Είναι μάταια τα λόγια του φιλοσόφου που δεν θεραπεύουν κανένα ανθρώπινο πάθος• ακριβώς όπως η ιατρική είναι ανώφελη αν δεν γιατρεύει τις αρρώστιες του σώματος, έτσι και η φιλοσοφία δεν προσφέρει κανένα κέρδος, αν δεν ξαλαφρώνει την ψυχή από τα πάθη της.
Επίκουρος
Συνέχεια από το πρώτο μέρος: Ο Επίκουρος και η φιλοσοφία της ευτυχίας (Ι)
Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας
Η αρχαία ελληνική παιδεία υπήρξε στον καιρό της δημοκρατική, ορθολογική και εδωκοσμική. Με εξέχοντες εκπροσώπους που άλλαξαν κυριολεκτικά την εικόνα του δυτικού κόσμου και πρωτοπόρους τους Ίωνες Φυσικούς, πρώτοι οι αρχαίοι Έλληνες θέτουν ως γνώμονα και αφετηρία της γνώσης την λογική σκέψη. Η Επικούρεια φιλοσοφία γεννήθηκε και άκμασε μέσα από τον αγώνα της ενάντια στις πατρικές βασιλείες, την αριστοκρατία των γαιοκτημόνων και την μυθική ερμηνεία του κόσμου, όπως διαμορφώθηκε τους ατέλειωτους αιώνες της αγροτικής οικονομίας.
Οι Έλληνες της κλασικής εποχής αγαπούν τη ζωή και τα γήινα αγαθά, έχουν εμπιστοσύνη στο λογικό τους και πιστεύουν ότι μπορούν να εξηγήσουν ό,τι συμβαίνει γύρω τους με φυσικά αίτια. Ο άνθρωπος μπορεί να εξουσιάσει τη φύση και να δαμάσει τη μοίρα του. Σύμφωνα με τη διδασκαλία του Επίκουρου, όλη η πνευματική δραστηριότητα αξίζει για την ευχαρίστηση (ηδονή) που προσφέρει και έχει στόχο την γαλήνια αταραξία, να παραμερίσει κάθε πόνο του σώματος και της ψυχής (Παντός του αλγούντος υπεξαίρεσις).
Κατά τον αντίπαλο καραμπινιέρο Κικέρωνα, η Επικούρεια φιλοσοφία όργωσε την Ελλάδα, την Ιταλία και ολόκληρο τον βαρβαρικό κόσμο: Gaeciam, Italiam et totam barbariam.
Η μελέτη της δεν θεωρείται προνόμιο των μορφωμένων αν και χρειάζεται μια ελάχιστη τριβή με τα φιλοσοφικά κείμενα. Σε πολλές περιπτώσεις, ο Επίκουρος απορρίπτει την εγκύκλια μόρφωση της εποχής του, γιατί θόλωνε το μυαλό και μπέρδευε τους νέoυς ανθρώπους. Στην φιλοσοφία του, μάθηση και απόλαυση συμβαίνουν ταυτόχρονα:
«Στις άλλες ενασχολήσεις, γεύεσαι τον καρπό τους μόνον όταν αυτές ολοκληρωθούν, ενώ στη φιλοσοφία, τη γνώση και την ευχαρίστηση τις βιώνεις ταυτόχρονα. Γιατί η απόλαυση δεν έρχεται μετά τη μάθηση, αλλά μάθηση και απόλαυση πάνε μαζί.»
Η φιλοσοφική προπαίδεια, ας την πούμε έτσι, ήταν συχνά μια κοπιώδης και πρακτικά άγονη δραστηριότητα, η οποία προξενούσε περισσότερα προβλήματα από όσα ισχυριζόταν ότι θα λύσει.
Παιδείαν δε πάσα μακάριε, πάσαν φεύγε, τακάτιον αράμενος, να φεύγεις μακριά από κάθε εγκύκλια μόρφωση ανοίγοντας όλα τα πανιά, γράφει χαρακτηριστικά ο Επίκουρος, σε επιστολή του προς τον Πυθοκλή που διασώζει ο Λαέρτιος.
Και αλλού: Μακαρίζω σε, ω Απελλή, ότι καθαρός πάσης παιδείας, επί φιλοσοφίαν εφόρμησας.
Η αντίληψη ότι ο άνθρωπος γεννήθηκε μπλεγμένος σε δεκάδες άλυτα μεταφυσικά δεσμά ήταν κυρίαρχη στις περισσότερες φιλοσοφικές και μυστικιστικές διδασκαλίες. Δυσνόητες και γριφώδεις ήταν και οι διατυπώσεις των φιλοσοφικών θέσεων στις πιο πολλές σχολές. Αντιθέτως, ο παραγωγικότατος δάσκαλος του Κήπου έγραψε σε απλή και ζωντανή αρχαία ελληνική αττική διάλεκτο περισσότερα από τετρακόσια εγχειρίδια φιλοσοφίας, από τα οποία σώθηκαν ελάχιστα. Σημαντικό ήταν επίσης το έργο πολλών Επικούρειων για περίπου επτά αιώνες, όπως θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε και στη συνέχεια. Ο Κωλώτης, μαθητής του Επίκουρου, κοροϊδεύει, (διαγελά και φαυλαρίζει) την σωκρατική αντίληψη ότι θα ανακαλύψεις την ουσία της έννοιας, αν δώσεις τον σωστό ορισμό της. Σε επιστολή προς τον Ηρόδοτο, διαβάζουμε:
«Κατ” αρχήν, Ηρόδοτε, πρέπει το εννοιολογικό περιεχόμενο των λέξεων να είναι δεδομένο, ώστε να μπορούμε να διατυπώνουμε κρίσεις για τα όσα πιστεύουμε ή αναζητούμε ή δεν καταλαβαίνουμε, έχοντάς τες ως συγκεκριμένα σημεία αναφοράς· κι όχι να μπερδευόμαστε μέσα σε ατέρμονες ερμηνείες, με το κάθε τι αξεκαθάριστο· αλλιώς, το μόνο που θα μας μείνει θα “ναι κούφιες λέξεις. Χρειάζεται απαραίτητα να μας είναι προφανές -χωρίς τη βοήθεια καμιάς πρόσθετης απόδειξης-το πρωταρχικό νόημα της κάθε λέξης, αν θέλουμε να αναφερόμαστε σε κάτι συγκεκριμένο, όταν αναζητούμε, όταν βρισκόμαστε σε αδιέξοδο ή όταν εκφέρουμε γνώμες. Κι επίσης, θα πρέπει οπωσδήποτε να στηριζόμαστε στις αισθήσεις μας και, δίχως άλλο, είτε στην άμεση αντίληψη του μυαλού είτε σε κάποιο άλλο κριτήριο, καθώς και στα υπαρκτά αισθήματα, ώστε να “χουμε μια βάση για να βγάζουμε συμπεράσματα και για αυτά που ακόμη περιμένουν επιβεβαίωση και για όσα δεν είναι προφανή.» (Επίκουρος)
Η φιλοσοφία χρειάζεται να ασχοληθεί με τις ανάγκες της ζωής. Και στις μέρες μας, είναι ίσως γοητευτικό και ευχάριστο για κάποιους να μελετήσουν το καρτεσιανό cogito και τις θαυμαστές ιδιότητες των μονάδων του Leibnitz ή να εντρυφήσουν στις δεξιοτεχνίες των a priori τύπων και την προβληματική περί ουσίας, είναι όμως και εξαιρετικά πιθανόν, όποιος ξεκινήσει με τέτοια νεφελώματα να εγκαταλείψει σύντομα απογοητευμένος την προσπάθεια.
Επίκουρος έλεγεν την φιλοσοφίαν ενέργειαν είναι λόγοις και διαλογισμοίς τον ευδαίμονα βίον περιποιούσαν. Σέξτος ο Εμπειρικός
Κάθε άνθρωπος, σε όλες τις εποχές και στο βαθμό που επιλέγει ελεύθερα τι θα διαβάσει, είναι απολύτως φυσικό να προτιμά όσα τον ωφελούν, όσα λύνουν προβλήματα της καθημερινής ζωής και του δίνουν απλές και πρακτικές συμβουλές για το πώς μπορεί να ζήσει πιο ευτυχισμένα τα χρόνια του. Η επιστήμη της ευτυχίας, αν μπορούμε να το γράψουμε έτσι, ως ιδέα και πρακτική κάνει τα πρώτα γενναία βήματά της στη σχολή του Επίκουρου και γονιμοποιεί την ήδη πλούσια παράδοση με τον Δημόκριτο και το σημαντικό κίνημα των Σοφιστών.
Ο πλούτος και η ματαιοδοξία
Οι αντιλήψεις των επικούρειων δέχτηκαν σφοδρότατη πολεμική και άντεξαν για αιώνες. Στις μέρες μας, ο Επίκουρος παραμένει γενικώς άγνωστος στο ευρύ κοινό, αν και είναι σαφώς πιο κατανοητός από τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα ή τον Αριστοτέλη. Η βιομηχανία της κατανάλωσης ενδιαφέρθηκε επιλεκτικά για τις απόψεις των Επικούρειων περί ηδονής και κατέληξε να τις ταυτίσει χονδροειδώς με την προτίμηση στα εκλεκτά εδέσματα και τις λεπτές ηδονές. Κι ενώ πλήθος θρησκευτικοί συγγραφείς θεώρησαν τον υποτιθέμενο ηδονισμό ως αδύνατο σημείο της επικούρειας φιλοσοφίας, οι εμπορικές εταιρείες τον πρόβαλαν ως το βασικό της περιεχόμενο. Και στις δυο περιπτώσεις, έχουμε να κάνουμε με μια ερμηνεία η μεθερμηνεία για προφανείς και διαφορετικούς λόγους. Είναι ιστορικά πασίγνωστη η αυτάρκεια του ευγενικού δασκάλου, όπως και η γενικότερη ολιγάρκεια των οπαδών του Κήπου. Τίποτα δεν είναι αρκετό, για όποιον το αρκετό είναι λίγο· ο μάταιος αγώνας για την εξουσία και τα χρήματα είναι γεμάτος ενοχλητικά εμπόδια και οπωσδήποτε δεν εξασφαλίζει την επικούρεια αταραξία:
«Αν θέλεις να κυβερνάς τη ζωή σου σύμφωνα με την ανθρώπινη λογική, μάθε πως πραγματικός πλούτος σημαίνει το να αρκούμαστε στα λίγα. Το λίγο ποτέ δε λείπει. Οι άνθρωποι επιθύμησαν τη δύναμη και τη δόξα για να στηρίξουν το έχει τους σε στέρεα θεμέλια και να μπορούν να ζουν τη ζωή τους ήσυχα μες στα πλούτη. Μάταιος κόπος. Στον αγώνα τους να φτάσουν ψηλά, σπέρνουν το δρόμο της ζωής με δυσκολίες και κινδύνους. Κι από την κορυφή, σαν κεραυνός ο φθόνος τούς χτυπά και τους γκρεμίζει με καταφρόνια μες σε τρομερά Τάρταρα. Γιατί από το φθόνο, όπως κι από τον κεραυνό, καίγονται οι ψηλές κορφές και κάθε τι που ξεχωρίζει πάνω από τ” άλλα. Αξίζει περισσότερο να προσαρμόζεται κανείς ήσυχα παρά να θέλει να υποτάξει τον κόσμο στην εξουσία του και να κυβερνά βασίλεια. Ασ” τους να χύνουν άσκοπα ματωμένο ιδρώτα εξουθενωμένοι, καθώς παλεύουν στο στενό μονοπάτι της φιλοδοξίας, αφού οι γνώσεις τους υπαγορεύονται από ξένα χείλη, κι οι επιθυμίες τους καθορίζονται από αυτά που ακούν από άλλους κι όχι απ” τα δικά τους αισθήματα.» (Λουκρήτιος)
Και σε άλλο σημείο: «Το να ικανοποιεί κανείς την φιλαργυρία του αδικώντας είναι ασέβεια, ενώ το να την ικανοποιεί χωρίς να αδικεί είναι αισχρό. Γιατί είναι απρέπεια να αποταμιεύει κανείς με γλοιώδη τρόπο, ακόμα κι αν το κάνει σύμφωνα με το δίκαιο.» Επίκουρος
Ο σοφός, ακόμα και τα αναγκαία για τη ζωή του αγαθά, ξέρει μάλλον να τα προσφέρει παρά να τα δέχεται. Τόσο μεγάλο θησαυρό έχει βρει στην αυτάρκεια. (Επίκουρος)
Οι διδασκαλία του Επίκουρου και όσων ακολούθησαν την σκέψη του διατηρεί την επικαιρότητα της, γιατί απλώς ο άνθρωπος, στην ατέλειωτη ποικιλομορφία του και σε όλη την ιστορική του διαδρομή έχει σταθερά χαρακτηριστικά. Οι ανθρωπολογικές παρατηρήσεις του Επίκουρου για την επιδίωξη της ηδονής, την αποφυγή του πόνου, την ανθρώπινη ματαιοδοξία και το κυνήγι του πλούτου επιβεβαιώνονται εμπειρικά μέχρι σήμερα. Αν πάρουμε ως μέτρο τον σκοπό της φύσης, η φτώχεια είναι μεγάλος πλούτος, ενώ ο απεριόριστος πλούτος είναι μεγάλη φτώχεια.
Και αλλού: «Δεν απομακρύνουν την ταραχή της ψυχής και δε φέρνουν την αληθινή χαρά ούτε ο μεγαλύτερος πλούτος που υπάρχει, ούτε oι τιμές και ο θαυμασμός των πολλών, ούτε κάποιο άλλο από τα πράγματα που δεν έχουν όρια.» Επίκουρος
Επιθυμία και κατανάλωση
Οι αντιλήψεις των φίλων του Κήπου για τις επιθυμίες, εφόσον οδηγούν στην φειδώ και στην εγκράτεια, πλήττουν ευθέως το κυρίαρχο φαντασιακό της κατανάλωσης που κυριαρχεί στις δυτικές μαζικές δημοκρατίες στις μέρες μας. Με χίλιους τρόπους και μεθόδους, ολόκληρη η βιομηχανία της διαφήμισης στέκεται απέναντι από τις διδαχές του Επίκουρου, ο οποίος συνιστά ούτε λίγο ούτε πολύ λιτότητα, αυτάρκεια – όσο είναι δυνατόν αυτό σε συνθήκες πολιτισμού – και λιγότερη κατανάλωση. Αν υποθέσουμε ότι τέτοιες ιδέες για τη ζωή μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά το πώς συμπεριφέρονται οι πολίτες καταναλωτές, βρισκόμαστε ήδη μπροστά σε ένα εναλλακτικό τρόπο ζωής που μπορεί ενδεχομένως να διαδοθεί σε μεγαλύτερες κλίμακες. Τα φυσικά αγαθά των Επικούρειων δεν χρειάζεται να τα αγοράσεις, αφού μπορείς να τα αποκτήσεις εύκολα. Κανείς δεν αγόρασε ποτέ ένα ωραίο ηλιοβασίλεμα, την αγάπη των φίλων, τον έρωτα ή μια βόλτα στο δάσος… Ο πλούτος δεν βρίσκεται στις παράλογες επιθυμίες, αυτές που ξεπερνούν το αρχαιοελληνικό μέτρο: Αν θες να κάνεις πλούσιο τον Πυθοκλή, μη του δίνεις περισσότερα λεφτά. Αφαίρεσε του την επιθυμία να πλουτίσει. Τον φυσικό πλούτο, όσα αγαθά χρειάζονται για την ευδαιμονία μας, μπορούμε να τον αποκτήσουμε εύκολα και είναι ορισμένος· ο πλούτος, όπως τον θέλει και τον φαντάζεται η αιώνια ματαιοδοξία των ανθρώπων, χάνεται στο άπειρο:
«Ο της φύσεως πλούτος και ώρισται και ευπόριστός εισίν. Ο δε των κενών δοξών εις άπειρον εκπίπτει.» Επίκουρος
Το σεξ
Όπως είδαμε και στο προηγούμενο σημείωμα, οι Επικούρειοι απορρίπτουν τόσο τις ακολασίες όσο και την ταλαιπωρία του σώματος με εκούσιες στερήσεις. Η σάρκα διεκδικεί τα δικαιώματά της, δεν αποθεώνεται όμως, ούτε περιφρονείται:
«Με πληροφορείς ότι η σάρκα σου σε οδηγεί πολύ συχνά στις σεξουαλικές ηδονές. Εάν ούτε τους νόμους παραβαίνεις ούτε τα καλά ήθη διαταράσσεις, ούτε κάποιον από τους συνανθρώπους σου στενοχωρείς, ούτε το σώμα σου βλάπτεις, ούτε τα πράγματα που έχεις ανάγκη σπαταλάς, τότε να διαθέτεις όπως θέλεις τον εαυτό σου σε σχέση μ” αυτή την επιθυμία σου. Όμως δεν υπάρχει τρόπος να μη συμβεί κάτι από τα παραπάνω. Γιατί οι σεξουαλικές ηδονές ποτέ δεν ωφέλησαν· καλό θα ήταν και να μην έβλαπταν.» (Μητρόδωρος).
«Όταν υποστηρίζουμε ότι ο σκοπός της ζωής είναι η ηδονή, δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων και τις αισθησιακές απολαύσεις· αλλά εννοούμε το να μην υπάρχει πόνος στο σώμα και ταραχή στην ψυχή.» (Επίκουρος)
Τα άστρα και τα ζώδια
Η αστρονομία ή αστρολογία κατά τους Επικούρειους θεωρείται καθαρή απάτη και αγυρτεία. Ο σωστός φιλόσοφος δεν δίνει σημασία στα τεχνάσματα των αστρολόγων. Στην καλύτερη περίπτωση, είναι εξακριβώσεις καμωμένες με επιμονή και κόπο, για την ανατολή και τη δύση του ηλίου, τις τροχιές των πλανητών και τις κινήσεις των άστρων. Οι γνώσεις αυτές δεν θεωρούνται ωφέλιμες, αφού δεν γαληνεύουν την ψυχή του ανθρώπου, δεν θεραπεύουν τις ανησυχίες και δεν διώχνουν το άγχος του για τα υπερκόσμια και τις απροσδόκητες μεταβολές της τύχης. Αν γνωρίσουμε όλα τα σχετικά με την αστρολογία, αλλά αγνοούμε την πραγματική οικονομία του κόσμου και τους λόγους για τους οποίους κινούνται τα άστρα, ο φόβος (βλάβη και σύγχυσις του μακαρίου) θα συνεχίζει να φωλιάζει στην ψυχή μας. Ο Επίκουρος δίνει απλές και μηχανικές εξηγήσεις για την κίνηση των άστρων, τα ουράνια φαινόμενα, ακόμα και για τις αστραπές, τους κεραυνούς του τιμωρού Δία και τις τρικυμίες που σήκωνε οργισμένος ο Ποσειδώνας.
Η αναγκαιότητα της περιστροφικής κίνησης των πλανητών προέκυψε κατά τη γέννηση του κόσμου και καμιά Ύπαρξη δεν έχει αναλάβει εργολαβικά την διεύθυνση τους σαν δημόσιο καθήκον:
«Δεν θα πρέπει να πιστεύουμε ότι οι κινήσεις και οι περιστροφές των ουράνιων σωμάτων, οι εκλείψεις, η ανατολή κι η δύση τους και όλα τα φαινόμενα αυτού του είδους, προκαλούνται από κάποια Ύπαρξη που έχει αναλάβει τη διεύθυνση τους σαν δημόσιο καθήκον (λειτουργούντος), και που κανονίζει ή θα κανονίζει για πάντα αυτά τα φαινόμενα, ενώ ταυτόχρονα κατέχει την τέλεια μακαριότητα και την αθανασία. Γιατί οι έγνοιες, οι φροντίδες, οι θυμοί και οι εύνοιες δεν συμβιβάζονται με την μακαριότητα· πηγάζουν από αδυναμία και φόβο και εξάρτηση από τους άλλους. Ούτε πρέπει να πιστεύουμε πως τα άστρα, που δεν είναι παρά συμπυκνωμένο πυρ, κατέχουν τη μακαριότητα και κινούνται όπως θέλουν. Στις λέξεις που χρησιμοποιούμε για τέτοιες έννοιες, θα πρέπει να τηρούμε τη σοβαρότητα που αρμόζει σε κάθε μεγαλείο, έτσι ώστε να μην προκύπτει τίποτα που να “ρχεται σε αντίθεση με το μεγαλείο (του Θείου), Διαφορετικά, η ίδια η αντίφαση θα προκαλέσει τη μεγαλύτερη ταραχή στις ανθρώπινες ψυχές. Θα πρέπει λοιπόν να δεχτούμε πως αυτή η αναγκαιότητα της περιστροφικής κίνησης των άστρων προέκυψε από τη διαμόρφωση, κατά τη γέννηση του κόσμου, των συμπυκνώσεων στις οποίες ενεπλάκη η ύλη.» (Επίκουρος)
Ο επικουρικός ορισμός της τέχνης είναι να δουλεύεις αυτό που υπηρετεί τη ζωή:«Τέχνη εστί μέθοδος ενεργούσα τω βίω τω συμφέρον.»
