Ένας έρχεται, άλλος φεύγει, άλλον τον διώχνεις. Κάποιοι φεύγουν οικειοθελώς, κάποιοι όχι, και αυτοί οι τελευταίοι είναι οι μόνοι που αξίζει να θρηνήσει κανείς.
Οι υπόλοιποι, δικαίως-αδίκως, παίρνουν το δρόμο τον αγύριστο κι αυτό δεν αλλάζει όσο κι αν κλάψεις.
Γεμίσαμε απουσίες μεγαλώνοντας.
Άδειες κούπες από καφέ, αγκαλιές άδειες, απομεινάρια από “σ’αγαπώ” και “για πάντα”.
Μεγάλες κουβέντες και λόγια του αέρα.
Εσύ ψάχνεις κάπου να κουμπώσεις και οι απέναντι ρούχα να ντυθούν, να κουμπωθούν.
Κάτι χάνεις εδώ και δεν το βλέπεις, για αλλού ξεκίνησες και αλλού καταλήγεις.
Κάτι τους λείπει ή μπορεί και να τους περισσεύει.
Δεν χάνεις χρόνο και τους ντύνεις τελικά με το είναι σου, που μένει ξεκρέμαστο όταν πάρουν αυτό που θέλουν από εσένα.
Σαν να μην έφτανε αυτό, σου το πετάνε και στα μούτρα.
Δεν σε χάλασε. Μη σου πω σου άξιζε κιόλας…Μη σου πω και καλά να πάθεις, που συμβιβάστηκες ράβε-ξήλωνε τα μπαλώματα, όταν το έβλεπες πως δεν τραβούσε άλλο η κλωστή.
Πιάσε χαρτί και στυλό τώρα και γράφε ονόματα.
Φίλοι, γνωστοί, εν δυνάμει αγαπημένοι. Οι Τάδε.
Όλοι τους πολλά υποσχόμενοι. Όσοι πολύ “σ’αγάπησαν” κι όσοι σ” αγάπησαν στ’αλήθεια.
Όσοι σου είπαν ψέματα και όσοι κέρδισαν επάξια την εμπιστοσύνη σου –αυτούς τους συγκεκριμένους, μάλλον δεν έπρεπε να τους διώξεις.
Οι Τάδε.
Όσοι σου έβαλαν φωτιά και χοροπήδηξαν ξέφρενα γύρω της γεμάτοι ικανοποίηση κι όσοι αναίσχυντα, σαν λυσσασμένα σκυλιά έπεσαν να γλείψουν ακόμα και τα κόκκαλα από την ξεσκισμένη σου σάρκα.
Οι Τάδε. Όσοι ήρθαν να ανοίξουν καινούριες πληγές ή όσοι προσπάθησαν ανεπιτυχώς να τις κλείσουν –υπάρχουν κι αυτοί, που φτάνουν δεύτεροι, συνήθως άτυχοι, αφού δεν τους μένουν και πολλά περιθώρια -αιχμαλωτίζει την επαφή η μνήμη.
Οι Τάδε. Εγώ, εσύ, αυτοί.
Όσοι παλέψαμε, όσοι δικαιωθήκαμε, όσοι κερδίσαμε και όσοι ηττηθήκαμε.
Όσοι το βάλαμε στα πόδια και όσοι είχαμε το θάρρος να κοιτάξουμε κατάματα τους τάδε της ζωής μας.
Όσοι φύγαμε με το κεφάλι ψηλά και όσοι δίχως ενοχές πια, τραβήξαμε γραμμές σε εκείνα τα ονόματα, που στη θύμησή τους το στόμα γεμίζει με πίκρα, τόση, που είναι σαν να έχεις καταπιεί ένα τασάκι αποτσίγαρα.
Γεμίσαμε απουσίες. Δενόμαστε, ονειρευόμαστε, μοιραζόμαστε στιγμές, επενδύουμε στις σχέσεις και τους ανθρώπους, που έρχονται τελικά και φεύγουν σαν αποδημητικά πουλιά.
Αρχίζουμε από το μηδέν και τελειώνουμε πάλι εκεί, στο μηδέν.
Προχωράμε μπροστά καθώς οι πόρτες πίσω μας κλείνουν, με την ελπίδα πως μία έστω από τις επόμενες που θα βρούμε στο πέρασμά μας από τη ζωή, θα παραμείνει ανοιχτή και θα αξίζει τον κόπο να τη διαβούμε.
Ίσως γι” αυτό προτού βροντήξουμε τις πόρτες, να πρέπει να παλέψουμε περισσότερο μέσα μας το “μένω” ή το “φεύγω”.
Μη σφραγίσουμε καμία αδίκως ή μην τύχει και κρατήσουμε καμία καταλάθος ανοιχτή, να μπάζει αέρα κοπανιστό και εκμετάλλευση.
Όσο για εκείνους τους ανθρώπους που έμειναν κοντά μας μέχρι την τελευταία τους στιγμή, εκείνους που άξιζαν κάθε θυσία, κάθε δάκρυ και κάθε σ’αγαπώ του κόσμου…Εκείνους που τους άρπαξε η ζωή μέσα από τις αγκαλιές μας…μια κουβέντα μόνο, με το βλέμα υψωμένο στον ουρανό: Όσο κι αν προσαρμόζεται ο άνθρωπος στις καταστάσεις, τόσο η ψυχή θα εναντιώνεται στις Απουσίες.
Τις πραγματικές.