοντας.
Τότε ο κύριος φώναξε στο βαστάζο του:
«’Ει, Φέντκα, φέρε το πετσί!»
Ο υπηρέτης μπήκε τρέχοντας κουβαλώντας ένα δέμα. Ο κύριος πήρε το δέμα και το απίθωσε πάνω στο τραπέζι. «Λύσε το», είπε. Το παλικάρι το έλυσε.
Ο κύριος έδειξε με το δάχτυλο του το δέρμα.
«Κοίτα εδώ, τσαγκάρη», είπε, «βλέπεις ετούτο το πετσί;»
«Το βλέπω, εντιμότατε».
«Ξέρεις, όμως, τι λογής είναι;»
Ο Σίμωνας άγγιξε το πετσί και είπε:
«Είναι καλό δέρμα».
«Καλό, βέβαια! Αυτό σου ‘λειπε! Να πεις πως δεν είναι καλό. Τέτοιο πετσί, ηλίθιε, δεν ξανάδες στη ζωή σου. Είναι γερμανικό και κοστίζει είκοσι ρούβλια».
Ο Σίμωνας τρομοκρατήθηκε και είπε:
«Πού θα ‘βλεπα ποτέ μου δέρμα σαν αυτό;»
«Έτσι μπράβο! Και τώρα, μπορείς να μου κάνεις μπότες;»
«Μάλιστα, εξοχότατε, μπορώ».
Τότε ο κύριος του φώναξε με δυνατή φωνή:
«Μπορείς! Μπορείς; Πρόσεξε! Μην ξεχνάς για ποιόνε θα φτιάξεις τις μπότες και τι λογής είναι το πετσί. Πρέπει να μου φτιάξεις μπότες που θα τις φορώ για ένα χρόνο, δίχως να ξεχειλώσουνε κι ούτε να ξηλωθούνε. Αν μπορείς να το κάνεις, πάρε το πετσί και κόφ’ το. Αν όμως δεν μπορείς, πες το. Σε προειδοποιώ: αν οι μπότες που θα φτιάξεις ξηλωθούν ή ξεχειλώσουνε μέσα σ’ ένα χρόνο, θα σε κλείσω στη φυλακή. Αν δεν ανοίξουν ούτε ξεχειλώσουν για ένα χρόνο, θα σε πληρώσω δέκα ρούβλια για τον κόπο σου».
Ο Σίμωνας είχε τρομάξει πολύ και δεν ήξερε τι να πει. Κοίταξε τον Μιχάλη και σκουντώντας τον με τον αγκώνα, του ψιθύρισε:
«Να τήνε πάρω τη δουλειά;» Ο Μιχάλης κούνησε το κεφάλι του, σαν να ‘λεγε:
«Ναι, πάρ’ τη».
Ο Σίμωνας έκανε ό,τι τόνε συμβούλεψε ο Μιχάλης κι ανέλαβε να φτιάξει μπότες που δε θα ξεχείλωναν ούτε και θ’ άνοιγαν για έναν ολάκερο χρόνο.
Φωνάζοντας τον υπηρέτη του, ο κύριος του είπε να τραβήξει την μπότα απ’ το αριστερό του πόδι που το τέντωσε.
«Πάρε τα μέτρα μου!» είπε.
Ο Σίμωνας πήρε ένα χαρτί μετρήματος σαράντα πέντε πόντους μάκρος, το ίσιωσε, γονάτισε, σκούπισε καλά τα χέρια του πάνω στην ποδιά του, για να μη λερώσει τις κάλτσες του κυρίου, και άρχισε να μετρά. Μέτρησε τη σόλα, την πατούσα γύρω γύρω κι άρχισε να μετρά τη γάμπα του ποδιού, μα το χαρτί ήταν πολύ κοντό. Η γάμπα του ποδιού ήταν χοντρή, σαν δοκάρι.
«Πρόσεξε μην τυχόν και με σφίγγει πολύ στο πόδι».
Ο Σίμωνας πήρε άλλη μια λουρίδα χαρτί. Ο κύριος στριφογύριζε τα δάχτυλα του μες στην κάλτσα του κοιτάζοντας ολόγυρα όσους ήταν στο καλύβι όταν πήρε το μάτι του τον Μιχάλη.
«Ποιον έχεις εκεί πέρα;» ρώτησε.
«Είναι ο τεχνίτης μου. Αυτός θα ράψει τις μπότες».
«Πρόσεξε καλά», είπε ο κύριος στον Μιχάλη, «μην ξεχάσεις πως πρέπει να τις φτιάξεις έτσι που να μου κρατήσουν ένα χρόνο».
Ο Σίμωνας κοίταξε κι αυτός τον Μιχάλη και είδε πως ο Μιχάλης δεν κοίταζε τον κύριο, μα τη γωνία πίσω απ’ τον κύριο, σάμπως να έβλεπε κάποιον εκεί πέρα. Ο Μιχάλης κοίταζε κι όλο κοίταζε, ώσπου άξαφνα χαμογέλασε και φωτίστηκε το πρόσωπο του.
«Τι χασκογελάς εσύ κει πέρα, ηλίθιε;» άστραψε και βρόντηξε ο κύριος. «Θα ‘κανες καλύτερα να φροντίσεις να ‘ναι έτοιμες στην ώρα τους οι μπότες».
«Θα ετοιμαστούν στην ώρα τους», είπε ο Μιχάλης.
«Πρόσεξε καλά!» είπε ο κύριος και φόρεσε τις μπότες και το γούνινο πανωφόρι του που το τύλιξε γύρω του και τράβηξε κατά την πόρτα. Μα ξέχασε να σκύψει και κουτούλησε την κεφάλα του πάνω στην κάσα της πόρτας. Βλαστήμησε κι έτριψε την κεφάλα του. Μετά πήρε τη θέση του μέσα στην άμαξα και ξεκίνησε.
Αφού πια έφυγε, ο Σίμωνας είπε:
«Φάτσα να σου πετύχει! Ούτε με βαριά δε θα μπορούσες να τον σκοτώσεις. Σχεδόν την ξεμασκάλισε την κάσα, μα δεν έπαθε ούτε γρατσουνιά!»
