«Αυτή προ πάντων είναι η οδός της απωλείας, όταν η ίδια η αμαρτάνουσα ψυχή διώξει το φόβο και επινοεί ορισμένες δικαιολογίες που προέρχονται από αδιαφορία, ή όταν διαπράττοντας κάποιος μοιχεία θέλοντας άλλος να τον απαλλάξει από την συντριβή της καρδίας του, του λέγει· μα μήπως συ είσαι αίτιος;
Η επιθυμία είναι αιτία. Είναι κακό βέβαια το αν αμαρτάνει κάποιος, φοβερότερο όμως είναι αυτό, το να αρνείται αυτός να μετανοήσει μετά την διάπραξη της αμαρτίας. Αυτό προ πάντων είναι το όπλο του διαβόλου.
Αυτό συνέβηκε και στην περίπτωση των πρωτοπλάστων. Διότι ενώ έπρεπε ο Αδάμ να ομολογήσει τα πλημμελήματά του, εκείνος όμως μεταφέρει την αιτία στην Εύα και η Εύα πάλι στο διάβολο. Ενώ έπρεπε να πουν «αμαρτήσαμε, παρανομήσαμε», εκείνοι όμως όχι μόνο δεν ομολογούν, αλλά και μηχανεύονται δικαιολογία.
Διότι ο διάβολος γνωρίζοντας ότι η ομολογία της αμαρτίας αποτελεί απαλλαγή από την αμαρτία, πείθει την ψυχή να γίνει αδιάντροπη. Αλλά εσύ, αγαπητέ, όταν αμαρτήσεις, πες ότι αμάρτησα, δεν υπάρχει τίποτε άλλο που να δικαιώνει περισσότερο από αυτήν την απολογία.
Έτσι κάμνεις το Θεό ευσπλαχνικό, έτσι κάμνεις και τον εαυτό σου πιο απρόθυμο στο να υποπέσει στα ίδια αμαρτήματα. Όταν όμως φροντίζεις να βρεις δικαιολογίες ανύπαρκτες και να απαλλάξεις την ψυχή σου από το φόβο, θα την κάνεις προθυμότερη προς το να υποπέσει πάλι στα ίδια αμαρτήματα και θα παροργίσεις περισσότερο το θεό. Διότι από κανέναν αμαρτωλό δεν λείπει η αδιάντροπη δικαιολογία.
Καθόσον ο ανθρωποκτόνος έχει να κατηγορήσει το θύμα, ο κλέφτης τη φτώχεια, ο μοιχός την επιθυμία, και άλλος την εξουσία, αλλά όλα αυτά είναι δικαιολογίες παράλογες, που δεν έχουν καμία λογική δικαιολογία.
Διότι δεν κάμνουν εκείνα τις αμαρτίες, αλλά οι γνώμες εκείνων που αμαρτάνουν. Πρόσεχε τον Δαβίδ που δεν δικαιολογείται όταν αμάρτησε αλλά λέγει «Αμάρτησα απέναντι στον Κύριο».
Αν και βέβαια μπορούσε να πει «Γιατί γυμνώνονταν η γυναίκα; Γιατί λουζόταν μπροστά στα μάτια μου;». Αλλά γνώριζε ότι όλα αυτά ήταν παράλογη δικαιολογία, και για αυτό προχώρησε στην ολοκάθαρη απολογία με το να πει «αμάρτησα»….».
( Ιωάννης ο Χρυσόστομος).
Ήταν αργά ένα βράδυ, όταν στη Βηρσαβεέ, τη σύζυγο του στρατηγού Ουρία, που λουζόταν σπίτι της, έπεσε το βλέμμα του βασιλιά των Ιουδαίων Δαβίδ, καθώς βγήκε να κάνει βόλτα την ώρα εκείνη στην ταράτσα του παλατιού του.
Πόθος σφοδρός τον κυρίευσε. Θέλησε να την κάνει γυναίκα του, αδιαφορώντας πόσο μ΄ αυτό θα αδικούσε το στρατηγό του.
Όπως και έγινε. Η Βηρσαβεέ βρέθηκε σύντομα στο κρεβάτι του.
Πού ήταν άραγε αυτές τις ώρες και μέρες η λύρα του που έψαλλε μέχρι τότε την αγάπη του Θεού για το λαό του και το πρόσωπο του ίδιου του Δαβίδ, που τον πήρε από απλό βοσκό και τον έχρισε βασιλιά;
Πού χάθηκε η φωνή της συνείδησης του ευαίσθητου κατά τα άλλα Προφητάνακτα; Και πώς η Βηρσαβεέ λησμόνησε τον αγαπημένο της Ουρία; Κολακεύτηκε τόσο απ΄΄ τη βασιλική εξουσία του Δαβίδ;
Θρήνησε βέβαια. όταν έμαθε ότι σκοτώθηκε ο πραγματικός της άνδρας, το θάνατο του οποίου επεδίωξε και σχεδίασε καλά ο Δαβίδ.
Είχε διατάξει τον Ιωάβ, τον αρχιστράτηγό του, να βάλει τον Ουρία στην πρώτη γραμμή της μάχης και σε επίμαχο σημείο, για να σκοτωθεί και να μείνει στον ίδιο η Βηρσαβεέ, η οποία έφερε κιόλας στα σπλάχνα της τον καρπό της άνομης σχέσης τους..
Έτσι είναι. Όταν τα αμαρτωλά συναισθήματα κατακυριεύουν την ύπαρξη του ανθρώπου, όλα τα πνευματικά υπολειτουργούν και αποδυναμώνονται..
Τι φοβερή ατιμία συντελείται, αλλά και τι σκληρή τιμωρία κρέμεται τότε πάνω απ΄το κεφάλι μας και του Δαβίδ στην προκειμένη περίπτωση…
Καταφθάνει σε λίγο ο προφήτης Νάθαν, σταλμένος από το Θεό, για να του θυμίσει ότι πρόσβαλε με τη διπλή ανομία του ( μοιχεία και φόνο εκ προμελέτης ) την αγάπη και την εμπιστοσύνη που του είχε επιδείξει.
» …Βασιλιά, είσαι ο βοσκός που είχε πολλές αμνάδες και ζήλεψες τη μία που είχε ένας φτωχός βοσκός. Τον σκότωσες και του την πήρες… Από εδώ και πέρα το σπαθί δε θα λείψει από το σπίτι σου και οι νόμιμες γυναίκες σου θα ατιμαστούν ( πριν από την έλευση του Χριστού ούτε οι Εβραίοι είχαν μονογαμία ), ενώ ο γιος που συνέλαβε η Βηρσαβεέ θα πεθάνει. Θα σε ταπεινώσω φανερά για ό,τι έκανες κρυφά.
Νομίζουμε ότι για το Δαβίδ ήταν αρκετή και μόνο η ταύτιση με έναν τέτοιο βοσκό. Τα χάνει.
»Ημάρτηκα τω Κυρίω”,” ομολογεί συντετριμμένος.
Θλίβεται βαθιά και κατανύσσεται στη συνειδητοποίηση του αμαρτήματός του.
»Ελέησέ με, Θεέ μου, με τη πολλή αγάπη Σου και ευσπλαχνία», ήταν το πλούσιο σε συναισθήματα και θεολογία ποίημα που συνέθεσε, μόλις συνήλθε από την πικρία που του δημιούργησε ο προφήτης με την υπενθύμιση της διπλής του ανομίας.
Από τότε ως το τέλος της ζωής του θα ζητάει τη συμπάθεια και το έλεος του Θεού.
»Πλύνε με από την ανομία μου, το παράπτωμά μου και ξεπλυνέ μου τη συνείδηση από το φορτίο της ενοχής μου».
Κλαίει τα βράδια: »Λούσω καθ΄εκάστην νύκτα την κλίνην μου, εν δάκρυσί μου την στρωμνήν μου βρέξω».
Ας παρακολουθήσουμε όμως όλη τη συντριβή και τη μετάνοιά του μέσα από το διασκευασμένο και ελεύθερα αποδομένο, πολύ γνωστό μας, 50′ ψαλμό:
» Ελέησέ με, συμπάθησέ με, Κύριε, εσύ που έχεις πλούσιο το έλεος και μέσα στους πολλούς οικτιρμούς Σου σβήσε το ανόμημά μου.
Απέναντι σε Σένα μόνο αμάρτησα και μπροστά στα μάτια Σου έκανα το πονηρό.
Μ΄αυτό Εσύ βέβαια θα βγεις δικαιωμένος στα λόγια Σου και από όσους θα θελήσουν να Σε κρίνουν.
Ας Σου θυμίσω ότι φέρω καταβολές αμαρτίας, γιατί και μένα η μητέρα μου με συνέλαβε μέσα σε ανομίες και σε αμαρτίες με γέννησε.
Το ξέρω ότι επειδή αγάπησες την αλήθεια, δεν μ΄άφησες στην αναλγησία μου. Ράντισέ με με ύσσωπο και λεύκανέ με περισσότερο και από το χιόνι.
Χάρισέ μου ειρήνη, για ν΄αναπαυτούν τα κόκκαλά μου, που τα τσάκισε η συντριβή.
Δος μου έλεος και γύρνα αλλού το πρόσωπό Σου από την αμαρτία μου.
Δος μου και πάλι καθαρή καρδιά, συνείδηση όχι άλλο ένοχη.
Δος μου και ευθύτητα πνεύματος, χωρίς δικαιολογία για την αμαρτία μου.
Μη με ξεγράψεις από παιδί Σου, αφαιρώντας μου το Πνεύμα Σου το Άγιο. Στήριξέ με στο εξής με ηγεμονικό, σταθερό στο θέλημά Σου πνεύμα.
Έτσι θα μπορώ να μιλήσω για Σένα και σε ασεβείς κι όταν κι αυτοί δουν την αγάπη Σου θα μπορέσουν να επιστρέψουν κοντά Σου.
Λύτρωσέ με από το φόνο και την ενοχή και θα δοξάσω την αγιότητά Σου.
Εσένα,Κύριε, και πάλι θέλω να δοξάσω, γιατί Εσένα η ψυχή μου αθέτησε.
Αν ήθελες θυσία, θα σου την έδινα, αλλά εσύ δεν ευχαριστιέσαι με ολοκαυτώματα.
Θυσία για Σένα το Θεό μου είναι το συντριμμένο πνεύμα.
Μια καρδιά συντρμμένη και ταπεινωμένη δε θα περιφρονήσει ο Θεός.
Κύριε, δες με ευμένεια και την πόλη της Σιών και τότε θα Σε ευαρεστήσω με κάθε θυσία».
Με αφορμή αυτή την εξομολόγηση του Δαβίδ μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η μετάνοια φέρνει έναν άνθρωπο στη σωτηρία, όταν αυτός αποδέχεται από βάθους καρδίας το αμάρτημά του.
Όταν προσπαθεί να απαλείψει κάθε ανάμνηση ή και κάθε ροπή και τάση για υποτροπή — σ΄αυτό βοηθάει πολύ εμάς σήμερα η χάρη του μυστηρίου της εξομολόγησης –.
Και η πηγαία και ξέχειλη από συντριβή προσευχή του στο Θεό, οπότε και θα αποκατασταθεί η τρυφερή σχέση της ψυχής μαζί Του.
Ο Θεός βλέπει τότε, αλλά και αφήνει πολλές φορές παιδαγωγικά τον πεπτωκότα άνθρωπο να ταλαιπωρηθεί κι άλλο, μέχρις ότου το πνεύμα του ταπεινωθεί και εξαγνιστεί εντελώς.
Αυτό το βλέπουμε και στην υπόλοιπη πολύπαθη ζωή του Δαβίδ, ο οποίος ας σημειωθεί αποδεχόταν ταπεινά κάθε αντιξοότητα, γιατί τη θεωρούσε εξιλέωση της πτώσεώς του.
Σ΄αυτή τη μετάνοια δεν αρνιέται τη συγγνώμη και το έλεός Του ο Θεός — που το έχουμε όλοι μας τόση ανάγκη –, όσο βαρύ κι αν είναι το παράπτωμά μας.
Ας Τον ευγνωμονούμε αιώνια. Αμήν.
Κανένας δεν μπορεί
Η μετάνοια είναι ατέλεστος, όλες οι αρετές μπορούν με την χάριν του Θεού, να τελειοποιηθούν από τον άνθρωπο. Την μετάνοιαν κανένας δεν μπορεί να την τελειοποίησει, διότι μέχρι και την τελευταία μας αναπνοή έχομε ανάγκην της μετανοίας, διότι σφάλλουμε «εν ριπή οφθαλμού», οπότε η μετάνοια είναι ακατάκτητος.
Γέροντας Εφραίμ Αριζόνας