Λάθε βιώσας
Η φράση Λάθε βιώσας είναι το κλασικό επικούρειο «σύνθημα» και σημαίνει: «ζήσε απαρατήρητος, έχε αθόρυβη ζωή, ξέφυγε από τους πολλούς». Ο αναχωρητισμός των οπαδών του Κήπου και η αποχή τους από τις πολιτικές υποθέσεις, είναι χρήσιμο να εξεταστούν έχοντας υπόψιν το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα της εποχής, ολόκληρη δηλαδή την ιστορική περίοδο κατά την οποία εμφανίστηκε και εξελίχθηκε ο Επικουρισμός. Η αθηναϊκή δημοκρατία έχει εκπέσει προ πολλού, ακολούθησε ο Πελοποννησιακός πόλεμος, η ήττα των Αθηναίων, οι σπαρτιατικές λόγχες στην Ακρόπολη και η τυραννία στην πόλη της Παλλάδας. Στη συνέχεια θα έρθουν οι Μακεδόνες με τον Μέγα Αλέξανδρο, τα ελληνιστικά χρόνια και αργότερα οι Ρωμαίοι.
Η πολιτική δράση σε τέτοιες συνθήκες, η εξουσία και η πολυπραγμοσύνη δημιουργούν άγχος και ταραχές στην ψυχή των ανθρώπων, είτε άρχουν, είτε άρχονται:
«Οι πιο πολλοί άνθρωποι όταν ησυχάζουν είναι σα ναρκωμένοι κι όταν δραστηριοποιούνται είναι σαν λυσσασμένοι.» Επίκουρος
«Τίποτα δεν σου προσφέρει τόση ευθυμία, όσο το να μη μπλέκεσαι με πολλά-πολλά, να μην επιχειρείς δύσκολα πράγματα και να μην πιέζεις τον εαυτό σου πέρα από τις δυνάμεις σου. Όλα αυτά προκαλούν ταραχή στη φύση του ανθρώπου. Τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα για την ευτυχία έχει η ψυχική μας διάθεση, κύριοι της οποίας είμαστε εμείς οι ίδιοι. Η στράτευση είναι δύσκολη υπόθεση, ακόμα κι όταν διοικείς άλλους.» Διογένης Οινοανδέας
Η επίδοση στην ρητορική τέχνη, είναι κάτι που γεμίζει τον άνθρωπο με ταραχή και αγωνία για το αν θα μπορέσει να πείσει τους άλλους. Γιατί λοιπόν να τρέχουμε πίσω από πράγματα που τα ορίζουν άλλοι;
«Πρέπει γελώντας να φιλοσοφούμε, να φροντίζουμε το σπίτι μας και να χρησιμοποιούμε ό,τι άλλο διαθέτουμε, χωρίς ποτέ να πάψουμε να διαδίδουμε αυτά που διδάσκει η αληθινή φιλοσοφία.» Επίκουρος, Κύριες Δόξες
Σους επόμενους αιώνες, οι διαφορές της ελληνικής φιλοσοφίας με τις δοξασίες της ανατολής είναι σημαντικές. Οι Έλληνες μόνο μπορούν να φιλοσοφήσουν, λέει ο ίδιος ο Επίκουρος. Τα ατέλειωτα πλήθη της ανατολής που εκστράτευσαν εναντίον των Ελλήνων στη διάρκεια των περσικών πολέμων δεν μπορούσαν να συγκριθούν με τον λαό που συνέτριψε τις ορδές των Μήδων στο Μαραθώνα και τις Πλαταιές. «Ο δε Επίκουρος έμπαλιν υπολαμβάνει μόνους φιλοσοφήσαι Έλληνας δύνασθαι», γράφει ο Κλήμης ο Αλεξανδρείας. Η φιλοσοφία ταυτίζεται με την ιωνική παιδεία και μόνον στο περιβάλλον της ελληνικής πόλης μπορούσε να ευδοκιμήσει. Η διαδεδομένη εικόνα του εθελόδουλου Ασιάτη, και όχι κάποια ρατσιστική αντίληψη, οδήγησε πιθανώς τον Επίκουρο στο συμπέρασμα ότι η φιλοσοφία είναι προνόμιο των Ελλήνων. Κατά τον ίδιο, η σοφία δεν μπορούσε να ριζώσει σε κάθε σωματική κατασκευή ούτε σε όλα τα έθνη:
«Ουδέ μην εκ πάσης σώματος έξεως σοφόν γενέσθαι αν ούδ” εν παντί έθνει (δοκεί Επικούρω)», αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος. [1] Οι θεοί του Επίκουρου, μιλούσαν Ελληνικά.
Η αλήθεια των αισθήσεων
Οι άνθρωποι πρέπει να μελετούν τη φύση, γιατί αυτό τους κάνει περήφανους και ανεξάρτητους;
«Η μελέτη της φύσης δεν κάνει τους ανθρώπους κομπαστές ούτε πολυλογάδες, ούτε και τέτοιους που να επιδεικνύουν την, αξιοζήλευτη για τους πολλούς, μόρφωσή τους, αλλά υπερήφανους και ανεξάρτητους ανθρώπους που πιστεύουν στην αξία των δικών τους αγαθών, και όχι σε ξένα πράγματα.» Επίκουρος, Κύριες Δόξες
«Κι όποιος νομίζει ότι τίποτα δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, ομολογεί ο ίδιος ότι δεν μπορεί να ισχυριστεί ούτε καν αυτό. Δεν αξίζει τώρα ν” ανοίξω διάλογο με έναν άνθρωπο που στη θέση των ποδιών έβαλε το κεφάλι.»
Οι αισθήσεις μας, τα δεδομένα δηλαδή του αισθητηριακού μηχανισμού, είναι το κριτήριο της αλήθειας. Το απόσπασμα αναφέρεται στο Σωκράτη και το περίφημο Ἓν οἶδα ὅτι ουδὲν οἶδα (Ένα ξέρω, ότι δεν ξέρω τίποτα, Πλάτωνας, Απολογία):
«Μα ας το δεχτούμε πως ξέρει καλά ότι τίποτα δεν είναι γνωστό. Θα τον ρωτούσα αφού δεν βλέπεις πουθενά την αλήθεια, πώς μπορείς να ξέρεις τι μπορεί να γίνει γνωστό και τι όχι, και ποια είναι τα σημάδια του αληθινού και του ψεύτικου, και τι σου έδωσε τη δυνατότητα να ξεχωρίζεις το αμφίβολο από το βέβαιο;»
«Θα βρεις ότι οι αισθήσεις μας είναι εκείνες που πρωτοδημιούργησαν το κριτήριο της αλήθειας, και πως οι αισθήσεις δε γίνεται να βγουν ψεύτικες: θα πρέπει να θεωρούμε πιο αξιόπιστο ό,τι από μόνο του μπορεί με το αληθινό να νικήσει το ψεύτικο. Και τι μπορεί να θεωρηθεί πιο αξιόπιστο από τις αισθήσεις; Είναι δυνατόν, ένας συλλογισμός, βασισμένος σε ψευδείς αισθήσεις, να αντικρούσει τις αισθήσεις; Αφού κι ο ίδιος απ” αυτές πηγάζει• οπότε, αν αυτές δεν είναι αληθινές, τότε ολόκληρος ο συλλογισμός είναι επίσης ψευδής.»