Κι η Ματριόνα πρόσθεσε:
«Ζώντας όπως ζει, πώς να μη γίνει σαν μουλάρι; Ούτε ο θάνατος ο ίδιος δεν μπορεί να κάνει τίποτα σε τέτοιο αγκωνάρι!»
Τότε ο Σίμωνας είπε στον Μιχάλη:
«Εντάξει, τήνε πήραμε τη δουλειά, μα πρέπει να κοιτάξουμε μη βρούμε κάνα μπελά. Το δέρμα είν’ ακριβό κι ο κύριος αράθυμος. Πρέπει να μην κάνουμε λάθη. Έλα, εσύ βλέπεις καλύτερα και τα χέρια σου πιάνουν πιο καλά από τα δικά μου. Πάρε, λοιπόν, αυτά τα μέτρα και άρχισε το κόψιμο. Εγώ θα αποτελειώσω το ράψιμο στα ψίδια».
Ο Μιχάλης έκανε ό,τι του ‘πε. Πήρε το δέρμα, το άπλωσε πάνω στο τραπέζι, το δίπλωσε στα δυο, πήρε μια φαλτσέτα κι άρχισε να κόβει.
Η Ματριόνα κοντοζύγωσε και τον παρατηρούσε που έκοβε. Της έκανε μεγάλη εντύπωση ο τρόπος που το ‘κανε. Η Ματριόνα είχε συνηθίσει να βλέπει να φτιάχνουν μπότες και τώρα κοίταζε κι έβλεπε πως ο Μιχάλης δεν έκοβε το δέρμα όπως συνήθως για μπότες αλλά το ‘κοβε στρογγυλά.
Της ήρθε να πει κάτι, μα έκανε μέσα της: «Ίσως να μην καταλαβαίνω πώς πρέπει να φτιάχνονται οι μπότες για κυρίους. Φαντάζομαι πως ο Μιχάλης ξέρει πιο πολλά πάνω σ’ αυτό. Καλύτερα να μην ανακατευτώ».
Ο Μιχάλης, αφού έκοψε το δέρμα, πήρε μια κλωστή και άρχισε να ράβει όχι με δυο άκρες, όπως ράβονται οι μπότες, αλλά με μια μόνο άκρη, όπως ράβονται οι μαλακές παντόφλες.
Και πάλι αναρωτήθηκε η Ματριόνα αλλά και πάλι δεν ανακατεύτηκε. Ο Μιχάλης έραβε σταθερά μέχρι το μεσημέρι. Τότε ο Σίμωνας σηκώθηκε για φαγητό, κοίταξε γύρω του και είδε πως ο Μιχάλης είχε φτιάξει παντόφλες από το δέρμα του κυρίου.
«Ιιιι!» μούγκρισε ο Σίμωνας και σκέφτηκε: «Πώς είναι δυνατόν ο Μιχάλης, που ‘ναι μαζί μου έναν ολάκερο χρόνο και δε λάθεψε ποτέ του ως τα τώρα, να κάνει κάτι τόσο τρομερό; Ο κύριος παράγγειλε μπότες ψηλές, με βάρδουλα, κι ο Μιχάλης έφτιαξε μαλακές παντόφλες μονόσολες και χαράμισε το δέρμα. Τι θα πω τώρα στον κύριο; Δεν μπορώ να βρω πουθενά δέρμα σαν αυτό». Και, γυρίζοντας στον Μιχάλη, είπε:
«Τι κάνεις, φίλε; Με κατέστρεψες! Ξέρεις καλά ότι ο κύριος παράγγειλε μπότες ψηλές και κοίτα εσύ τι έκανες!»
Δεν πρόλαβε ν’ αρχίσει το κατσάδιασμα στον Μιχάλη και «ρατ-τατ» ακούστηκε να χτυπάει το σιδερένιο γλωσσίδι που κρεμότανε στην πόρτα. Κάποιος χτυπούσε. Κοίταξαν έξω απ’ το παράθυρο. Ένας άντρας είχε έρθει καβάλα στ’ άλογο του που τώρα το ‘δενε στον πάσσαλο. Άνοιξαν την πόρτα και μπήκε ο υπηρέτης που ήτανε με τον κύριο.
«Καλημέρα», είπε.
«Καλημέρα», αποκρίθηκε ο Σίμωνας. «Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;»
«Μ’ έστειλε η κυρά μου για τις μπότες».
«Για τις μπότες;»
«Ναι, ο κύριος μου δεν τις χρειάζεται. Πέθανε».
«Είναι δυνατό;»
«Δεν πρόκαμε να φτάσει μέχρι το σπίτι, μετά που έφυγε από σας. Πέθανε στην άμαξα. Σαν φτάσαμε στο σπίτι και τρέξανε οι υπηρέτες να τόνε βοηθήσουν να κατέβει, κύλησε κάτω σαν σακί. Ήταν κιόλας πεθαμένος και τόσο ξυλιασμένος, που δεν μπορούσαν να τόνε βγάλουν απ’ την άμαξα. Η κυρά μου μ’ έστειλε εδώ να σας πω ότι ο κύριος που παράγγειλε μπότες για την αφεντιά του κι άφησε ένα κομμάτι δέρμα για να φτιαχτούν, δε χρειάζεται πια τις μπότες κι ότι πρέπει γρήγορα να φτιάξετε μαλακές παντόφλες για το πτώμα. “Περίμενε”, μου είπε, “μέχρι να ετοιμαστούν και φέρτες πίσω μαζί σου”. Να γιατί ήρθα».
Ο Μιχάλης μάζεψε τα υπολείμματα απ’ το δέρμα, τα τύλιξε, πήρε τις μαλακές παντόφλες που ‘χε φτιάξει, τις χτύπησε τη μια με την άλλη, τις σκούπισε με την ποδιά του και τις έδωσε μαζί με το ρολό το δέρμα στον υπηρέτη που τις πήρε και είπε:
«Αντίο, μαστόροι, και καλή σας μέρα».
