Η λέξη δόγμα προέρχεται από το δοκέω που θα πει: σκέπτομαι, υποθέτω, νομίζω, φαντάζομαι (Λεξικό αρχαίας ελληνικής Σταματάκου), επομένως σημαίνει απόφανση κατόπιν υπόθεσης, μια γνωμοδότηση πάνω στα πράγματα.
Αφορμή γι αυτά πήρα από τον Σέξτο Εμπειρικό, γιατρό και συγγραφέα που έζησε τον 1ο αιώνα της χρονολογίας μας και άφησε πολύτιμες πληροφορίες για την αρχαία φιλοσοφία και ιδιαίτερα τους Σκεπτικούς.
Η κατηγοριοποίηση της φιλοσοφίας σε υλιστική και ιδεαλιστική υιοθετήθηκε στη σύγχρονη εποχή. Οι πρώτες τοποθετήσεις του μεν Πλάτωνα που στο Σοφιστή χώρισε τους μέχρι τότε φιλοσόφους σε γηγενείς1, εννοώντας τους Ίωνες φυσικούς και στους φίλους των ειδών2 και του Αριστοτέλη που γράφοντας για τους ίδιους, «τους πρώτους φιλοσοφήσαντας», αναφέρει: «τας εν ύλης είδει μόνας ωήθησαν αρχάς είναι πάντων», δηλαδή όρισαν πως η μόνη αρχή των πάντων βρίσκεται στο είδος της ύλης, άλλος, όπως γνωρίζουμε, στο νερό, άλλος στον αέρα, άλλος στη φωτιά (Μεταφυσικά Ι 3 983b 8), δεν στάθηκαν εκείνη την περίοδο αρκετές για να ονοματίσουν τις δύο διαφορετικές φιλοσοφικές τάσεις.
Υπήρχε όμως στην αρχαιότητα κι άλλος ένας τρόπος που τις ξεχώριζαν και τις χαρακτήριζαν. Ο Σέξτος αρχίζει τις «Πυρρώνειες υποτυπώσεις», ως εξής: Κεφάλαιο πρώτο:
«περί της ανωτάτω διαφοράς των φιλοσοφιών» «Τοις ζητούσι τι πράγμα ή εύρεσιν επακολουθείν εικός ή άρνησιν ευρέσεως και ακαταληψίας ομολογίαν ή επιμονήν ζητήσεως…». Δηλαδή: Η φυσική συνέπεια γι αυτούς που ερευνούν κάποιο πράγμα είναι ή η εύρεση του πράγματος ή η άρνηση ότι η εύρεσή του είναι δυνατή και η παραδοχή ότι πρόκειται για κάτι ακατάληπτο ή η επίμονη συνέχιση της έρευνας.
Και συνεχίζει:
«Ίσως γι αυτόν ακριβώς το λόγο και στην περίπτωση των αντικειμένων έρευνας της φιλοσοφίας, άλλοι είπαν ότι έχουν βρει την αλήθεια («…ευρηκέναι το αληθές έφασαν…»), άλλοι έφθασαν στο συμπέρασμα ότι η αλήθεια δεν είναι δυνατό να γίνει αντιληπτή και άλλοι συνεχίζουν την έρευνα. Αυτοί που νομίζουν ότι έχουν βρει την αλήθεια είναι αυτοί που χαρακτηριστικά αποκαλούνται δογματικοί, όπως λόγου χάρη ο κύκλος του Αριστοτέλη, του Επικούρου και των στωικών και ορισμένοι άλλοι. Αυτοί που κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ακατάληπτα πράγματα είναι ο κύκλος του Κλειτόμαχου, του Καρνεάδη και άλλοι Ακαδημεικοί. Αυτοί, τέλος, που συνεχίζουν την έρευνα είναι οι Σκεπτικοί. Είναι λοιπόν εύλογο να θεωρείται ότι οι σημαντικότερες κατευθύνσεις της φιλοσοφίας είναι τρεις: η δογματική, η Ακαδημεική και η Σκεπτική».
