Για να κατανοήσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο επιχειρεί ο Κάντ τη σύνθεση, χρειάζεται μια εικόνα των επιχειρημάτων των αποκαλούμενων ορθολογιστών και των αποκαλούμενων εμπειριστών. Οι ορθολογιστές φιλόσοφοι όπως ο Πλάτων, ο Ντεκάρτ, ο Σπινόζα και ο Λάιμπνιτζ δεν εμπιστεύονται τις αισθήσεις, γιατί ενίοτε παραπλανούν. Η γνώση συνεπώς που κατέχουν είναι αξιολογικά κατώτερη και μεταβαλλόμενη.
Ο λόγος μόνον μπορεί να παρέχει τη γνώση, με χαρακτηριστικό παράδειγμα αληθινής γνώσης τα μαθηματικά. Υπάρχουν έμφυτες ιδέες, όπως οι Ιδέες του Πλάτωνα, ή οι έννοιες που εισήγαγε ο Ντεκάρτ για τον εαυτό, την ουσία και την ταυτότητα. Ο εαυτός είναι πραγματικός και διακριτός μέσω της άμεσης διανοητικής διαίσθησης (cogito ergo sum). Οι ηθικές έννοιες που προκύπτουν από μια τέτοια βασική διατύπωση, στηρίζονται σε αντικειμενικά πρότυπα που βρίσκονται έξω από τον εαυτό, τον θεό ή τις ιδέες.
Οι εμπειριστές φιλόσοφοι με τη σειρά τους, όπως ο Αριστοτέλης, ο Λοκ, ο Μπέρκλει και ο Χιουμ θεωρούν ότι οι αισθήσεις είναι η πρωταρχική, αν όχι η μοναδική πηγή της γνώσης του κόσμου. Για αυτούς τα μαθηματικά διαπραγματεύονται μόνο τις σχέσεις των ιδεών (ταυτολογίες) και δεν παρέχουν καμία γνώση για τον κόσμο. Δεν υπάρχουν εγγενείς ιδέες, παρόλο που ο Μπέρκλεϊ αποδέχεται τον καρτεσιανό Εαυτό, και οι αφηρημένες ή σύνθετες ιδέες προέρχονται αναγωγικά από απλούστερες. Για τον σκεπτικιστή Χιουμ δεν υφίσταται η άμεση διανοητική αντίληψη του εαυτού και η έννοια εαυτός δεν υποστηρίζεται από τις αισθήσεις. Επίσης για τον Χιούμ καμία αίσθηση δεν υποστηρίζει την έννοια των απαραίτητων συνδέσεων μεταξύ των αιτίων και των αιτιατών, ή την αντίληψη ότι το μέλλον θα μοιάσει με το παρελθόν.
Ωστόσο, ο ορθολογισμός και ο εμπειρισμός επιτηδευμένα αγνοούν το γεγονός ότι ο ανθρώπινος νους είναι περιορισμένος -κάτι που δεν κατανούσε μόνον ο Καντ αλλά και εμπειριστές φιλόσοφοι όπως ο Λοκ[2]. Μπορεί να βιώσει και να απεικονίσει μόνον υπό όρους και με συγκεκριμένες προτάσεις. Αυτές οι προτάσεις είναι και συνθετικές και a priori[3]. Όλη η πιθανή εμπειρία μας πρέπει να προσαρμόζεται σε αυτές τις συνθετικές a priori αρχές, που περιλαμβάνουν τη θέση στον χώρο και τον χρόνο, την αιτιότητα, την εμπειρία του Εαυτού, την ταυτότητα και διάφορες μαθηματικές έννοιες[4].
Επομένως, πρέπει να διακρίνουμε τον κόσμο που βιώνουμε περιορισμένοι από τις συνθετικές a priori προτάσεις και τον κόσμο των πραγμάτων έτσι όπως πραγματικά είναι per se. Ο Καντ αποκαλεί αυτούς τους δύο κόσμους φαινομενικό και πραγματικό. Ο φαινομενικός είναι ο κόσμος των παρατηρήσιμων πραγμάτων, περιγράψιμος από την επιστήμη, γνωστός στις αισθήσεις, καθορισμένος από φυσικούς νόμους. Κανένας θεός, καμία ελευθερία, καμία ψυχή, καμία αξία δεν υπάρχει σε αυτόν τον κόσμο. Εάν όλα αυτά υπάρχουν, τότε είναι νοούμενα(noumena) και μη αναγνωρίσιμα με συνηθισμένα μέσα.
Συνεπώς, σύμφωνα με τη σύνθεση που επιχειρεί ο Kant, τόσο ο ορθολογισμός όσο και ο εμπειρισμός λανθάνουν, όταν ισχυρίζονται ότι μπορούν να γνωρίσουν τα πράγματα per se[5]. Επίσης, οι ορθολογιστές λανθάνουν, όταν δεν εμπιστεύονται τις αισθήσεις, γιατί στον φαινομενικό κόσμο οι αισθήσεις είναι κυρίαρχες, δηλαδή προσφέρουν το πρωταρχικό υλικό. Αλλά έχουν δίκιο –αν εξαιρέσουμε τον Πλάτωνα- όταν μιλούν για έμφυτες ιδέες. Ο Χιουμ σφάλλει, όταν ισχυρίζεται ότι η έννοια του εαυτού δε στηρίζεται από τις αισθήσεις και είναι συνεπώς ψευδής. Μάλλον το βίωμα του εαυτού είναι αναγκαία συνθήκη για την βιωματική εμπειρία, γεγονός που δικαιώνει πιθανώς τον Ντεκάρτ. Για τον Καντ η ηθική, πλήρως κατανοητή, παρέχει το κλειδί για τη σύνδεση των νοούμενων και των φαινομενικών κόσμων.