Ο Λουκρήτιος αναφέρει σχετικά:
«Πρέπει να αναλογιζόμαστε τον αληθινό σκοπό της ζωής έχοντας κατά νου όλες εκείνες τις ολοφάνερες μαρτυρίες των αισθήσεων στις οποίες στηρίζουμε τις απόψεις μας ειδάλλως, τα πάντα θα είναι γεμάτα αμφιβολία και σύγχυση.»
«Αν αντιμάχεσαι όλες τις αισθήσεις σου, δεν θα “χεις πλέον τίποτα με βάση το οποίο να κρίνεις ακόμα κι εκείνες τις αισθήσεις που ισχυρίζεσαι ότι μας εξαπατούν.»
«Αν απορρίψεις ολότελα μιαν αίσθηση, και δεν κάνεις διάκριση ανάμεσα στη δοξασία σου που ακόμα περιμένει επαλήθευση και σ” αυτό που είναι ήδη δεδομένο στις αισθήσεις και στα αισθήματα κι είναι καταγραμμένο στο νου ως παράσταση, τότε θα φέρεις σύγχυση στις άλλες αισθήσεις σου με την ανόητη γνώμη σου και θα χάσεις κάθε κριτήριο. Αν, πάλι, με τις υποκειμενικές σου ιδέες θεωρήσεις αληθινό, αδιακρίτως, και εκείνο που περιμένει την επαλήθευση και εκείνο που δεν τη χρειάζεται, δεν πρόκειται να αποφύγεις το λάθος, αφού κάθε κρίση σου σχετικά με το τι είναι σωστό και τι όχι θα βρίσκεται πάντα υπό αμφισβήτηση.»
Οι Ερινύες
Όπως γνωρίζουμε, μετά τη δολοφονία του Αγαμέμνονα από την Κλυταιμνήστρα και τον Αίγισθο, η Ηλέκτρα τον φυγάδευσε στη Φωκίδα, στο βασιλιά Στρόφιο, που ήταν θείος του. Ύστερα από χρόνια, ο Ορέστης επέστρεψε στις Μυκήνες με το φίλο και ξάδελφό του Πυλάδη, και εκδικήθηκε το θάνατο του πατέρα του σκοτώνοντας την Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της. Οι Ερινύες, όμως, οι θεές της εκδίκησης, άρχισαν να τον καταδιώκουν, μέχρι που έφτασε στην Αθήνα και δικάστηκε στον Άρειο Πάγο, όπου με την ψήφο της θεάς Αθηνάς αθωώθηκε. Κατά τον Επίκουρο, τα ομοιώματα των πλασμάτων που καταδίωκαν τον Ορέστη ήταν πραγματικά, κινητοποίησαν δηλαδή τις αισθήσεις του, μόνο που δεν ήταν σώματα στερεά. Αναλόγως, προκειμένου να απαντήσει στις βεβαιότητες χιλιάδων ανθρώπων, λέει ότι και οι θεοί είναι φτιαγμένοι από πολύ λεπτά μόρια, και μπορούσαν να εμφανιστούν, μακάριοι και άφθαρτοι στους θνητούς:
«Όλα τα αισθητά είναι αληθινά και κάθε εντύπωση είναι προϊόν υπαρκτού πράγματος, και ορίζεται από το αντικείμενο που κινεί την αίσθηση. Γελιούνται όσοι υποστηρίζουν ότι άλλες εντυπώσεις είναι αληθινές κι άλλες ψευδείς· κι αυτό διότι δεν μπορούν να κάνουν διάκριση ανάμεσα στη γνώμη και στο ολοφάνερο. Στην περίπτωση του Ορέστη, που του φάνηκε πως είδε τις Ερινύες, η μεν αίσθηση του, κινητοποιημένη από τα ομοιώματα (των Ερινυών) ήταν αληθινή, καθώς τα ομοιώματα υπήρχαν. Ο νους του όμως, νομίζοντας πως οι Ερινύες ήσαν σώματα στερεά., έκανε λάθος.» Επίκουρος
Σύμφωνα με τον ίδιο, τα όνειρα δεν έχουν θεϊκή φύση ούτε μαντική δύναμη, αλλά γεννιούνται από τις εικόνες που εισέρχονται στο υποσυνείδητο.»
Οι κόσμοι μπορεί να είναι άπειροι: «Μα και οι κόσμοι είναι άπειροι· και οι όμοιοι με τον δικό μας και οι ανόμοιοι. Καθώς τα άτομα είναι άπειρα, όπως δείξαμε πριν, διανύουν τις πιο μακρινές αποστάσεις. Και τα άτομα απ” τα οποία θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένας κόσμος, δεν εξαντλούνται σε ένα κόσμο ούτε σε ορισμένο αριθμό κόσμων -είτε μοιάζουν αυτοί οι κόσμοι με το δικό μας είτε είναι αλλιώτικοι. Τίποτα, λοιπόν, δεν αποκλείει το να είναι άπειροι οι κόσμοι.»
Η τύχη
Ο σοφός αναλαμβάνει τις ευθύνες του και δεν τις ρίχνει στην Τύχη ή την οργή των θεών. Καμμιά μεταφυσική δύναμη δεν επηρεάζει τη ζωή μας, οι θεοί δεν είναι τιμωροί ούτε ευεργέτες, ούτε οργίζονται, ούτε γαληνεύουν, κάτι τέτοιο δεν θα ταίριαζε με την θεία και μακάρια φύση τους. Η τύχη ελάχιστα μπορεί να επηρεάσει τη ζωή και την ευτυχία του ανθρώπου και μπορεί να μάς διδάξει να εκτιμούμε την καλοτυχία και να προετοιμαζόμαστε για τα κακά:
«Η φύση μάς διδάσκει να θεωρούμε μικρά τα όσα μας φέρνει η τύχη· μας διδάσκει, όταν είμαστε τυχεροί να μην αγνοούμε την ατυχία, αλλά κι όταν δυστυχούμε να μην υπερεκτιμούμε την καλοτυχία και να δεχόμαστε ατάραχοι τα καλά που μας φέρνει η τύχη αλλά και να είμαστε προετοιμασμένοι να αντιταχθούμε σε όσα μας φαίνονται κακά· μας διδάσκει πως όλα όσα οι πολλοί θεωρούν καλά και κακά είναι εφήμερα και πως η σοφία δεν έχει απολύτως τίποτα κοινό με την τύχη.» Επίκουρος
Ο σοφός ορίζει το βίο του με φρόνηση, λογική και ορθή κρίση: «Σε λίγα μόνο πράγματα επηρεάζει η τύχη τον σοφό· τα μεγαλύτερα και τα πλέον σημαντικά θέματα τα ορίζει η λογική του, και θα τα ορίζει σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.»
«Καλύτερα να πάει στραβά κάτι το οποίο βασίστηκε σε σωστή κρίση παρά να πετύχει ένας σκοπός που δεν τέθηκε με σωστή κρίση.»
