«Να είσαι πάντα καλά κι ελπίζω να βρεις αυτό που πραγματικά θα σου προσφέρει ευτυχία. Να βρεις κάποια που θα σε προσέχει, θα σε φροντίζει και θα σ’ αγαπά. Α, και να της πεις να μην ξεχνάει να βάζει ένα κουταλάκι καραμέλας στο καφέ σου και να παραγγέλνει πάντα πίτσα με ανανά, αντζούγιες και σπανάκι, όπως ακριβώς σου αρέσει.»
Μαλακίες. Φωτιά στους πολιτισμένους χωρισμούς. Στ’ αρχίδια μου κι αν θα σε φροντίζει, κι αν θα σ’ έχει στα όπα-όπα κι αν θα σου μασάει το φαγητό πριν το καταπιείς. Δεν είμαι η μάνα σου για να έχω έγνοια τη καλοπέρασή σου. Η γκόμενά σου είμαι. Πρώην μεν, γκόμενα δε. Δε θα το παίξω υπεράνω, ούτε θα σου ευχηθώ τα καλύτερα. Ούτε και θα σου πω πως σου αξίζουν. Γιατί δε σου αξίζουν.
Μη με παρεξηγείς, δεν κρατάω αιώνιες κακίες, δεν είμαι απ’ αυτές, το ξέρεις. Δε θα σε μισώ για πάντα, έτσι λίγο στην αρχή. Ίσα-ίσα για να σε ξεπεράσω. Είναι απαραίτητο, καρδιά μου, κύριο συστατικό του «προχωράω μπροστά».
Δεν είμαι όμως και της πολιτισμένης εκδοχής. Δε μας πάνε τα πολιτισμένα, μωρό μου, ποτέ δε μας πήγαιναν. Δεν ήμασταν του μεγάλου ρομαντικού ανιδιοτελούς –ξέρεις, καρδούλες, λεξούλες, βελάκια– έρωτα, απ’ αυτούς του Nicholas Sparks που όταν τελειώσει η ταινία αρχίζεις να απορείς με τη ζωή σου, τι στο κάλο κάνεις εσύ λάθος κι αν αυτές οι σχεδόν ρομαντικές καταστάσεις, ο σχεδόν έρωτας που ζεις είναι αληθινός κι αξίζει. Αν έστω υπάρχει τέτοιος έρωτας – σχεδόν έρωτας.
Αυτό ακριβώς, όμως, είχαμε εμείς, σχεδόν ρομαντικές καταστάσεις, ημί-καταστάσεις. Έναν σχεδόν έρωτα, έναν ήμι-έρωτα.
Να κλεινόμαστε 4 μέρες σ’ ένα δωμάτιο κι απλώς να παίζουμε βιντεοπαιχνίδια, να βλέπουμε σειρές και να κάνουμε σεξ. Και να τρώμε, να τρώμε πολύ. Χωρίς φωτογραφίες, γλυκόλογα με τις ώρες, ατελείωτους περιπάτους, ραντεβουδάκια σε χαριτωμένα εστιατόρια ή τοπία με θέα κι ηλιοβασίλεμα. Όχι πως θα ‘λεγα όχι σε τέτοια, απλώς η φάση μας ήταν από την αρχή κάπως «γειά σου», κάπως φεύγα.
Να απορούν οι γύρω μας αν είμαστε μαζί κι εμείς να ξεγυμνώνουμε τα εσώψυχά μας και να αποκαλύπτουμε τα πιο τρέλα μας μυστικά ο ένας στον άλλο ξαπλωμένοι σε βρόμικα σεντόνια. Να πίνουμε μπίρες αγκαλιά χαζεύοντας τα αστέρια στο καπό του αυτοκινήτου ζώντας την απόλυτη ρομαντζάδα και λίγο μετά να σπρώχνω το ίδιο αυτό αυτοκίνητο για να πάρει μπρος, αφού έχει μείνει από μπαταρία σε μια ανηφόρα, καθώς εσύ πατάς βενζίνη με την ταχύτητα στη δευτέρα ώσπου μου βγήκαν τα χέρια (ν’ αγιάσει το γυμναστήριό μου) αλλά τελικά τα καταφέραμε και πήρε μπρος το κωλοάμαξο και πήρες κι εσύ μια έκφραση περηφάνιας κι ενθουσιασμού.
Πώς να συμπεριφερθώ, λοιπόν, πολιτισμένα τώρα που όλες αυτές οι ημί-στιγμές του ημί-έρωτά μας έχουν γίνει παρελθόν κι αναμνήσεις; (όχι ημί-αναμνήσεις, κανονικότατες τρανταχτές εξέχουσες αναμνήσεις έχουν απογίνει).
Βέβαια, ούτε θα σε βρίσω ούτε θα σε χτυπήσω – όχι πολύ τουλάχιστον. Απλώς αν με δεις ποτέ μην τολμήσεις να μου μιλήσεις ή να μου χαμογελάσεις με εκείνο το στραβό χαμόγελό σου. Αν βρεθούμε κάπου σε κοινή παρέα (γιατί έχουμε κι αυτό ανάθεμά μας) μη διανοηθείς να αναφέρεις καμιά από τις –αρκετές θα έλεγα– αστείες στιγμές κι ιστορίες που έχουμε. Και το μηχανάκι του φραπέ που σου πήρα αν θες κράτα το, αν θες πέτα το. Πολύ που με νοιάζει.
Δε θα μείνουμε φίλοι ούτε θα ανταλλάσσουμε ευχές ή κάτι τυπικά «πώς είσαι» ή κάποια πιο προσωπικά «ξεκίνησες τελικά τα μαθήματα φωνητικής που μου ‘λεγες». Δε θέλω να ξέρω, δε θέλω να ξέρεις. Αφού δε θα μου λες εσύ τα νέα σου την ώρα που γίνονται, δε θέλω να τα μαθαίνω. Αφού δε θα είσαι κοντά μου να μοιράζεσαι τη χαρά μου, να μη σε ενδιαφέρει τι την προκάλεσε.
Είχαμε κάτι και τώρα τέλειωσε. Απλό. Χωρίς πολύ πολιτισμό, αλλά ούτε και με πολλά δράματα (δεν κολλάει εξάλλου το πολύ στην ημί-κατάστασή μας, στον ημί-έρωτά μας). Μια χαρά θα ‘μαι κι όμορφα θα περνώ και θα βγαίνω και θα γελάω και θα είμαι πραγματικά καλά. Κι εσύ το ίδιο.
Οπότε γεια σου κι αντίο κι άιντε πήγαινε γαμήσου κι αν θες, πέρνα καλά, κι αν δε θες, βυθίσου στα μαύρα κι άμα γουστάρεις φάε και μια πίτσα με ανανά, αντζούγιες και σπανάκι. Χέστηκα, δε με απασχολείς πια, δεν υπάρχεις στη ζωή μου. Μεταξύ μας, ήταν ο χειρότερος συνδυασμός πίτσας που έφαγα ποτέ, δεν έμοιαζε καν με κανονική πίτσα, ημί-πίτσα.