Βενετία.
Δικαστήριο.
(Μπαίνουν ο ΔΟΓΗΣ, οι πρόκριτοι, ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ,ο ΒΑΣΑΝΙΟΣ, ο ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ, ο ΣΑΛΑΡΙΝΟΣ,ο ΣΟΛΑΝΙΟΣ και άλλοι.)
ΔΟΓΗΣ Λοιπόν, είν' ο Αντώνιος εδώ;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ Παρών, αν αγαπάει η χάρη σου.
ΔΟΓΗΣ Σε λυπάμαι: έχεις ν' αντικρίσεις έναν πέτρινο αντίδικο, ένα υποκείμενο απάνθρωπο, ανίκανο για έλεος, άδειον, που δεν έχει ούτ' ένα δράμι σπλάχνος.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ Έμαθα πως η χάρη σου εκόπιασε πολύ για να μαλακώσει την αλύγιστη του επιμονή· μ' αφού είναι πωρωμένος και με μέσα νόμιμα δε γίνεται να βγω απ' του φθόνου του τα νύχια, με την υπομονή μου αντικρίζω τη μανία του,κι είμαι οπλισμένος να υποφέρω με ηρεμία ψυχής τη γνήσια του τυραννία και τη λύσσα του. Καλέστε μου ένας τον Εδραίο στο δικαστήριο. Είν' έτοιμος στην πόρτα, έρχεται, κύριε μου.
(Μπαίνει ο ΣΑΫΛΟΚ.)
ΔΟΓΗΣ Κάμετε τόπο να σταθεί ενώπιον μας.
-Σάυλοκ, ο κόσμος έχει την ιδέα, κι εγώ το λέω, πως μόνο έτσι τραβάς αυτόν τον τρόπο της κακίας σου ως τη στερνή στιγμή της πράξης, και πως τότε, λεν, θα δείξεις έλεος και μετάνοια πιο παράξενη απ' όσο φαίνεται παράξενη η σκληράδα σου· κι ενώ τώρα απαιτείς το πρόστιμο - που είναι μία λίτρα κρέας απ' τον δόλιον τούτον έμπορο -όχι μόνο θα παραβλέψεις την αθέτηση, παρά αγγιγμένος από ανθρωπιά κι αγάπη, θα του χαρίσεις το μισό από το κεφάλαιο· με μάτι σπλαχνικό θωρώντας τις ζημιές του, που τόσες τελευταία σωριάστηκαν στην ράχη του, που φτάνουν για να γονατίσουν βασιλέμπορο, καί για τη θέση του να βγάλουνε συμπόνια από μπρούντζινα στήθια και καρδιές από στουρνάρι, από Τούρκους αλύγιστους και Τάταρους που δεν έχουν ποτέ ασκηθεί στα χρέη αδρής ευγένειας. Όλοι μας καρτερούμε, Εβραίε, απάντηση καλή.
ΣΑΫΛΟΚ Το τι σκοπεύω το 'καμα γνωστό στη χάρη σου· και στ' άγιο μας Σαββάτο έχω ορκιστεί να πάρω το χρεωστημένο πρόστιμο κατά τ' ομόλογο μου: αν μου τ' αρνιέστε, ας το βρει το σύνταγμα σας κι η λευτεριά της χώρας σας. Θα με ρωτήσετε γιατί να προτιμάω ένα κοψίδι θράσιο κρέας από τρεις χιλιάδες δουκάτα: δεν απαντάω· πέστε το ιδιοτροπία μου: σας απάντησα; Τι αν το σπίτι μου ενοχλεί ποντίκι και μ' αρέσει δέκα χιλιάδες νά ξοδέψω εγώ δουκάτα για νά το ξολοθρέψω; Ε, τώρα σας απάντησα; Πολλούς πειράζει γουρνόπουλο που χάσκει, άλλοι τρελαίνονται άμα ιδούνε γάτα κι άλλοι, όταν η ασκομαντούρα ψέλνει με τή μύτη, κατουριόνταν` γιατί η συμπάθεια, η κυρά του πάθους, τ' οδηγάει κατά τη διάθεση της αρεσιάς ή απαρεσιάς της. Το λοιπόν, γι' απάντηση σας: όπως δεν μπορείς να δώσεις στέρεον λόγο γιατί αυτός δεν υποφέρει γουρνόπουλο που χάσκει, γιατί εκείνος άκακο καί χρήσιμο γατί, κι ο άλλος μία καραμούζα στρίγκλικη· παρ' από ανάγκη παθαίνει τέτοια αφεύγατη ντροπή, καθώς τον πρόσβαλαν κι ο ίδιος να προσβάλει, έτσι κι εγώ δε μπορώ να σας δώσω λόγο, ούτε θέλω, άλλον από 'να μέσα μου άχτι κι από κάποια απέχθεια που 'χω του Αντώνιου, κι έτσι με ζημιά μου του κάνω αυτή τη δίκη. Έχετε την απάντηση;
ΒΑΣΑΝΙΟΣ Αυτό δεν είναι απάντηση, αναίσθητε άνθρωπε, που να εξηγεί τη φόρα της σκληρότητας σου.
ΣΑΫΛΟΚ Δεν είμαι υποχρεωμένος να σ' ευχαριστήσω με την απάντηση μου.
ΒΑΣΑΝΙΟΣ Σκοτώνουν όλοι πράμα που δεν αγαπούν;
ΣΑΫΛΟΚ Μισεί κανένας πράμα που δε θα το σκότωνε;
ΒΑΣΑΝΙΟΣ Το κάθε φταίξιμο δεν είναι κατ' αρχήν και μίσος.
ΣΑΫΛΟΚ Τι! θ' άφηνες να σε δαγκώσει φίδι δυο φορές;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ Παρακαλώ, στοχάσου συζητάς με τον Εβραίο: όμοια μπορείς να πας στον όχτο να σταθείς, να ειπείς στο υγρό στοιχείο να κατέβει η στάθμη του· όμοια μπορείς να κάνεις ερωτήματα στον λύκο, γιατί έκανε την προβατίνα να βελάζει για τ' αρνί της· κι όμοια μπορείς ν' απαγορέψεις στα βουνίσια πεύκα να κουνάν τις κορφές τους και να μην αχούν όταν χαϊδεύονται από πνοές ουράνιες· όμοια μπορείς να κάνεις το σκληρότερο, παρά να θες να μαλακώσεις - κι είναι πιο σκληρό; — την εβραίικη καρδιά του: όθεν παρακαλώ, μην άλλες προσφορές, μην αλλά μέσα· μόνο, όσο μπορεί να γίνει σύντομα κι απλά, νά 'χω την κρίση μου κι ο Εβραίος το θέλημα του.
ΒΑΣΑΝΙΟΣ Για τις τρεις σου χιλιάδες, να έξι εδώ.
ΣΑΫΛΟΚ Αν το καθένα δουκάτο από τις έξι σου χιλιάδες κοβόταν στα έξι, το καθένα και δουκάτο, δεν τα 'παιρνα' θέλω ό,τι λέει τ' ομόλογο μου.
ΔΟΓΗΣ Τι έλεος ελπίζεις αφού έλεος δεν κάνεις;
ΣΑΫΛΟΚ Τι κρίση να φοβάμαι, αφού άδικο δεν κάνω;
Έχετε σεις πολλούς αγορασμένους σκλάβους, που σαν τα γαϊδούρια σας, τους σκύλους, τα μουλάρια σας, τους βάζετε σε πρόστυχες και σκλάβικες δουλειές, γιατί τους αγοράσατε. — Ε, να σας πω κι εγώ δώστε τους λευτεριά, παντρέψετε τους με τις κληρονόμες σας; Γιατί να ιδρώνουν φορτωμένοι; Βάλτε τους σε κρεβάτια μαλακά σαν τα δικά σας, γλυκάντε τους τους ουρανίσκους με τις λιχουδιές σας; θα μου απαντήσετε: οι σκλάβοι είναι δικοί μας. Αυτό σας απαντάω κι εγώ: η λίτρα κρέας που του ζητάω, είναι ακριβοπληρωμένη· είναι δική μου και τη θέλω. Αν μου τ' αρνιέστε, ντροπή στον νόμο σας! Ανίσχυρα της Βενετίας τα διατάγματα. Εδώ είμαι για το δίκιο μου: δώστε μου απάντηση· θα το 'χω;
ΔΟΓΗΣ Έχω εξουσία να διακόψω αυτή τη δίκη, εξόν αν ο Βελάριος, σοφός καθηγητής, που τον καλέσαμεν εδώ νά 'ρθεί νά κάμει κρίση, φτάσει σήμερα.