Αυτά γράφει ο Σέξτος. Το κριτήριο που χρησιμοποιεί για την διάκριση είναι η θέση που παίρνουν οι σχολές απέναντι στην αναζήτηση του αληθούς. Και οι μεν σκεπτικοί εξακολουθούν να το αναζητούν, οι πλατωνικοί υποστηρίζουν πως δεν είμαστε ικανοί να το βρούμε και οι υπόλοιποι θεωρούν πως κάτι βρήκαν και καταθέτουν την άποψή τους γι αυτό.
Πρόκειται για πολύ ενδιαφέρον σκεπτικό που αποδίδει όλα όσα γνωρίζουμε για την αρχαία φιλοσοφία. Οι ιδεαλιστές τοποθετώντας τις ιδέες, το αληθές κατ’ αυτούς, έξω από το πραγματικό, το κηρύσσουν ακατάληπτο με τον άνθρωπο κατ’ ανάγκη ανίκανο να το γνωρίσει. Οι σκεπτικοί επιλέγουν να μη πάρουν θέση και προτιμούν να επέχουν εξακολουθώντας την αναζήτηση αενάως.
Βρίσκω το απόσπασμα πολύ διαφωτιστικό σε σχέση με τη στάση του καθένα μας απέναντι στη φιλοσοφία. Πράγματι, αν δεχτούμε τον άνθρωπο ανίκανο να διατυπώσει άποψη και αποφανθούμε πως αυτό συμβαίνει είτε γιατί έχει περιορισμένη αντιληπτική ικανότητα είτε γιατί τα πράγματα είναι όντως ακατάληπτα είτε γιατί οι απόψεις αλληλοσυγκρούονται, τότε η φιλοσοφία είναι μια άσκηση που δεν καταλήγει πουθενά.
Αν επιμένουμε να αναζητούμε όπως οι Σκεπτικοί τότε ευχαριστιόμαστε μεν κάθε απόπειρα αναζήτησης αλλά μένουμε με τη χαρά της. Το συμπέρασμά μας από τη ζωή είναι πως: καλό είναι να αναζητάς αλλά δεν είναι ανάγκη ν’ ανακαλύπτεις. Και αυτή παραμένει η μόνη γνήσια ανακάλυψη.
Όσο αφορά την Ακαδημία, στα χρόνια του Σέξτου πράγματι είχε καταληφθεί από το σκεπτικισμό, καθώς ο Καρνεάδης έχει καταγραφεί ως σκεπτικός φιλόσοφος (βλ. Τσέλλερ – Νέστλε). Στην Ακαδημία κήρυτταν τα πράγματα ακατάληπτα και τον άνθρωπο περιορισμένης ικανότητας ως προς αυτά. Φαίνεται πως ήδη είχαν ξεπεράσει τη διδασκαλία του ιδρυτή τους για τις ιδέες. Ακόμη και γι αυτούς οι ιδέες ήταν ακατάληπτες. Δεν τόλμησαν να τις κηρύξουν ανύπαρκτες.
Γι αυτό έμεινε να τις αποκαλούμε πλατωνικές, δηλαδή αποκλειστικά δικές του. Έτσι πέρασε ο Πλάτωνας για «μύστης», που θα πει άνθρωπος σπάνιος προορισμένος να γνωρίζει τα μυστήρια και από τους πρώιμους χριστιανούς γι αληθινός προφήτης (Θεοδωρίδης).
Μ’ αυτές τις παρατηρήσεις αναρωτιόμαστε αν και πώς ζημιώθηκε από αυτά η ίδια η φιλοσοφία και βέβαια κατ’ επέκταση ο άνθρωπος.
Να πάμε τώρα στα δόγματα και τους δογματικούς.
Πολλοί από εμάς θεωρούν τον χαρακτηρισμό υποτιμητικό. Εύλογη αιτία η αντίδραση στα θρησκευτικά δόγματα αλλά και σ’ αυτά των κυρίαρχων ιδεολογιών που εξακολουθούν να δυναστεύουν την πολιτική και κοινωνική ζωή.
Όμως ο ετοιμοθάνατος Επίκουρος προέτρεψε τους φίλους του να θυμούνται τα δόγματα. Επομένως καλό είναι να εξετάσουμε την έννοια της λέξης δόγμα.