Πέρασε άλλος ένας χρόνος, κι ακόμα ένας, κι ο Μιχάλης περνούσε τώρα τον έκτο χρόνο του μαζί με τον Σίμωνα. Ζούσε όπως πριν. Δεν πήγαινε πουθενά, μιλούσε μόνο σαν ήταν ανάγκη κι είχε χαμογελάσει μονάχα δυο φορές όλ’ αυτά τα χρόνια — τη μια φορά όταν η Ματριόνα του έδωσε να φάει και μια δεύτερη φορά όταν ήρθε στο καλύβι τους ο κύριος. Ο Σίμωνας ήταν κάτι παραπάνω από ικανοποιημένος με τον παραγιό του. Ποτέ δεν τον ρωτούσε τώρα από πού ήταν και το μόνο που φοβόταν ήταν μήπως φύγει ο Μιχάλης.
Μια μέρα ήταν όλοι στο σπίτι. Η Ματριόνα μαγείρευε στο φούρνο. Τα παιδιά τρέχανε πέρα δώθε πάνω στους πάγκους, κοιτάζοντας έξω απ’ το παράθυρο. Ο Σίμωνας έραβε στο ένα παράθυρο και ο Μιχάλης στερέωνε ένα τακούνι στο άλλο.Το ένα απ’ τα παιδιά πλησίασε τρέχοντας πάνω στον πάγκο τον Μιχάλη, έσκυψε πάνω στον ώμο του και κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο.
«Κοίτα, θείε Μιχάλη! Μια κυρία με τα κοριτσάκια της! Φαίνεται πως έρχεται καταδώ. Και το ένα κορίτσι είναι κουτσό».
Μόλις το παιδί το είπε αυτό, ο Μιχάλης παράτησε τη δουλειά του, γύρισε προς το παράθυρο και κοίταξε έξω στο δρόμο.
Ο Σίμωνας παραξενεύτηκε. Ποτέ δε συνήθιζε ο Μιχάλης να κοιτάζει στο δρόμο, μα τώρα είχε κολλήσει στο τζάμι κοιτάζοντας κάτι. Ο Σίμωνας κοίταξε κι αυτός και είδε να ‘ρχεται πραγματικά προς το καλύβι μια καλοντυμένη γυναίκα κρατώντας από το χέρι δυο κοριτσάκια με γούνινα πανωφόρια και μάλλινα κασκόλ. Τα κοριτσάκια μοιάζανε με δυο σταγόνες νερό, εκτός μονάχα ότι το ένα κούτσαινε στο αριστερό του πόδι και περπατούσε με δυσκολία.
Η γυναίκα ανέβηκε στο πρόστεγο και μπήκε στο διάδρομο. Ψαχουλεύοντας στην είσοδο, βρήκε το μάνταλο, το σήκωσε και άνοιξε την πόρτα. Άφησε πρώτα να περάσουν τα δυο κορίτσια και τ’ ακολούθησε μες στο καλύβι.
«Καλημέρα, καλοί μου άνθρωποι!»
«Παρακαλώ, περάστε», είπε ο Σίμωνας. «Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;»
Η γυναίκα κάθισε στο τραπέζι. Τα δυο κοριτσάκια στριμώχνονταν κοντά στα γόνατα της, γιατί φοβόντουσαν αυτούς που ήταν στο καλύβι.
«Θέλω να μου φτιάξετε δερμάτινα παπούτσια γι’ αυτά τα κοριτσάκια, για την άνοιξη».
«Να σας φτιάξουμε, μόλο που δεν έχουμε ξαναφτιάξει τέτοια παπούτσια. Ο παραγιός μου, ο Μιχάλης, είναι μάστορας σ’ αυτό».
Ο Σίμωνας έριξε στον Μιχάλη μια ματιά και είδε πως είχε παρατήσει τη δουλειά του και καθόταν με τα μάτια του καρφωμένα πάνω στα κοριτσάκια. Ο Σίμωνας παραξενεύτηκε. Είναι αλήθεια πως τα κορίτσια ήταν πολύ όμορφα, με μαύρα μάτια, παχουλά, ροδομάγουλα• φορούσαν όμορφα τσεμπέρια και γούνινα πανωφόρια αλλά ο Σίμωνας εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει γιατί ο Μιχάλης τα κοίταζε με τον τρόπο αυτό — σάμπως να τα γνώριζε από πριν. Ένιωθε αμήχανος αλλά συνέχισε να κουβεντιάζει με τη γυναίκα κανονίζοντας την τιμή. Αφού κανόνισε την τιμή, ετοιμάστηκε να πάρει τα μέτρα. Η γυναίκα σήκωσε το ανάπηρο κορίτσι στα γόνατα της και είπε:
«Πάρε δυο φορές μέτρα απ’ αυτό το κοριτσάκι. Φτιάξε ένα παπούτσι για το κουτσό ποδάρι και τρία για το γερό. Έχουνε και τα δυο το ίδιο νούμερο. Είναι δίδυμα».
Ο Σίμωνας πήρε τα μέτρα και, μιλώντας για το κουτσό κορίτσι, είπε:
«Πώς του συνέβη; Είναι τόσο όμορφο κορίτσι! Έτσι γεννήθηκε;»
«Όχι, η μητέρα του καταπλάκωσε το πόδι του».
Τότε μπήκε στη συζήτηση κι η Ματριόνα. Ποια ήταν, άραγε, αυτή η γυναίκα και τίνος ήταν τα παιδιά; Ρώτησε, λοιπόν:
«Δεν είσαι του λόγου σου, λοιπόν, η μητέρα τους;»
«Όχι, καλή μου γυναίκα. Δεν είμαι ούτε μητέρα τους ούτε καν συγγένισσά τους. Μου ήταν ολότελα ξένα αλλά τα υιοθέτησα».
«Δεν είναι παιδιά σας κι ωστόσο τ’ αγαπάτε τόσο πολύ;»
«Πώς είναι δυνατό να μην τ’ αγαπώ; Τα έθρεψα με το δικό μου γάλα. Είχα κι εγώ ένα παιδί αλλά το πήρε ο Κύριος. Το αγαπούσα τόσο, όσο αγαπώ τώρα αυτά».
«Τότε, ποιανού παιδιά είναι;»
Η γυναίκα, έχοντας αρχίσει να μιλάει, της είπε ολόκληρη την ιστορία.
