— ΔΕΝ έχει εφέτο κουλούρα, παιδιά μου ! Και νάν το ξέρετε…
— Το ξέρουμε…ψιθύριζαν τα δυο μεγαλύτερα παιδιά, θλιμμένα στο λόγο τούτο της μάνας.
Τα δυο μικρότερα όμως, τα δίδυμα αγοράκια, την κοίταζαν και κοιτάζονταν με απορία : Γιατί;
— Για το κορέττο του πατέρα μας, τούς εξηγούσαν τα μεγαλύτερα,— ένα κορίτσι δώδεκα χρόνων, η σιγαλή Μαρία, κι’ εν ‘άλλο αγόρι δέκα, το ζιζάνιο, ο Θόδωρος.
Τα μικρά κοίταζαν τότε τις μαύρες τους ποδιές, τα μαύρα ρούχα τής μάνας, τής νόνας, τής γριάς Αγγέλικας ακόμα τής δουλεύτρας, και θυμόνταν και μισοκαταλάβαιναν… Δεν είχε κουλούρα εφέτο!… Δεν έκανε να κόψουν κουλούρα τη νύχτα των Χριστουγέννων, μια πού ο πατέρας τους είχε πάει στον ουρανό… Το σπίτι είχε λύπη κι η κουλούρα ήταν χαρά. Έριχναν μάλιστα κι ένα σμπάρο, —το θυμόταν από πέρσι,— ο ίδιος ο πατέρας τους το έριξε, από το παραθύρι στην αυλή, εμέ το τουφέκι του κυνηγιού, μπουμ,— την ώρα πού θα την έκοβαν στο καταστόλιστο τραπέζι…
Ναι, είχε γίνει ολάκερη τελετή την παράξενη κι ευτυχισμένη εκείνη νύχτα. Αμυδρά την έβλεπαν στη θύμησή τους τα μικρά αγοράκια. Πρώτα είχαν βρεθεί μαζεμένοι όλοι στην κουζίνα. Η κουλούρα ήταν απάνω στο τζάκι και μια ζωηρή φλόγα περνούσε από την τρύπα της κι ανέβαινε ψηλά. Την έσβησαν.,. Όχι με νερό… παρά με κρασί και με λάδι… Τι όμορφα πού μύρισε ο άσπρος καπνός !… Έπειτα έπιασαν όλοι την κουλούρα και την κουβάλησαν στο τινέλλο και την έβαλαν στο στρωμένο τραπέζι… Την κρατούσαν χαμηλά, έσκυβαν μάλιστα οι μεγάλοι για να μπορούν να την πιάνουν και τα παιδιά. Και γελούσαν, όλοι γελούσαν…
Μα έψελναν κιόλα, έψελναν το «Χριστός γεννάται…» Τότε ο πατέρας έριξε την τουφέκια από το παραθύρι του τινέλλου στην αυλή. Κι’ ευθύς έπειτα άρχισε να κόβει του καθενός το κομμάτι τής κουλούρας πού έτυχε να κράτη. Γιατί κανένας δεν είχε βγάλει ακόμα το χέρι του από πάνω της. «Τούτο, τούτο είναι το κομμάτι μου !» είχε φωνάξει μια στιγμή η σιγαλή Μαρία. Κι’ ο πατέρας, γελώντας, της είπε : «Καλά, το βλέπω. Τράβηξε μόνο το χέρι σου μη σού το κόψω.» Και τής έβγαλε το κομμάτι της, πού η Μαρία ανυπόμονη τάρπαξ’ ευθύς κι” άρχισε να το ψάχνει. “Έτσι έκαμαν όλοι με τη σειρά τους. Κι ο πατέρας τελευταίος, αν και το δεύτερο κομμάτι πού έβγαλε ήταν το δικό του, γιατί το πρώτο, λέει, «ήταν τού φτωχού»… Μα κανένας δε βρήκε μέσα το ασημένιο λεφτό, το «ηύρεμα» ! Ούτε ή γριά Αγγέλικα. Κι’ ο πατέρας είπε : «Θα είναι στο κομμάτι τού φτωχού. Έ, δεν πειράζει… Και τού χρόνου !»
Ναι, ναι, είπε «και τού χρόνου». “Όλοι είπαν «και τού χρόνου.» Κι’ όμως δεν έπιασε. Εφέτος δε θάκαναν κουλούρα. Είχαν το κορέττο τού πατέρα, πού πήγε στον ουρανό. Φορούσαν μαύρα. Και κλαίγανε. Τι κακό !
