Jean Delville – The School of Plato (1898)
Η φιλοσοφία απέναντι στη θεολογία
Η ορθολογιστική προσέγγιση της θρησκείας τον 17ο και 18ο αιώνα απορρίπτοντας τον φανατισμό παρουσίασε τον Σωκράτη μάρτυρα της ορθολογιστικής θρησκείας, αφού ο θάνατός του προήλθε από φανατικούς. Ο Βολτέρος έγραψε ένα θεατρικό έργο για τον θάνατο του Σωκράτη (Σωκράτης, μέσα του 18ου αιώνα), ο Νίτσε ονόμασε τον Πλάτωνα «προϋπάρξαντα Χριστιανό», ενώ ο Ένγκελς τον θεωρεί τον μεγάλο πρόδρομο του Χριστιανισμού. Ο Μπέρτραντ Ράσελ παρατηρεί πως ο Χριστιανισμός διέδωσε μια άποψη που είχε ήδη εκφραστεί στην αρχαιότητα από τον Σωκράτη και αργότερα τους Στωικούς, ότι το καθήκον προς τον θεό είναι πιο επιτακτικό από το καθήκον στο κράτος, ότι «οφείλουμε να υπακούμε τον Θεό περισσότερο από τον Άνθρωπο».
Στο Κατά Ματθαίο 22:39 διαβάζουμε: «…Να αγαπάς τον πλησίον σου, όπως αγαπάς τον εαυτό σου». Αυτό το ‘όπως τον εαυτό σου’ κάνει απόλυτα αδύνατη την εντολή και καταδικάζει τον πιστό στη μόνιμη ενοχή και αποτυχία. Κανένας δεν μπορεί ν’ αγαπήσει κάποιον άλλον κυριολεκτικά όπως τον εαυτό του και η θεϊκή εντολή αγάπης δεν περιορίζεται καν στα παιδιά ή στον/στην σύζυγο, αλλά επεκτείνεται στην ανθρωπότητα. Ο πιστός, λοιπόν, μπορεί μόνο να συμβιβάζεται με τον κανόνα και ποτέ να τον ακολουθεί πιστά˙ παρά μόνο πιστευτά. Πιστευτά βέβαια στους ανθρώπους, όχι στον θεό˙ τον θεό δεν τον κοροϊδεύεις. Η εντολή όμως δεν χωράει περιορισμούς: «Πρέπει λοιπόν να γίνετε τέλειοι δια της αγάπης προς τους πάντες, καθώς είναι τέλειος και ο ουράνιος Πατήρ σας, ο οποίος είναι αγάπη» (Κατά Ματθαίο 5:48).
Έχει ειπωθεί ότι ίσως δεν υπήρξε ποτέ Σωκράτης ως ιστορικό πρόσωπο ή ότι το πρόσωπο που βλέπουμε στο πλατωνικό έργο το έπλασε ο Πλάτωνας αποκλειστικά σαν αφηγηματικό τέχνασμα για να προωθήσει τις δικές του ιδέες. Αυτό (αν και δεν αντέχει στην κριτική) μικρή σημασία έχει για την αξία των κειμένων, καθώς οι ιδέες του δεν εξαρτώνται από το πρόσωπο που τις εκφέρει. Οι ιδέες είναι ιδέες˙ μένει στη λογική εξέταση να κρίνει την αξία τους («Δεν πρέπει να εξετάζουμε ποιος το είπε, αλλά αν είναι αλήθεια ή όχι»). Στη φιλοσοφία, όπως και στην επιστήμη, δεν υπάρχουν αυθεντίες. Ο φιλόσοφος πρέπει να πείσει με τη λογική, όπως ο επιστήμονας με αποδείξεις. Αν τα επιχειρήματα αρκέσουν, δεν ενδιαφέρει τον αναγνώστη αν διαβάζει Πλάτωνα ή κάποιον ανώνυμο.
Ερανιστής
Η φιλοσοφία απέναντι στη θεολογία
«Δεν πρέπει να εξετάζουμε ποιος το είπε, αλλά αν είναι αλήθεια ή όχι.»161c
Πλάτων, Χαρμίδης
«Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή˙ κανένας δεν μπορεί να φτάσει στον Πατέρα παρά μέσω εμού.»
Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο 14:6
“Οπως είδαμε, κάποιες θέσεις του Σωκράτη, ακόμα και οι συνθήκες θανάτου του, προσομοιάζουν ιδέες και αφηγήσεις του Χριστιανισμού. Δεν τις επιβεβαιώνουν όμως, αφού τα κοινά τους σημεία είναι κυρίως επιφανειακά. Η ιδέα του Σωκράτη ότι οι θεοί είναι καλοί και κάνουν μόνο καλά πράγματα, είναι κάτι που τον αποξένωσε καθοριστικά από τη λαϊκή θρησκεία της εποχής του. Η νέα αυτή θέαση βρήκε Χριστιανούς θιασώτες, όταν εξαπλώθηκε η θρησκεία τους από τη Μέση Ανατολή στην Ευρώπη, αφού αναγνώρισαν κοινό έδαφος στη φιλοσοφία που επηρέασε τόσο πολύ τον αρχαίο κόσμο. Ο θεός του Σωκράτη όμως δεν είναι αυτός που καθορίζει τι είναι καλό και τι όχι (Ευθύφρων), όπως κάνει ο θεός της παλιάς Διαθήκης με τις δέκα εντολές. Πηγή της ηθικής για τον Σωκράτη είναι η λογική του, όχι η θεϊκή εντολή.
Η πρώιμη Χριστιανική θεολογία επηρεάστηκε πολύ από τον Σωκράτη και στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες οι Χριστιανοί τον έβλεπαν σαν «προ Χριστού άγιο». Στην Ευαγγελική Προπαρασκευή του Ευσέβιου (3ος-4ος αιώνας) ο Πλάτων θεωρείται πως είχε με κάποιο τρόπο αντιληφθεί την αλήθεια του Χριστιανισμού λαμβάνοντας έμπνευση από τον θεό˙ «και τι είναι ο Πλάτων αν όχι ο Μωυσής που μιλάει στα ελληνικά της αττικής διαλέκτου;» Ο νεοπλατωνιστής Marsilio Ficino (15ος αιώνας) κάνει λεπτομερείς παραλληλισμούς ανάμεσα στις δίκες και τους θανάτους του Σωκράτη και του Ιησού. Ένας από τους διαλόγους του Έρασμου (The Godly Feast) περιέχει τη φράση «Άγιε Σωκράτη, προσευχήσου για εμάς» και παρομοιάζει τον Χριστό της Γεθσημανής με τον Σωκράτη στο κελί του. Ο άγιος Αυγουστίνος είπε «ο πλατωνισμός είναι ο προθάλαμος του Χριστιανισμού». Αυτή η παράδοση συνεχίστηκε από τον Ντιντερό (που όμως δεν ολοκλήρωσε τη δραματοποίηση του σωκρατικού θανάτου) και τον Ρουσσώ (First Discourse, 1751).
Η ορθολογιστική προσέγγιση της θρησκείας τον 17ο και 18ο αιώνα απορρίπτοντας τον φανατισμό παρουσίασε τον Σωκράτη μάρτυρα της ορθολογιστικής θρησκείας, αφού ο θάνατός του προήλθε από φανατικούς. Ο Βολτέρος έγραψε ένα θεατρικό έργο για τον θάνατο του Σωκράτη (Σωκράτης, μέσα του 18ου αιώνα), ο Νίτσε ονόμασε τον Πλάτωνα «προϋπάρξαντα Χριστιανό», ενώ ο Ένγκελς τον θεωρεί τον μεγάλο πρόδρομο του Χριστιανισμού. Ο Μπέρτραντ Ράσελ παρατηρεί πως ο Χριστιανισμός διέδωσε μια άποψη που είχε ήδη εκφραστεί στην αρχαιότητα από τον Σωκράτη και αργότερα τους Στωικούς, ότι το καθήκον προς τον θεό είναι πιο επιτακτικό από το καθήκον στο κράτος, ότι «οφείλουμε να υπακούμε τον Θεό περισσότερο από τον Άνθρωπο».
Οι πρώτοι Χριστιανοί, όταν άκουγαν τα εγκλήματα για τα οποία τους κατηγορούσαν οι Ρωμαίοι, θεωρούσαν ότι βρίσκονται σε παρόμοια θέση με τον Σωκράτη και ήταν διατεθειμένοι να πεθάνουν για την αλήθεια, όπως εκείνος. Ο Σωκράτης δεν ήθελε να συμβιβαστεί και θα είχε απελευθερωθεί, αν υποσχόταν ότι θα σταματούσε να μιλάει για την αλήθεια. Έτσι και οι Χριστιανοί, αν αναγκάζονταν να ενδώσουν και να απαρνηθούν τη συμπεριφορά τους και τον τρόπο ζωής που διάλεξαν, θα σώζονταν. Στις Πράξεις Μαρτύρων βρίσκουμε αναφορές σε αυτόν. Στις απολογίες τους στα δικαστήρια οι κατηγορούμενοι επικαλούνταν τη στάση του Σωκράτη, καθότι ήταν πολύ συμπαθής στους ειδωλολάτρες δικαστές και κατηγόρους τους, και η επίκλησή του ήταν ένας τρόπος να κερδίσουν το σεβασμό και τη συμπάθειά τους παραλληλίζοντας τη συμπεριφορά του Χριστού έναντι του Πόντιου Πιλάτου με αυτήν του Σωκράτη. Οι ειδωλολάτρες όμως κατέκριναν τον Ιησού για τη στάση του, σαν μη σοφή. Ήταν υπερβολικά ταπεινός, ενδοτικός και σιωπηλός και πολλοί θεωρούσαν ότι η συμπεριφορά αυτή δεν ήταν αξιοπρεπής, ότι δεν ήταν αυτή που θα περίμενε κανείς από έναν άγιο.
Στην αρχαιότητα όλοι θεωρούσαν τον Σωκράτη αδικοχαμένο ήρωα και οι Χριστιανοί το αξιοποίησαν αυτό. Μετά τον 2ο αιώνα πολύ λιγότεροι γνώριζαν τον Σωκράτη και λίγα μορφωμένα άτομα μόνο θα αισθάνονταν συμπάθεια γι’ αυτόν. Κάποιοι συγγραφείς με ορθόδοξες χριστιανικές απόψεις αποκήρυξαν τους παραλληλισμούς Σωκράτη και Ιησού διατεινόμενοι ότι δεχόμενος να πιει το κώνειο ουσιαστικά είχε διαπράξει αυτοκτονία, ενώ άλλοι ενοχλήθηκαν από τις ομοφυλοφιλικές τάσεις και τους περίεργους όρκους του («μα τον κύνα»). Έτσι, η επιρροή του στην επίσημη χριστιανική σκέψη άρχισε να φθίνει.
Η πραγματική δοκιμασία για τον Σωκράτη δεν ήταν ν’ αποφύγει τον θάνατο (ούτε του Ιησού βέβαια), αλλά να αποφύγει να κάνει αδικία. Εφόσον πίστευε πως είναι πάντα λάθος να κάνεις κακό σε κάποιον, ακόμα κι αν αυτός σε έχει αδικήσει και, εφόσον βλάπτεται περισσότερο αυτός που αδικεί και όχι το θύμα της αδικίας, για τον Σωκράτη το να στρέφεις το άλλο μάγουλο γίνεται βασικό συστατικό της δίκαιης ζωής. Μπορεί όμως ο Ιησούς να γυρνούσε το άλλο μάγουλο, αλλά στη Γη είχε έρθει όχι για να φέρει την ειρήνη, αλλά το σπαθί[1]. Κι αν αυτή η άρνηση της ανταπόδοσης μοιάζει με φιλειρηνικά δόγματα του Χριστιανισμού, η διαφορά στον Σωκράτη είναι πως αναζητούσε μια πλήρως ανεπτυγμένη και αξιόλογη ζωή σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο και όχι μετά το θάνατο.
Εξάλλου το «μην απαντάς στο κακό με κακό» του Σωκράτη είναι αιώνες μακριά από την προσταγή να αγαπάς τον εχθρό σου[2]. Η προτροπή του Σωκράτη αφορά τη συμπεριφορά, προκύπτει από τη λογική και έχει ένα πρακτικό αποτέλεσμα στη ζωή του ατόμου και της κοινωνίας. Η προσταγή του Ιησού αφορά το συναίσθημα, προκύπτει από αυθαίρετη βούληση και υπόσχεται οφέλη στον άλλο κόσμο. Και, αν δεχτούμε τη θεϊκή εντολή, θα πρέπει να πούμε ότι όσο μεγαλύτερο είναι το έγκλημα του άδικου, τόσο περισσότερο πρέπει να τον αγαπάμε. Πώς θα μπορούσε όμως κάποιος να διαταχθεί να αισθάνεται έτσι ή αλλιώς; Το αίτημα του Ιησού είναι τόσο παράλογο όσο είναι και αδύνατο να ικανοποιηθεί. Κανένας δεν μπορεί να πείσει τον εαυτό του να αλλάξει το θυμικό του, παρά μόνο, το πολύ, να το καθυποτάξει. Δηλαδή μπορεί να μισεί τον εχθρό του αλλά να φέρεται σαν να μην τον μισεί. Αυτό όμως δεν είναι αγάπη (ή αρετή), αυτό είναι υποκρισία.
