Ένιωσε τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια της. Έχανε τις αισθήσεις της.
Και τότε συνέβη! Μια έκρηξη. Μια έκρηξη στο μυαλό της.
Οι εικόνες κινούνταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, οι αναμνήσεις σπρώχνονταν, μπερδεύονταν, μετασχηματίζονταν σε εντυπώσεις που άπλωναν γύρω της πέπλο αδιαπέραστο.
Έκλεισε τα μάτια τρομαγμένη…
Άνεμος δυνατός, γεμάτος μικρούς κρυστάλλους τη χτυπούσε τώρα στο πρόσωπο, στο κορμί.
Τόσο δυνατός που την πονούσε. Έσκιζε τα ρούχα και το δέρμα της. Μάτωνε.
Κρύσταλλοι κολλημένοι σ΄όλο της το σώμα της έδιναν μια απόκοσμη μορφή.
Αίμα και κρύσταλλοι τη σκέπαζαν ολόκληρη.
Οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν. Ξαπλωμένη στο έδαφος, ανήμπορη κι εξαντλημένη αφέθηκε στην τύχη της.
Τριγύρω κανείς. Χρειαζόταν βοήθεια.
Μέσα στη σιωπή της θολής ατμόσφαιρας της φάνηκε πως άκουσε το θόρυβο ενός αυτοκινήτου να πλησιάζει.
Άνοιξε τα μάτια. Από πάνω της είδε το πρόσωπο ενός άντρα με τεράστια πράσινα μάτια.
Τη σήκωσε πολύ προσεκτικά στα χέρια του και τη μετέφερε στο αυτοκίνητο χωρίς να πει ούτε μια λέξη.
Δε μπορούσε να υπολογίσει πόση ώρα βρισκόταν στο αυτοκίνητο του άγνωστου σωτήρα της.
Ένιωσε πάλι να χάνεται…
Όταν ξανάνοιξε τα μάτια βρισκόταν σε ένα άγνωστο δωμάτιο και δίπλα της κανείς.
«Πού βρίσκομαι;» προσπάθησε να φωνάξει μα η φωνή έμοιαζε περισσότερο με ψίθυρο.
Κοίταξε το κορμί της. Ήταν καθαρό. Χωρίς αίματα ούτε κρυστάλλους. Σκεπασμένο μόνο με ένα σεντόνι.
Ποιος είχε περιποιηθεί τις πληγές της! Στο μυαλό της υπήρχε ένα απέραντο κενό.
Η απορία της δεν άργησε να λυθεί. Η πόρτα άνοιξε κι ένας άγνωστος άντρας με μεγάλα πράσινα μάτια μπήκε μέσα. Της χαμογέλασε. «Πώς είσαι; Θέλεις λίγο νερό;» τη ρώτησε. