Όταν αποσύρθηκε στις Καπρεές, επινόησε μια αίθουσα με δίφρους, που έγινε η έδρα των απόκρυφων οργίων του και όπου συγκέντρωνε από κάθε γωνιά ομάδες κοριτσιών και έκφυλων αγοριών καθώς και επινοητές ανώμαλων ερωτικών πράξεων, που τους ονόμαζε «σπίντριες» (= κίναιδους). Αυτοί, μπαίνοντας σε τριπλή παράταξη, επιδίδονταν με τη σειρά σε ερωτικές πράξεις μπροστά στα μάτια του, ώστε να διεγείρεται με το θέαμα ο εξασθενημένος ανδρισμός του...
Τα υπνοδωμάτιά του τα διακόσμησε πλούσια με πίνακες και γλυπτά ασελγέστατων απεικονίσεων και μορφών, καθώς και με τα βιβλία της Ελεφαντίδας [1], και τούτο για να μη λείπει καμιά ερωτική στάση από τη συνολική διακόσμηση. Επίσης, στα δάση και στα άλση της περιοχής τοποθέτησε σποραδικά αφροδισιακά εντευκτήρια, όπου νέοι και των δύο φύλων, ντυμένοι με ενδυμασίες Πανών και Νυμφών, συνουσιάζονταν μέσα σε σπήλαια και κοίλους βράχους, γι’ αυτό και ο κόσμος, κάνοντας παραφθορά του ονόματος του νησιού, το αποκαλούσε φανερά «Καπρινέο» (= τραγονήσι). (Σουητώνιος, Τιβέριος XLIII)
Είχε τη φήμη του πιο έκφυλου ανθρώπου ως την εποχή εκείνη, σε τέτοιο μάλιστα σημείο, ώστε τις ακατονόμαστες πράξεις του πολύ δύσκολα θα διηγόταν ή θα άκουγε κανείς, και ίσως πάλι θα ήταν άδικο και να τις πιστέψει, όπως για παράδειγμα ότι είχε εκπαιδεύσει αγόρια τρυφερής ηλικίας, που τα ονόμαζε «ψαράκια», να τριγυρνούν ανάμεσα στα πόδια του, καθώς εκείνος κολυμπούσε, και παίζοντας να τον γλείφουν και να τον δαγκώνουν απαλά· και κυκλοφορούσε η φήμη ότι και στο στόμα νηπίων, που δεν είχαν απογαλακτιστεί ακόμα, έβαζε το πέος του σαν να ήταν θηλή, και τούτο το έκανε γιατί και από τη φύση του αλλά και λόγω της προχωρημένης ηλικίας του έρεπε προς αυτό το είδος της ηδονής.
Όταν κάποτε του απέστειλαν έναν πίνακα του Παρρασίου, που απεικόνιζε την Αταλάντη να ικανοποιεί ερωτικά με το στόμα της τον Μελέαγρο [2], υπό τη ρητή προϋπόθεση ότι θα αποζημιωνόταν με ένα εκατομμύριο σηστερτίους στην περίπτωση που θα έβρισκε το θέμα, προσβλητικό, εκείνος, όχι μόνο προτίμησε να κρατήσει τον πίνακα, αλλά και τον τοποθέτησε στο υπνοδωμάτιό του. Διαδίδεται ακόμα ότι, όταν κάποτε θυσίαζε στους θεούς, τόσο πολύ γοητεύτηκε από το κάλλος του υπηρέτη που προχωρούσε μπροστά κρατώντας τα θυμιάματα, ώστε μόλις που συγκρατήθηκε ωσότου τελειώσει η ιεροτελεστία, και αμέσως μετά, στο ίδιο εκείνο σημείο, ασέλγησε πάνω του, κάνοντας παράλληλα το ίδιο στον αυλητή αδελφό του· και όταν λίγο αργότερα εκείνοι διαμαρτυρήθηκαν για την αισχρή του πράξη, ο Τιβέριος έδωσε διαταγή να τους σπάσουν τα πόδια. (Σουητώνιος, ΤιβέριοςXLIV)
