ΉΤΑΝ ΜΙΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ ΜΕΡΑ. ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΜΕ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ κρήνες γλυκοκοιμότανε η αύρα. Ο μικρός Γλαύκος έπαιξε μέσα στις στοές. Ήτανε γιος βασιλιά. Πατέρας του ήταν ο Μίνωας και μητέρα του η Πασιφάη. Η παραμάνα του τον είδε να κυνηγά το τόπι του, άκουσε το θόρυβο από τα σανδάλια του να χάνεται στις πλάκες. Εξαφανίστηκε πίσω από μια κολόνα. Η γυναίκα τον φώναξε. Εκείνος δεν απάντησε.
Περνώντας ανάμεσα στις φωτεινές και σκοτεινές λωρίδες που σχημάτιζαν ο ήλιος κι η σκιά στο μακρύ λευκό διάδρομο, ξαναφώναξε. Προχώρησε κάτω από τα δέντρα, αλαφιασμένη, ψάχνοντας αριστερά και δεξιά. Οι φωνές της τάραξαν μοναχά ένα μελίσσι μέσα σε όλη την αδιαφορία της βλάστησης.
Μαζεύει βιαστικά τους κηπουρούς και τις υπηρέτριες. Ο βασιλιάς Μίνωας βγήκε έξω, ανάστατος από τα τρεχάματα και τον πανικό τους. Μόλις έμαθε τι συμβαίνει, διέταξε εκατό σκλάβους να ψάξουν τον κήπο, το παλάτι, τις σοφίτες και τις αποθήκες. Πουθενά όμως ο Γλαύκος. Τους έβαλε, τότε, να οργώσουν την εξοχή έξω από τα τείχη, τα χωράφια, τα δάση, τα βουνά. Μάταια όμως. Ύστερα από δέκα μέρες, τελικά, ο Μίνωας κι η γυναίκα του η Πασιφάη αποφάσισαν να ζητήσουν βοήθεια στο μαντείο των Δελφών. Το μαντείο, που όλα τα γνωρίζει και ψέματα δε λέει ποτέ, άκουσε τις προσευχές τους και είπε το σκοτεινό χρησμό του:
Στην κρατική γη μόλις γεννήθηκε ένα κριάρι. Το πρωί είναι άσπρο, το μεσημέρι κόκκινο και μαύρο το σούρουπο. Όποιος μπορέσει να βρει το φρούτο που μοιάζει σ’ αυτό το κριάρι, αυτός θα ξαναβρεί και το παιδί.
Σαν γύρισε πίσω ο Μίνωας, κάλεσε τους μάντεις, τους μάγους και τους ποιητές στο παλάτι του με τα γαλάζια μωσαϊκά. Μετέφερε σε όλους την απάντηση του μαντείου. Οι άντρες στοχάστηκαν ώρα πολλή χαϊδεύοντας τη γενειάδα τους. Όταν πια έπεφτε η μέρα, ένα βλέμμα ανάμεσά τους φωτίστηκε. Ο νεαρός Πολύιδος σήκωσε το χέρι του και είπε:
— Το μούρο, άρχοντα. Το μούρο μοιάζει σ’ αυτό το κριάρι που μόλις γεννήθηκε: άσπρο σαν πρωτοβγαίνει, κόκκινο στα μισά της ζωής του, μαύρο όταν ωριμάζει.
— Σωστά, είπε ο βασιλιάς. Εσύ, λοιπόν, Πολύιδε, θα ξαναβρείς το γιο μου τον πολυαγαπημένο. Τρέχα, ψάξε και γύρνα γρήγορα.
Και κίνησε ο Πολύιδος πελαγωμένος. Στάθηκε στο κατώφλι του κήπου και μονολόγησε: «Και τώρα πού να πάω;». Η νύχτα ήταν ήσυχη. Στον ουρανό έλαμπε το φεγγάρι με τις στρατιές των αστεριών του. Άκουσε μια κουκουβάγια να χουχουτίζει και χαμογέλασε. Του φάνηκε σαν να τον καλούσε. Ερχόταν από κάποια καλύβα στις παρυφές των τειχών. Πήγε ως εκεί και παραμέρισε τα βάτα που έκλειναν την είσοδο. Μέσα στο ερειπωμένο σπίτι υπήρχαν μόνο σπασμένα αγγεία και ρούχα μουχλιασμένα. Η κουκουβάγια ήταν κουρνιασμένη στο λαιμό μιας στάμνας. Μόλις μπήκε ο Πολύιδος μέσα, πέταξε από την γκρεμισμένη στέγη. Η στάμνα έπεσε κι έσπασε σαν αυγό. Χύθηκε νερό. Ένα ανθρώπινο πλάσμα κύλησε μέσα από τα θρύψαλα. Ήταν ο Γλαύκος. Είχε πνιγεί μες στο νερό της βροχής που λίμναζε στο ξέχειλο πιθάρι. Ο Πολύιδος έσκυψε, πήρε το παιδί στην αγκαλιά του και γύρισε στο παλάτι. Στην πόρτα με τους αναμμένους πυρσούς, η Πασιφάη άπλωσε τα χέρια, θρηνώντας. Ο Μίνωας έμεινε απαθής και παγωμένος.
— Τον βρήκες τον Γλαύκο, είπε. Καλώς. Τώρα, δώσε του πίσω τη ζωή.
