Με τρομάζει αυτό το δέσιμο που έχουμε.
Δεν ξέρω αν την αντέχω πια αυτή την επαφή μας.
Πάντα με τρόμαζαν αυτά που δεν μπορούσα να εξηγήσω.
Εσένα, πάλι, σου φαίνεται τόσο φυσικό.
Λες πως γεννηθήκαμε για να είμαστε κάποτε μαζί, λες πως ήταν προσχεδιασμένο.
Σαν κάποιος να αποφάσισε για εμάς, πριν από εμάς.
Μοιραίο;
Δεν πιστεύω στη μοίρα, μωρό μου.
Πεπρωμένο;
Μπούρδες.
Εγώ έχω μάθει να παλεύω γι’ αυτά που θέλω.
Και γι’ εσένα έχω παλέψει τόσο, αλλά και πάλι απόψε δεν είσαι εδώ.
Ποτέ δεν υπήρξες η μεγάλη μου καψούρα.
Ο μεγάλος μου έρωτας δεν ήσουν εσύ.
Με έκαψες, όμως, ή μάλλον με καις, πολύ περισσότερο απ’ όσο μπορώ να αντέξω.
Φοβάμαι να πω ότι είσαι ο άνθρωπός μου.
Τα μεγάλα λογία εξάλλου τα λες εσύ.
Ξέρω μόνο ότι είσαι πάντα κοντά μου μ’ ένα δικό σου τρόπο.
Σε βάζω πάνω απ’ όλους κι απ’ όλα.
Με βάζεις κι εσύ.
Δεν είμαστε, όμως, μαζί.
Τρελό;
Δεν είναι τρελό, μωρό μου.
Είναι δικό μας.
Όπου υπάρχει πάθος βλέπεις, ακολουθεί και μια καταστροφή.
Είμαστε πλέον σε διαφορετικές πόλεις.
Οι ζωές μας είναι σε τελείως διαφορετικούς ρυθμούς, τόσο που θα έλεγε κάνεις ότι η επικοινωνία θα ήταν αδύνατη.
Επικοινωνούμε, όμως, όπως μόνο εμείς ξέρουμε και μόνο όταν εμείς το νιώθουμε.
Ξέρω πότε δεν αισθάνεσαι καλά.
Μη με ρωτήσεις πώς, δεν έχω απάντηση.
Θα με πάρεις τηλέφωνο όταν θα είμαι κομμάτια.
Δεν καταλαβαίνω πώς το κάνεις.
Το έχουμε αποδεχθεί ότι επικοινωνούμε «αλλιώς», κι ας μην ξέρουμε από πού πηγάζει όλο αυτό.
Πονάω όταν πονάς και πονάς όταν πονάω.
Αυτό ακριβώς, μωρό μου.
Γελάνε όσοι δεν μας ξέρουν, μας περνάνε για τρελούς.
Οι φίλοι μας, όμως, το έχουν δει.
Με έχουν δει να αρπάζω το τηλέφωνο, για να σου πω ότι θα περάσει κι αυτό, με έχουν δει να σου στέλνω μήνυμα γιατί ξέρω ότι κάτι σ’ έχει πονέσει, με έχουν δει να καταστρέφομαι γι’ σένα.
Έχουν δει και το δικό σου τηλεφώνημα στις δύσκολες στιγμές μου και το δικό σου μήνυμα και την δική σου καταστροφή.
Κι όμως, δεν είμαστε μαζί.
Δε βγάζω άκρη με εμάς.
Ξέρουμε και οι δυο τι είναι αυτό που μας ενώνει.
Και μας ενώνουν τόσα πολλά!
Μωρό μου εμείς είμαστε μια κατηγορία μονοί μας.
Εμείς ψάχνουμε να βρούμε τι είναι αυτό που μας χωρίζει.
Μη μου πεις για απόσταση.
Δεν υπάρχει καμία απόσταση ανάμεσά μας.
Εμείς έχουμε μηδενίσει τα χιλιόμετρα αμέτρητες φορές.
Μη μου πεις ούτε για άλλους.
Δε χωράει τρίτος ανάμεσά μας.
Έχω αρχίσει να το θάβω.
Προσπαθώ να μη σκέφτομαι πώς θα ήταν το μαζί.
Σε κρατάω στο μυαλό μου, μυστικά, σαν να θέλω να σε προστατέψω.
Είσαι κάτι πολύτιμο που δε θέλω να το βλέπουν τα πολλά μάτια γιατί φοβάμαι ότι θα το χαλάσουν.
Και έπειτα, τα πολλά μάτια δεν καταλαβαίνουν, δεν τους αξίζει να σε δουν.
Είσαι κομμάτι μου και είμαι δικό σου.
Αρκεί που το ξέρουμε εμείς.
Σε διαφυλάσσω.
Κάνεις κι εσύ το ίδιο, το ξέρω.
Δε με νοιάζει που δεν τους μιλάς για εμένα.
Προτιμώ κι εγώ να μην έχουν ιδέα ποια είμαι.
Ξέρω και ξέρεις, όμως, ότι θα σου κάνω και θα μου κάνεις τη ζωή πάντα άνω κάτω!
Είσαι σε εκείνα τα μηνύματα όταν θα πιώ ένα ποτηράκι παραπάνω και είμαι σε εκείνα τα τηλεφωνήματά σου τα ξημερώματα.
Είναι που δε σ’ αρέσει να με βλέπεις μ’ άλλον, θα μου ζητάς το λόγο που προχώρησα, αλλά θα κάνεις πίσω αν δεις πως κάποιος άλλος με κάνει χαρούμενη.
Είναι που τρελαίνομαι στη σκέψη ότι κάποια άλλη σε ακουμπάει, αλλά δεν έχω το δικαίωμα να σε πάρω μακριά της και εύχομαι να είσαι ευτυχισμένος.
Άλλωστε για εμάς το «πάντα» είναι λίγο, εμάς δε μας χωράει ο χρόνος.
Κάπως θα συναντηθούμε.