Είπαμε πως το ρήμα είναι το δοκέω – δοκώ. Σήμερα χρησιμοποιούμε κυρίως τα παράγωγά του. Από αυτό η λέξη δόξα που θα πει απλή γνώμη και δοξασία δηλαδή η επιπόλαιη γνώμη. Το ουσιαστικό ‘δόγμα’ προέρχεται από τον τύπο ‘δέδογμαι’ που είναι ο παθητικός παρακείμενος του ρήματος.
Το δόγμα, δηλαδή, έχει την έννοια της γνώμης που ισχυροποιείται από την παραδοχή της ως αληθούς. Σαν ένα πρώτο αναγκαίο βήμα που θα μας βοηθήσει να πάμε παρακάτω.
Οι δογματικοί δηλαδή αποφαίνονται και βέβαια καταθέτουν την άποψή τους γι αυτό που τους φαίνεται πραγματικό. Γι αυτούς η φιλοσοφία δεν είναι μια αργόσχολη ενασχόληση που δεν πηγαίνει πουθενά. Αντίθετα μάλιστα ο σκοπός της είναι να καταλήγει σε προτάσεις. Και για μεν τους περιπατητικούς σκοπός είναι να υπηρετήσουν την ίδια τη φιλοσοφία3, για τον Επίκουρο, τους στωικούς και τους κυνικούς να προτείνουν στον άνθρωπο τον τρόπο να ζήσει τη ζωή του. Έχουν το θάρρος της γνώμης, και παίρνουν την ευθύνη της άποψής τους από την οποία και κρίνονται.
Μ’ αυτή την έννοια θα ευχαριστήσουμε τον Σέξτο για την αφορμή που μας δίνει, όμως θα διαφωνήσουμε μαζί του μερικώς ως προς τον διαχωρισμό και κυρίως ως προς τον χαρακτηρισμό των σχολών. Γιατί εκείνοι που καλεί δογματικούς προχωρούν και αποφαίνονται για το αληθές, ενώ οι μεν σκεπτικοί αποφαίνονται απορρίπτοντας οι δε πλατωνικοί αποφαίνονται περί της ανικανότητας και του ακατάληπτου. Δηλαδή και αυτοί δογματίζουν έστω και άπαξ.
Διακινδυνεύουμε να πούμε λοιπόν πως το πρόβλημα δεν είναι το να εκφράζεις άποψη για την φύση των πραγμάτων αλλά ποια άποψη εκφράζεις και αν αυτή επιβεβαιώνεται από τα φαινόμενα.
Γι αυτό είναι χρήσιμο να εξετάσουμε την αιτία που η έννοια «δόγμα» άρχισε να παίρνει αυτή τη φόρτιση ήδη από τον 1ο μ.Χ. αιώνα, την εποχή που ζει ο Σέξτος ώστε να φτάσει έναν περίπου αιώνα μετά ο επικούρειος Λουκιανός να αποστρέφεται και να σατιρίζει έντονα το δογματισμό.
Γνωρίζουμε πως οι δογματικοί στους οποίους αναφέρεται ο Σέξτος, δεν διατυπώνουν την ίδια άποψη για τα πράγματα. Αυτό βεβαίως το γνωρίζει και ο ίδιος μα σε μια εργασία που αφορά το σκεπτικισμό, όπως η δική του, αυτή η απλουστευτική γενικολογία τον διευκολύνει.
Θα επιφορτιστούμε λοιπόν εμείς το έργο που εκείνος εύλογα παραλείπει. Επιχειρώντας να σπρώξουμε πιο πέρα την ανάλυσή του, δεν θα κρίνουμε τους δογματικούς μόνο ως προς τη στάση τους απέναντι στο αληθές αλλά και στο τι ορίζουν ως αληθές. Και το πιο χρήσιμο εργαλείο γι αυτό είναι ο επικούρειος κανόνας που συμπληρώνει τα κριτήρια της αλήθειας με την εξέταση της επιμαρτύρησης ή μη αντιμαρτύρησής τους από τα φαινόμενα.