Και αλλού: «Σε έχω προλάβει, τύχη, και σου έχω κλείσει όλες τις πόρτες της ζωής μου, και ούτε σ’ εσένα ούτε σε καμιάν άλλη από τις εξωτερικές συνθήκες θα παραδοθούμε. Κι όταν έρθει ο καιρός να φύγουμε, θα φτύσουμε περήφανα τη ζωή και όσους, μάταια, είναι εξαρτημένοι από αυτήν, και θα την εγκαταλείψουμε μ” ένα ωραίο τραγούδι που θα λέει πόσο όμορφα ζήσαμε.» (Μητρόδωρος)
Οι ποιητές
Ακόμα και οι μεγαλύτεροι ποιητές, ο Όμηρος, ο Ησίοδος, ο τραγικός Αισχύλος και ο μεγαλόστομος Πίνδαρος κατακρίνονται γιατί σκόρπιζαν τον φόβο και την ταραχή στα μυαλά των ανθρώπων. Ο φοβισμένος άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ευτυχής στην παρούσα ζωή και η μελλοντική δεν υπάρχει. Ο εκλιπών περνάει οριστικά στην κατάσταση της ανυπαρξίας, όπως ακριβώς ήταν πριν γεννηθεί. Οι μακάριοι συνδαιτυμόνες στο τραπέζι του βίου ούτε κλαίνε ούτε θρηνούν όταν έρθει η ώρα να παραχωρήσουν τη θέση τους σε τόσα παιδιά που περιμένουν να γεννηθούν. Να πενθούμε τους φίλους όχι με θρήνους αλλά φυλάσσοντας τη μνήμη τους: Συμπαθούντες τοις φίλοις ου θρηνούντες αλλά φροντίζοντες.
Οι ορφικές διδασκαλίες περί αθάνατης ψυχής και η μυστικιστική σαβούρα της ανατολής που εισήλθαν στον ρωμαϊκό κόσμο απορρίπτονται με μάλλον απλά επιχειρήματα που στηρίζονται στην ριζοσπαστική υλιστική παράδοση των Ιώνων. Η κριτική ξεκινάει από πραγματικές και εγκόσμιες αφορμές Η ποίηση θρέφει και διαιωνίζει την δεισιδαιμονία που θέλουν να καταπολεμήσουν οι Επικούρειοι.
Το δίκαιο και ο νόμος
Η κοινωνιολογία των σοφιστών ήταν η μόνη που επιχείρησε να ερμηνεύσει επιστημονικά τον αρχαίο κόσμο. Στην ίδια παράδοση στηρίχθηκε και ο μεγάλος Έλληνας ιστορικός Θουκυδίδης. Η θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου περιέχεται σαφώς διατυπωμένη στην φιλοσοφία των Επικούρειων. Σύμφωνα με τους ιδεαλιστές, η αιδώς και η δίκη (ο σεβασμός και η δικαιοσύνη) είναι δώρα των θεών στους ανθρώπους. Ο Πλάτων γράφει στον Πρωταγόρα ότι ο Δίας λυπήθηκε τους ανθρώπους και έστειλε με τον Ερμή αιδώ τε και δίκην, ιν είεν πόλεων κόσμοι τε και δεσμοί φιλίας.
Για τους Επικούρειους η αιδώς και η δίκη δεν είναι χάρες των θεών στους θνητούς αλλά γεννήματα του λογικού, της μοναδικής ικανότητας του ανθρώπου να στοχάζεται. Το δίκαιο είναι μια συμφωνία που κάνουν οι άνθρωποι μεταξύ τους, αυτό που έχει επιβεβαιωθεί από την εμπειρία ότι εξυπηρετεί καλύτερα τις ανάγκες των ανθρώπινων σχέσεων, είτε είναι το ίδιο για όλους είτε όχι:
«Το φυσικό δίκαιο αποτελεί συμφωνία που έχει να κάνει με το συμφέρον των ανθρώπων, ώστε να μη βλάπτει ο ένας τον άλλο. Όσες από τις ζωντανές υπάρξεις δεν μπόρεσαν να συνάψουν συμφωνίες ώστε να μη βλάπτει ο ένας τον άλλο, δεν υπάρχει γι” αυτές ούτε δίκαιο ούτε άδικο. Το ίδιο συμβαίνει και με τους λαούς που δεν μπόρεσαν ή δε θέλησαν να συνάψουν συνθήκες, σύμφωνα με τις οποίες δε θα βλάπτονται μεταξύ τους..»
Η δικαιοσύνη είναι κοινωνικά και ιστορικά προσδιορισμένη:
«Η δικαιοσύνη δεν είναι κάτι που καθαυτό υπάρχει, αλλά το νόημά της είναι μία – κατά τόπους και περιόδους – συμφωνία που ορίζει να μη βλάπτονται οι άνθρωποι στις μεταξύ τους σχέσεις.»
«Πραγματικά δίκαιο θεωρείται μόνον αυτό που έχει επιβεβαιωθεί ότι εξυπηρετεί τις ανάγκες των ανθρώπινων σχέσεων, την ευτυχία τους, είτε είναι το ίδιο για όλους είτε όχι.»
«Η αδικία, αυτή καθεαυτή, δεν είναι κάτι το κακό, αλλά μεταβάλλεται σε κακό επειδή προκαλεί φόβο στον άνθρωπο που αδικεί, μήπως και δεν μπορέσει να ξεφύγει από αυτούς που έχουν αναλάβει να τιμωρούν τις άδικες πράξεις.»
«Από γενική άποψη, το δίκαιο είναι το ίδιο για όλους, γιατί είναι κάτι που ωφελεί τις ανθρώπινες σχέσεις. Οι ιδιαιτερότητες, όμως, κάθε χώρας και οι εκάστοτε συνθήκες έχουν σαν επακόλουθο να μην είναι το ίδιο πράγμα δίκαιο για όλους.»