ΣΟΛΑΝΙΟΣ Κύριε, έξω μόλις έφτασε μαντατοφόρος από την Πάδουα με γράμμα από τον δόκτορα.
ΔΟΓΗΣ Φερε μας το γράμμα: νά 'ρθει εδώ ο μαντατοφόρος.
ΒΑΣΑΝΙΟΣ Κουράγιο, Αντώνιε! Καλέ μου, πάρε θάρρος! Ο Εβραίος θα 'χει κρέας, αίμα, κόκαλα, όλα μου, προτού να χάσεις συ για μένα στάλα αίμα.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ Είμ' ένα λωβιασμένο κριάρι στο κοπάδι, καλότατο για ψόφο· ο πιο αχαμνός καρπός πέφτει στη γη νωρίτερα· γι' αυτό άφησε με: η πιο καλή σου προσφορά, Βασάνιε, είναι νά ζήσεις και να γράψεις το επίγραμμα μου.
(Μπαίνει η ΝΕΡΙΣΑ, ντυμένη γραμματικός δικηγόρου.)
ΔΟΓΗΣ Έρχεσαι από την Πάδουα, από τον Βελάριο;
ΝΕΡΙΣΑ Από τα δυο, κύριε μου. Ο Βελάριος χαιρετάει τή χάρη σου. (Του δίνει γράμμα.)
ΒΑΣΑΝΙΟΣ Τι ακονίζεις το μαχαίρι σου με τόσον ζήλο;
ΣΑΫΛΟΚ Το πρόστιμο να κόψω απ' τον μουφλούζη αυτόν.
ΓΡΑΤΙΑΝ. Όχι στη σόλα, στην ψυχή σου, Εβραίε μαυρόψυχε, να τ' ακονίσεις το μαχαίρι· μα όχι μέταλλο, όχι, ούτε του μπόγια το τσεκούρι δε μπορεί να φτάσει το κοφτερό σου το άχτι. Δε σε διαπερνάν εσένα παρακάλια;
ΣΑΫΛΟΚ Όχι, κανένα απ' όσα φτάνει το μυαλό σου.
ΓΡΑΤΙΑΝ. Ω κολασμένε συ, καταραμένε σκύλε! Και που είσαι ζωντανός ας όψεται η δικαιοσύνη.
Σχεδόν με κάνεις ν' αμφιβάλλω για την πίστη μου και να ταχτώ με την ιδέα του Πυθαγόρα,
πως από ζώα ψυχές παν και μεταβιβάζονται σ' ανθρώπινα κορμιά: η σκυλίσια σου ψυχή
κυβέρναε λύκο, που κρεμαστή γι' ανθρωποφαγία, κι απ' την κρεμάλα πέταξε ίσα η σκληρή
κει που ήσουν μέσα στην αβάφτιστή σου μάνα, και σου μεταβιβαστή· γιατί οι πόθοι σου είναι
λυκίσιοι, αχόρταστοι, αιμοβόροι, αρπαχτικοί.
ΣΑΫΛΟΚ Όσο με τις βρισιές δε σβήσεις τη σφραγίδα στ' ομόλογο μου, μόνο τα πλεμόνια σου χαλάς με τα ξεφωνητά σου: διόρθωσε, νεαρέ μου, την εξυπνάδα σου μή σου χαλάσει ολότελα.
Εγώ περιμένω εδώ τον νόμο.
ΔΟΓΗΣ Το γράμμα τούτο του Βελάριου συσταίνει στο δικαστήριο μας έναν νέον και σοφόν
δόκτορα. Πού είναι;
ΝΕΡΙΣΑ Προσμένει απάντηση σου απ' όξω, αν τόνε δέχεσαι.
ΔΟΓΗΣ Μ' όλη μου την καρδιά τρεις τέσσερεις πηγαίνετε τιμητική του συνοδεία κι οδηγήστε τον εδώ. Στο μεταξύ το δικαστήριο θ' ακούσει το γράμμα του Βελάριου.
