Ο επικήδειος μιας ψυχής
και η ομολογία της
στα 30 χρόνια της αρρώστιας της
Μια κοπέλα αδελφοί μου, που την έλεγαν Δήμητρα, ήταν για 35 ολόκληρα χρόνια στο κρεβάτι του πόνου, από βαριά μυασθένεια και μορφές καρκίνου, από τα 12 της χρόνια μέχρι και τα 47 που εκοιμήθη, στο άσυλο ανιάτων.
Πότε στο κρεβάτι ανάσκελα οριζοντιωμένη και ακίνητη και πότε στο αναπηρικό καροτσάκι, γεμάτη από σίδηρα.
Οι πόνοι φρικτοί σε όλο το σώμα που εξελίσσοντο σχεδόν κάθε μέρα σε ένα ατέλειωτο μαρτύριο.
Κάπου βρέθηκαν κάποιες σημειώσεις της, στη συμπλήρωση των 30 χρόνων, από την βαριά της αρρώστια, από το 1965 μέχρι το 1995.
Βέβαια εκοιμήθη 4 χρόνια αργότερα, πέρυσι, το ’99.
Θα αρχίσω όμως από κείνο που άφησε ως παρακαταθήκη, για να διαβαστεί την ημέρα της κηδείας της.
Και ύστερα θα δούμε τις προσωπικές της σημειώσεις, επί τη συμπληρώσει των 30 ετών της ασθενείας της.
Γράφει λοιπόν στον επικήδειο:
Θρήνου ο καιρός πέπαυται.
Μη κλαίετε.
Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, Άδου την καθαίρεσιν, άλλης βιοτής, και σκιρτώντες υμνούμεν τον αίτιον.
(Αυτό είναι από τον αναστάσιμο κανόνα).
Τον αίτιον της βαθειάς χαράς και ευτυχίας μου, της χαρμοσύνου επί γης πορείας μου, και της εν ουρανοίς ακαταπαύστου δοξολογίας μου.
Υμνώ τον αίτιο της επί γης ζωής μου και της εν ουρανοίς ζωής μου.
Σήμερον τον δρόμον τετέλεκα.
Σήμερα ο κοπετός μου μετεστράφη εις χαράν και το δάκρυ μου σε αγαλλίαση.
Σήμερα έπεσαν οι χειροπέδες της αιχμαλωσίας μου και γίνομαι ελεύθερη.
Η ξενιτιά μου τελείωσε, οι αλυσίδες της δουλείας μου έσπασαν και παίρνω το δρόμο για την ουράνια πατρίδα μου.
Ο πατέρας βγήκε στο σταυροδρόμι και περιμένει τον ερχομό του παιδιού του.
Περιμένει να φθάσει και καυτερό να αδειάσει το πατρικό του φιλί επάνω του.
Παιδί φτασμένο από τα ξένα, θα ξεχυθεί στην αγκαλιά του να πει τα μυστικά του.
Σήμερα η άπολις γίνεται πολίτης, δηλαδή ουρανοπολίτης.
Η μάνα γη δίνει τον φιλοξενούμενόν της στην αγκαλιά του ουρανού.
Σήμερα με ευγνωμοσύνη χαιρετώ την ξενοδόχον γη μου, που τόσα χρόνια στοργικά κρατούσε στους κόλπους της το ξενιτεμένο παιδί του πατέρα.
Ω τρανή μου στιγμή και ημέρα, που νοσταλγικά τόσα χρόνια σε καρτερούσα, ήλθες!
Σήμερα έαρ μυρίζει.
Ήλθε αιώνια παντοτινή μου άνοιξη.
Διαλύθηκαν τα μαύρα σύννεφα της βαρυχειμωνιάς.
Σταμάτησαν οι παγωνιές και τα αγριοκαίρια.
Ανέτειλεν ο ήλιος της δικαιοσύνης.
Σήμερα το σκότος μου έγινε φώς!
Η σιωπή μου σάλπιγγα δοξολογίας και η ανημποριά μου δύναμις.
Χαράς τα πάντα πεπλήρωκε.
Έφθασα στο σπίτι μου.
Χαρείτε αδέλφια την τρανή γιορτή.
Ανάσταση είναι. και η ψυχή δεν νοιώθει τώρα μοναχή καθώς χθες και πρώτα.
Ανέστη Χριστός και ζωή πολιτεύεται!
Χαρείτε αδέλφια μου και ελάτε μαζί τη δόξα να γευθούμε και μέσα στην αγκαλιά του Ουράνιου Πατέρα να ξαπλωθούμε και να ξεκουραστούμε.
Αμήν.
Εδώ τελείωσε η νεκρώσιμη εξομολόγησή της.
Ένα τέτοιο θάνατο θα ήθελα για τον εαυτό μου αδελφοί μου, σεις που με ακούτε αυτή τη στιγμή, πιστεύω όμως πως και σείς θα τον θέλετε.
Με τέτοια δοξολογία, με τέτοια χαρά, με τέτοια ευγνωμοσύνη.