Ο Έλληνας άνθρωπος γίνεται όχι μόνον το μέτρο των πάντων αλλά και ο δημιουργός της ευτυχίας του. Το τελευταίο ήταν ασύλληπτο τόσο για τις ιδεαλιστικές θεωρίες της πλατωνικής σχολής όσο και για τον ασιατικό θεοκρατικό δεσποτισμό. Είτε οι βασιλιάδες ήταν θεοί, είτε η γενιά τους ήταν θεϊκή· ο Μέγας Αλέξανδρος ο Μακεδών, μαθητής του σπουδαίου Αριστοτέλη, τα ήξερε αυτά πολύ καλά όταν ανακήρυσσε τον εαυτό του γιο του Άμωνος Ρα. Αυτό που ήταν φυσικό για το πανικόβλητο αιγυπτιακό ιερατείο ήταν προσβολή για όσους Έλληνες είχαν ανατραφεί με το δημοκρατικό πνεύμα της ελληνικής πόλης. Οι Αθηναίοι της δημοκρατικής εποχής δεν προσκυνούσαν τους άρχοντες σαν θεούς. Στις ανατολικές και ιουδαϊκές μυθοπλασίες οι νόμοι δίνονταν κάποτε από τον θεό αυτοπροσώπως, στην ακμή της αθηναϊκής πολιτείας νομοθετούν οι άνθρωποι και οι θεοί παραμερίζονται ή γίνονται διακοσμητικοί. Αν και ο ίδιος ο Επίκουρος συμμετείχε σε λατρευτικές τελετές και θυσίες και ήταν εν γένει πιστός στους θεούς του, η θεολογία των ραβίνων τον στόλισε δεόντως και τον ταύτισε με τον Έλληνα άθεο φιλόσοφο· η λέξη επικούρ πέρασε στη γλώσσα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης με την ίδια περίπου σημασία. [1]
Το δίκαιο και οι νόμοι είναι δημιουργήματα των ανθρώπων και αν κάποιος θεσπίζει νόμο που δεν αποβαίνει προς όφελος των ανθρώπινων σχέσεων, ο νόμος δεν είναι σύμφωνος με την φύση του δικαίου:
«Από αυτά που έχουν θεωρηθεί από το νόμο δίκαια, πραγματικά δίκαιο είναι μόνον αυτό που έχει επιβεβαιωθεί ότι εξυπηρετεί τις ανάγκες των ανθρώπινων σχέσεων, είτε είναι το ίδιο για όλους είτε όχι. Εάν, όμως, κάποιος απλά και μόνο θεσπίσει ένα νόμο που δεν αποβαίνει προς όφελος των ανθρώπινων σχέσεων, (το συμφέρον της προς αλλήλους κοινωνίας) τότε ο νόμος αυτός δεν έχει πλέον τη φύση του δικαίου. Κι αν το όφελος που πηγάζει από το δίκαιο μεταβάλλεται, το δίκαιο όμως για μία χρονική περίοδο είναι εναρμονισμένο με την περί δικαίου αντίληψη, σ” αυτή την περίοδο υπάρχει δικαιοσύνη για όσους δεν πέφτουν σε σύγχυση από τα κούφια λόγια, αλλά δίνουν σημασία στην πραγματικότητα.» [2]
Ως κριτήριο μπαίνει η πρακτική ωφέλεια:
«Όπου, χωρίς να έχουν αλλάξει οι συνθήκες, φάνηκε στην πράξη ότι, όσα έχουν θεωρηθεί από το νόμο δίκαια, δεν είναι εναρμονισμένα με την περί δικαίου αντίληψη, τότε αυτά δεν είναι δίκαια.»
«Εάν δε νόμον θήται τις, μη αποβαίνη δε κατά το συμφέρον της προς αλλήλους κοινωνίας, ουκέτι τούτων την του δικαίου φύσιν έχει.» Επίκουρος
Στην γνωστή θέση ότι και ο φόβος του θεού και της τιμωρίας θα κάνει πιο δίκαιους τους ανθρώπους, ο Οινοανδέας παραθέτει ως παράδειγμα τους θεοφοβούμενους Εβραίους και τους Αιγυπτίους οι οποίοι παρουσιάζονται ως οι πιο αχρείοι από όλους:
«Όλοι χωρίς εξαίρεση αδικούν, είτε από φόβο είτε για ευχαρίστηση οι απλοί λαϊκοί άνθρωποι λόγω των νόμων είναι δίκαιοι -στο βαθμό, βέβαια, που είναι δίκαιοι- και λόγω των τιμωριών που κρέμονται πάνω από τα κεφάλια.
Ακόμα κι αν υπάρχουν ανάμεσα τους κάποιοι ευσυνείδητοι λόγω ευσέβειας προς τους θεούς και όχι λόγω νόμων, είναι ελάχιστοι. Κι ούτε καν οι δυο και τρεις από δαύτους, που θα βρεθούν μέσα σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, δεν είναι ακλόνητα ταγμένοι στο δίκαιο -γιατί δεν είναι σταθερά πεπεισμένοι ότι υπάρχει θεία πρόνοια. Καθαρή απόδειξη ότι η πίστη στους θεούς δεν μπορεί να αποτρέψει τα αδικήματα, είναι τα έθνη των Εβραίων και των Αιγυπτίων. Παρ” ότι είναι οι πιο θεοφοβούμενοι ανάμεσα σ” όλους τους λαούς, είναι οι πιο αχρείοι από όλους. Χάρη σε ποιους θεούς, λοιπόν, θα γίνουν δίκαιοι οι άνθρωποι; Γιατί ούτε χάρη στους υπαρκτούς θεούς είναι δίκαιοι ούτε χάρη στους πλατωνικούς και σωκρατικούς δικαστές του Άδη.»
Η φιλία
Είναι εντυπωσιακό ότι στην ελληνική ιστορία παρουσιάζονται πολλά πρόσωπα που συνδέθηκαν με θερμή φιλική αγάπη, υπέφεραν και θυσιάστηκαν ο ένας για τον άλλο. Από τη μυθολογία είναι γνωστοί ο Ηρακλής και ο Ιόλαος, ο Αχιλλέας και ο Πάτροκλος, ο Ορέστης και ο Πυλάδης και αργότερα οι Πυθαγόρειοι Δάμων και Φιντίας. Η φιλία, ως αξία, εκτιμάται πολύ στον αρχαίο κόσμο και κάθε φιλοσοφική σχολή είχε δική της θεωρία γιά το περιεχόμενο της. Ως προσωποποιημένη κοσμοπλαστική δύναμη προβάλλει στην κοσμογονία του Ησιόδου, (φιλότης και Νείκος). Οι σύντροφοι του Κήπου συνδέθηκαν μεταξύ τους με μνημειώδεις φιλίες και ο ίδιος ο δάσκαλος φρόντιζε όλη του τη ζωή φίλους που βρέθηκαν σε ανάγκη. Θεωρούσαν σημάδι δυσπιστίας και όχι φιλίας το πυθαγόρειο κοινά τα των φίλων: «Τον τε Επίκουρον μη αξιούν εις το κοινόν κατατίθεσθαι τα ουσίας, καθά περ των Πυθαγόρα κοινά τα φίλων λέγονται· απιστούντων γαρ είναι το τοιούτον• ουδέ φίλων.»
Αλλού διαβάζουμε: «Μην κάνεις φιλίες ούτε μ” αυτούς που είναι αμέσως διαθέσιμοι ούτε μ” αυτούς που δείχνουν απροθυμία. Πρέπει, πάντως, ακόμα και να διακινδυνεύουμε για χάρη της φιλίας.»
«Ων η σοφία παρασκευάζεται εις την του όλου βίου μακαριότητα πολύ μέγιστον εστίν ή της φιλίας κτήσις.» (Επικ. Κύρια Δόξα, 27)
Σε ελεύθερη απόδοση: Από όλα τα αγαθά που μάς προσφέρει η σοφία ώστε να διασφαλίσουμε την ευτυχίας μιας ολόκληρης ζωής, το μέγιστο είναι να αποκτήσουμε φίλους.
«Πάσα φιλία δι’ εαυτήν αιρετή· αρχήν δε είληφεν από της ωφελείας.», (Επικ. Προσφ. 23)
Σε ελεύθερη απόδοση: Κάθε φιλία πρέπει να την επιλέγουμε για την αξία που έχει από μόνη της• όμως, έχει την αρχή της στην ωφέλεια.
«Ουχ ούτως χρείαν έχομεν της χρείας <της> παρά των φίλων ως της πίστεως της περί της χρείας.», Επικ. Προσφ. 34
Σε ελεύθερη απόδοση: Δεν έχουμε τόσο ανάγκη την βοήθεια των φίλων, όσο την πίστη ότι θα μας βοηθήσουν όταν χρειαστεί.