ΓΡΑΜΜ. (Διαβάζει.) «Κάνω γνωστό στη χάρη σου ότι το γράμμα σου με ήδρε πολύ άρρωστον αλλά τη στιγμή που 'ρθε ο απεσταλμένος σου, ήταν μαζί μου αγαπητός μου επισκέπτης, ένας νέος δόκτορας απ' τή Ρώμη· τ' όνομά του είναι Βαλτάσαρ. Του έκαμα γνωστό το θέμα της αντιδικίας μεταξύ του Εδραίου και του εμπόρου Αντώνιου: ξεφυλλίσαμε μαζί κάμποσα βιβλία: είναι εφοδιασμένος με τη γνώμη μου· την οποία, βελτιωμένη με τη δική του τη σοφία - που τη μεγαλοσύνη της δε μπορώ να τη συστήσω αρκετά - τη φέρνει μαζί του, με παρακίνηση μου, για ν' ανταποκριθεί, αντίς εμένα, στο αίτημα της χάρης σου. Παρακαλώ, η έλλειψη του σε χρόνια να μην είναι λόγος να του λείψει ο σεβασμός και η εχτίμηση, γιατί ποτέ δεν γνώρισα τόσο νεαρό κορμί με τόσο ηλικιωμένο κεφάλι. Τον αφήνω στο δέξιμο της χάρης σου που η δοκιμή του θα 'ναι η καλύτερη του σύσταση».
ΔΟΓΗΣ Ακούτε τι μας γράφει ο σοφός Βελάριος -και νά τόνε, θαρρώ, έρχεται ο δόκτωρ.
(Μπαίνει η ΠΟΡΣΙΑ ντυμένη νομοδιδάσκαλος.)
Δώσ' μου το χέρι. Έρχεσαι απ' τον γερο-Βελάριο;
ΠΟΡΣΙΑ Μάλιστα, κύριε μου.
ΔΟΓΗΣ Καλώς μας ήρθες: πάρ' τή θέση σου. Γνωρίζεις τη διαφορά που είναι το θέμα στην παρούσα δίκη;
ΠΟΡΣΙΑ Έχω όλες τις πληροφορίες για την υπόθεση. Ποιος είν' ο έμπορος εδώ και ποιος ο Εβραίος;
ΔΟΓΗΣ Αντώνιε και γερο-Σάυλοκ, πλησιάστε.
ΠΟΡΣΙΑ Είν' το όνομα σου Σάυλοκ;
ΣΑΫΛΟΚ Σάυλοκ είν' τ' όνομα μου.
ΠΟΡΣΙΑ Είναι παράξενη η δουλειά που κυνηγάς· όμως εντάξει τόσο, που της Βενετίας ο νόμος δε μπορεί όπως προχωρείς να σ' αντικρούσει. (Στον ΑΝΤΩΝΙΟ.) Σ' έχει στο χέρι του, έτσι;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ Μάλιστα, έτσι λέει.
ΠΟΡΣΙΑ Το παραδέχεσαι τ' ομόλογο;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ Το παραδέχομαι.
ΠΟΡΣΙΑ Τότε θα πρέπει ο Εβραίος να δείξει έλεος.
ΣΑΫΛΟΚ Τι μ' αναγκάζει για να πρέπει; Πες το μου.
ΠΟΡΣΙΑ Η χάρη που 'χει το έλεος δεν επιβάλλεται, στάζει σαν την γλυκιά βροχή απ' τον ουρανό πάνω στο χώμα: είναι δίπλα ευλογημένο· βλογάει κι αυτόν που δίνει κι αυτόν που παίρνει: είναι των κραταιών το κραταιότερο· ταιριάζει του θρονιασμένου ρήγα πιο καλά απ' το στέμμα του· το σκήπτρο του έχει δύναμη εξουσίας πρόσκαιρης, είν' έμβλημα του δέους και του μεγαλείου, που κάθεται των μοναρχών ο φόβος και ο τρόμος· αλλά το έλεος είναι πάνω απ' το σκηπτρούχο κύρος, είναι μες στις καρδιές των βασιλιάδων θρονιασμένο, είναι ιδιότητα του ίδιου του θεού, και η γήινη εξουσία μοιάζει πιο πολύ με θεία όταν το έλεος συνοδεύει τη δικαιοσύνη. Γι' αυτό, Εβραίε, αν κι είν' ο λόγος σου δικαιοσύνη, λόγιασε τούτο, πως με της δικαιοσύνης την πορεία δε θα 'βλεπε κανείς μας σωτηρία: για έλεος προσευχόμαστε, και η ίδια η προσευχή διδάσκει όλους μας να ανταποδίδουμε τις πράξεις μ' έλεος. Μίλησα τόσο πολύ για να πραΰνω τη δικαιοσύνη που επικαλιέσαι· αλλ' αν επιμένεις, τούτο το αυστηρό της Βενετίας το δικαστήριο πρέπει αυτόν τον έμπορο να τον καταδικάσει.