«Πάνε κάπου έξι χρόνια από τότε που πέθαναν οι γονείς τους, κι οι δυο μέσα σε μια βδομάδα: ο πατέρας τους θάφτηκε την Τρίτη και η μητέρα τους πέθανε την Παρασκευή. Τα ορφανά τούτα γεννήθηκαν τρεις μέρες έπειτα απ’ το θάνατο του πατέρα τους και η μητέρα τους δεν έζησε ούτε μια μέρα παραπάνω. Ο άντρας μου κι εγώ ζούσαμε τότε σαν χωρικοί στο χωριό. Ήμασταν γείτονες τους και ο αυλόγυρός μας ήτανε πλάι στο δικό τους.Ο πατέρας τους ήταν ένας άνθρωπος μοναχικός, ξυλοκόπος στο δάσος. Μια μέρα που κόβανε δέντρα, έπεσε πάνω του ένα απ’ αυτά και τον έκανε λιώμα. Δεν πρόκαμαν να τόνε πάνε σπίτι κι ο δύστυχος παρέδωσε την ψυχή του στο Θεό. Την ίδια βδομάδα η γυναίκα του γέννησε δίδυμα — τούτα εδώ τα κοριτσάκια. Ήταν φτωχιά και μόνη. Δεν είχε κανένα κοντά της, ούτε νέο ούτε γέρο. Μονάχη της γέννησε και μονάχη της βρήκε το θάνατο.
»Την άλλη μέρα το πρωί πήγα να την ιδώ, μα σαν μπήκα στο καλύβι, η δύστυχη κειτόταν κιόλας ξυλιασμένη. Πεθαίνοντας, γύρισε και καταπλάκωσε με το σώμα της το ποδαράκι του παιδιού. Ήρθανε τότε στο καλύβι οι χωριανοί, πλύνανε το σώμα της, την ετοιμάσανε, φτιάξανε κι ένα φέρετρο και τήνε θάψανε. Ήταν άνθρωποι καλοί. Τα μωρά είχαν απομείνει μοναχά τους. Τι θα γινότανε με τα μωρά; Εγώ ήμουνα η μόνη γυναίκα εκεί πέρα που ‘χε μωρό στην αγκαλιά εκείνο τον καιρό. Φρόντιζα το δικό μου νιογέννητο, ηλικίας οχτώ βδομάδων. Έτσι, τα πήρα κοντά μου για λίγο καιρό. Οι χωρικοί μαζεύονταν κάθε τόσο κι όλο συλλογιζόντουσαν τι θ’ απογίνουν τα παιδιά. Στο τέλος μου είπανε:
“Για την ώρα, Μαρία, καλύτερα να τα κρατήσεις εσύ τα κορίτσια κι αργότερα θα δούμε τι θα τα κάνουμε”.
Έτσι, άρχισα να θηλάζω το γερό, παραμελώντας στην αρχή το σακάτικο. Φανταζόμουνα πως δε θα ζούσε. Μα ύστερα αναλογίστηκα: γιατί, τάχα, να υποφέρει το αθώο πλασματάκι; Το λυπήθηκα κι άρχισα κι αυτό να το ταΐζω. Έτσι, λοιπόν, θήλαζα το δικό μου το αγοράκι κι αυτά τα δυο —και τα τρία τους— από το στήθος μου. Ήμουνα νέα και γερή κι ο Θεός το ‘δωσε να έχω τόσο πολύ γάλα, που καμιά φορά ξεχυνόταν μοναχό του. Τάιζα συνήθως δυο κάθε φορά, ενώ το τρίτο περίμενε. Όποτε χόρταινε καλά το ένα, θήλαζα το τρίτο. Κι ο Θεός το ‘θελε αυτά τα δυο να μεγαλώσουν και το δικό μου να πεθάνει, προτού γίνει δυο χρονών. Και δεν είχα άλλα παιδιά, μόλο που δε μας λείπουν τα λεφτά. Ο άντρας μου δουλεύει αυτή τη στιγμή στο μύλο για τον έμπορο του καλαμποκιού. Πληρώνεται καλά και καλοζούμε. Αλλά δεν έχω δικά μου παιδιά και σκέφτομαι πόσο μόνη θα ‘μουνα, δίχως αυτά τα κοριτσάκια! Πώς μπορώ να μην τ’ αγαπώ! Αυτά είν’ η χαρά της ζωής μου!»
Κι έσφιξε πάνω της το κουτσό κοριτσάκι με το ‘να χέρι της, ενώ με τ’ άλλο σκούπιζε τα δάκρυα απ’ τα μάγουλα της.
Η Ματριόνα αναστέναξε και είπε:
«Σωστά το λέει η παροιμία, “μπορεί κανείς να ζήσει δίχως μάνα ή πατέρα, μα δεν μπορεί να ζήσει δίχως το Θεό”».
Με τέτοια λόγια κουβεντιάζανε όταν, άξαφνα, ολάκερο το καλύβι φωτίστηκε, σάμπως να το πλημμύριζε καλοκαιρινό φως απ’ τη γωνιά όπου καθόταν ο Μιχάλης. Όλοι κοιτάζανε προς αυτόν και τον είδανε καθισμένο εκεί πέρα, με τα χέρια του διπλωμένα πάνω στα γόνατα του, να κοιτάζει ψηλά και να χαμογελά.
Κάποια στιγμή έφυγε η γυναίκα μαζί με τα κορίτσια. Ο Μιχάλης σηκώθηκε απ’ τον πάγκο, άφησε κάτω τη δουλειά του και έβγαλε την ποδιά του. Μετά, κάνοντας υπόκλιση στον Σίμωνα και στη γυναίκα του, είπε:
«Σας αποχαιρετώ, αφέντες μου. Ο Θεός με συγχώρεσε. Ζητώ κι από σας να με συγχωρέσετε, αν κάπου έσφαλα».
