Το πείραμα Ρόζενχαν:
Η μελέτη που άλλαξε τον κόσμο της Ψυχιατρικής
Το πείραμα Ρόζενχαν είναι ένα διάσημο πείραμα για την εγκυρότητα της ψυχιατρικής διάγνωσης, το οποίο οργάνωσε και πραγματοποίησε το 1972 ο Αμερικανός καθηγητής ψυχολογίας Ντέιβιντ Ρόζενχαν.
Τα αποτελέσματα της έρευνάς του δημοσιεύτηκαν το 1973 στο επιστημονικό περιοδικό Scienceσε άρθρο με τίτλο “Υγιείς σε μέρη για παράφρονες“, το οποίο προκάλεσε αίσθηση στην κοινή γνώμη και συζητήσεις μεταξύ των ειδικών: Ο Ρόζενχαν στο άρθρο του αμφισβητούσε ευθέως την εγκυρότητα της ψυχιατρικής διαγνωστικής διαδικασίας και, επιπροσθέτως, κατήγγειλε την απανθρωποίηση και τον στιγματισμό που υφίσταντο οι νοσηλευόμενοι σε ψυχιατρικά νοσοκομεία ασθενείς.
Πρώτη φάση του πειράματος: Ψυχικά υγιείς εκλαμβάνονται ως ασθενείς
Αρχικά, ο Ρόζενχαν και οι συνεργάτες του (ανάμεσά τους ένας φοιτητής ψυχολογίας, τρεις ψυχολόγοι, ένας παιδίατρος, ένας ψυχίατρος, ένας ζωγράφος και μία νοικοκυρά), παρουσιάσθηκαν προσποιούμενοι τους ψυχικά ασθενείς σε δώδεκα διαφορετικά ψυχιατρικά νοσοκομεία διασκορπισμένα σε πέντε πολιτείες των Η.Π.Α. (μεταξύ των οποίων υπήρχαν δημόσια νοσοκομεία χαμηλού προϋπολογισμού, αλλά και ονομαστά πανεπιστημιακά νοσοκομεία, καθώς και μία πανάκριβη ιδιωτική κλινική). Κανείς από τους “ψευδοασθενείς” του Ρόζενχαν δεν είχε προηγούμενο ψυχιατρικό ιστορικό.
Όλοι τους ισχυρίσθηκαν στους γιατρούς που τους εξέτασαν ότι το τελευταίο διάστημα άκουγαν δυσδιάκριτες φωνές του ιδίου πάντοτε φύλου που έμοιαζαν να προφέρουν τις λέξεις “empty”, “hollow”, “thud” [κενό, κούφιο, γδούπος]. Οι λέξεις αυτές επιλέχθηκαν επίτηδες από τον Ρόζενχαν, επειδή, αν και θα μπορούσαν να εκληφθούν ως ενδείξεις μιας κάποιας υπαρξιακής κρίσης, ουδέποτε αντιθέτως είχαν συσχετισθεί στη ψυχιατρική βιβλιογραφία με διαταραχές ψυχωτικού τύπου.
Εκτός από τις υποτιθέμενες ακουστικές ψευδαισθήσεις, οι δήθεν ασθενείς δεν ανέφεραν κανένα άλλο σύμπτωμα ή ενόχληση και απαντούσαν με απόλυτη ειλικρίνεια σε όλες τις σχετικές με τα βιογραφικά τους στοιχεία και την προσωπική τους ζωή ερωτήσεις, αποκρύβοντας μόνον το πραγματικό τους όνομα και το επάγγελμα.
Εντούτοις, στις ένδεκα περιπτώσεις οι ψυχίατροι “διέγνωσαν” σχιζοφρένεια και στη δωδέκατη (σ’ αυτόν που απευθύνθηκε στο ιδιωτικό νοσοκομείο) μανιοκαταθλιπτική ψύχωση -διάγνωση που κατά κανόνα θεωρείται καλύτερης πρόγνωσης. Αποφάνθηκαν επίσης ότι όλοι οι “ασθενείς” χρήζουν νοσηλείας σε ψυχιατρικό τμήμα.
