Στις 21 Οκτωβρίου του 1929, γεννήθηκε η Αμερικανίδα συγγραφέας Ούρσουλα Λε Γκεν. Στο παρακάτω άρθρο της μας μιλάει για την εξουσία, την καταπίεση, την ελευθερία και το πώς η ευφάνταστη αφήγηση ιστοριών διευρύνει τον ορίζοντα του εφικτού*.
«Δεν θα κατανοήσουμε την αδικία που ζούμε, αν δεν μπορούμε να φανταστούμε την δικαιοσύνη. Δεν θα είμαστε ελεύθεροι αν δεν μπορούμε να φανταστούμε την ελευθερία. Δεν μπορούμε να αξιώνουμε να κατακτήσει την δικαιοσύνη και την ελευθερία κάποιος που δεν είχε την ευκαιρία να τις φανταστεί ως εφικτές».
«Πρέπει πάντα να διαλέγεις πλευρά» παρότρυνε ο Ελί Βίζελ στην εντυπωσιακή ομιλία του για την αποδοχή του βραβείου Νόμπελ. «Η ουδετερότητα βοηθάει τον καταπιεστή, ποτέ το θύμα. Η σιωπή ενθαρρύνει το βασανιστή, ποτέ το βασανιζόμενο». Ωστόσο, κομμάτι της ανθρώπινης τραγωδίας είναι το γεγονός, ότι παρά τις καλές προθέσεις μας και τα φλογερά ιδανικά μας, συχνά επαναπαυόμαστε στην ουδετερότητα μπροστά στην αδικία, είτε από φόβο για τη δική μας σταθερότητα είτε από έλλειψη εμπιστοσύνης στην ικανότητά μας να κάνουμε τη διαφορά, είτε λόγω του πιο καταστρεπτικού ελαττώματος της ψυχής, το δικέφαλο φίδι του κυνισμού και της απάθειας. Πώς μπορούμε, λοιπόν, να απεγκλωβιστούμε από την παθητικότητα που εκλογικεύουμε με τόση τέχνη, ενθυμούμενοι ότι «η αδικία, οπουδήποτε και αν συμβαίνει, απειλεί τη δικαιοσύνη παντού» (Μάρτιν Λούθερ Κινγκ) και να κατακτήσουμε μία τέτοια επίγνωση με θάρρος και φαντασία;
Αυτό το ζήτημα εξετάζει η Ούρσουλα Λε Γκεν σε ένα από τα πολλά εξαιρετικά κομμάτια του έργου της «The Wave in the Mind: Talks and essays on the Writer, the Reader and the Imagination» (σσ δεν έχει εκδοθεί στα ελληνικά). Πρόκειται για ένα θησαυρό νηφάλιας και ζεστής σοφίας σε θέματα τόσο ετερόκλητα και ουσιαστικά όπως το φύλο, ο ιερός χαρακτήρας των δημόσιων βιβλιοθηκών, η μαγεία της πραγματικής ανθρώπινης συζήτησης και για το τί πραγματικά σημαίνει ομορφιά.
Σε ένα εξυψωτικό και ευχάριστα προκλητικό δοκίμιο της συλλογής με τίτλο «A War Without End», το οποίο η Λε Γκεν περιγράφει ως «σκέψεις, γραμμένες κατά διαλλείματα για την καταπίεση, την επανάσταση και τη φαντασία» γράφει :
«Η χώρα μου δημιουργήθηκε από μία επανάσταση και σχεδόν καταστράφηκε από μία άλλη. Η πρώτη επανάσταση αποτελούσε μία διαμαρτυρία ενάντια στην ενοχλητική, ηλίθια αλλά σχετικά ήπια κοινωνική και οικονομική εκμετάλλευση. Ηταν σχεδόν απόλυτα επιτυχής. Πολλοί από αυτούς που πραγματοποίησαν την πρώτη επανάσταση εφάρμοσαν την πιο ακραία μορφή οικονομικής εκμετάλλευσης και οικονομικής καταπίεσης: Ηταν δουλέμποροι. Η δεύτερη αμερικάνικη επανάσταση, ο Εμφύλιος Πόλεμος, ήταν μία προσπάθεια να διατηρηθεί η δουλεία. Ηταν εν μέρει επιτυχής. Ο θεσμός καταργήθηκε αλλά ο τρόπος σκέψης του αφέντη και ο τρόπος σκέψης του δούλου ακόμα επηρεάζουν πολλές από τις σκέψεις στην Αμερική».