Στο Κατά Ματθαίο 22:39 διαβάζουμε: «…Να αγαπάς τον πλησίον σου, όπως αγαπάς τον εαυτό σου». Αυτό το ‘όπως τον εαυτό σου’ κάνει απόλυτα αδύνατη την εντολή και καταδικάζει τον πιστό στη μόνιμη ενοχή και αποτυχία. Κανένας δεν μπορεί ν’ αγαπήσει κάποιον άλλον κυριολεκτικά όπως τον εαυτό του και η θεϊκή εντολή αγάπης δεν περιορίζεται καν στα παιδιά ή στον/στην σύζυγο, αλλά επεκτείνεται στην ανθρωπότητα. Ο πιστός, λοιπόν, μπορεί μόνο να συμβιβάζεται με τον κανόνα και ποτέ να τον ακολουθεί πιστά˙ παρά μόνο πιστευτά. Πιστευτά βέβαια στους ανθρώπους, όχι στον θεό˙ τον θεό δεν τον κοροϊδεύεις. Η εντολή όμως δεν χωράει περιορισμούς: «Πρέπει λοιπόν να γίνετε τέλειοι δια της αγάπης προς τους πάντες, καθώς είναι τέλειος και ο ουράνιος Πατήρ σας, ο οποίος είναι αγάπη» (Κατά Ματθαίο 5:48).
Κι ούτε λόγο για συγχώρεση ο Σωκράτης – ούτε για καθ’ υποκατάσταση λύτρωση αμαρτιών. Κακίες βέβαια δεν κρατάει ούτε θα πάρει εκδίκηση ποτέ. Ακόμα και η τιμωρία τον άδικων που ζητάει, μοναδικό σκοπό έχει την βελτίωση της ψυχής του άδικου. Γιατί, αν θέλει να λέγεται καλός πρέπει να κάνει μόνο καλά πράγματα και να πολλαπλασιάζει την καλοσύνη όπως μπορεί. Η συγχώρεση όμως φαίνεται αδύνατη. Θα μπορούσε κάποιος να πληρώσει τα χρέη ενός φίλου, θα μπορούσε να πάρει τη θέση του στη φυλακή ή σε δωμάτιο βασανιστηρίων˙ θα μπορούσε ακόμα και να πεθάνει στη θέση του, αν το επέλεγε. Αυτό που δεν θα μπορούσε να κάνει είναι να τον απαλλάξει από τις αμαρτίες του. Η συγχώρεση και, κυρίως, η έμμεση λύτρωση μέσω της θυσίας ενός αποδιοπομπαίου τράγου είναι αποποιήσεις ευθυνών και γι’ αυτό παράλογες. Για τον ελεύθερο άνθρωπο οι ευθύνες του τού ανήκουν και τον βαραίνουν ολοκληρωτικά.
Παρόλα αυτά, είναι πολλές οι φαινομενικές ομοιότητες των δύο ιστορικών μορφών, και αυτές καπηλεύτηκαν οι ακόλουθοι του Ιησού: Αινιγματικό πρόσωπο την εποχή του (αλλά και σήμερα, αφού δεν έγραψε ο ίδιος τίποτα), που ενοχλούσε τους ισχυρούς και επέκρινε κάθε μορφή αδικίας και κατάχρηση εξουσίας πιστεύοντας ότι μιλούσε εν ονόματι κάποιας άλλης, ανώτερης δύναμης. Κατηγορήθηκε ότι αρνήθηκε τους θεούς της κοινότητας ενώ πρότεινε καινούργιους και ότι διέφθειρε τους νέους. Ήταν ικανός στην τέχνη της συζήτησης, αδιαφορούσε για τα υλικά αγαθά και ασχολούνταν μόνο με ανώτερα πράγματα. Εναντίον του δεν στράφηκαν μόνο οι ισχυροί, αλλά και οι ισότιμοί του, οι οποίοι τον θανάτωσαν σαν βλάσφημο, κι ενώ μπορούσε να διαφύγει ζητώντας χάρη και εκδηλώνοντας μεταμέλεια, επέλεξε να μην προδώσει τις αρχές του και τον σκοπό του. Εν τέλει, πέθανε όπως έζησε, μην βλάπτοντας ποτέ κανέναν. Τα παραπάνω μπορούν να αποδοθούν τόσο στον Ιησού όσο στον Σωκράτη, αλλά είναι περισσότερα αυτά που τους χωρίζουν παρά αυτά που τους ενώνουν.