Αμέσως μετά την εισαγωγή τους, ο Ρόζενχαν και οι συνεργάτες του άρχισαν να συμπεριφέρονται φυσιολογικά, να είναι φιλικοί και συνεργάσιμοι με το προσωπικό, και να δηλώνουν σε κάθε ευκαιρία ότι αισθάνονται καλά και ότι δεν έχουν πλέον ακουστικές ψευδαισθήσεις. Παρέμειναν, παρ’ όλα αυτά, νοσηλευόμενοι από 7 έως 52 ημέρες (με μέσο όρο νοσηλείας τις 19 ημέρες), και όλοι τους αναγκάσθηκαν να παραδεχθούν ότι ήταν ψυχικά ασθενείς και να πάρουν ψυχοφάρμακα (τα οποία βέβαια έφτυναν στις τουαλέτες χωρίς να γίνονται αντιληπτοί από το προσωπικό, όπως έκαναν και άλλοι νοσηλευόμενοι).
Μετά το πέρας της νοσηλείας τους έλαβαν εξιτήριο με την πανομοιότυπη διάγνωση “σχιζοφρένεια σε αποδρομή”, διάγνωση η οποία κατά τον Ρόζενχαν υποδηλώνει ότι για τους ψυχιάτρους η σχιζοφρένεια δεν είναι ποτέ εντελώς θεραπεύσιμη, αλλά μπορεί μόνον να παρουσιάζει κάποιες περιοδικές υφέσεις.
Σε καμιά στιγμή, καθ’ όλη τη διάρκεια του πειράματος, το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό δεν υποπτεύθηκε ότι ο Ρόζενχαν ή οι συνεργάτες του θα μπορούσαν να μην ήταν πραγματικοί ασθενείς. Όπως προέκυψε από τη μελέτη των φακέλων των ασθενών (πραγματικών και μη), από την στιγμή που ένα άτομο χαρακτηριζόταν ως σχιζοφρενής, οι γιατροί και οι νοσηλευτές είχαν την τάση να μεταγράφουν και να ερμηνεύουν τα βιογραφικά του στοιχεία, τις συμπεριφορές και τα λόγια του με τέτοιο τρόπο ώστε αυτά να ταιριάζουν με τις επικρατούσες αντιλήψεις της εποχής για την αιτιοπαθολογία και την φύση της σχιζοφρένειας.
Σε αυτό το πλαίσιο η ασυνήθιστη για νοσηλευόμενους συμπεριφορά του Ρόζενχαν και των συνεργατών του (η μόνη άλλωστε ασυνήθιστη συμπεριφορά που είχαν κατά την διάρκεια της νοσηλείας τους), να κρατούν δηλαδή φανερά σημειώσεις για ό,τι συνέβαινε καθημερινά στην κλινική όπου νοσηλευόταν, όχι μόνον δεν προκάλεσε υποψίες, αλλά, και τις ελάχιστες φορές που θεωρήθηκε άξια λόγου και καταγράφηκε στον φάκελό τους, ερμηνεύτηκε απλώς ως μια επιπλέον ένδειξη της ψυχικής τους αρρώστιας.
Σε αντίθεση πάντως με το ψυχιατρικό προσωπικό, αρκετοί από τους αληθινούς ασθενείς αντελήφθησαν ότι οι άνθρωποι του Ρόζενχαν διέφεραν: Από τους 118 νοσηλευόμενους των τριών πρώτων νοσοκομείων, οι 35 εξέφρασαν αμφιβολίες για το αν πράγματι οι συνεργάτες του Ρόζενχαν ήταν ψυχικά ασθενείς και ορισμένοι μάλιστα υπέθεσαν ότι ίσως να ήταν δημοσιογράφοι σε αποστολή ή ερευνητές.
