Δυο φιλενάδες, λίγο κρασί κι ο Χόρχε - Point of view

Εν τάχει

Δυο φιλενάδες, λίγο κρασί κι ο Χόρχε



Έλα.. Βάλε ένα κρασί και κάτσε να στα πω… 
Να σου πω για εκείνες τις ατελείωτες ανατολές που με βρήκαν στο παράθυρο να ζωγραφίζω  όνειρα στα σύννεφα παρέα με τεκίλες και μουσικές. 
Για τις νύχτες που έκλαιγα βουβά κάτω από το πάπλωμα. 
Για εκείνα τα άπειρα είμαι καλά που πίσω τους έκρυβαν πόνο δυστυχία απόγνωση μοναξιά προδοσία χαρά ευτυχία , για κείνα τα χαμόγελα που έγραφαν πάνω τους  τη θλίψη.  
Για εκείνες τις μπόρες που δεν είχαν πάντα ουράνια τόξα και ήλιους μετά το τέλος του. 
Για τους έρωτες που ήθελα να ζήσω και δεν ήρθανε ποτέ και γι αυτούς που έζησα και τέλειωσαν άδοξα ή ένδοξα. Για τις φορές που λαχταρούσα εκείνη την αγκαλιά και που ένιωθα ότι μέσα της θα γαλήνευε ο κόσμος. 
Για τα κρυφά βλέμματα και τα κλεμμένα όνειρα για τα χαμόγελα που μου φτιάχνουνε τη μέρα. 
Για τα θέλω τα μπορώ και δε μπορώ μου. . 
Για το φόβο της αποτυχίας και τη προσπάθεια της τελειότητας. 
Μα ποιος είναι τέλειος μάτια μου για να είμαι εγώ? 
Για τις φορές που πλήγωσα ανθρώπους για τις συγνώμες και  τα σ’ αγαπώ που δεν είπα γιατί τα θεωρούσα δεδομένα και το μετάνιωσα μετά. 
Για όλα αυτά που μου λείπουν και όσα έχω και δεν εκτιμώ μέχρι να τα χάσω γιατί θέλω και άλλα. 
Για τον πόνο του ανεκπλήρωτου και την αμφιβολία του μήπως δεν ήμουν αρκετά καλή γι αυτό… 
Για όλους αυτούς που με έκαναν να νιώσω τίποτα και για τους άλλους τόσους που με έκαναν να νιώσω κάτι. 
Για τα χαμόγελα που μοίρασα από καρδιάς και τα γέλια μέχρι δακρύων για τη πληρότητα που νιώθεις όταν προσφέρεις για τις αμαρτίες μου για τους φίλους και τους εχθρούς μου. Για την αγάπη που έχω μέσα μου και θέλω απλόχερα να δώσω.  
Για τα χαράματα που με βρήκαν να χορεύω στη βροχή στους δρόμους της Αθήνας. 
Για τις στιγμές που έζησα και φοβήθηκα να πιστέψω πως ήταν αληθινές επειδή ακριβώς ήταν μοναδικές. 
Για τα μονοπάτια που θέλω μόνο μαζί του να περπατήσω για τους ψίθυρους της ζωής και τα ταξίδια της ψυχής. 
Για τις φορές που έπεσα και σηκώθηκα ξανά. Για εκείνα τα πρωινά που ξύπνησα και μέσα στη συννεφιά είδα ήλιο… 
Για όλα αυτά που φοβάμαι να παραδεχτώ ακόμα και στον ίδιο μου τον εαυτό.  
Έλα άναψε ένα τσιγάρο και κάτσε να σου πω τα δικά μου ανείπωτα και μου πεις και εσύ μετά για τα ανεκτίμητα σου….

 Θέλω να με ακούς, χωρίς να με κρίνεις
Θέλω τη γνώμη σου, χωρίς συμβουλές
Θέλω να με εμπιστεύεσαι, χωρίς απαιτήσεις
Θέλω τη βοήθειά σου, κι όχι αποφασίζεις για μένα 
Θέλω να με προσέχεις, χωρίς να με ακυρώνεις
Θέλω να με κοιτάς, χωρίς να προβάλεις τον εαυτό σου σε μένα
Θέλω να αγκαλιάζεις, χωρίς να με κάνεις να ασφυκτιώ 
Θέλω να μου δίνεις ζωντάνια, χωρίς να με σπρώχνεις
Θέλω να με υποστηρίζεις, χωρίς να με φορτώνεσαι
 Θέλω να με προστατεύεις, χωρίς ψέματα
 Θέλω να πλησιάζεις χωρίς, να εισβάλλεις
 Θέλω να ξέρεις τις πλευρές μου που πιο πολύ σε ενοχλούν
 Να τις αποδέχεσαι και να μην προσπαθείς να τις αλλάξεις
Θέλω να ξέρεις πως από σήμερα μπορείς
να βασίζεσαι πάνω μου…χωρίς όρους