Κι εκείνοι είδαν πως ο Μιχάλης αχτιδοβόλαγε φως. Ο Σίμωνας σηκώθηκε, υποκλίθηκε μπροστά στον Μιχάλη και είπε:
«Βλέπω, Μιχαήλ, ότι δεν είσαι ένας άνθρωπος κοινός κι εγώ δεν μπορώ μήτε να σε κρατήσω μήτε να σε ρωτήσω το παραμικρό. Πες μου μονάχα αυτό: πώς γίνεται κι όταν σε βρήκα και σ’ έφερα στο σπίτι ήσουνα μελαγχολικός κι όταν σου ‘δωσε η γυναίκα μου να φας, της χαμογέλασες και φωτίστηκες ολάκερος; Μετά, τότε που ‘ρθε ο κύριος να παραγγείλει τις μπότες κι εσύ χαμογέλασες πάλι κι έγινες ακόμα πιο φωτεινός; Και τώρα, όταν ετούτη η γυναίκα έφερε τα κοριτσάκια, εσύ χαμογέλασες για τρίτη φορά και φωτίστηκες σαν ήλιος; Πες μου, Μιχαήλ, γιατί λάμπει τόσο πολύ το πρόσωπο σου και γιατί χαμογέλασες τις τρεις εκείνες φορές;»
Κι ο Μιχαήλ αποκρίθηκε:
«Εκπέμπω φως επειδή τιμωρήθηκα κι επειδή τώρα ο Θεός με συγχώρεσε. Και χαμογέλασα τρεις φορές επειδή ο Θεός με έστειλε να μάθω τρεις αλήθειες κι εγώ τις έμαθα. Τη μια την έμαθα τότε που με λυπήθηκε η γυναίκα σου κι αυτός είν’ ο λόγος που μ’ έκανε να χαμογελάσω την πρώτη φορά. Τη δεύτερη την έμαθα τότε που ο πλούσιος παράγγειλε τις μπότες κι εγώ ξαναχαμογέλασα. Και τώρα, όταν αντίκρισα κείνα τα κοριτσάκια, έμαθα την τρίτη και τελευταία αλήθεια και χαμογέλασα για τρίτη φορά».
Και είπε ο Σίμωνας:
«Πες μου, Μιχαήλ, για ποιο λόγο σε τιμώρησε ο Θεός και ποιες ήταν οι τρεις αλήθειες που μπορώ να τις μάθω κι εγώ;»
Και αποκρίθηκε ο Μιχαήλ:
«Ο Θεός με τιμώρησε, επειδή δεν τον υπάκουσα. Ήμουνα άγγελος στον ουρανό και παράκουσα το Θεό. Μ’ είχε στείλει ο Θεός να πάρω κάποιας γυναίκας την ψυχή. Κι ήρθα πετώντας κάτω στη γη κι αντίκρισα μια άρρωστη γυναίκα να κείτεται μονάχη της, μια γυναίκα που ‘χε μόλις γεννήσει δυο δίδυμα κορίτσια. Σάλευαν ανήμπορα εκείνα στο πλευρό της μητέρας αλλά εκείνη δεν μπορούσε να τα σηκώσει και να τα φέρει ως το στήθος της. Όταν με είδε, κατάλαβε πως ο Θεός με είχε στείλει για να της πάρω την ψυχή και τότε έκλαψε και είπε:
“Άγγελε Κυρίου! Πριν από λίγο θάφτηκε ο άντρας μου που τόνε τσάκισε ένα δέντρο. Δεν έχω ούτε αδελφή ούτε θεία ούτε μητέρα: κανένα να φροντίσει για τα ορφανά μου. Μην πάρεις την ψυχή μου! Άφησε με να θηλάσω τα μωρά μου, να τα θρέψω και να τα στηρίξω στα πόδια τους, προτού πεθάνω. Τα παιδιά δεν μπορούνε να ζήσουνε δίχως μάνα ή πατέρα”.
Κι εγώ την άκουσα. Έβαλα το ‘να παιδί στο στήθος της, τ’ άλλο στην αγκαλιά της και ξαναγύρισα στον Κύριο στον ουρανό. Πέταξα ως Αυτόν και είπα:
“Δεν μπόρεσα να πάρω την ψυχή της μητέρας. Ο άντρας της σκοτώθηκε από ένα δέντρο. Η γυναίκα έχει δυο δίδυμα παιδιά και παρακαλεί να μην της πάρουμε την ψυχή. Λέει η μητέρα: αφήστε με να θηλάσω και να θρέψω τα παιδιά μου, ώσπου να σταθούνε στα πόδια τους. Τα παιδιά δεν μπορούνε να ζήσουνε δίχως μάνα και πατέρα. Δεν της πήρα την ψυχή”.
Και λέει τότε ο Κύριος:
“Ύπαγε — πάρε της μητέρας την ψυχή και μάθε τρεις αλήθειες: μάθε Τι κατοικεί μέσα στον άνθρωπο, Τι δε δίνεται στον άνθρωπο και Τι κρατά τους ανθρώπους ζωντανούς. Όταν μάθεις αυτά τα πράγματα, θα επιστρέψεις στον ουρανό”.
Έτσι, ξαναπέταξα στη γη και πήρα την ψυχή της μητέρας. Τα βρέφη πέσαν απ’ τα στήθη της. Το σώμα της γύρισε πάνω στην κλίνη και καταπλάκωσε το ένα βρέφος στραγγουλίζοντας το πόδι του. Εγώ ανυψώθηκα πάνω απ’ το χωριό θέλοντας να μεταφέρω την ψυχή της στο Θεό, μα ένας άνεμος άρπαξε, ξερίζωσε τα φτερά μου κι με γκρέμισε κάτω. Η ψυχή της πέταξε μόνη της στο Θεό, ενώ εγώ έπεσα καταγής στην άκρια του δρόμου».