ΣΑΫΛΟΚ Τα έργατά μου στο κεφάλι μου! Ζητάω τον νόμο, τη ρήτρα και το πρόστιμο απ' τ' ομόλογο μου.
ΠΟΡΣΙΑ Δεν έχει το χρήμα να πληρώσει;
ΒΑΣΑΝΙΟΣ Ναι, να, το καταθέτω εδώ στο δικαστήριο· μάλιστα το διπλάσιο: κι αν αυτό δε φτάνει, αναλαβαίνω εγώ να το πληρώσω δεκαπλάσιο, μ' εγγύηση τα χέρια μου και το κεφάλι μου, και την καρδιά μου. Κι αν ούτ' αυτό δε φτάνει θα ειπεί πως η κακία βάζει κάτω την αλήθεια. Σου δέομαι, πάρε μία φορά τον νόμο απάνω σου: για ένα μεγάλο δίκιο κάμε ένα άδικο μικρό, περιόρισ' του σκληρού διαβόλου τη βουλή.
ΠΟΡΣΙΑ Δε γίνεται, δεν είναι μες στη Βενετία εξουσία που να μπορεί ν' αλλάξει καταστημένο διάταγμα. θα καταχωρηθεί σαν προηγούμενο, και πλήθος λάθη θα ξεχυθούν απ' αυτό το παράδειγμα στην πολιτεία. Αυτό δε γίνεται.
ΣΑΫΛΟΚ Δανιήλ, μας ήρθε να δικάσει! Ναι Δανιήλ! Ω νεαρέ σοφέ κριτή, πώς σε τιμάω!
ΠΟΡΣΙΑ Παρακαλώ, δώσ' μου νά ιδώ τ' ομόλογο.
ΣΑΫΛΟΚ Εδώ 'ναι, σεβασμιότατε μου ντόκτορ, νά το.
ΠΟΡΣΙΑ Σάυλοκ, σου προσφέρουν το ποσό τριπλάσιο.
ΣΑΫΛΟΚ Όρκο, όρκο, έχω κάμει όρκο στο θεό: να βάλω επιορκία πάνω στην ψυχή μου; Όχι, για όλη τη Βενετία.
ΠΟΡΣΙΑ Λοιπόν τούτο τ' ομόλογο είν' εκπρόθεσμο· και νόμιμα μ' αυτό μπορεί ο Εβραίος ν' απαιτήσει μία λίτρα κρέας, που να την κόψει ο ίδιος σιμά από την καρδιά του εμπόρου. Κάμε ελεημοσύνη: πάρε τριπλό το χρήμα· πες μου να σκίσω το χαρτί.
ΣΑΫΛΟΚ Αφού μου πληρωθεί καθώς είναι γραμμένο συ φαίνεται πως είσαι άξιος δικαστής· ξέρεις τον νόμο, η ερμηνεία σου σωστότατη· σ' εξορκίζω στον νόμο, που είσαι το άξιο στήριγμά του, προχώρα στην απόφαση: παίρνω όρκο στην ψυχή μου δεν έχει γλώσσα ανθρώπου δύναμη για να μ' αλλάξει. Εδώ στέκω στ' ομόλογο μου.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ Από καρδιάς παρακαλώ το δικαστήριο νά βγάλει απόφαση.
ΠΟΡΣΙΑ Τότε λοιπόν είν' έτσι: πρέπει να ετοιμάσεις το στήθος σου για το μαχαίρι του.
ΣΑΫΛΟΚ Ω ανώτερε κριτή! ω εξοχότατε μου νέε!
ΠΟΡΣΙΑ Επειδή το γράμμα και το νόημα του νόμου συμφωνεί πλήρως με την ποινική τη ρήτρα, που αναφέρεται ως οφειλή πάνω στ' ομόλογο.
ΣΑΫΛΟΚ Πολύ σωστά! Ω συ σοφέ κι αδέκαστε κριτή, πόσο πιο γέρος είσαι απ' όσο φαίνεσαι!
