Ένα βράδυ πέρασα μπροστά από κάποιο μπαράκι πολύ μυστήριο και σκέφτηκα, «αν είχα παράνομο γκόμενο (λέμε τώρα…) εδώ θα τον έφερνα, δεν θα μας έβρισκε κανένας!». Όπως πολλές γυναίκες, έχω το location αλλά όχι το αντικείμενο…
Το «αντικείμενο» στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι ο σύζυγος, αρραβωνιάρης, μόνιμος, δεσμός κλπ. της καθεμιάς – είναι Ο Έρωτας. Το Ιερό Δισκοπότηρο της γυναίκας που έχει τελειώσει με τα πρακτικά της ζωής της, πιθανώς έχει καβαντζώσει κι έναν σύζυγο ή ένα παιδί, έχει περάσει τα 30-40 αλλά «αισθάνεται ότι κάτι λείπει». Αισθάνεται ένα κενό. Κλαίει όταν βλέπει ρομαντικές ταινίες, όσο πιο σαχλές τόσο πιο κλάμα. Αναπολεί ώρες-ώρες παλιές δραματικές σχέσεις του τύπου «χτυπιέμαι και οδύρομαι πάνω από το Αμαρέττο μου». Το αντικείμενο με άλλα λόγια είναι το Ρομάντζο, ο Έρωτας, όλα με κεφαλαία γράμματα επειδή έχουνε τόση σημασία μέσα στο μυαλό της… οκέυ, στο μυαλό μας.
Το έχουμε περάσει με φίλες, που βρήκαν έναν εντελώς ακατάλληλο γκόμενο στα σαράντα-βάλε-πενήντα τους και σκέφτηκαν προς στιγμήν να παρατήσουν τα πρακτικά της ζωής για την υπόσχεση που λέγεται Μεγάλος Έρωτας: να αφήσουν πίσω τους οικογένεια, σπίτι, σταθερό άντρα και όλα τα συνοδευτικά, για να (ξανα)ζήσουν την τρέλα της εφηβείας έστω και για πλάκα. «Μα είσαι στα καλά σου;» λέγαμε εμείς, που δεν ήμασταν καθόλου στην ίδια φάση.
«Έχεις έναν άντρα χαρά θεού στο σπίτι, έχεις τα παιδάκια σου, τη δουλίτσα σου (που λέει ο λόγος. Ή, τότε που είχαμε δουλίτσες), κοινό πιν στην τραπεζική κάρτα σας – και θες να τα τινάξεις όλα στον αέρα για έναν καθηγητή του σκι/γουιν τσάν/τζούντο/ρέικι; Που είναι 15 χρόνια μικρότερός σου;»
Η ιδέα μας φαινόταν εξτρήμ σπορ. Προσπαθούσαμε να πείσουμε την φιλενάδα ότι «δεν αξίζει τον κόπο». Ότι μόλις περάσει ο καυτός έρωτας και η περίοδος του καταπληκτικού σεξ, ο γκόμενος θα φορέσει την παντόφλα και θα γίνει αυτός που είναι, δηλαδή ένας γκόμενος σαν όλους τους άλλους, ίσως σαν αυτόν που η φίλη είχε ήδη στο σπίτι.
Αλλά η φίλη περνούσε τον έρωτά της με τρέλα και σκασίλα της τι λέγαμε, και χώριζε κακήν κακώς. Μετά έξη μήνες ή ένα χρόνο, μετάνιωνε. ‘Η δεν μετάνιωνε. Το θέμα είναι ότι «ακολούθησε την καρδιά της» (ίιιιιου) και πέρασε έξη μήνες ή ένα χρόνο κάνοντας, και καλά, καταπληκτικό σεξ. Και το θέμα είναι ότι ΚΑΘΕ γυναίκα που συμβουλεύει τη φίλη της να μην κάνει το απονενοημένο, κατά βάθος ζηλεύει. Κατά βάθος θα ήθελε να ήταν στη θέση της. Όχι για το καταπληκτικό σεξ – καμία σχέση, ποιος το γαμεί το σεξ. Για τον Μεγάλο Έρωτα…
Εκεί δηλαδή που ο μέσος άντρας πάνω στην Κρίση Μέσης Ηλικίας του αποζητάει το ακροβατικό σεξ-του-τσίρκου με φούντες στις ρόγες, η μέση γυναίκα στην ίδια φάση αποζητάει τον Μεγάλο Έρωτα. Μπορεί να έχει ζήσει τέτοιους έρωτες στο παρελθόν, και η επιθυμία της να γίνεται βουνό, ή καλύτερα ηφαίστειο, μέσα από την νοσταλγία. Η νοσταλγία είναι πολύ απατηλό εργαλείο γιατί σου φέρνει στο νου μόνον τα υπέροχα και καταπληκτικά, όχι τα φριχτά και αντιπαθητικά. Όταν θυμάμαι έναν Μεγάλο Ερωτά, π.