Δεν ήταν ούτε άγριος αέρας ούτε καταστροφική καταιγίδα ούτε τίποτα απ’ όσα περιγράφουν τα καλογραμμένα βιβλία. Δεν ήταν ούτε έξω από την πόρτα του, αλλά ούτε και μέσα. Τα τζάμια όλα σφαλιστά και η πόρτα κλειδωμένη τρεις φορές. Κάπου στο χώρο μια τηλεόραση ξερνούσε ειδήσεις.
38 χρονών. Ψηλός, γεροδεμένος.
Στην πολυθρόνα, με πλάτη στην τηλεόραση, με τσιγάρο στο αριστερό χέρι αναμμένο πριν πέντε λεπτά και ξεχασμένο εκεί, με τη στάχτη του να υποκύπτει νωχελικά στο νόμο της βαρύτητας και να σχηματίζει μια καμπύλη που ερωτοτροπούσε με το πάτωμα, με όλα του τα ρούχα, με χάλια διάθεση, με το περίστροφό του στο δεξί.
Λυσσομανούσε.
Στο δίπλα διαμέρισμα ακούγονταν βρισιές και χτυπήματα στον τοίχο, από πάνω νευρικά βήματα από γόβες που γδέρναν το βασανισμένο ξύλο. Απέναντι, το φως του στύλου τρεμόπαιζε, κάνοντας τα φύλλα της ακακίας να ζωγραφίζουν τρομακτικές σκιές στους τοίχους του σαλονιού του, η στάχτη έπεσε επιτέλους, άφησε και το τσιγάρο να κυλήσει, ήπιε μια γερή γουλιά, τα μάτια του καρφωμένα στην πόρτα. Εκείνη ασάλευτη. Σιωπηλή. Ξύλινη.
Λυσσομανούσε.
Μέσα. Βαθιά στο κεφάλι του, στις διασταυρώσεις των νευρώνων, το αίμα κυκλοφορούσε γρήγορα και καυτό σχηματίζοντας ποτάμια κόκκινης λάβας που πλημμύριζαν τα μάτια του, κόκκινα καυτά μάτια, σχηματισμένα με τα χρόνια, καλοσχεδιασμένα, αποφασιστικά, γεμάτα ένταση και διαπεραστικά, κόκκινα καυτά μάτια, μ’ ένα μόνο σπίρτο θα έπαιρναν φωτιά και θα έκαιγαν το σύμπαν.
Κι αμέσως μετά άλλο ένα. Κρακ.
Σήκωσε αστραπιαία το περίστροφο κι άδειασε το περιεχόμενο του στην πόρτα. Ο χώρος γέμισε με τη ερεθιστική μυρωδιά της πυρίτιδας, το σαλόνι σκοτείνιασε κι άλλο, η ματιά του το ίδιο. Η σκέψη δεν άργησε ν’ ακολουθήσει και σηκώθηκε βιαστικά κι αποφασιστικά προς την πόρτα αφήνοντας ακάλυπτη την πλάτη του. Το παράθυρο από πίσω του έσπασε σε χίλια κομμάτια κι ένα γεροδεμένο εκπαιδευμένο χέρι έστειλε αστραπιαία ένα στιλέτο να φωλιάσει στην ραχοκοκαλιά του, σπάζοντας εύκολα κάθε αντίσταση από ρούχα, σάρκα και κόκκαλα.
Λυσσομανούσε ακόμα μέσα στο θολό μυαλό του και δεν κατάφερε ποτέ να ξεχωρίσει ποιος καταραμένος δαίμονας σκαρφάλωσε τόσο αθόρυβα και τον αιφνιδίασε, μέχρι που σωριάστηκε βαρύς και υγρός στο δάπεδο.
Τα λίγα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν μέχρι να εξαφανιστεί για πάντα το σκοτάδι από το βλέμμα του δεν στάθηκαν αρκετά για να δεχτεί πως περίμενε χρόνια τώρα σε λάθος σημείο.
Αφιερωμένο στο άτιμο πτηνό και το ποστ του που ακολουθεί, που κατάφερε να με επανασυνδέσει...
Τέσσερα
Στα μέρη μου, όταν άνοιξαν τα σύνορα το `90 και άρχισαν να φτάνουν με τα πόδια εξαθλιωμένοι οι πρώτοι Αλβανοί μετανάστες, οι περισσότεροι βοήθησαν. Τους έδιναν σοκαρισμένοι φαγητό. Σοκαρισμένοι, καθώς οι πεινασμένοι που είχαν δει μέχρι τότε -οι νεότεροι τουλάχιστον- ήταν μόνο σε σκηνές στην τηλεόραση ή σε εικόνες εντύπων. Άνοιγαν ντουλάπες, έβγαζαν ό,τι περίσσευε -και περίσσευαν πολλά στον καιρό της ευμάρειας- και τους τα έδιναν. Πολλές φορές ήταν άχρηστα πράγματα. Και για τους μεν και για τους δε. Αυτοί που βοήθησαν τότε πιο ουσιαστικά ήταν κάποιες ηλικιωμένες που έφτασαν στα μέρη μας παιδιά τον καιρό της Μικρασιατικής καταστροφής. Ετοίμαζαν ένα μικρό μπόγο που είχε ψωμί, τυρί, ελιές και μια πλάκα πράσινο σαπούνι. Μπορεί να φαίνεται ελάχιστο και φτωχικό, μα ήταν τα απολύτως αναγκαία για την περίσταση. Κι εκείνες το ήξεραν καλύτερα από τον καθένα.