ΠΟΡΣΙΑ Γι' αυτό ξεγύμνωσε το στήθος σου.
ΣΑΫΛΟΚ Ναί, ναι, «το στήθος του»: έτσι λέει τ' ομόλογο· έτσι δε λέει, ευγενέστατε κριτή; -
«Έριζα στην καρδιά»: είναι τα λόγια τα ίδια.
ΠΟΡΣΙΑ Έτσι είναι. Είναι ζυγαριά εδώ να ζυγιαστεί το κρέας;
ΣΑΫΛΟΚ Έτοιμη εδώ την έχω.
ΠΟΡΣΙΑ Να 'χεις εδώ κάναν χειρουργό, Σάυλοκ, μ' έξοδα σου; να δέσει τις πληγές, να μην πεθάνει από το αίμα.
ΣΑΫΛΟΚ Είναι γραμμένο αυτό στ' ομόλογο;
ΠΟΡΣΙΑ Δεν το λέει καθαρά· μα τι μ' αυτό; Καλό 'ναι νά το κάνεις έτσι από φιλανθρωπία.
ΣΑΫΛΟΚ Δε μπορώ να το βρω: δεν είναι μες στ' ομόλογο.
ΠΟΡΣΙΑ Εσύ, έμπορα, έχεις τίποτα νά ειπείς;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ Μα πολύ λίγα: είμ' οπλισμένος και πανέτοιμος. -Δώσ' μου το χέρι σου, Βασάνιε: έχε γεια! Μη θλίβεσαι που ξέπεσα ως εδώ για χάρη σου· τι η Τύχη εδώ δείχνεται πιο καλή απ' όσο το συνηθίζει: η ταχτική της είναι πάντα ν' αφήνει τον κακόμοιρο να ζει μετά απ' το βίος του, να ιδεί με γουβιασμένα μάτια, ζαρωμένο μέτωπο, φτωχά γεράματα· από τέτοιο αργό βάσανο, τέτοιαν αθλιότητα εμένα με γλιτώνει. Τα σέβη μου στην τιμημένη σου γυναίκα: πες της το πως τελείωσε ο Αντώνιος· πες της πως σ' αγαπούσα, κάνε μου ωραία νεκρολογία· •κι όταν της πεις την ιστορία, πες της να κρίνει αν είχε κάποτε ο Βασάνιος αγάπη. Καημό μην έχεις που τον φίλο σου τον χάνεις ούτ' αυτός μετανιώνει που ξοφλάει το χρέος σου· γιατί αν ο Εβραίος κόψει αρκετά βαθιά το ξεπληρώνω ευθύς μ' όλη μου την καρδιά.
ΒΑΣΑΝΙΟΣ Αντώνιε, είμαι παντρεμένος με γυναίκα, που μου 'ναι ακριβή όσο η ζωή η ίδια: μα η ίδια η ζωή, η γυναίκα μου κι ο κόσμος όλος, για μένα δε μετράνε πάνω απ' τη ζωή σου: θα τα 'δινα όλα, ναι, θα τα θυσίαζα όλα, σε τούτον δω το διάολο για να σε γλιτώσω.
ΠΟΡΣΙΑ Λίγα ευχαριστώ γι' αυτό θα σου 'λεγε η γυναίκα σου, αν ήταν κάπου εδώ να σ' άκουγε να κάνεις αυτή την προσφορά.
ΓΡΑΤΙΑΝ. Έχω γυναίκα, που βεβαιώνω πως την αγαπάω: άμποτε νά 'τανε στον ουρανό, για να παρακαλούσε κάποια δύναμη ν' άλλαζε τούτον τον σκυλοβριό.
ΝΕΡΙΣΑ Καλά που το προτείνεις πίσω της· αλλιώς η ευχή σου θα 'κανε ένα σπίτι άνω κάτω.
ΣΑΫΛΟΚ Αυτοί 'ναι οι Χριστιανοί οικογενειάρχες! Έχω μία κόρη· ας είχε πάρει έναν απ' του Βαραββά το γένος κι όχι Χριστιανό! Χασομεράμε· παρακαλώ συνέχεια στην απόφαση.
ΠΟΡΣΙΑ Μία λίτρα απ' του εμπόρου αυτού το κρέας σου ανήκει· το δικαστήριο επιδικάζει, ο νόμος σ' τη δίνει.