«Ούθ’ ο την χρείαν επιζητών δια παντός φίλος, ούθ’ ο μηδέποτε συνάπτων• ο μεν γάρ καπηλεύει τη χάριτι την αμοιβήν, ο δε αποκόπτει την περί του μέλλοντος ευελπιστίαν.» Επικ. Προσφ. 39
«Αυτός που επιζητά συνεχώς βοήθεια και όφελος από την φιλία δεν είναι φίλος• ούτε είναι φίλοςεκείνος που καμιά φορά δεν συνδέει την ωφέλεια με τη φιλία• ο ένας εξαγοράζει με αμοιβές τη χάρη της φιλίας και ο άλλος ξεκόβει τις καλές ελπίδες για το μέλλον.»
Έπιχ. Προσφ. Ο γενναίος περί σοφίαν και φιλίαν μάλιστα γίγνεται, ων το μεν εστί θνητόν αγαθόν, το δε αθάνατον.
«Για όσον καιρό βρισκόμαστε στο δρόμο της ζωής, ας προσπαθούμε να κάνουμε την επόμενη μέρα καλύτερη από την προηγούμενη. Κι όταν φτάσουμε στο τέρμα, ας χαρούμε γαλήνια.» (Επίκουρος)
Ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει: «Μάρτυρες της αξεπέραστης καλοσύνης του ανθρώπου αυτού προς τους πάντες, είναι τόσο η ίδια του η πατρίδα που τον τίμησε με ορειχάλκινους ανδριάντες, όσο και οι φίλοι του, τόσο πολυάριθμοι σε όλες τις πόλεις που είναι αδύνατο να μετρηθούν, αλλά και όσοι τον γνώρισαν προσωπικά και γοητεύτηκαν από τις σειρήνες της διδασκαλίας του.»
Μπορούμε να ζήσουμε σαν θεοί
Θα ολοκληρώσουμε το σημείωμα με την περίφημη και αγχολυτική επιστολή του Επίκουρου προς τον Μενοικέα:
«Κοίτα να συνηθίσεις στην ιδέα ότι ο θάνατος για μας είναι ένα τίποτα. Κάθε καλό και κάθε κακό βρίσκεται στην αίσθηση μας · όμως θάνατος σημαίνει στέρηση της αίσθησης. Γι” αυτό η σωστή εκτίμηση ότι ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα για μας, μας βοηθά να χαρούμε τη θνητότητα του βίου: όχι επειδή μας φορτώνει αμέτρητα χρόνια αλλά γιατί μας απαλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας. Δεν υπάρχει, βλέπεις, τίποτα το φοβερό στη ζωή του ανθρώπου που “χει αληθινά συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει τίποτα το φοβερό στο να μη ζεις. Άρα είναι ανόητος αυτός που λέει ότι φοβάται το θάνατο, όχι γιατί θα τον κάνει να υποφέρει όταν έρθει αλλά επειδή υποφέρει με την προσδοκία του θανάτου. Γιατί ό,τι δεν σε στεναχωρεί όταν είναι παρόν, δεν υπάρχει λόγος να σε στεναχωρεί όταν το προσδοκείς. Το πιο ανατριχιαστικό, λοιπόν, από τα κακά, ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας, ακριβώς επειδή όταν υπάρχουμε εμείς αυτός είναι ανύπαρκτος, κι όταν έρχεται αυτός είμαστε ανύπαρκτοι εμείς. Ο θάνατος λοιπόν δεν έχει να κάνει ούτε με τους ζωντανούς ούτε με τους πεθαμένους, αφού για τους ζωντανούς δεν υπάρχει, ενώ οι τελευταίοι δεν υπάρχουν πια. Βέβαια, οι πολλοί άλλοτε πασχίζουν ν” αποφύγουν το θάνατο σαν να “ναι η πιο μεγάλη συμφορά, κι άλλοτε τον αποζητούν για να αναπαυθούν από τα δεινά της ζωής. Απεναντίας ο σοφός ούτε τη ζωή απαρνιέται ούτε την ανυπαρξία φοβάται. Γιατί δεν του είναι δυσάρεστη η ζωή αλλά ούτε και θεωρεί κακό το να μη ζει. Κι όπως με το φαγητό δεν προτιμά σε κάθε περίπτωση το πιο πολύ μα το πιο νόστιμο, έτσι και με τη ζωή: δεν απολαμβάνει τη διαρκέστερη μα την ευτυχέστερη. Κι είναι αφελής όποιος προτρέπει τον νέο να ζει καλά και τον γέρο να δώσει ωραίο τέλος στη ζωή του· όχι μόνο γιατί η ζωή είναι ευπρόσδεκτη αλλά γιατί το να ζεις καλά και να πεθαίνεις καλά είναι μία και η αυτή άσκηση. Όμως πολύ χειρότερος είναι εκείνος που λέει πως καλό είναι να μη γεννηθείς
αλλά μίας και γεννήθηκες,
βιάσου να διαβείς τις πύλες τον Άδη (Θέογνις)
Αν το λέει επειδή το πιστεύει, γιατί δεν αυτοκτονεί; Στο χέρι του είναι να το κάνει, αν το “χει σκεφτεί σοβαρά. Αν πάλι το λέει στ” αστεία, είναι ελαφρόμυαλος σε πράγματα που δεν σηκώνουν αστεία.
Ένα τίποτα είναι για μας ο θάνατος. Γιατί ό,τι αποσυντίθεται παύει να αισθάνεται. Κι ό,τι δεν αισθάνεται δεν μας αφορά.
Γεννηθήκαμε μια φορά και δε γίνεται να γεννηθούμε και δεύτερη, κι είναι βέβαιο πως δεν θα υπάρξουμε ξανά στον αιώνα τον άπαντα. Εσύ όμως, ενώ δεν εξουσιάζεις το αύριο, αναβάλλεις την ευτυχία γι” αργότερα. Κι η ζωή κυλά με αναβολές και χάνεται, κι ο καθένας μας πεθαίνει μες στις έγνοιες.» (Επίκουρος) [4]
«Αυτά λοιπόν, κι όσα σχετίζονται μαζί τους, να τα στοχάζεσαι μέρα και νύχτα, μόνος σου ή με κάποιον σαν και σένα, και ποτέ σου δεν πρόκειται να ταραχτείς, είτε στον ύπνο σου είτε στον ξύπνιο σου• και θα ζήσεις σαν θεός ανάμεσα σε ανθρώπους.»
Γιατί δεν μοιάζει με θνητό ζώο ο άνθρωπος που ζει μέσα σε αθάνατα αγαθά.»
Ενδεικτική βιβλιογραφία και πηγές
[1] Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, Επίκουρος. Η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου, εκδ. Εστία
[2] Ανθολόγιο φιλοσοφικών κειμένων Γ” Γυμνασίου, εκδόσεις ΟΕΔΒ
[3] Χάρη Λύτα, «Λάθε βιώσας» Η επικούρεια τέχνη του ευ ζην. Εκδόσεις «Κέδρος», 2004
[4] Hutchinson, Επίκουρος, κείμενα-πηγές της Επικούρειας φιλοσοφίας του ευ ζην, επιμ. Γ. Αβραμίδης, θύραθεν εκδόσεις
[5] http://en.wikipedia.org/wiki/Epicurus
Δείτε το πρώτο μέρος: Ο Επίκουρος και η φιλοσοφία της ευτυχίας (Ι)