Όταν αυτές οι κυρίαρχες αφηγήσεις ενσωματώνονται τόσο βαθιά σε μία κοινωνία, όπως θεωρεί η Λε Γκεν, ακόμα και αυτοί που υφίστανται την καταπίεσή τους, καταλήγουν να τις εσωτερικεύουν. Σκέφτομαι τον Τζέιμς Μπάλντουιν, ο οποίος σε μία τρομερή συνέντευξή του με την Νίκη Τζιοβάνι τόνισε:
«Αυτό που σου κάνει ο κόσμος, αν το κάνει για αρκετό διάστημα και αρκετά αποτελεσματικά, αρχίζεις να το κάνεις στον εαυτό σου. Γίνεσαι προδότης, ένας συνεργός των δολοφόνων σου, επειδή πιστεύεις τα ίδια με αυτούς».
Περνώντας στο θέμα της αντίστασης στην καταπίεση, η Λε Γκεν επικαλείται τα αξιομνημόνευτα λόγια της ποιήτριας και πρώην σκλάβου Phillis Wheatley, η οποία έγραψε το 1774:
«Σε κάθε ανθρώπινο ζώο, ο άνθρωπος έχει ενσταλάξει μία αρχή την οποία λέμε Αγάπη για την Ελευθερία· δεν ανέχεται την καταπίεση και διψάει για σωτηρία».
«Ό,τι είναι καλό στους θεσμούς και την πολιτική της χώρας μου βασίζεται σε αυτήν την αλήθεια. Ωστόσο βλέπω ότι παρόλο που αγαπάμε την ελευθερία, είμαστε τις περισσότερες φορές ανεκτικοί απέναντι στην καταπίεση και αρνούμαστε ακόμα και την απελευθέρωση. Βλέπω ένα κίνδυνο στο να επιμένουμε ότι η αγάπη μας για την ελευθέρια πάντα ξεπερνάει οποιαδήποτε δύναμη ή αδράνεια μας κρατάει από το να αντισταθούμε στην καταπίεση και να αναζητήσουμε την απελευθέρωση. Αν αρνηθώ ότι ισχυροί, έξυπνοι και ικανοί άνθρωποι θα αποδεχθούν και όντως αποδέχονται την καταπίεση, τότε χαρακτηρίζω τους καταπιεζόμενους ως αδύναμους, χαζούς και ανίκανους.
»Αν είναι αλήθεια ότι οι ανώτεροι άνθρωποι αρνούνται να τους αντιμετωπίζουν ως κατώτερους, τότε αυτό θα συνεπάγονταν ότι αυτοί που είναι χαμηλά στην κοινωνική ιεραρχία είναι όντως κατώτεροι, καθώς, αν ήταν ανώτεροι θα εξεγείρονταν. Αφ’ ης στιγμής αποδέχονται μία κατώτερη θέση, είναι όντως κατώτεροι. Αυτό είναι το βολικό ταυτολογικό επιχείρημα του δουλεμπόρου, αυτού που έχει κοινωνικά αντιδραστικές απόψεις, του ρατσιστή και του μισογύνη.»