Έχει ειπωθεί ότι ίσως δεν υπήρξε ποτέ Σωκράτης ως ιστορικό πρόσωπο ή ότι το πρόσωπο που βλέπουμε στο πλατωνικό έργο το έπλασε ο Πλάτωνας αποκλειστικά σαν αφηγηματικό τέχνασμα για να προωθήσει τις δικές του ιδέες. Αυτό (αν και δεν αντέχει στην κριτική) μικρή σημασία έχει για την αξία των κειμένων, καθώς οι ιδέες του δεν εξαρτώνται από το πρόσωπο που τις εκφέρει. Οι ιδέες είναι ιδέες˙ μένει στη λογική εξέταση να κρίνει την αξία τους («Δεν πρέπει να εξετάζουμε ποιος το είπε, αλλά αν είναι αλήθεια ή όχι»). Στη φιλοσοφία, όπως και στην επιστήμη, δεν υπάρχουν αυθεντίες. Ο φιλόσοφος πρέπει να πείσει με τη λογική, όπως ο επιστήμονας με αποδείξεις. Αν τα επιχειρήματα αρκέσουν, δεν ενδιαφέρει τον αναγνώστη αν διαβάζει Πλάτωνα ή κάποιον ανώνυμο.
Το ίδιο έχει ειπωθεί και για την ιστορικότητα του Ιησού, ότι ποτέ δεν υπήρξε αλλά πως είναι κατασκεύασμα των συγγραφέων των Ευαγγελίων ή τουλάχιστον ότι δεν ήταν ο γιος του θεού αλλά ένας συνηθισμένος άνθρωπος˙ ότι δηλαδή ήταν μόνο Ιησούς και όχι Χριστός. Στην περίπτωση που έχουν δίκιο όμως, τα διδάγματά του πέφτουν στο κενό, σε αντίθεση με του Σωκράτη. Έχει σημασία ότι όσα λέει ο Ιησούς ή οποιοδήποτε άλλο θρησκευτικό πρόσωπο, προέρχονται από το νου του θεού ή από θεϊκή έμπνευση. Εντολές όπως «παρατήστε την οικογένειά σας, τους φίλους, την περιουσία και τη δουλειά σας και ακολουθήστε εμένα»[3] γίνονται ανήθικες χωρίς το αντάλλαγμα της πρόσβασης στον παράδεισο. Γιατί, αν όντως υπάρχει παράδεισος και αν όντως ο τρόπος για να καταλήξουμε εκεί είναι αυτός, τότε το να βάλουμε την οικογένεια σε δεύτερη μοίρα είναι ελάχιστη θυσία όταν η εναλλακτική είναι η αιωνιότητα της κόλασης. Όμως, τι πιο ανήθικο από κάποιον απλό άνθρωπο που απομακρύνει το άτομο από φίλους και συγγενείς, από το να σκεφτεί για το (επίγειο) μέλλον του και να τα παίξει όλα για όλα, όταν η υπόσχεση της ουράνιας ευδαιμονίας είναι ψεύτικη;
Τα επιθανάτια λόγια του Ιησού μαρτυρούν ένα παράπονο «Θεέ μου, θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;» – και μετά μια «φωνή μεγάλη»[4]. Τελευταία λόγια του Σωκράτη στη δίκη, απευθυνόμενος στους δικαστές, ήταν: «Αλλά τώρα πια είναι ώρα να φύγουμε, εγώ για να πεθάνω, κι εσείς για να ζήσετε. Ποιοι από μας πηγαίνουν σε καλύτερο μέρος, κανείς δεν ξέρει παρά μόνο ο θεός.» Και αργότερα, στο κελί του, λέει στον φίλο του: «Ας τα αφήσουμε αυτά, Κρίτωνα, και ας κάνουμε αυτά που λέω, επειδή ο θεός αυτό μας ζητάει να κάνουμε». Ο Σωκράτης έχει κάνει το καθήκον του, όπως αυτός το έκρινε σωστό, και αφήνει τον εαυτό του να οδηγηθεί εκεί που καταλήγει ο δρόμος που διάλεξε. Πριν πεθάνει, και αφού γελάσει χαρμόσυνα με τους φίλους του που λυπούνται άδικα για την εκτέλεση του δασκάλου τους, ζητάει από τον Κρίτωνα να θυσιάσει στον θεό της Ιατρικής Ασκληπιό τον κόκορα που του χρωστάει. Του τον οφείλει, αφού η φυγή της ψυχής του από το σώμα του, εσπευσμένη από το κώνειο, αποτελεί γιατρειά˙ όχι καταστροφή. Σε κάτι άλλο που διέφερε από τον Ιησού ήταν στο ότι είχε χιούμορ.