Δεύτερη φάση του πειράματος: Ψυχικά ασθενείς εκλαμβάνονται ως υγιείς
Όταν τα αποτελέσματα του πειράματος άρχισαν να γίνονται γνωστά, ένα εξειδικευμένο στην έρευνα πανεπιστημιακό νοσοκομείο ανακοίνωσε ότι ο Ρόζενχαν και οι ψευδοασθενείς του δεν θα μπορούσαν ποτέ να εξαπατήσουν το δικό του προσωπικό. Ο Ρόζενχαν ήρθε σε επαφή μαζί τους και τους πρότεινε να προσπαθήσουν να εντοπίσουν τον ή τους ψευδοασθενείς που θα έστελνε στους επόμενους τρεις μήνες. Εκείνοι δέχθηκαν την πρόκληση, με αποτέλεσμα το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα από τα 193 άτομα που προσήλθαν για εξέταση στο νοσοκομείο τους τα 41 να χαρακτηριστούν ως “ψευδοασθενείς” και τα 42 ως “ύποπτα προσποίησης”.
Το κωμικοτραγικό όμως της υπόθεσης ήταν ότι ο Ρόζενχαν δεν είχε αποστείλει κανέναν ψευδοασθενή. Έτσι, η δεύτερη φάση της έρευνας επιβεβαίωσε πανηγυρικά τα συμπεράσματα της πρώτης: η ψυχιατρική δεν ήταν σε θέση να διακρίνει με απόλυτη σιγουριά το φυσιολογικό άτομο από το ψυχικά ασθενές, δεν γνώριζε δηλαδή τι ακριβώς ήταν η ψυχική αρρώστια.
Επιπτώσεις και κριτικές
Δημοσιευμένη λίγα χρόνια αφότου ο Έρβινγκ Γκόφμαν είχε εξομοιώσει τα ψυχιατρικά νοσοκομεία με καταπιεστικούς ολοκληρωτικούς θεσμούς, ο Τόμας Σας καταγγείλει την ψυχιατρική ως ψευδοεπιστήμη και ο Μισέλ Φουκώ (όπως και ο Ντέιβιντ Κούπερ) αναδείξει την στενή σχέση της ψυχιατρικής με την κρατική καταστολή και την κυρίαρχη αστική ιδεολογία, η μελέτη του Ρόζενχαν έδωσε μεγαλύτερη ώθηση στο αντιψυχιατρικό κίνημα, που τότε βρισκόταν στο απόγειό του, ενισχύοντας τα επιχειρήματά του με πειραματικά ερευνητικά δεδομένα.
Την υπεράσπιση της θεσμικής ψυχιατρικής απέναντι στο άρθρο του Ρόζενχαν ανέλαβε ο Ρόμπερτ Σπίτσερ, ερευνητής βιομετρικής στο πανεπιστήμιο Κολούμπια και πρόεδρος της επιτροπής που είχε αναλάβει να φέρει εις πέρας την τρίτη αναθεώρηση του Διαγνωστικού και στατιστικού εγχειριδίου των ψυχικών διαταραχών (γνωστού περισσότερο με τα αρχικά DSM), την βίβλο δηλαδή της αμερικανικής ψυχιατρικής εταιρείας. Ο Σπίτσερ κατηγόρησε τον Ρόζενχαν ότι χρησιμοποίησε μη-επιστημονικά αποδεκτές μεθόδους έρευνας (ψευδοασθενείς) και ότι έβγαλε βεβιασμένα συμπεράσματα.Παραποίησε όμως αρκετές φορές τα λεγόμενα του Ρόζενχαν και εντέχνως προσπάθησε να στρέψει την προσοχή από το πρόβλημα εγκυρότητας της ψυχιατρικής διάγνωσης στο πρόβλημα αξιοπιστίας της.