Θα πούμε λοιπόν πως μια άποψη που επιμαρτυρείται ή δεν αντιμαρτυρείται αξίζει τον χαρακτηρισμό του δόγματος ενώ αντίθετα, και σύμφωνα με την 24η Κύρια Δόξα η άποψη που δεν επιβεβαιώνεται, «το μη την επιμαρτύρησιν έχον» παραμένει σε εκκρεμότητα «εν ταις δοξαστικαίς εννοίαις…», ως μια απλή υποκειμενική γνώμη.
Εκείνο λοιπόν που σπιλώνει τη λέξη δόγμα στους αιώνες είναι η αξίωση των ιδεαλιστών να δογματίζουν ως αληθές κάτι που δεν επιβεβαιώνεται από το φαινόμενα ή να προσπερνούν ανέντιμα ακόμη και τους φυσικούς νόμους φορτώνοντας τα μυαλά των ταπεινών ανθρώπων με εξ αποκαλύψεως αλήθειες, ως τίποτα μύστες, προερχόμενες από φανταστικές ανώτερες δυνάμεις.
Επομένως είναι καιρός να αποκαταστήσουμε την έννοια της λέξης δόγμα. Το δόγμα αφορά μια γνώση που δίδεται με ευθύνη του δότη. Η ευθύνη αυτή συνίσταται στην υποχρέωση προς απόδειξη και η έλλειψή της αποβάλλει το υποστηριζόμενο από την κατηγορία των δογμάτων σ’ εκείνη των δοξασιών.
Ο ευφυής άνθρωπος κρατά ως δόγματα τα ολοφάνερα («εναργή») κι αφήνει παράμερα τα αναπόδεικτα για εκείνους που αναγκεύονται να πιστεύουν.
Έτσι λοιπόν το σωστό είναι να γυρίσουμε 20 αιώνες πίσω και να πούμε του Σέξτου, να προχωρήσει σε έναν έτι περαιτέρω διαχωρισμό των δογματικών σε δύο κατηγορίες: τους δογματικούς και τους δοξαστικούς με τους δεύτερους να απονέμουν επιμαρτύρηση των απόψεών τους στον δικό τους εσωτερικό ιδεατό κόσμο, καθώς δεν την λαμβάνουν από τον πραγματικό, που προτιμούν το πρόσημο της πίστης από το πρόσημο της γνώσης.
Και τότε ευχαρίστως εμείς οι επικούρειοι, που θυμόμαστε τα δόγματα, απαλλαγμένοι και από αυτό το βάρος θα καμαρώνουμε να αποκαλούμαστε δογματικοί.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Ο Κυριαζόπουλος μεταφράζει τον πλατωνικό όρο «γηγενείς»: γόνοι, παιδιά της γης. (Αθανάσιος Κυριαζόπουλος, Προσωκρατικοί, Ηράκλειτος, σελ235, Κάκτος 1992). Επομένως θα πρέπει να αναρωτηθούμε μήπως με τη χρήση αυτού του όρου ο Πλάτωνας υπονοούσε πως υπάρχουν γόνοι του ουρανού, επιφυλάσσοντας εν κρυπτώ την ιδιότητα αυτή για τους φίλους των ειδών με πρώτο βεβαίως τον εαυτό του.
2. Δεν γνωρίζουμε τι είναι τα είδη στα οποία αναφέρεται ο Πλάτων. Είδος θα πει μορφή, σχήμα, ό τι φαίνεται από κάποιο πράγμα (από το είδω = βλέπω). Την ίδια έννοια έχει και ο όρος ιδέα που προέρχεται από το ιδείν, απαρέμφατο αορίστου του είδω. Ίσως ο Πλάτων, επέλεξε τη χρήση αυτών των όρων για να υπονοήσει την εικονική μορφή του πραγματικού κόσμου έναντι της πραγματικής μορφής του εικονικού κόσμου, του οποίου την ύπαρξη πίστευε.
3. Ο Αριστοτέλης υποστήριζε πως οποιαδήποτε ενέργεια του ανθρώπου υπηρετεί τον εαυτό της, επομένως φιλοσοφούμε για την ίδια τη φιλοσοφία, καλλιεργούμε την επιστήμη για το καλό της ίδιας της επιστήμης και όχι βεβαίως χάριν του ανθρώπου.
Δημήτρης Λιαρμακόπουλος
Πηγή: epicuros