Αντιπαρατιθέμενη με τις απόψεις του Κίρκεγκωρ σχετικά με την ισχύ της μειονότητας, η Λε Γκεν ελέγχει με βάση την πραγματικότητα την κατανομή της εξουσίας καθ’ όλη την ανθρώπινη ιστορία:
«Η κυρίαρχη τάξη είναι πάντα μικρή σε αριθμό και τα κατώτερα στρώματα μεγάλα, ακόμα και σε μία κοινωνία με κάστες. Οι φτωχοί πάντα ξεπερνούν κατά πολύ τους πλούσιους. Αυτοί που ασκούν την εξουσία είναι πάντα λιγότεροι έναντι αυτών επί των οποίων ασκείται. Οι ενήλικοι άνδρες κρατούν τις ανώτερες θέσεις σχεδόν σε όλες τις κοινωνίες παρόλο που αριθμητικά είναι λιγότεροι από τις γυναίκες και τα παιδιά. Οι κυβερνήσεις και οι θρησκείες επικυρώνουν και διατηρούν την ανισότητα, την κοινωνική ιεραρχία, τη διαφορά μεταξύ των φύλων και τα προνόμια, είτε καθολικά είτε με επιλεκτικό τρόπο.
»Οι περισσότεροι άνθρωποι, στα περισσότερη μέρη του κόσμου, στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας, κατέχουν κατώτερες κοινωνικές θέσεις. Και οι περισσότεροι άνθρωποι, ακόμα και σήμερα, ακόμα και στον “ελεύθερο κόσμο”, ακόμα και στη “χώρα της ελευθερίας”, θεωρούν ότι αυτή η τάξη πραγμάτων ή συγκεκριμένες πλευρές αυτής, είναι φυσικές, αναγκαίες και δεν υπόκεινται σε αλλαγές. Θεωρούν ότι τα πράγματα ήταν πάντα έτσι και συνεπώς έτσι πρέπει να είναι. Αυτό μπορεί να είναι είτε πεποίθηση είτε άγνοια. Συχνά είναι και τα δύο.
»Στη διάρκεια των αιώνων, οι περισσότεροι άνθρωποι με κατώτερη κοινωνική θέση δεν μπορούσαν να γνωρίζουν ότι ένας άλλος τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας έχει υπάρξει ή θα μπορούσε να υπάρχει, ότι η αλλαγή είναι εφικτή. Μόνο όσοι βρίσκονταν στις ανώτερες θέσεις γνώριζαν αρκετά ώστε να το κατανοούν αυτό και η εξουσία και τα προνόμιά τους είναι αυτά που θα διακυβεύονταν αν άλλαζε η τάξη πραγμάτων».
Αλλά και πέρα από την κοινοτοπία ότι όσοι κατέχουν την εξουσία είναι πιο κατάλληλοι γι αυτήν, η Λε Γκεν ισχυρίζεται ότι μία βαθύτερη αδυναμία στην ηθική φαντασία διατηρεί τις καταπιεστικές δομές εξουσίας στη θέση τους. Γράφει τα εξής:
«Έχουμε έναν καλό λόγο να είμαστε προσεκτικοί, να είμαστε ήσυχοι, να μην κουνάμε πολύ τη βάρκα. Διακυβεύεται η ειρήνη και η άνεσή μας. Το διανοητικό και ηθικό πέρασμα από την άρνηση της αδικίας μέχρι τη συνειδητοποίηση της συνοδεύεται συνήθως από μεγάλο κόστος. (…) Η τελευταία φράση του ινδικού έπους Μαχαβαράτα λέει ότι “σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να πετύχω ένα στόχο πέρα από την ικανότητά μου”. Είναι πιθανό ότι η δικαιοσύνη, μία ανθρώπινη ιδέα, είναι ένας στόχος πέρα από τις ανθρώπινες ικανότητες. Είμαστε καλοί στο να επινοούμε πράγματα που δεν υπάρχουν.»Πιθανώς η ελευθερία μπορεί να κατακτηθεί μέσα από ανθρώπινους θεσμούς αλλά πρέπει να παραμείνει μία ιδιότητα του μυαλού ή του πνεύματος που δεν εξαρτάται από τις περιστάσεις, ένα θείο δώρο…»Το πρόβλημά μου με αυτή τη θέση είναι ότι απαξιώνει το γεγονός η δουλειά και η περίσταση ενθαρρύνουν την θεσμική αδικία που καθιστά απρόσιτο το θείο δώρο. Σε ένα παιδί δύο χρονών που πεθαίνει από την πείνα ή από χτυπήματα ή από βομβαρδισμούς δεν του χορηγήθηκε πρόσβαση στην ελευθερία, ούτε κάποιο θείο δώρο, υπό καμία έννοια που να μπορώ να καταλάβω. Μπορούμε να κατακτήσουμε μέσα από τις προσπάθειες μας μία ατελή δικαιοσύνη, μία περιορισμένη ελευθερία. Καλύτερα έτσι παρά καθόλου. Ας κρατήσουμε γερά αυτή την αρχή, την αγάπη της Ελευθερίας για την οποία μίλησε η απελευθερωμένη σκλάβος, η ποιήτρια».