Αλλά ένας τέτοιος γλυκύτατος και Παραδεισένιος θάνατος, έχει πίσω στη ζωή πολλούς πολλούς σταυρούς.
Αν τους σηκώσουμε μέχρι το τέλος, μέχρι τον Γολγοθά, μαζί με τον Χριστό, και τηρώντας το Πανάγιό Του θέλημα, συμμετέχοντες στα Άγια Μυστήρια, και καλλιεργώντας την ταπείνωση και την μετάνοια την καθημερινή και την αληθινή, ασφαλώς και για μας θα είναι ανοικτή η αγκαλιά του Θεού Πατέρα.
Ας έλθουμε όμως και στις προσωπικές της σημειώσεις, που και η ίδια τις έγραψε, όπως προηγουμένως και τη νεκρώσιμη, για την συμπλήρωση 30 ετών βαριάς μυασθένειας.
Γράφει:
Ο Θεός μου και ο μαρτυρικός μου Σταυρός είναι το ίδιο πράγμα.
Το ένα γλυκύτερον του άλλου.
Και γι’ αυτό δε ζήτησα ποτέ να μου τον πάρει.
Τώρα να ρωτήσω εγώ κάτι:
Πόσοι από μας δεν γογγύζουμε και δεν παραπονούμεθα κάθε μέρα για το σταυρό ή για τους σταυρούς που μας έχει δώσει δήθεν ο Θεός, πόσες φορές δε γογγύζουμε για τις αρρώστιες μας, τις στεναχώριες μας, τα βάσανά μας, τις αδικίες και τόσα άλλα που έχουμε μέσα στη ζωή;
Ποιος από μας ευγνωμονεί για το σταυρό που φέρει και σηκώνει κάθε μέρα;
Αλλά συνεχίζουμε όμως.
Δε δοκίμασα τη γεύση της πικρίας του πόνου.
Δε με προβλημάτισε και δεν μου δημιούργησε στεναχώρια και ποτέ δεν αισθάνθηκα άρρωστη μόνο.
Δεν έσυρα το βήμα απλώς υπομονετικά, τούτο καθόλου δεν μου άρεσε.
Την ήθελα χαρούμενη την πορεία μου και έτσι την βάδισα.
Ήταν ένα γλέντι, ένα πανηγύρι, ένα χαρούμενο τρέξιμο μέσα στην ακινησία μου.
Να κάνω πάλι παρένθεση:
Στο σταυρό της το φοβερό, η Δήμητρα δεν έκανε απλώς μόνον υπομονή, αλλά τον θεωρούσε και τον ζούσε σαν γλέντι και πανηγύρι ουράνιο.
Άρα γε ποιος από μας νοιώθει το σταυρό της ζωής του γλέντι και πανηγύρι;
Δεν ξέρω.
Δεν ξέρω αν θα μπορούσε να το πει κανείς, πιστεύω όμως ότι κάτι τέτοιες ψυχές σαν τη Δήμητρα θα κρίνουν πολλούς από μας.
Και συνεχίζουμε.
Δεν ένοιωσα ποτέ το Θεό μακριά μου.
Μου ήταν ο γλυκύτατός μου και ο κατάδικός μου πατέρας.
Και ποτέ μόνη μου δεν περπάτησα την πονεμένη και τραχιά πορεία μου.
Πάντα στην αγκαλιά Του.
Στα γόνατά Του.
Στις χούφτες Του τις Πατρικές.
Έτσι ένοιωθα.
Ποτέ δεν είδα το γιατρό, το νοσοκομείο, τα φάρμακα με μάτι εχθρικό.
Ποτέ δεν αντιστάθηκα σε ό,τι μου ζητήθηκε για εξετάσεις, έστω κι αν αυτό μου στοίχιζε πόνους πολλούς.
Με ηδονή και γλυκύτητα αγκάλιαζα και καταφιλούσα τα οδυνηρά μου μηχανήματα, που πάρα πολλές φορές η ιατρική τα χρησιμοποίησε πάνω μου.
Ποτέ δεν βαρέθηκα το κρεβάτι του πόνου μου, μου γλύκανε όλο μου το είναι, γι’ αυτό με σεβασμό, με δέος και ευγνωμοσύνη το αγκάλιαζα και το καταφιλούσα.
Σαν μια ιερή διακονία ανάλαβα να φέρω εις πέρας την ασθένειά μου, ήμουν ο ασθενής και ο διακονών αυτή.
Πάντα είχα μέσα μου τον λόγον του Αποστόλου Παύλου,
«την διακονία σου πληροφόρησον».
Η ως τώρα πορεία μου στη γη έχει έντονο το αίσθημα του εξόριστου διαβάτη της ξενιτιάς.
Τα πόδια μου τα ανάπηρα στη γη, αλλά τα μάτια μου, η καρδιά μου, ο νούς μου, ήσαν τραβηγμένα ψηλά στον ουρανό.
Με έλιωνε το αγνάντεμα.
Σαν το απογεγαλακτισμένο πρόβατο κάρφωνα τα μάτια μου στη γλυκιά πατρίδα.
