Οι χριστιανοί συγγραφείς, από τα πολύ πρώιμα χριστιανικά χρόνια, ένιωθαν άβολα με τη σωματική και σεξουαλική αγάπη – σαν να έβλεπαν σε αυτή μια υποδεέστερη μορφή αγάπης. Ορισμένοι συγγραφείς διατύπωσαν την άποψη ότι η αγαμία είναι ανώτερη κατάσταση της αγάπης εντός του γάμου˙ άλλοι ισχυρίζονται πως μοναδικός σκοπός της σεξουαλικής πράξης είναι η τεκνογονία. Η σωματικότητα ή σεξουαλικότητα φέρουν το «στίγμα» του ακάθαρτου, εκλαμβάνονται ως λόγος μόλυνσης και αισχύνης, αιτία φόβου και ενοχής...
Η σεξουαλικότητα θεωρείται σαν μια λειτουργία που παραπέμπει σε κατώτερες μορφές της ζωής, ταυτίζεται με λάγνες επιθυμίες και ζωώδη ένστικτα. Τα θεμέλια της Δυτικής σκέψης επί του ζητήματος έχουν τεθεί – ως τις μέρες μας – από τη μορφή και τη θεολογία του ιερού Αυγουστίνου. Αποτέλεσμα αυτής είναι ότι οι άνθρωποι βιώνουν επώδυνα μια εγγενή σχιζοφρένεια όσον αφορά αυτή την τόσο λεπτή και προσωπική πτυχή της ζωής. Για τον Αυγουστίνο, η σεξουαλικότητα ήταν συνέπεια της πτώσης μας, η Εύα προέκυψε σαν αποτέλεσμα της αποστασίας του Αδάμ από τον Θεό: η γυναίκα δεν έχει πλαστεί κατ’ εικόνα του Θεού, αλλά ως υποχείριο του άνδρα.
Παρά ταύτα, ο απόστολος Παύλος καθιστά σαφές ότι ο άνδρας και η γυναίκα, γενόμενοι «εις σάρκα μίαν», συμβολίζουν την ένωση του Χριστού με την Εκκλησία. Σε κάθε περίπτωση, ουδέποτε ο Χριστός ταύτισε την αμαρτία με το σώμα, αλλά με αυτό που τελείται στην καρδιά (πρβλ. Ματθ. 15, 18 – 19). Για τους χριστιανούς, «η σάρκα είναι άξονας της σωτηρίας» (Τερτυλιανός). Πόσο ατυχές, λοιπόν, είναι το γεγονός ότι ο χριστιανισμός, η θρησκεία του σώματος και της σάρκας, η θρησκεία της ενσάρκωσης, έχει σημαδέψει το ανθρώπινο σώμα με τέτοιο ανεξίτηλο στίγμα!
Το ζήτημα δεν είναι να «αποδεχτεί» κανείς απλώς το σώμα ή τη σεξουαλικότητα˙ το θέμα είναι να αναγνωρίσουμε αυτά ως αναπόσπαστα συνδεδεμένα με βαθύτατες πτυχές της ανθρώπινης φύσης. Η σεξουαλικότητα δεν είναι φαινόμενο παρεμπίπτον, αντιθέτως, είναι ουσιώδης για την πραγματικότητα της ζωής μας. Η σεξουαλική και σωματική αγάπη αποτελούν μέρος του μυστηρίου της ύπαρξής μας. Αυτό δεν σημαίνει πως σεξουαλικότητα και πνευματικότητα είναι ένα και το αυτό. Υφίσταται, ωστόσο, ένας στενός δεσμός μεταξύ των δύο. Η άρνηση του ενός αντανακλάται στην υποβάθμιση του άλλου.
Χωρίς σεξουαλικότητα, δεν υπάρχει ομορφιά˙ χωρίς ομορφιά, δεν υπάρχει ψυχή˙ και δίχως ψυχή δεν υπάρχει Θεός. «Άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς» (Γεν. 1,27). Αυτό διαβάζουμε μετά τη δημιουργία του Αδάμ και της Εύας κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού. Για τους Πατέρες της Εκκλησίας, χωρίς την Εύα, ο Αδάμ ήταν ανολοκλήρωτος. «Η γυναίκα πλάστηκε για να είναι σε πλήρη κοινωνία με τον άνδρα, για να μοιράζεται μαζί του κάθε ευχαρίστηση, κάθε χαρά, κάθε καλό, κάθε θλίψη, κάθε οδύνη» (Μέγας Βασίλειος), «την ίδια τη θεία χάρι» (Κλήμης Αλεξανδρείας). Γράφοντας την ίδια ακριβώς εποχή με τον Αυγουστίνο Ιππώνος, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ισχυρίζεται πως «η σεξουαλική αγάπη δεν είναι ανθρώπινη, αλλά έχει θεία προέλευση».
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ π. ΙΩΑΝΝΗ ΧΡΥΣΑΥΓΗ «ΑΓΑΠΗ, ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑ», ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΤΟΜΟ «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ» ΕΚΔΟΣΗ ΕΝ ΠΛΩ, 2015
π. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΑΥΓΗΣ
Ο αιδεσιμώτατος πατήρ Ιωάννης Χρυσαυγής, διδάκτωρ θεολογίας, γεννήθηκε στην Αυστραλία (1958), όπου περάτωσε τις εγκύκλιες σπουδές του (1975). Το 1980 απεφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή Αθηνών και παράλληλα έλαβε δίπλωμα Βυζαντινής Μουσικής από το Ελληνικό Ωδείο Αθηνών.
Το 1982 του δόθηκε υποτροφία για ερευνητική εργασία από τη Θεολογική Σχολή του Αγίου Βλαδίμηρου (Ρωσική) στη Ν. Υόρκη. Το 1983 απέκτησε το διδακτορικό του δίπλωμα, με θέμα τις Πατερικές Σπουδές, από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, στην Αγγλία.
Επέλεξε να παραμείνει επί σειρά μηνών στο Άγιον Όρος, προτού ενταχθεί στην υπηρεσία της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας (1984-1995).
Ανήκει στην ιδρυτική ομάδα της Ορθόδοξης Θεολογικής Σχολής του Αγίου Ανδρέα στο Sydney (1985), όπου υπηρέτησε ως Αντι-πρύτανης και δίδαξε Πατέρες και Εκκλησιαστική Ιστορία (1986-95). Υπηρέτησε επίσης ως λέκτωρ στη Θεολογική Σχολή και τη Σχολή Θρησκευτικών Σπουδών (1990-95) του Πανεπιστημίου του Sydney.
Το 1995 μετακόμισε στη Βοστώνη, όπου διορίστηκε καθηγητής στην Ελληνική Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού και διηύθυνε το Πρόγραμμα Θρησκευτικών Σπουδών του εκεί Ελληνικού Κολλεγίου (Hellenic College). Στην ίδια αυτή Σχολή υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος και υπεύθυνος του "Γραφείου Περιβάλλοντος".
Έχει συγγράψει διάφορα βιβλία και πολλά άρθρα με θέμα τους Πατέρες της Εκκλησίας και την Ορθόδοξη πνευματικότητα.