«Θέλω» Χόρχε Μπουκάι.
Έλα, θα σου μιλήσω για βράδια με φωτιές και παγωμένα πρωινά. Μια καλή ιστορία πρέπει πάντα να ξεκινάει με έρωτες και καταστροφές. Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, έδενα νήματα τις σκέψεις, οι πιο πολλές ήταν ένοχες και λίγες αθώες. Μέχρι να βρω την άκρη.

Τι είναι αυτό που χρειαζόμαστε πιο πολύ;

Όλοι οι άνθρωποι, αλήθεια, τι χρειαζόμαστε πιο πολύ;

Πες με μοίρα, τύχη, πεπρωμένο, ή απλώς βάφτισέ με καθρέφτη. Μιλάμε τώρα μαζί, εγώ κι εσύ ή εγώ κι εγώ κι εσύ κι εσύ.


Εγώ παιδάκι μου, γεννήθηκα για να είμαι όλα. Είμαι ακροβάτης, επειδή ισορροπώ ανάμεσα στα θέλω μου και αστροναύτης, επειδή περπατάω στα σύννεφα, βροχοποιός και τα κάνω να βρέχουν σε κάθε μελαγχολικό απόγευμα και μετά τα φωτίζω σαν ήλιος με χαμόγελα έρωτα. 

 Είμαι η ρόδα από το ποδήλατό σου και σε πάω σε μέρη μαγευτικά, σε ταξιδεύω και μετά σε προσγειώνω, άλλες φορές ομαλά, άλλες πέφτεις, γρατζουνάς ελαφρώς το γόνατο και με κοιτάς με θυμό και μια υποψία δακρυσμένου πόνου. Μην τα βάζεις με τη ρόδα, αν εσύ δεν είσαι καλός οδηγός.

Τι θέλεις; Τι χρειάζεσαι πιο πολύ για να ζήσεις;

Φιλία, συμφέρον, πάρε μια ανάσα, βυθίσου στη ζωή.

Ψωμί.

Έρωτας, ψέμα, μη μπερδεύεις τη γλώσσα σου στο «σ’ αγαπώ».

Νερό.

Παιχνίδια, λάθη, ένα άλμπουμ σκονισμένο από τη λήθη.

Σπίτι.

Κρύο, μεγαλομανία, κορμί αγγέλου έκπτωτο, σαν εμπόρευμα.

Φόρεμα.

Βιβλία, ορίζοντες μαύροι ή μυαλά ανοιχτά.

Λεφτά.

Αν καταφέρεις να δεις πίσω από το πέπλο, να δοκιμάσεις μια γενναία δόση ζωής πασπαλισμένη με τη σκιά του θανάτου, αν πεις θα περιπλανηθώ, αν κάνεις ότι σου λέει ο Οδυσσέας και γδάρεις το κάθε «πρέπει» σου που έγινε πια νόμος, πόσο μακριά θα πας;

Τώρα τι σε κρατάει, ποια σκοινιά δε σε αφήνουν να κάνεις αυτό που η ψυχή σου νοσταλγεί;
Πόσα λόγια μετανιώνεις που δεν τα είπες; Πόσα όνειρά σου έσβησαν πριν καν σηκωθείς από το μαξιλάρι;

Τικ τοκ…

Αυτό το άκουσες;

Είναι το λεπτό που χάσαμε.

Για να μη μείνουμε στα λόγια τα ανείπωτα κι επειδή δε θέλω να σε βάλω στη λίστα με τα όνειρα τα ανεκπλήρωτα, έλα…

Πιάσε με από το χέρι και πάμε.

Να γράψουμε μαζί

Να φτιάξουμε μαζί

Να ζήσουμε μαζί

τα ανεκτίμητα…

 Στο κείμενο γίνεται αναφορά στο «Θέλω» του Χόρχε Μπουκάι από το βιβλίο του ιστορίες για να σκεφτείς και στον Οδυσσέα Ελύτη και το ποίημα «Ο μικρός ναυτίλος».
«Τα ανείπωτα» ‘Έφη Σταματιάδου
«Τα ανεκτίμητα» Μαριάνθη Γρ. Λαζαρίδου

via

Pages