Ο Σίμωνας κι η Ματριόνα κατάλαβαν ποιος ήταν αυτός που ‘χε ζήσει μαζί τους, κατάλαβαν ποιον είχαν ντύσει και ταΐσει. Κι έκλαψαν από δέος και χαρά. Κι ο άγγελος τους είπε:
«Ήμουν μονάχος στα χωράφια, γδυμνός. Δε γνώρισα ποτέ ανθρώπινη ανάγκη τι θα πει, κρύο και πείνα, ωσότου έγινα άνθρωπος. Πεινούσα, κρύωνα και δεν ήξερα τι να κάνω. Σιμά στο χωράφι όπου ‘χα πέσει είδα ένα αλτάρι χτισμένο για τον Κύριο και πήγα προς τα κει με την ελπίδα να βρω καταφύγιο. Μα το αλτάρι ήτανε κλειδωμένο και δεν μπορούσα να μπω. Έτσι, κάθισα καταγής πίσω από το αλτάρι για να προφυλαχτώ, τουλάχιστον, απ’ τον άνεμο. Σουρούπωνε κι εγώ ήμουν πεινασμένος, παγωμένος και πονούσα. Άξαφνα άκουσα κάποιον να περνάει από το δρόμο. Κρατούσε ένα ζευγάρι παλιοπάπουτσα και μιλούσε μοναχός του. Για πρώτη φορά, αφότου γίνηκα άνθρωπος, αντίκριζα το θνητό πρόσωπο ενός ανθρώπου και το πρόσωπο του μου φάνηκε τρομερό και μ’ έκανε ν’ αποστρέψω το δικό μου. Κι άκουσα τον άνθρωπο να παραμιλά και να λέει πώς θα ‘ βρίσκε τρόπο να προφυλάξει το κορμί του από το κρύο το χειμώνα και να θρέψει γυναίκα και παιδιά. Κι εγώ συλλογίστηκα:
“Πεθαίνω απ’ το κρύο και την πείνα και να ένας άνθρωπος που άλλο δε σκέφτεται, παρά μονάχα πώς να ντύσει τον εαυτό του και τη γυναίκα του και πώς να βρει ψωμί για να φάνε. Δεν μπορεί να με βοηθήσει”.
Όταν με αντίκρισε ο άνθρωπος, σκυθρώπιασε και γίνηκε ακόμα τρομερότερος και με προσπέρασε. Απελπίστηκα τότε. Μα ξαφνικά τον άκουσα που ξαναγύριζε. Σήκωσα τα μάτια μου, τον είδα και δεν αναγνώρισα τον ίδιο άνθρωπο: λίγο πριν είχα δει το θάνατο στο πρόσωπο του, μα τώρα είχε ζωντανέψει και αναγνώρισα σ’ αυτόν την παρουσία του Θεού. Ήρθε κοντά μου, μ’ έντυσε, με πήρε μαζί του και μ’ έφερε στο σπίτι του. Εγώ μπήκα στο σπίτι. Μια γυναίκα ήρθε να μας προϋπαντήσει και άρχισε να μιλά. Η γυναίκα ήταν ακόμα πιο τρομερή απ’ όσο υπήρξε ο άντρας. Από το στόμα της έβγαινε το πνεύμα του θανάτου. Δεν μπορούσα ν’ ανασάνω από την μπόχα του θανάτου που σκόρπιζε ολόγυρα της. Ήθελε να με διώξει, να με πετάξει έξω μες στην παγωνιά κι εγώ ήξερα πως αν το έκανε, θα πέθαινα. Άξαφνα ο άντρας της της μίλησε για το Θεό και η γυναίκα άλλαξε μονομιάς. Κι όταν μου έφερε να φάω και με κοίταξε, την κοίταξα κι εγώ και είδα πως ο θάνατος δεν κατοικούσε πια μέσα της. Είχε ζωντανέψει και αναγνώρισα και σ’ αυτή την παρουσία του Θεού.
»Τότε θυμήθηκα το πρώτο μάθημα που μου ‘χε αναθέσει ο Κύριος: “μάθε Τι κατοικεί μέσα στον άνθρωπο”. Και κατάλαβα πως μέσα στον άνθρωπο κατοικεί η αγάπη!
Χαιρόμουνα που ο Θεός είχε κιόλας αρχίσει να μου φανερώνει ό,τι είχε υποσχεθεί και τότε χαμογέλασα για πρώτη φορά. Αλλά δεν τα ‘χα ακόμα μάθει όλα. Δεν ήξερα ακόμα Τι δε δίνεται στον άνθρωπο και Τι κρατά τους ανθρώπους ζωντανούς.
»Έμεινα μαζί σας και πέρασε ένας χρόνος. Κι ήρθε τότε ένας άνθρωπος που παράγγειλε μπότες που θα τις φορούσε για ένα χρόνο δίχως να ξεχειλώσουν ή να ξηλωθούν. Εγώ τον κοίταξα και, ξαφνικά, πίσω απ’ τον ώμο του, αντίκρισα το σύντροφο μου — τον άγγελο του θανάτου. Κανείς εκτός από μένα δεν έβλεπε κείνο τον άγγελο. Εγώ, όμως, τον ήξερα και ήξερα πως πριν ο ήλιος βασιλέψει, θα έπαιρνε του πλούσιου την ψυχή. Και είπα μέσα μου: “Ο άνθρωπος αυτός κάνει ετοιμασίες για ένα χρόνο μετά και δεν ξέρει πως θα πεθάνει πριν νυχτώσει”. Και θυμήθηκα τη δεύτερη φράση του Κυρίου, “μάθε Τι δε δίνεται στον άνθρωπο”.
» Ο,τι κατοικεί μέσα στον άνθρωπο το ήξερα κιόλας. Τώρα μάθαινα τι δεν του δίνεται. Δε δίνεται στον άνθρωπο το να ξέρει τις ανάγκες του. Και χαμογέλασα για δεύτερη φορά. Χαιρόμουν που είχα αντικρίσει το σύντροφό μου άγγελο, που χαιρόταν κι αυτός για το ότι ο θεός μού είχε αποκαλύψει τη δεύτερη αλήθεια.
«Ωστόσο, δεν τα γνώριζα ακόμα όλα. Δεν ήξερα Τι κρατά τους ανθρώπους ζωντανούς. Κι εξακολούθησα να ζω περιμένοντας πότε ο Κύριος θα μου αποκαλύψει το τελευταίο τούτο μάθημα. Τον έκτο χρόνο ήρθαν εδώ τα δίδυμα κορίτσια με τη γυναίκα. Κι εγώ αναγνώρισα τα κορίτσια και άκουσα με ποιο τρόπο είχαν κρατηθεί στη ζωή. Ακούγοντας την ιστορία, αναλογίστηκα:
“Η μητέρα τους με ικέτεψε για χάρη των παιδιών κι εγώ την πίστεψα όταν έλεγε πως τα παιδιά δεν μπορούνε να ζήσουν δίχως μάνα ή πατέρα. Όμως, ήρθε μια ξένη και τα θήλασε και τ’ ανάθρεψε”. Κι όταν η γυναίκα έδειξε την αγάπη της για τα παιδιά που δεν ήταν δικά της κι έκλαψε πάνω από το προσκεφάλι τους, είδα σ’ αυτή το ζωντανό Θεό και κατάλαβα Τι κρατά τους ανθρώπους ζωντανούς. Και ήξερα πως ο Θεός μού είχε αποκαλύψει την τελευταία αλήθεια και είχε συγχωρέσει το αμάρτημα μου. Και τότε χαμογέλασα για τρίτη φορά».