Επαναλαμβάνοντας τον ισχυρισμό της Σούζαν Σόνταγκ ότι «το θάρρος είναι τόσο μεταδοτικό όσο ο φόβος», η Λε Γκεν εξετάζει την αναπόδραστα περίπλοκη διαδικασία συνειδητοποίησης και δράσης μέσα από την οποία αντιμετωπίζεται η αδικία :
«Το πέρασμα από την άρνηση της αδικίας στην αναγνώρισή της δεν μπορεί να αναιρεθεί. Τα μάτια δεν ξεχνούν αυτό που είδαν. Όταν αντιληφθείς την αδικία, δεν μπορείς ποτέ ξανά καλή τη πίστει να αρνηθείς την καταπίεση και να υπερασπιστείς τον καταπιεστή. Αυτό που ήταν αφοσίωση πριν, τώρα γίνεται προδοσία. Από δω και στο εξής, αν δεν αντισταθείς, είσαι συνεργός. Αλλά υπάρχει μία μέση οδός ανάμεσα στην άμυνα και την επίθεση, μία οδός ευέλικτης αντίστασης, ένα πεδίο που είναι ανοιχτό στην αλλαγή. Δεν είναι εύκολο να το βρει κανείς ή να ζήσει εντός του».
Στοχαζόμενη τον ισχυρισμό της Οντρ Λορντ ότι «κανείς δεν μπορεί να διαλύσει το σπίτι του αφέντη με τα δικά του εργαλεία», φράση που η Λε Γκεν θεωρεί μία «πλούσια και επικίνδυνη»μεταφορά, γράφει:
«Η εξουσία όχι μόνο διαφθείρει, αλλά εθίζει. Η εργασία γίνεται καταστροφή. Τίποτα δεν οικοδομείται. Οι κοινωνίες αλλάζουν και με και χωρίς βία. H επαναδημιουργία είναι εφικτή. Η οικοδόμηση είναι εφικτή. Τί εργαλεία έχουμε για να οικοδομήσουμε πέρα από σφυριά, καρφιά, πριόνια, εκπαίδευση, να μάθεις να σκέφτεσαι, να έχεις ικανότητες μάθησης;».
Με μία διάθεση που θυμίζει την υπέροχη σκέψη του μεγάλου βιολοντσελίστα Πάου Καζάλς για«τη δημιουργία ενός κόσμου αντάξιου των παιδιών του», η Λε Γκεν προσθέτει:
«Υπάρχουν όντως εργαλεία που δεν έχουν εφευρεθεί, που πρέπει εμείς να εφεύρουμε προκειμένου να χτίσουμε το σπίτι που θέλουμε να ζήσουν τα παιδιά μας; Μπορούμε να προχωρήσουμε πέρα από όσα ξέρουμε μέχρι σήμερα ή όσα ήδη γνωρίζουμε μας εμποδίζουμε να μάθουμε όσα έχουμε ανάγκη; Το να μάθουμε τί έχουν να διδάξουν οι έγχρωμοι άνθρωποι, οι γυναίκες, οι φτωχοί το να αποκτήσουμε την αναγκαία γνώση, σημαίνει να ξεχάσουμε όλη τη γνώση των λευκών, των ανδρών, των ισχυρών;»
Το πιο ισχυρό εργαλείο, ισχυρίζεται η Λε Γκεν, είναι η φαντασία. Η ικανότητα και η διάθεση να φανταστείς εναλλακτικές στην πραγματικότητα όπως την ξέρουμε, είναι πάντα το πρώτο βήμα προς το να καταστήσεις εφικτές, διαφορετικές και καλύτερες πραγματικότητες. Αναδεικνύει την αφήγηση ως την πιο ισχυρή χρήση της φαντασίας για την επέκταση του εφικτού:
«Η Ουτοπία και η Δυστοπία είναι μέρη που υπάρχουν διανοητικά. Γράφω από πάθος και παιχνιδιάρικη διάθεση. Οι ιστορίες μου δεν είναι ούτε καμπανάκια κινδύνου ούτε σχεδιαγράμματα για το τί πρέπει να κάνουμε. Νομίζω ότι οι περισσότερες είναι κωμωδίες των ανθρώπινων τρόπων, μας υπενθυμίζουν την τεράστια ποικιλία τρόπων με τους οποίους επιστρέφουμε στο ίδιο μέρος και επικροτούν αυτή την ποικιλία μέσα από την εφεύρεση ακόμα περισσότερων εναλλακτικών και πιθανοτήτων. (…) Για εμένα το πιο σημαντικό πράγμα δεν είναι να προσφέρεις κάποια συγκεκριμένη ελπίδα βελτίωσης, αλλά να προσφέρεις μία φανταστική αλλά πειστική εναλλακτική πραγματικότητα, να ταρακουνήσει το μυαλό μου και το μυαλό του αναγνώστη από την τεμπέλικη και άτολμη συνήθεια να σκέφτεται ότι ο τρόπος που ζούμε τώρα είναι ο μόνος τρόπος που μπορούν να ζήσουν οι άνθρωποι. Αυτή η αδράνεια επιτρέπει στους θεσμούς της αδικία να συνεχίζουν να υπάρχουν χωρίς να αμφισβητούνται.»Η φαντασία και η επιστημονική φαντασία στην ίδια τη σύλληψή τους προσφέρουν εναλλακτικές στον παρόντα, υπαρκτό κόσμο του αναγνώστη. Νεότεροι άνθρωποι, σε γενικές γραμμές, υποδέχονται θετικά τέτοιου είδους ιστορίες επειδή μέσα από το σθένος και την προθυμία τους για εμπειρίες αποδέχονται θετικά τις εναλλακτικές, τις πιθανότητες, την αλλαγή. Έχοντας φτάσει να φοβούνται ακόμα και την φαντασία της πραγματικής αλλαγής, πολλοί ενήλικες αρνούνται όλη τη φανταστική λογοτεχνία και είναι υπερήφανοι με το ότι δεν βλέπουν τίποτα πέρα από αυτό που γνωρίζουν ή νομίζουν ότι γνωρίζουν».
Με μία διάθεση που απηχεί τις όμορφες σκέψεις της Σούζαν Σονταγκ σχετικά με την αφήγηση και το τί σημαίνει να είναι κανείς ηθικός άνθρωπος, η Λε Γκεν εξετάζει το καθήκον της αφήγησης φανταστικών ιστοριών και την ουσιαστική ανταμοιβή που αυτό φέρει:
«Η άσκηση της φαντασίας είναι επικίνδυνη για όσους επωφελούνται από τον τρόπο που είναι τα πράγματα επειδή έχει τη δύναμη να δείξει ότι αυτή η κατάσταση δεν είναι μόνιμη, δεν είναι καθολική, δεν είναι αναγκαία. Κατέχοντας την πραγματική, αν και περιορισμένη, δύναμη να θέσει υπό αμφισβήτηση τους κατεστημένους θεσμούς, η λογοτεχνία του φανταστικού έχει επίσης και την ευθύνη για αυτή τη δύναμη. O παραμυθάς είναι ο τελάλης της αλήθειας (…).»Δεν θα κατανοήσουμε την αδικία που ζούμε, αν δεν μπορούμε να φανταστούμε τη δικαιοσύνη. Δεν θα είμαστε ελεύθεροι αν δεν μπορούμε να φανταστούμε την ελευθερία. Δεν μπορούμε να αξιώνουμε να κατακτήσει τη δικαιοσύνη και την ελευθερία κάποιος που δεν είχε την ευκαιρία να τις φανταστεί ως εφικτές».