— Άρχοντά μου, δεν ξέρω ν’ ανασταίνω τους νεκρούς, απάντησε ο Πολύιδος.
— Άνθρωπε, θα το κάνεις, είπε αγριεμένα ο Μίνωας. Ειδεμή θα πας πριν την ώρα σου όπως κι ο γιος μου.
Έκανε ένα νεύμα. Τέσσερις φρουροί άρπαξαν τον Πολύιδο και τον κατέβασαν μαζί με το πνιγμένο παιδί σ’ ένα μαρμάρινο, θολωτό τάφο που βρισκόταν στη μέση του κήπου. Η πλάκα του τάφου έκλεισε.
Μέχρι να χαράξει, καθόταν έτσι πλακωμένος και σκεφτικός κι ατένιζε το βαθύ σκοτάδι του τάφου του. Το πρωί, μια ηλιαχτίδα λεπτή όσο μια κλωστή φώτισε αμυδρά τον Γλαύκο πάνω στα πόδια του. Και τότε, δίπλα στο χέρι του νεαρού νεκρού, εμφανίστηκε ένα φίδι. Ο Πολύιδος αναπήδησε και του ήρθε να βάλει τις φωνές, δεν μπόρεσε όμως. Πήρε το μαχαίρι του και πετσόκοψε το ερπετό στα δύο. Καθώς έβαζε το μαχαίρι στη θήκη, ένα δεύτερο φίδι ξεπήδησε δίπλα στο πόδι του, ανασήκωσε το κεφάλι, τραβήχτηκε ξαφνικά πίσω, εξαφανίστηκε από μια τρύπα στη γωνία του τάφου και γύρισε σχεδόν αμέσως, με μια χούφτα φύλλα ανάμεσα στα δόντια του, τα οποία πήγε και τοποθέτησε πάνω στο τεμαχισμένο ζώο. Τα δυο κομματιασμένα μέλη ξανακόλλησαν. Το νεκρό ερπετό που ξανάρθε στη ζωή ακολούθησε το σύντροφό του στη σκοτεινή τρύπα. Άναυδος ο Πολύιδος, μάζεψε τα σκορπισμένα φύλλα από γύρω του και τα παρατήρησε καθώς τα κρατούσε μες στην παλάμη του. «Ίσως», σκέφτηκε, «να μην πρέπει, οπωσδήποτε, να καταλαβαίνει κανείς, ίσως να πρέπει απλώς να βλέπει, ν’ ακούει και να υπακούει». Και σκόρπισε τα φύλλα πάνω στο πρόσωπο του Γλαύκου.
Το παιδί έβγαλε ένα μακρύ αναστεναγμό και τα μάτια του άνοιξαν με μιαν έκφραση έκπληξης. Ο Πολΰιδος τον ρώτησε:
— Ζεις, βασιλόπουλό μου;
— Ζω, του είπε ο Γλαύκος.
Φώναξε τη μητέρα του. Κι οι δυο μαζί ξελαρυγγιάστηκαν χτυπώντας με τις γροθιές τους την πέτρα. Έτρεξαν οι φρουροί και σήκωσαν την πέτρα. Το εκθαμβωτικό φως της μέρας απλώθηκε στον τάφο. Η Πασιφάη αγκάλιασε το παιδί της. Ο Μίνωας πήρε στους ώμους τον Πολύιδο και του είπε:
— Μικρέ μου θαυματοποιέ!
Κι ο Πολύιδος γέλασε επιτέλους, σαν το θαύμα να έγινε επάνω του.
Ο Μίνωας επέτρεψε στον μάντη να φύγει, αφού πρωτύτερα μυούσε τον Γλαύκο στην τέχνη της μαντικής. Ο Πολύ(ε)ιδος δίδαξε ό,τι έπρεπε να διδάξει στον νεαρό μαθητή του όμως τον έκανε να τα ξεχάσει όλα, όταν, μπαίνοντας στο καράβι που θα τον έφερνε μακριά του (στο Άργος ή την Κόρινθο), του ζήτησε να φτύσει μέσα στο στόμα του. Ο μύθος θυμίζει την ιστορία του Απόλλωνα και της Κασσάνδρας.
Λεγόταν ότι το μυστικό του βοτανιού που ανέστησε τον Γλαύκο το διαφύλαξε ο Ασκληπιός και ότι το ίδιο το βοτάνι το φύλαξε στο φαρμακείο που είχε από ελεφαντόδοτο. Αυτό το βοτάνι το χρησιμοποίησε, ύστερα από παράκληση της Άρτεμης, για να αναστήσει τον Ιππόλυτο, τον γιο του Θησέα που ερωτεύτηκε η δεύτερη γυναίκα του από την Κρήτη, η Φαίδρα. Εξαιτίας αυτού του έρωτα ο Ιππόλυτος σκοτώθηκε, ενώ η παρέμβαση του Ασκληπιού προκάλεσε αναστάτωση στον κόσμο των θεών, καθώς διαταρασσόταν η αρχή που ήθελε τους ανθρώπους να γεννιούνται και να πεθαίνουν (Παυσ. 2.27.4).
Aπό το βιβλίο του Ανρί Γκουγκώ “Το δέντρο του έρωτα και της σοφίας “
Στην ελληνική μυθολογία το όνομα Πολύειδος, απαντάται και με τη γραφή Πολύιδος. Ήταν περίφημος μάντης της Κορίνθου, δισέγγονος του Μελάμποδα και γιος του Κοιρανού.