“Πεθαίνω απ’ το κρύο και την πείνα και να ένας άνθρωπος που άλλο δε σκέφτεται, παρά μονάχα πώς να ντύσει τον εαυτό του και τη γυναίκα του και πώς να βρει ψωμί για να φάνε. Δεν μπορεί να με βοηθήσει”.
Όταν με αντίκρισε ο άνθρωπος, σκυθρώπιασε και γίνηκε ακόμα τρομερότερος και με προσπέρασε. Απελπίστηκα τότε. Μα ξαφνικά τον άκουσα που ξαναγύριζε. Σήκωσα τα μάτια μου, τον είδα και δεν αναγνώρισα τον ίδιο άνθρωπο: λίγο πριν είχα δει το θάνατο στο πρόσωπο του, μα τώρα είχε ζωντανέψει και αναγνώρισα σ’ αυτόν την παρουσία του Θεού. Ήρθε κοντά μου, μ’ έντυσε, με πήρε μαζί του και μ’ έφερε στο σπίτι του. Εγώ μπήκα στο σπίτι. Μια γυναίκα ήρθε να μας προϋπαντήσει και άρχισε να μιλά. Η γυναίκα ήταν ακόμα πιο τρομερή απ’ όσο υπήρξε ο άντρας. Από το στόμα της έβγαινε το πνεύμα του θανάτου. Δεν μπορούσα ν’ ανασάνω από την μπόχα του θανάτου που σκόρπιζε ολόγυρα της. Ήθελε να με διώξει, να με πετάξει έξω μες στην παγωνιά κι εγώ ήξερα πως αν το έκανε, θα πέθαινα. Άξαφνα ο άντρας της της μίλησε για το Θεό και η γυναίκα άλλαξε μονομιάς. Κι όταν μου έφερε να φάω και με κοίταξε, την κοίταξα κι εγώ και είδα πως ο θάνατος δεν κατοικούσε πια μέσα της. Είχε ζωντανέψει και αναγνώρισα και σ’ αυτή την παρουσία του Θεού.
»Τότε θυμήθηκα το πρώτο μάθημα που μου ‘χε αναθέσει ο Κύριος: “μάθε Τι κατοικεί μέσα στον άνθρωπο”. Και κατάλαβα πως μέσα στον άνθρωπο κατοικεί η αγάπη!
Χαιρόμουνα που ο Θεός είχε κιόλας αρχίσει να μου φανερώνει ό,τι είχε υποσχεθεί και τότε χαμογέλασα για πρώτη φορά. Αλλά δεν τα ‘χα ακόμα μάθει όλα. Δεν ήξερα ακόμα Τι δε δίνεται στον άνθρωπο και Τι κρατά τους ανθρώπους ζωντανούς.
»Έμεινα μαζί σας και πέρασε ένας χρόνος. Κι ήρθε τότε ένας άνθρωπος που παράγγειλε μπότες που θα τις φορούσε για ένα χρόνο δίχως να ξεχειλώσουν ή να ξηλωθούν. Εγώ τον κοίταξα και, ξαφνικά, πίσω απ’ τον ώμο του, αντίκρισα το σύντροφο μου — τον άγγελο του θανάτου. Κανείς εκτός από μένα δεν έβλεπε κείνο τον άγγελο. Εγώ, όμως, τον ήξερα και ήξερα πως πριν ο ήλιος βασιλέψει, θα έπαιρνε του πλούσιου την ψυχή. Και είπα μέσα μου: “Ο άνθρωπος αυτός κάνει ετοιμασίες για ένα χρόνο μετά και δεν ξέρει πως θα πεθάνει πριν νυχτώσει”. Και θυμήθηκα τη δεύτερη φράση του Κυρίου, “μάθε Τι δε δίνεται στον άνθρωπο”.
» Ο,τι κατοικεί μέσα στον άνθρωπο το ήξερα κιόλας. Τώρα μάθαινα τι δεν του δίνεται. Δε δίνεται στον άνθρωπο το να ξέρει τις ανάγκες του. Και χαμογέλασα για δεύτερη φορά. Χαιρόμουν που είχα αντικρίσει το σύντροφό μου άγγελο, που χαιρόταν κι αυτός για το ότι ο θεός μού είχε αποκαλύψει τη δεύτερη αλήθεια.
«Ωστόσο, δεν τα γνώριζα ακόμα όλα. Δεν ήξερα Τι κρατά τους ανθρώπους ζωντανούς. Κι εξακολούθησα να ζω περιμένοντας πότε ο Κύριος θα μου αποκαλύψει το τελευταίο τούτο μάθημα. Τον έκτο χρόνο ήρθαν εδώ τα δίδυμα κορίτσια με τη γυναίκα. Κι εγώ αναγνώρισα τα κορίτσια και άκουσα με ποιο τρόπο είχαν κρατηθεί στη ζωή. Ακούγοντας την ιστορία, αναλογίστηκα:
“Η μητέρα τους με ικέτεψε για χάρη των παιδιών κι εγώ την πίστεψα όταν έλεγε πως τα παιδιά δεν μπορούνε να ζήσουν δίχως μάνα ή πατέρα. Όμως, ήρθε μια ξένη και τα θήλασε και τ’ ανάθρεψε”. Κι όταν η γυναίκα έδειξε την αγάπη της για τα παιδιά που δεν ήταν δικά της κι έκλαψε πάνω από το προσκεφάλι τους, είδα σ’ αυτή το ζωντανό Θεό και κατάλαβα Τι κρατά τους ανθρώπους ζωντανούς. Και ήξερα πως ο Θεός μού είχε αποκαλύψει την τελευταία αλήθεια και είχε συγχωρέσει το αμάρτημα μου. Και τότε χαμογέλασα για τρίτη φορά».