“Πέρασε τις προάλλες ο Γ. Συμμαθητής από το γυμνάσιο, είχα χρόνια να τον δω. Μού είπε τα δικά του: καλή δουλειά σε άλλη πόλη. Ωραίο σπίτι, μεγάλο, με κήπο. Σκύλο και γάτα. Και τα προσωπικά του, τακτοποιημένα πλέον. Τού είπα τα δικά μου: Δουλειές του ποδαριού. Αν και όταν. Απλήρωτοι λογαριασμοί. Τρίτη χρονιά χωρίς θέρμανση. Αυτό το τελευταίο, δεν χρειαζόταν να το πω, το ένοιωθε. Για αυτό μάλλον δεν έμεινε ούτε για καφέ. Επέμενε να βγούμε. Ίσως ήταν καλύτερα έτσι γιατί δεν ξέρω αν ο καφές στο κουτί θα έφτανε για δύο. Οδήγησε σε πολυκατάστημα, πήγαμε στο τμήμα με τις τηλεοράσεις. Διάλεξε μια σαραντάρα, φουλ, σούπερ χάι ντεφινίσιον, τα έσκασε κανονικά και μού είπε ότι ήταν δώρο για μένα. Καταλαβαίνεις; Το μόνο που πρόσεξε από αυτά που τού είπα, από αυτά που έβλεπε στο σπίτι, ήταν ότι δεν είχα τηλεόραση. Αύριο που θα μού κόψουν το ρεύμα, που δε θα δουλεύει ούτε το αερόθερμο, θα κάθομαι στα σκοτεινά, στο κρύο, μπροστά στη μαύρη σαραντάρα οθόνη.” (1)
Όταν δημοσιεύτηκε To Κεφάλαιο είπαμε να το γιορτάσουμε, αλλά πρώτα χρειάστηκε να μας δώσει χρήματα ο Ένγκελς για να πάρουμε από το ενεχυροδανειστήριο τα λινά τραπεζομάντιλα και το σερβίτσιο για το δείπνο. Ο Ένγκελς... Όταν μας έκοβαν το νερό και το γκάζι και το σπίτι βυθιζόταν στο κρύο και το σκοτάδι και έπεφτε το ηθικό μας, ο Ένγκελς πλήρωνε τους λογαριασμούς. Ο Ενγκελς... ένας άγιος άνθρωπος. Δεν βρίσκω άλλη λέξη. Ο πατέρας του είχε εργοστάσια στο Μάντσεστερ. Ναι... μας έσωζε ο καπιταλισμός! Δεv ήταν πάντα σε θέση να καταλάβει τις ανάγκες μας. Εμείς δεν είχαμε λεφτά να πάμε στον μπακάλη κι αυτός μας έστελνε ακριβά κρασιά. Κάποια Χριστούγεννα, που δεν είχαμε λεφτά να αγοράσουμε χριστουγεννιάτικο δέντρο, ο Ένγκελς κατέφθασε με έξι μπουκάλια σαμπάνια. Έτσι, φανταστήκαμε ότι είχαμε στη μέση ένα δέντρο, κάναμε κύκλο γύρω του, ήπιαμε σαμπάνια και τραγουδήσαμε χριστουγεννιάτικα τραγούδια. «Ω, έλατο...» (2)
Αντιδράσεις προκάλεσε η κίνηση της ομάδας Κιβωτός Αστέγων να στολίσει και να χαρίσει χριστουγεννιάτικα δέντρα σε άστεγους που ζουν στο κέντρο της Αθήνας. Η ομάδα σε σχετική ανάρτηση στο Facebook κάνει λόγο για «πράξεις συμβολικές» και καταγγέλει την κοινωνία που «δεν ακολουθεί». Κάτω από την ανάρτηση ακολούθησε πλήθος αρνητικών σχολίων που μιλούν για άστοχη και ανούσια κίνηση, για εξευτελισμό και κοροϊδία που πλήττει την αξιοπρέπεια των αστέγων.(3)
1. Διήγηση φίλου πριν μερικές μέρες.
2. Απόσπασμα από το θεατρικό έργο του Αμερικανού συγγραφέα Χάουαρντ Ζιν, “Ο Μαρξ στο Σόχο”
3. Από τις ειδήσεις
Εικόνες, του Χρήστου Μπόκορου, "Τα στοιχειώδη"