ΣΑΫΛΟΚ Ω δικαιότατε κριτή!
ΠΟΡΣΙΑ Και να κόψεις το κρέας απ' το στήθος του, ο νόμος το επιτρέπει, το δικαστήριο το απονέμει. Σοφότατε κριτή! Εβγήκε απόφαση· ετοιμάσου. Για περίμενε, είναι και κάτι άλλο. Τούτο τ' ομόλογο σου δεν σου δίνει ούτε ένα γιώτα αίμα` τα λόγια λένε καθαρά: «μία λίτρα κρέας».Πάρε λοιπόν τ' ομόλογο, παρ' τη λίτρα κρέας σου· μα κόβοντας το, αν χύσεις μία σταγόνα αίμα χριστιανικό, τα χτήματα και τ' αγαθά σου δημεύονται, κατά της Βενετίας τους νόμους, από το κράτος της Βενετίας.
ΓΡΑΤΙΑΝ. Ω αδέκαστε κριτή! Ακούς, Εβραίε; Ω σοφέ κριτή!
ΣΑΫΛΟΚ Είν' έτσι ο νόμος;
ΠΟΡΣΙΑ Να ιδείς ο ίδιος το άρθρο· αφού δικαιοσύνη επικαλιέσαι, να είσαι βέβαιος θα βρεις πιο πολλή δικαιοσύνη απ' όση επιθυμείς.
ΓΡΑΤΙΑΝ. Ω σπουδαγμένε δικαστή! Άκου τα, Εβραίε: σοφός κριτής!
ΣΑΫΛΟΚ Παίρνω λοιπόν την προσφορά: πληρώστε μου τριπλό τ' ομόλογο κι ας πάει ο Χριστιανός.
ΒΑΣΑΝΙΟΣ Εδώ 'ναι τα χρήματα.
ΠΟΡΣΙΑ Σιγά! Ο Εβραίος θα 'χει όλη τη δικαιοσύνη· μη βιάζεσαι: - θα πάρει μοναχά το
πρόστιμο.
ΓΡΑΤΙΑΝ. Ω Εδραίε! αδέκαστος κριτής, σοφός κριτής!
ΠΟΡΣΙΑ Γι' αυτό ετοιμάσου εμπρός και κόψε αυτό το κρέας. Μη χύσεις αίμα· ούτε να κόψεις πιο πολύ ή πιο λίγο, παρ' ακριβώς μία λίτρα κρέας: αν κόψεις πιο πολύ, ή πιο λίγο από ακριβώς μία λίτρα, ας είναι μόνον τόσο, όσο κάνει μόνο να γείρει η ζυγαριά, ή μόνο το εικοστό από πληρό σταρόσπυρο, τι λέω, αν το τάσι γείρει μόνον όσο μία τρίχα διαφορά, πεθαίνεις κι όλα τ' αγαθά σου δημεύονται.
ΓΡΑΤΙΑΝ. Δεύτερος Δανιήλ, Δανιήλ, Εδραίε! Τώρα, άπιστε, σε κρατάω καλά.
ΠΟΡΣΙΑ Τι στέκεται ο Εβραίος; Πάρ' το πρόστιμο σου.
ΣΑΫΛΟΚ Δώστε μου το κεφάλαιο κι άστε με να πάω.
ΒΑΣΑΝΙΟΣ Σου το 'χω έτοιμο· εδώ 'ναι.
ΠΟΡΣΙΑ Τ' αρνήθηκε ανοιχτά στο δικαστήριο: θα 'χει μόνο δικαιοσύνη και τ' ομόλογο του.
ΓΡΑΤΙΑΝ. Δανιήλ σου λέω, δεύτερος Δανιήλ! Σ' ευχαριστώ, Εβραίε, που μου 'μαθες τη λέξη.
ΣΑΫΛΟΚ Δε θα πάρω ούτε σκέτο το κεφάλαιο;
ΠΟΡΣΙΑ θα πάρεις μοναχά το πρόστιμο κι αυτό με κίντυνο σου, Εβραίε, θα το πάρεις.
ΣΑΫΛΟΚ Ε, τότε ο διάολος ας του το χαλαλήσει! Δεν κάνω άλλη συζήτηση.