χ., συγκεντρώνομαι στα εξής: 1) συχνότητα και διάρκεια του σεξ, 2) συχνότητα και διάρκεια προκαταρκτικών του σεξ, 3) τρελές περιπέτειες σχετικές ή άσχετες με το σεξ. Δεν σκέφτομαι ότι ο Έρωτας με είχε κάνει ταραντούλα, ότι σκάλιζε τη μύτη του, ότι τράκαρε πάνω σ΄ένα τενεκέ ανακύκλωσης μέρα μεσημέρι, ότι την έπεσε στη θεία μου/του ή ότι δεν ήταν καλά στα μυαλά του. Σκέφτομαι μόνον τα επουσιώδη, αυτά που συντηρούμε από μια ανάγκη να ξαναζούμε μόνον τα ευχάριστα, κάπως σα να βγάζουμε τα κόκαλα από το ψάρι. Ναι, το ψάρι ήταν τέλειο, τίγκα στην κοκάλα, αλλά μάλλον την πέταξα κατ ευθείαν και κράτησα μόνον το ψαχνό…
Από την άλλη, το σεξ που θυμόμαστε δεν ήτανε μόνον σεξ: συνοδευόταν από Μεγάλο Έρωτα, άρα είναι από-ενοχοποιημένο (πρώτον) και είναι κάτι παραπάνω από one-night’s-stand (δεύτερον). One-night’s-stand μπορεί να κάνει η κάθε μία, αστείο πράγμα, μη κοιτάς που δεν το κάνει – αλλά δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Το ζητούμενο είναι να γνωρίσεις κάποιον και να πάθεις ΤΗΝ πλακάρα σου. Να λες ψέματα στις φίλες και στην οικογένειά σου για να συναντηθείς μισή ώρα με Το Άτομο. Να τρώς όλη τη βδομάδα με την ψυχή στο στόμα, μέχρι να βρεθεί η ευκαιρία να Τον συναντήσεις. Να φεύγεις με διάφορες χαζές δικαιολογίες και να τραβιέσαι σε σκοτεινά μυστήρια μπαρ σε απερίγραπτες γειτονιές της πόλης. Να σου κόβεται η όρεξη, αλλά να γελάς και να χοροπηδάς στο δρόμο σαν προσκοπίνα, τσιριμπίμ-τσιριμπόμ. Να χάνεις κιλά για πλάκα επειδή «τρώς έρωτα», δηλαδή αέρα κοπανιστό. Και ναι, να μπαίνεις στον πειρασμό να τα τινάξεις όλα στον κοπανιστό αέρα…
Είναι μια πολύ ρομαντική διάσταση της παράνομης σχέσης, και είναι αυτό ακριβώς που συγκινεί, μάλλον περισσότερο ή μάλλον 100% σίγουρα περισσότερο τις γυναίκες: το ρομάντσο, η δυνατότητα να γίνεις ηρωίδα μυθιστορήματος, πρωταγωνίστρια χοντρο-μελουάρ ταινίας πάνω σε βιβλίο του Νίκολας Σπαρκς, μοιραία γυναίκα που ρισκάρει τα πάντα επειδή «ακολουθεί την καρδιά της»….
Η ζωή είναι πεζή. Καθημερινή, γεμάτη πρακτικά ζητήματα, γεμάτη ανάγκες που καλύπτουμε με τα μάτια κλειστά/ή με την ψυχή στο στόμα. Η υπόσχεση του ρομάντσου την κάνει γοητευτική. Όπως έχει πεί και ο (κωμικός) Chris Rock, «αν οι γυναίκες δεν πίστευαν στο ρομάντσο, εμείς οι άντρες δεν θα πηδούσαμε ποτέ».
Όχι ότι είναι εύκολο πράγμα να «ακολουθήσεις-καρδιά-σου» – είναι πολύ ζόρικο, και μέχρι και τώρα (που έχω «ακολουθήσει-ηλίθια-καρδιά-μου» κάμποσες φορές) δεν είμαι σίγουρη πως αξίζει τον κόπο τελικά. Αλλά αν καμία από σας έχει βαρεθεί να το σκέφτεται, έχει πέσει κατά τύχη πάνω σε έναν ρεμπεσκέ που ασχολείται με κουλό σπορ/χόμπι μονομανιακά, που είναι βέβαιη ότι είναι Μεγάλος Έρωτας ή έτσι της φαίνεται από αυτήν τη γωνία…. υπάρχουν πολλά μυστήρια μπαράκια για να δώσει ραντεβού. Και τώρα πιά (=εδώ ο κόσμος καίγεται!) καμιά κολλητή δεν πρόκειται να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου ή να της πεί «μα ο άντρας σου είναι μια χαρά, τι πάς να κάνεις» και τα σχετικά.
Με το «τώρα πιά», εννοώ ότι κάθε κολλητή που έχει περάσει τα σαράντα-βάλε-πενήντα ξέρει πως ο Μεγάλος Έρωτας, έστω και σαν υπόνοια (ότι τάχαμου μπορεί να παίζει), είναι μια ουάου δικαιολογία να ψήσεις τον εαυτό σου και τους άλλους ότι αλλάζεις ζωή…