[1] Κατά Ματθαίο 10:34: «Δεν ήρθα για να φέρω την ειρήνη, αλλά την μάχαιραν και διαίρεση και διχασμό.»
[2] Κατά Ματθαίο 5:44 & Κατά Λουκά 6:27-36
[3] Κατά Ματθαίο 19:29: «Και καθένας που άφησε σπίτια ή αδερφούς ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή παιδιά ή χωράφια για να μείνει ενωμένος και να μην χωριστεί από μένα, θα λάβει πολλαπλά στην παρούσα ζωή, θα κληρονομήσει δε και την αιώνια ζωή». Κατά Ματθαίο 8:22: «…Ακολούθα με και άφησε τους συγγενείς σου, οι οποίοι φαίνονται μεν ζωντανοί, πράγματι όμως λόγω της απιστίας τους είναι πνευματικά νεκροί, να θάψουν τους νεκρούς, που είναι δικοί τους, γιατί και αυτοί πέθαναν μέσα στην απιστία». Κατά Λουκά 14:26: «Εάν κανείς έρχεται μαζί μου, και δεν μισεί τον πατέρα του και την μητέρα του και τη γυναίκα του και τους αδερφούς του και τις αδερφές του, εφόσον αυτοί του γίνονται εμπόδιο στο να με ακολουθεί, ακόμα δε εάν δεν μισεί και αυτήν τη ζωή του, εφόσον ο φόβος του να χάσει την ζωή του τού γίνεται αιτία να με αρνηθεί, αυτός ο άνθρωπος δε μπορεί να είναι μαθητής μου».
[4] Μόνο αν πιστέψουμε τον Ματθαίο (27:46) και τον Μάρκο (15:34). Τα τελευταία λόγια του Κυρίου δεν γλίτωσαν από την ασυνέπεια της βιβλικής αφήγησης. Στα άλλα ευαγγέλια διαβάζουμε: Κατά Λουκά 23:46: «Πάτερ, γεμάτος ελπίδα και εμπιστοσύνη σε σένα, παραδίδω στα χέρια σου τη λογική και αθάνατη ψυχή μου» και Κατά Ιωάννη 19:30: «Έχουν πλέον τελειώσει όλα. Και οι προφητείες όλες εκπληρώθηκαν, και το έργο μου έλαβε αίσιο τέλος και τα όσα έπρεπε να πάθω τελείωσαν και η σωτηρία των ανθρώπων εξασφαλίστηκε».
Κείμενο: Σαπαρδάνης Κωνσταντίνος
Πηγές:
Καρασμάνης, Βασίλης – Σωκράτης, ο Σοφός που δε Γνώριζε Τίποτα (εκδ. Λιβάνη, 2002)
Καστοριάδης, Κορνήλιος – Ελληνική ιδιαιτερότητα, Τόμος Β΄, Η Πόλις και οι νόμοι (εκδ. Κριτική, 2008)
Σαραντάκος, Δημήτρης – Τι Μας Έμαθαν Επιτέλους οι Αρχαίοι Έλληνες; (εκδ. Γνώση, 2010)
Annas, Julia – Πλάτων, Όλα Όσα Πρέπει να Γνωρίζετε (εκδ. Ελληνικά Γράμματα – Βήμα, 2006)
Hitchens, Christopher – Ο Θεός Δεν Είναι Μεγάλος (εκδ. Scripta, 2008)
Taylor, C. C. W. – Σωκράτης, Όλα Όσα Πρέπει να Γνωρίζετε (εκδ. Ελληνικά Γράμματα – Βήμα, 2006)