ΠΟΡΣΙΑ Στάσου, Εβραίε· ο νόμος σε κρατάει κι απ' αλλού. Είναι στης Βενετίας τους νομούς καταχωρημένο, αν κατηγορηθεί, κι αποδειχτεί, ένας ξένος πως με έμμεσες είτε άμεσες ενέργειες γυρεύει τη ζωή οποιουδήποτε πολίτη, εκείνος, που ο ξένος εναντίον του βυσσοδομεί, παίρνει στην κατοχή του το μισό του βιος· τ' άλλο μισό πηγαίνει στο ταμείο του κράτους· και του αδικητή η ζωή είναι μοναχά στου δόγη το έλεος· και τούτο δεν ανακαλείται. Σε τούτη την κατηγορία στέκεις, λέω, κι εσύ· γιατί αποδείχτηκε από τη διαδικασία πως έμμεσα όσο και άμεσα επιβουλεύτηκες την ίδια τη ζωή του αντίδικου σου· και είσαι ένοχος και η ποινή σε πιάνει που σου είπα πριν. Γονάτισε γι' αυτό και ζήτησε έλεος απ' τον δόγη.
ΓΡΑΤΙΑΝ. Ζήτησε του την άδεια νά κρεμαστείς: μ' αφού το βιος σου το κατάσχεσε το κράτος,
δε σου 'χει μείνει το έξοδο για το σκοινί· θα κρεμαστείς για τούτο μ' έξοδα του κράτους.
ΔΟΓΗΣ Και για να ιδείς στη γνώμη μας τη διαφορά, πριν το ζητήσεις, σου χαρίζω τη ζωή. Όσο για την περιουσία σου, η μισή είναι του Αντώνιου` η άλλη μισή πάει στο δημόσιο, που αν δείξεις συντριβή μπορεί να γίνει πρόστιμο.
ΠΟΡΣΙΑ Του κράτους η μερίδα, όχι του Αντώνιου.
ΣΑΫΛΟΚ Ε όχι, πάρτε τη ζωή μου κι όλα· μη μου αφήνετε ούτ' αυτό: παίρνετε το σπίτι μου όταν παίρνετε τη βάση που κρατάει το σπίτι μου· μου παίρνετε τη ζωή μου, όταν παίρνετε τα μέσα που με ζουν.
ΠΟΡΣΙΑ Τι χάρη εσύ μπορείς, Αντώνιε, νά του κάνεις;
ΓΡΑΤΙΑΝ. Χάρισμα το σκοινί, για τον θεό, και τίποτ' άλλο!
ΑΝΤΩΝΙΟΣ Αν αγαπάει ο δόγης και το δικαστήριο, δέχομαι να ξοφλήσει την ποινή του με το μισό του βιος· και να 'χω εγώ το άλλο μισό στη διάθεση μου, να το δώσω όταν πεθάνει, στον νέο που τελευταία έκλεψε την κόρη του· αλλά με δυο όρους: για τη χάρη αυτή να γίνει αμέσως Χριστιανός· ο άλλος, να γράψει εδώ στο δικαστήριο ό,τι περιουσία θα 'χει, όταν πεθάνει, στον γαμπρό του τον Λορέντσο και στην κόρη του.
ΔΟΓΗΣ Αυτό να κάνει, αλλιώς ανακαλώ τη χάρη που είπα θα του κάνω πριν.
ΠΟΡΣΙΑ Εβραίε, είσαι σύμφωνος; Τι λες;
ΣΑΪΛΟΚ Σύμφωνος.
ΠΟΡΣΙΑ Γραμματέα, κάνε μία πράξη δωρεάς.
ΣΑΫΛΟΚ Παρακαλώ, δώστε μου αδεία νά φύγω: δεν είμαι καλά. Στείλτε απόκοντα το έγγραφο
και θα το υπογράψω.
ΔΟΓΗΣ Πήγαινε, μα να το κάνεις.
ΓΡΑΤΙΑΝ. Στη βάφτιση σου θα 'χεις δυο νονούς` αν ήμουν δικαστής σου εγώ, θα είχες κι άλλους δέκα, για την κρεμάλα, όχι για την κολυμπήθρα.
(Βγαίνει ο ΣΑΫΛΟΚ.)
“Ο Έμπορος της Βενετίας”, Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, πράξη τέταρτη
μετ. Βασίλης Ρώτας- Βούλα Δαμιανάκου εκδ. Επικαιρότητα