Ο Σπίτσερ αναγνώριζε ότι ο βαθμός αξιοπιστίας των περισσότερων ψυχιατρικών διαγνωστικών κατηγοριών ήταν μετά βίας αποδεκτός. Υποστήριζε όμως ότι η κατάσταση θα μπορούσε να βελτιωθεί αντικαθιστώντας τις μέχρι τότε γενικόλογες περιγραφές των νοσολογικών κατηγοριών με αυστηρά και σαφή κριτήρια, ούτως ώστε όλοι οι ψυχίατροι που θα εξέταζαν τα ίδια άτομα να κατέληγαν απαρεγκλίτως στο ίδιο διαγνωστικό συμπέρασμα.
Και πράγματι ή νέα έκδοση του Διαγνωστικού και στατιστικού εγχειριδίου των ψυχικών διαταραχών (DSM III), το 1980, όπως και αυτές που ακολούθησαν, συνέβαλαν στην αύξηση της αξιοπιστίας των ψυχιατρικών διαγνώσεων (όχι όμως στο βαθμό που φανταζόταν ο Σπίτσερ και σίγουρα όχι για όλες τις νοσολογικές κατηγορίες). Βέβαια, ένα αξιόπιστο διαγνωστικό σύστημα δεν είναι κατ’ ανάγκη και ένα έγκυρο διαγνωστικό σύστημα…
Σταδιακά, και λόγω της υποχώρησης της αντιψυχιατρικής αμφισβήτησης, το πρόβλημα εγκυρότητας της ψυχιατρικής διάγνωσης (στο οποίο πρωτίστως στόχευε η μελέτη του Ρόζενχαν) ξεχάσθηκε ή διακηρύχτηκε λελυμένο λόγω της προόδου των νευροεπιστημών.
Σαράντα χρόνια αργότερα, η ψυχολόγος και συγγραφέας εκλαϊκευμένων επιστημονικών βιβλίων Λόρεν Σλέιτερ θέλησε να επαναλάβει μόνη της το πείραμα του Ρόζενχαν. Παρουσιάσθηκε σε οκτώ νοσοκομεία των Η.Π.Α. λέγοντας, όπως και οι ψευδοασθενείς του Ρόζενχαν, ότι εδώ και κάποιο διάστημα ακούει μια φωνή να της επαναλαμβάνει την λέξη “thud” [γδούπος], χωρίς να αναφέρει κανένα άλλο σύμπτωμα.
Η Σλέιτερ παρατήρησε ότι πολλά πράγματα είχαν αλλάξει από την εποχή που ο Ρόζενχαν δημοσίευσε την μελέτη του: Οι ψυχίατροι ήταν κατά κανόνα ευγενικοί απέναντί της, με ειλικρινή διάθεση να την βοηθήσουν, και πουθενά δεν συνάντησε την απαξιωτική συμπεριφορά του προσωπικού που στιγμάτιζε στην μελέτη του ο Ρόζενχαν. Κανείς από τους ψυχιάτρους που την εξέτασαν δεν θεώρησε ότι υπήρχε αναγκαιότητα εισαγωγής της στο νοσοκομείο. Σχεδόν όλοι τους όμως “διέγνωσαν”, μετά από μια σύντομη συνέντευξη που σε καμία περίπτωση δεν ξεπέρασε τα δεκατρία λεπτά, κατάθλιψη με ψυχωτικά χαρακτηριστικά ή ψυχωτική κατάθλιψη και της συνταγογράφησαν με μεγάλη ευκολία αντιψυχωτικά και αντικαταθλιπτικά φάρμακα.
Το “πείραμα” της Σλέιτερ, αν και δεν έχει τις προδιαγραφές ενός επιστημονικού πειράματος, καταδεικνύει ωστόσο ότι, παρά τις όποιες προόδους, η εγκυρότητα της ψυχιατρικής διάγνωσης παραμένει και στις μέρες μας προβληματική.