Το πόσο συνήθιζε να φέρεται με απρέπεια στις γυναίκες, ακόμα και σε εκείνες που ήταν ευγενικής καταγωγής, γίνεται ολοφάνερο από το θάνατο κάποιας Μαλλονίας, που, όταν την έφεραν στο κρεβάτι του και εκείνη αρνήθηκε απερίφραστα να υποκύψει στις ορέξεις του, την παρέδωσε στους πληροφοριοδότες του και, όταν την οδήγησαν στο δικαστήριο, δεν έπαψε να διακόπτει τη δίκη ρωτώντας την αν το είχε τώρα μετανιώσει. Στο τέλος η γυναίκα εγκατέλειψε το δικαστήριο, έτρεξε στο σπίτι της και έμπηξε ένα μαχαίρι στο στήθος της, κατηγορώντας με αυτόν τον τρόπο ανοιχτά την παλιανθρωπιά του μαλλιαρού και βρωμερού γέρου. Έτσι, όταν σε ένα εξόδιο ατελλανής φάρσας[3] κατά τους επόμενους σκηνικούς αγώνες του «κόλλησαν» την ρετσινιά ότι «ο γέρο – τράγος έγλειφε το πράμα στις κατσίκες», όλος ο κόσμος την επιδοκίμασε και διαδόθηκε ευρύτατα. (Σουητώνιος, Τιβέριος XLV)
Σημειώσεις
1. Η Ελεφαντίς ή Ελεφαντίνη ήταν ποιήτρια και συγγραφέας που έζησε στη Ρώμη κατά την περίοδο των πρώτων αυτοκρατόρων. Συνέταξε πλήθος άσεμνων και ακόλαστων βιβλίων σε έμμετρο και πεζό λόγο. Η Σούδα την κατακρίνει, όπως και την Αστυάνασσα και τη Φιλενίδη, για τα φιλολογικά αυτά ασελγήματα, από τα οποία όμως δεν λείπουν η λεπτότητα και η χάρη.
2. Το θέμα του έρωτα του Μελέαγρου και της Αταλάντης, στο βωμό του οποίου ο γιος του Άρη και της Αλθαίας θυσιάζει ακόμα και τα αδέλφια της μητέρας του, οδηγώντας την έτσι να ρίξει στη φωτιά τον περίφημο δαυλό από τον οποίο εξαρτιόταν η ζωή του παιδιού της, απασχόλησε ποικιλοτρόπως τους αρχαίους συγγραφείς αλλά και τη νεότερη τέχνη. Ενδεικτικά μόνο θα μπορούσαμε να αναφέρουμε εδώ τους δύο περίφημους πίνακες του Rubens (17ος αι.), από τους οποίους ο πρώτος βρίσκεται στην Πινακοθήκη του Kassel και ο δεύτερος στην Παλαιά Πινακοθήκη του Μονάχου, καθώς και το έργο του συγχρόνου J.Jordaens, που έχει αναρτηθεί στο Πράδο της Μαδρίτης. Αλλά και όπερες με το θέμα αυτό υπάρχουν αρκετές, όπως του M.A. Ziani (1706), του J.B. Stuck – Batistin (1709), του J. A.Kobelius (1729), του N.A. Zingarelli (1798), του D. Pagliano (1826), του R.G. Poppen (1889), και άλλων.
3. Η ατελλανή φάρσα συγκαταλέγεται στους αυτόχθονες προδρόμους του ρωμαϊκού θεάτρου. Πήρε το όνομά της από την πόλη Ατέλα της Καμπανίας. Έμεινε περίφημη για τους τυποποιημένους χαρακτήρες της (personae Oscae), τους ανόητους Maccus καιPappus, τον λαίμαργο ή καυχησιάρη Bucco και τον πονηρό και αδηφάγο απατεώναDossennus. Τα έργα της ατελλανής φάρσας ήταν σύντομα, 300 ή 400 στίχων περίπου, με αλλεπάλληλες φαρσικές καταστάσεις, απάτη, ηλιθιότητα και αισχρότητα. Σε πολλά θέματα τα έργα αυτά θα έμοιαζαν ασφαλώς με τη μεταγενέστερη ιταλική commedia dell’ arte. Είναι πιθανόν το είδος αυτό να είχε υποστεί την επίδραση των ανάλογων ελληνικών έργων της Ν. Ιταλίας, που ήταν γνωστά με το όνομα φλύακες και έμοιαζαν πολύ στην ατελλανή φάρσα.