Ο ΚΑΗΜΕΝΟΣ ο πατέρας— ο κυρ-Στάθης ο Σταμούλης με τ όνομα,— είχε πεθάνει τον ίδιο χειμώνα, τον περσινό. Ακόμα δεν είχε κλείσει χρόνος. Κι’ ακόμα δεν είχαν ξεκάνει όλες τις πραμάτειες τον μαγαζιού του, πού τις είχαν κουβαλήσει στο σπίτι και τις είχαν αποθηκιάσει στις άδειες κάμαρες. ’Ήταν όλο πανικά : διάνες, Αμερικάνικα, μανταπολάμια, λινά, ντόπια μπαμπακερά, μάλλινα λογής- λογής. H Σταμούλαινα, η χήρα, δεν είχε βρει την τιμή πού ήθελε για να τα δώσει χοντρικώς. Κι έλεγε : «Παρά να τα χαρίσω στους κλέφτες, καλύτερα τα πουλώ η ίδια με το μπράτσο. Καλύτερα τα κρατώ για το προικιό τής Μαρίας μου. Καλύτερα τα κόβω και τα ράβω τώρα, όσο χρειάζουνται στο σπίτι. Τόσοι νοματοι είμαστε και θα δίναμε τόσα λεφτά για να μαυροντυθούμε…»
Κι αλήθεια. Μαύρες διάνες και μαύροι Αλπακάδες είχαν χρησιμοποιηθεί κι όλα για το κορέττο του σπιτικού. Είχαν ραφτή και μερικές ντουζίνες ασπρόρουχα για προικιό της Μαρίας πού κόντευε να μεγαλώσει. Και μόνο λίγα, μα πολύ λίγα, είχε αγοράσει σε καλή τιμή, ο Πέτρος ο Ραυτόπουλος, ένας μαγαζιάτορας του Αγίου Παύλου, κολλέγας του μακαρίτη.
Αυτά τα απούλητα πανικά τού μαγαζιού ήταν ή αιτία πού λογόφερναν τώρα καθεμέρα οι δυο Σταμούλαινες, η χήρα κι η μάννα του κύρ Στάθη. Να πούμε τη μαύρη Αλήθεια, πεθερά και νύφη ποτέ δεν τα πήγαιναν καλά. Από ξαρχής τρώγονταν και με δυσκολία ο κύρ Στάθης έφερνε την ειρήνη ανάμεσό τους. Μα ο θάνατός του κι ή κληρονομιά του μεγάλωσαν τη διχόνοια τών γυναικών. Η γριά δεν μπορούσε να χώνεψη τη νέα, πού σαν κλήρο νάμα, είχε πάρει απάνου της το κουμμάντο του σπιτιού και τής περιουσίας χωρίς να ρωτάη κανένα. Έκανε ό,τι ήθελε. Του κεφαλιού της. Και, κατά την ιδέα τής πεθεράς, πάντα στραβομάρες, πάντα στραβοτιμονιές.
« — Δός τα καϊμένη, την τρωγόταν, δός τα τα πανιά. Τί τα φυλάς ; Να πάρουμε όβολα, νάν τα βάλουμε στην Τράπεζα με ταλλα. Φτηνότερα ναι· μα δε συλλογιέσαι κανε τούς τόκους πού χάνουμε ;
«—”Ας τα κει ! της απαντούσε ή νύφη τη; πεισματικά. Δεν είναι δική σου δουλειά. Ή μη σου χρειάζουνται οι άδειες κάμαρες;… “Εγνοια σου και ξέρω εγώ.
«— Δός τα !
«— Έ, μά σκάσε !»
Και, — περίεργο πράμμα, — εκείνη ίσα-ίσα τη νύχτα τής παραμονής, την άγια χριστουγεννιάτικη νύχτα που, άν ήταν άλλοιώς, θάκοβαν με χαρά την κουλουρά και θάρριχναν το σμπάρο, οι δυο γυναίκες, θυμισμένες, λυπημένες, κλαμμένες, πόνεμένες, έπιασαν πάλι τον καυγά γιά τα πανικά!
ΗΤΑΝ αργά πιά.
Νωρίς, είχαν δειπνήσει θλιβερά. Τό τραπέζι τους, αστόλιστο, σαρακοστιανό, συνειθισμένο, σηκώθηκε γρήγορα- γρήγορα. Κι’ ή γριά-’Αγγελικά πήρε τα παιδιά, μικρά και μεγάλα, να τα βάλη να πλαγιάσουν.
— Κοίταξε νάποκοιμηθούν τα κακομοίρα, είπε η νόνα στη δουλεύτρα, πριν αρχινίσουν να κόβουνε τις κουλούρες στη γειτονιά… ‘Ας μην ακούσουνε κάνε τα σμπάρα, τα ψαλσίματα και τα τραγούδια των άλλων…
— Ναι, κυρά μου, θάν τα κοιμίσω, έγνοια σου.
Κι’ ή γριά-Άγγέλικα, αφού χαμήλωσε όλως-διόλου το φως τής λάμπας στην κρεββατοκάμαρα κι’ εσκέπασε το καντήλι τής Παρθένας, τούς είπε στο μισόφωτο παραμύθια και τα νανούρισε.
Του κάκου! Τα παιδιά κρατούσαν τα μάτια τους γαρίδα. Και δεν αποφάσισαν να τα κλείσουν, παρ’ αφού τούς υποσχέθηκε η γριά πώς του χρόνου, — ώ, χωρίς άλλο ! —του χρόνου θάκοβαν χριστουγεννιάτικη κουλούρα κι’ αυτοί.
— Νά σας χαρώ, πουλάκια μου !… Άμή πώς ; Το κορέττο θαχη περάσει…Κοιμηθητε τώρα να ιδήτε στον ύπνο σας αγγέλους. Κοιμηθητε, γειά σας !…
Κι από μέσα της ψιθύρισε :
« – Θέ μου ! τί δυστυχισμένοι που είμαστε οι άνθρώποι !…»
Τά μικρά, τα δίδυμα άγοράκια σίγουρα κοιμήθηκαν. Ίσως κοιμήθηκε κι ο Θόδωρος, το ζιζάνιο. Η σιγαλή Μαρία όμως όχι. Αυτή είχε κλείσει τα μάτια της και, θυμούμενη τις περασμένες κουλούρες και χαρές, άκουγε από μέσα την κουβέντα τής μάννας της και τής νόνας.
Αυτές, στο τινέλλο πάντα καθισμένες, μ’ ένα μόνο φως αναμμένο στο τετράφωτο καντηλέρι, άμα η Αγγελικά τούς είπε πώς τα παιδιά κοιμήθηκαν, είχαν αρχίσει λίγο-λίγο να υψώνουν τη φωνή… Ήταν κιόλα κι’ αργά. Σε λίγο τα σπίτια τής γειτονιάς, κι’ όλης τής χώρας, θάρχινούσε η τελετή τής κουλούρας.
Και να, το πρώτο σμπάρο πέφτει εκεί κοντά: Μπουμ!
— Στου Γερόλυμου ήτανε ! είπε ή πεθερά.
— Όχι, στου Κατσή ! είπε ή νύφη.
— Θάκουγότανε πίλιο μακρυά.
— Στου Κατσή σου λέω !
— Δεν ειξέρεις τί λες…
— Εσύ δεν ειξέρεις, όπως πάντα !
Δεύτερο σμπάρο σέ λίγο.
— Νά το ! Ετούτο ήτανε του Γερόλυμου ! Τακουσες; φώναξε η νύφη θριαμβευτικά.
Η πεθερά κούνησε το κεφάλι της. Από μέσα της αναγνώριζε το λάθος, μα δεν ήθελε να τομολογήση.
— Άς αφήσουμε, είπε, τους ευτυχισμένους να γιορτάζουν κι’ ας κοιτάξουμε μεις τη συφορά μας… Νύφη, θά στο ματαπώ και πες ό,τι θέλης. Δός τα εκείνα τα έρημα, δός τα !
— Ού ! σκοτούρα είσαι!… Σώπα, σώπα… Νά, λένε το «Χριστός γεννάται» στου Σέλινα…
— Ακου, πού σου λέω. Δός τα να συχάσουμε και να γλυτώσουμε. Ο Νικόλας ο Μένιας δίνει το κόστη με διάφορο…
— Άσε με, να ζήσεις! O Νικόλας ο Μένιας είν’ ένας κλέφτης, πού θέλει νάν τα ψωμοφάη. Άσε με τώρα μην κολαστώ, μέρα πού ξημερώνει!… Μα τί, τί; Τό μάτι σούκλεισε αυτός ο άνθρωπος, πώς θά σου δώση μερτικό και κάνεις έτσι ; Μ’ έφαγες για δαύτονε !
— Ναι, να σέ χαρώ!… Μερτικό θά μου δώσει !… Δεν ντρέπεσαι, καϊμένη, να λες τέτοιο λόγο τσή μάννα σου ;… Μωρέ, μπράβο !.·.
— Ναταν ουλές οι μαννάδες σαν και σένα !…
— Βρίζε τώρα, βρίζε!… Άγκαλά μου, όπως είσαι μαθημένη… Έπειτα λές «μέραπού ξημερώνει…» Μα έχεις εσύ Χριστούγεννα, Λαμπρή, Αγίου, Παναγίας; Ουλές οι μέρες το ίδιο είναι γιά τη γλώσσα σου και για την κακία σου!..