Ποτέ δεν αισθάνθηκα την ημέρα μου να μου είναι βαρετή και ατέλειωτη.
Παρά τους πόνους μου, όλα γύρω μου γιορτινά, όλα αναστάσιμα, όλα καινούργια.
Όλα μιλούν, όλα γελούν, όλα πανηγυρίζουν.
Τίποτα το ίδιο, τίποτα το παλιό, το κουραστικό, το στατικό.
Ένας ορίζοντας πάντα ανοικτός, ολοφώτεινος.
Ουρανός και γη συμπλέκονται, και, και, ποιος ξέρει τι θεωρία είχε αυτή η ευλογημένη ψυχή;
Ποτέ και σε τίποτα δεν βρήκα δυσκολία στα θέματα γιατρός, φάρμακα, βοήθεια, άνθρωπος.
Πριν προλάβω να ζητήσω κάτι το είχα.
Η άπειρη αγάπη του Θεού με φύλαξε από άτοπες επιθυμίες.
Δεν μπήκε μέσα στην ψυχή μου ποτέ καμιά γήινη επιθυμία.
Με ηλέησε, με εσπλαχνίσθη.
Μονάχα οπίσω Του εκολήθη η ψυχή μου, και αυτός ο Θεός με όλους τους τρόπους έδειξε την αγάπη Του επάνω μου.
Ναι.
Πέρα για πέρα ταίριαζε να το πώ, επλεόνασας επ’ εμέ την μεγαλοσύνη σου Κύριε.
Ω, τίποτα, τίποτα δεν έκανα στη ζωή μου που να αρέσει στο Θεό.
Κι όμως Αυτός με χόρτασε με όλη Του την αγάπη και τις ευλογίες και τα αγαθά Του.
Τίποτα δεν είχα να του δώσω στη ζωή μου και δεν έδωσα.
Ένα μόνο είχα, και αυτό ολόκαρδα Του το έδωσα, το «γεννηθήτω το θέλημά Σου», το χαρούμενο…
Χόρτασε το πετσί μου πόνο, και πολλές φορές έκλαυσα από τους φρικτούς πόνους και σε αθυμία έπεσα.
Αλλά απηλλαγμένα αυτά της πικρίας, εκεί στο βάθος της ψυχής μου στάλαζαν οι γλυκασμοί και ουράνιες δροσοσταλίδες.
Και, -παρένθεση τώρα,
άνθρωπος ήταν και η Δήμητρα, και ασφαλώς από τα βασανιστήρια των πόνων της να έκλαυσε, και έκλαψε.
Η ψυχή της όμως είχε θεϊκή παρηγοριά και ουράνιες αποκαλύψεις.
Μόνο η καρδιά της γνώριζε το μέγεθος των αποκαλύψεων, που ασφαλώς θα ήσαν ανάλογες με την αγόγγυστη καρτερία που έδειξε, και τη δοξολογία που πρόσφερε στους πόνους και στην αναπηρία της.
Αυτά τα γνωρίζω από κοντά, διότι είχα την ευτυχία να την εξομολογήσω τρείς τέσσερεις φορές.
Και η Δήμητρα συνεχίζει:
- Το σώμα μου δεν το αγάπησα και ούτε του χαρίστηκα εν ονόματι της ανημποριάς του.
Του έδωσα τόσο όσο του έπρεπε για να συντηρηθεί.
Το διακόνησα με σεβασμό σαν άρρωστο, και αυτό που είχε ανάγκη του το έδωσα.
Ακουσίως στερήθηκε και τα στερήθηκε όλα, ακόμα και τα απαραίτητά του.
Πλεόνασε από παντός είδους κακουχία, αλλιώτικη πορεία από τούτη δε γνώρισε.
Γύρισε από ασθενοφόρο σε ασθενοφόρο, και από νοσοκομείο σε νοσοκομείο και από κρεβάτι σε κρεβάτι και από χέρια σε χέρια.
Ποτέ δεν εκπληρώθηκε το θέλημά μου.
Και αν ως άνθρωπος ήθελα κάποια στιγμή, αυτό το θέλω μου, μου το κατατεμάχιζε η μυασθένεια.
Είμαι δια παντός κάτω από τη δική της εξουσία, σαν ένα καθεστώς τυραννικό επάνω μου, που μου στέρησε και την παραμικρή ανάπαυση.
Όμως αυτό, με τίποτα δε με δυσκόλεψε να τρέξω προς την χαρά του πνεύματος, και πόσο μου άρεσε να τρέχω!
Δε θέλησα να περιοριστώ μονάχα μέσα στην ανημποριά μου, και αυτή να είμαι μόνο.
Μια πορεία τριάντα χρόνων, σαν νάναι τριάντα μονάχα λεπτά.
Έτσι αισθάνομαι, μια πορεία μεστή, γεμάτη χαρμοσύνης και γλυκασμών.
Ευλογητός, ευλογητός ο Θεός για τούτη την ευτυχία,
Αύτη η κλητή και αγία ημέρα του 1965, - μέρα που την χτύπησε η αρρώστια …
Ομιλίες του π. Στεφάνου Αναγνωστόπουλου