Τη φαντασιωνόμουν καιρό αυτή τη νύχτα. Την περίμενα, τη σχεδίαζα, επέτρεπα στο μυαλό μου να σκαρώσει όλους τους φανταστικούς διαλόγους που θα μπορούσαμε να κάνουμε. Σε περίμενα.
Μη με ρωτάς ποια ανάγκη μου προσπαθώ να καλύψω. Μη δοκιμάσεις να με κάνεις να νιώσω ενοχές γι’ αυτή την ετεροχρονισμένη «απαίτησή» μου. Δεν υπάρχουν άκαιρα συναισθήματα. Μόνο θαμμένα. Απόψε δε θ’ αποφύγεις το βλέμμα μου. Δε θα στρέψεις τη συζήτηση αλλού, δε θα καταφέρεις να ξεγλιστρήσεις. Απόψε θα πούμε μόνο αλήθειες. Κι ας είναι η τελευταία φορά που θα μιλήσουμε.
Αν είναι να κλείσει ο κύκλος μας, ας κλείσει με ειλικρίνεια. Τίποτα λιγότερο δεν καταδέχομαι για μας, καμία έκπτωση δε θα κάνω σ’ αυτό. Ετοιμάσου, λοιπόν, να βάλω βόμβα στα καλά κλεισμένα κουτάκια του μυαλού σου. Κανένα τους δε θα μείνει όρθιο. Αυτά μας διέλυσαν, να ξέρεις. Κι ας μην το παραδέχεσαι.
Διαβάζω τη σκέψη σου. «Δε θα τα καταφέρναμε», λέει. Πες το μου δυνατά, τι φοβάσαι πια; Χάσαμε, τι σε κρατάει απ’ το να μιλήσεις; Τι άλλο μας έμεινε;
Η ανάγκη σου για τάξη κι οργάνωση αναμετρήθηκε με τη δική μου ανάγκη για αταξία και χάος, το ξέρω. Η ηρεμία κι η σταθερότητά σου συναντήθηκαν με την εκρηκτικότητα και το ανήσυχο πνεύμα μου. Η τάση σου να σιωπάς, βρέθηκε αντιμέτωπη με το χειμαρρώδη και παρορμητικό λόγο μου. Εκεί θα το πάμε τώρα; Θα καταλήξουμε σε μια απλή κι ανώδυνη «ασυμφωνία χαρακτήρων», για να μην πληγωθεί κανείς;
Δε ζητάω ν’ αποδοθούν ευθύνες, μην τρελαίνεσαι. Μοιρασμένη είναι η ευθύνη, το γνωρίζουμε καλά κι οι δυο. Αν θες ν’ απαριθμήσω τα λάθη μου, μου έρχονται καμιά δεκαριά στο μυαλό μόνο γι’ αρχή. Κι εσένα, είμαι σίγουρη.
Τώρα, όμως, κοίτα με στα μάτια κι απάντησέ μου μ’ ένα «ναι» ή μ’ ένα «όχι». Ξέχασες; Τα κατάφερες; Σε ποιο κουτάκι σου μπόρεσες να με χωρέσεις;
Μη νομίζεις ότι περιμένω ν’ αντλήσω κάποια εγωιστική ικανοποίηση απ’ την απάντησή σου. Ούτε να παρηγορηθώ θέλω, ούτε να επιβεβαιωθώ. Να λυτρωθώ απ’ όσα με βαραίνουν προσπαθώ. Να νιώσω την αλήθεια στα λόγια σου, για να μπορέσω να σου εκφράσω και τη δική μου. Δε με νοιάζει αν θα ταυτιστούν ή αν θα πάρει η καθεμιά το δρόμο της. Μου αρκεί να συναντηθούν για λίγο, να τους δώσουμε τη χαρά ότι γνωρίστηκαν, γυμνές κι ατόφιες.
Δεν ξεπερνιούνται οι άνθρωποι που αγαπήσαμε βαθιά, καρδιά μου. Τα εμπόδια ξεπερνιούνται, όχι οι άνθρωποι. Κι αν κάποια στιγμή πρέπει να τους αφήσουμε πίσω, η ψυχούλα μας το ξέρει πόσο πονάμε και πόσο μεγάλο είναι το κενό που μένει στη θέση τους.
Όχι, δεν άρχισα τα λογοτεχνικά, για σένα μιλάω. Δε σ’ έχω ξεπεράσει, αυτό σου λέω. Ναι, μιλάω γενικά, προσπαθώ ακόμα και τώρα να κρυφτώ απ’ όσα με πονάνε. Τα ίδια κάνεις κι εσύ, μη με κρίνεις.
Δεν ξέρω τι θα έκανα διαφορετικά, αν γύριζε ο χρόνος πίσω, τη στιγμή που αρχίσαμε. Θα προσπαθούσα να έχω περισσότερη υπομονή και λιγότερα νεύρα, ίσως. Θα έδειχνα μεγαλύτερη κατανόηση. Θ’ αγκάλιαζα περισσότερο τις διαφορές μας, αντί να τις πολεμάω. Αυτά θα ήθελα να κάνω. Αυτή θα ήθελα να ήμουν. Δεν έχει σημασία, όμως. «Έτσι κι αλλιώς, τα πράγματα θα κυλήσουν όπως θέλουν αυτά. Η ζωή ξέρει.»
Έχω να σου πω και δυο λογάκια για την απουσία σου, πριν φύγεις. Έχουμε μια ιδιαίτερη σχέση οι δυο μας. Σε γενικές γραμμές, συμβιώνουμε αρμονικά. Κάποιες νύχτες, όμως, γίνεται ανυπόφορη. Την πιάνει το παράπονο, κλαίει, με ταράζει στις ερωτήσεις, δε μ’ αφήνει να δουλέψω… Άσε! Με φτάνει στα όριά μου και μου ‘ρχεται να την πετάξω απ’ το σπίτι και να φέρω εσένα στη θέση της. Είναι πεισματάρα, όμως, τι να την κάνω; Δε μου αδειάζει τη γωνιά με τίποτα!
Μετά με πιάνουν τύψεις που δεν τη θέλω και τη συγχωρώ. Την παίρνω αγκαλιά και την ηρεμώ. Της εξηγώ ότι υπάρχουν λόγοι που δε γυρίζεις. Κάνει ότι με πιστεύει κι αποκοιμιέται.
Σήμερα το απόγευμα ήταν αναστατωμένη, φοβισμένη, δε μιλιόταν. «Θα μείνει;», με ρώτησε μέσα απ’ τα δόντια της. «Μην ανησυχείς, μόνο για λίγο», της απάντησα. Κι εκείνη μου χαμογέλασε.