Η ΝΕΑ Σταμούλαινα ήταν έτοιμη νάπαντήση σ’αύτά κάτι φοβερό, μά δεν επρόφθασε: Ένα σμπάρο, από κοντά, από αντίκρυ ίσως, εβοΰϊξε τόσο δυνατά πού τίς τρόμαξε.
— Νά χαθή κι’ ο μουρλο-Πέρικλες με την πιστόλα του, μουρμούρισε ή γριά. Σπαβεντάρησα!
Κι εσωπάσανε κι’ οι δυο κάμποση ώρα.
Σ’ αύτό το διάστημα οι πιστολιές, μακρινές και κοντινές, πεφταν πυκνά σ’ όλη τη χώρα. Παντού κοβόνταν κουλούρες. Σ όλα τα σπίτια τραπέζι και χαρά. Εκτός από τα λιγοστά, πού τα είχε κάψει ο Χάρος. Αυτά μόνον ήταν βουβά και σκοτεινά, σαν του Σταμούλη.
— Έτσι μας έμελλε ! στέναξε μια στιγμή η γριά.
— Αυτό να συλλογιέσαι καλύτερα και να σωπαίνης ! της άποκρίθηκε η νέα.
Κι αν ήταν μονάχα ο θάνατος ! εξακολούθησε με πικρό στόμα ή γριά. Μα είναι και ταλλα…
— Για τα πανιά πάλε θά μου πής ; θύμωσεηή νέα. Μάννα, θά με κάμης νάν τσού βάλω φωτία νάν τα κάψω!… Ακούς φωτία θάν τσού βάλω !
’Απτόητη ομως, ακλόνητη, ακούραστη η γριά τής άποκρίθηκε:
— Καλύτερα νάν τάδινες !… Δός τα να ησυχάσουμε ! Δός τα να γλυτώσουμε !
Κι’ο καυγάς ξανάρχισε ατέλειωτος.
Αυτή τη φορά όμως δεν τον έκοψε σμπάρο. Ήταν αργά. Στή γειτονιά είχαν κοπή όλες οι κουλούρες. Μόνο μια παρέα γλεντζέδων, πού γυρνούσε τα φιλικά σπίτια και τραταριζόταν στο πόδι, από μια φέτα κυδώνι κ’ ενα ποτηράκι βεντέα —εβίβα ! καλά Χριστούγεννα ! και του χρόνου !… — στο κέφι λιγάκι, πέρασε απέξω απ’ του Σταμούλη τραγουδώντας δυνατά.
Τό τραγούδι έκοψε τόν καυγά.
Μα σέ λίγο κόπηκε και το τραγούδι…
Στη γλυκεία, την ήσυχη νύχτα, ακούστηκε καθαρή η φωνή κάποιου από την παρέα, πού ρώτησε :
— Γιατί σκοτάδια σε τούτο το σπίτι;
— Είναι του Σταμούλη, αποκρίθηκε ένας άλλος.
— A, ναι ! είπε ο πρώτος. Θεός σχωρέσει τόν καϊμένο τον κύρ-Στάθη… Καλός άνθρωπος ήτανε !
Κάποιος τότε έκαμε να ξαναρχίση το τραγούδι: “Σάφίνω την…”
— Μή! τόν έκοψε εκείνος πού μιλούσε. Εδώ δεν κάνει… Πάμε, παιδιά, παρακάτου με ησυχία…
— Θέ μου ! ψιθύρισε πάλι η γριά Αγγελικά πού τα είχε ακούσει όλα. Τι δυστυχισμένοι πού είμαστε οι αθρώποι !…»
Τακόυσαν οι δυο γυναίκες και κοιτάχτηκαν με μομφή. Σά νάλεγε ή μια στην άλλη: «Ακούς ; Ντράπου και λιγάκι !…»
Μα δεν είπανε λέξη. Η παρέα, βουβή, απομακρύνθηκε. Μια στιγμή έγινε άκρα ησυχία, στο σπίτι, στο δρόμο, στή χώρα, παντού.
Και μέσα σ αυτή την ησυχία, αντήχησαν έξαφνα ακράτητοι λυγμοί.
Έκλαιγε ή σιγαλή Μαρία στο κρεββάτι της.
— Θεέ μου ! ψιθύρισε και τρίτη φορά ή γριά- Αγγέλικα. Τι δυστυχισμένοι πού είμαστε οι αθρώποι…!»