Και το κορμί του αγγέλου γυμνώθηκε και ντύθηκε με φως, έτσι που να μην μπορεί να τον κοιτάξει ανθρώπου μάτι. Και η φωνή του γίνηκε πιο δυνατή, σάμπως να έβγαινε όχι απ’ αυτόν αλλά ψηλά απ’ τον ουρανό. Κι ο άγγελος είπε:
«Έμαθα πως όλοι οι άνθρωποι ζουν όχι από έγνοια για τον εαυτό τους αλλ’ από αγάπη.
»Δεν ήτανε δοσμένο στη μητέρα να ξέρει τι χρειάζονταν τα παιδιά της για να ζήσουν. Ούτε και στον πλούσιο ήταν δοσμένο να ξέρει τι χρειαζόταν για τον εαυτό του. Ούτε κι είναι δοσμένο σ’ οποιοδήποτε άνθρωπο να ξέρει αν, μόλις πέσει το βράδυ, θα χρειαστεί μπότες για το σώμα του ή μαλακές παντόφλες για το πτώμα του.
»Έμεινα στη ζωή, σαν ήμουν άνθρωπος, όχι από έγνοια για τον εαυτό μου, μα επειδή ήταν παρούσα η αγάπη σ’ έναν περαστικό κι επειδή αυτός και η γυναίκα του με συμπόνεσαν και μ’ αγάπησαν.
Έμειναν στη ζωή τα ορφανά όχι απ’ την έγνοια της μητέρας τους, μα επειδή υπήρχε αγάπη μες στην καρδιά κάποιας γυναίκας, μιας ξένης γι’ αυτά, που τα συμπόνεσε και τ’ αγάπησε. Κι όλοι οι άνθρωποι μένουν στη ζωή όχι με τη σκέψη ότι ξοδιάζουν για την ευτυχία τους, μα επειδή μέσα στον άνθρωπο υπάρχει αγάπη.
»’Ηξερα ως τώρα πως ο Θεός έδωσε ζωή στους ανθρώπους και τη λαχτάρα να ζήσουν. Τώρα κατάλαβα περισσότερα απ’ αυτό.
»Κατάλαβα πως ο Θεός δεν επιθυμεί να ζούνε ξέχωρα οι άνθρωποι και, λοιπόν, δεν τους αποκαλύπτει τι χρειάζεται ο καθένας για τον εαυτό του. Τους θέλει, όμως, να ζούνε ενωμένοι και, λοιπόν, αποκαλύπτει στον καθένα απ’ αυτούς τι είναι αναγκαίο για όλους.
«Κατάλαβα τώρα πως οι άνθρωποι, μόλο που δείχνουν ότι ζουν από έγνοια για τον εαυτό τους, στην πραγματικότητα ζούνε μονάχα με την αγάπη. Όποιος έχει εντός του την αγάπη, έχει εντός του το Θεό, γιατί ο Θεός είναι αγάπη».
»Δεν ήτανε δοσμένο στη μητέρα να ξέρει τι χρειάζονταν τα παιδιά της για να ζήσουν. Ούτε και στον πλούσιο ήταν δοσμένο να ξέρει τι χρειαζόταν για τον εαυτό του. Ούτε κι είναι δοσμένο σ’ οποιοδήποτε άνθρωπο να ξέρει αν, μόλις πέσει το βράδυ, θα χρειαστεί μπότες για το σώμα του ή μαλακές παντόφλες για το πτώμα του.
»Έμεινα στη ζωή, σαν ήμουν άνθρωπος, όχι από έγνοια για τον εαυτό μου, μα επειδή ήταν παρούσα η αγάπη σ’ έναν περαστικό κι επειδή αυτός και η γυναίκα του με συμπόνεσαν και μ’ αγάπησαν.
Έμειναν στη ζωή τα ορφανά όχι απ’ την έγνοια της μητέρας τους, μα επειδή υπήρχε αγάπη μες στην καρδιά κάποιας γυναίκας, μιας ξένης γι’ αυτά, που τα συμπόνεσε και τ’ αγάπησε. Κι όλοι οι άνθρωποι μένουν στη ζωή όχι με τη σκέψη ότι ξοδιάζουν για την ευτυχία τους, μα επειδή μέσα στον άνθρωπο υπάρχει αγάπη.
»’Ηξερα ως τώρα πως ο Θεός έδωσε ζωή στους ανθρώπους και τη λαχτάρα να ζήσουν. Τώρα κατάλαβα περισσότερα απ’ αυτό.
»Κατάλαβα πως ο Θεός δεν επιθυμεί να ζούνε ξέχωρα οι άνθρωποι και, λοιπόν, δεν τους αποκαλύπτει τι χρειάζεται ο καθένας για τον εαυτό του. Τους θέλει, όμως, να ζούνε ενωμένοι και, λοιπόν, αποκαλύπτει στον καθένα απ’ αυτούς τι είναι αναγκαίο για όλους.
«Κατάλαβα τώρα πως οι άνθρωποι, μόλο που δείχνουν ότι ζουν από έγνοια για τον εαυτό τους, στην πραγματικότητα ζούνε μονάχα με την αγάπη. Όποιος έχει εντός του την αγάπη, έχει εντός του το Θεό, γιατί ο Θεός είναι αγάπη».
Κι ο άγγελος ανέπεμψε ύμνο στο Θεό και το καλύβι άρχισε να τρέμει απ’ τη δύναμη της φωνής του. Η οροφή άνοιξε και μια κολόνα φωτιάς υψώθηκε από τη γη στα ουράνια. Ο Σίμωνας, η γυναίκα του και τα παιδιά του έπεσαν κάτω. Φτερά παρουσιάστηκαν πάνω στους ώμους του αγγέλου που ανυψώθηκε τώρα στους ουρανούς.
Κι όταν ο Σίμωνας συνήλθε, το καλύβι ήταν όπως πριν και δεν υπήρχε κανείς μέσα σ’ αυτό, εκτός απ’ τη φαμίλια του.
************
Λέων Τολστόι, Ιστορίες . Μετάφραση: Φώντας Κονδύλης – Ανδρέας Αγγελάκης Εικονογράφηση: Στάθης Σταυρόπουλος Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1988
Πηγή: taenoikwkaiendimw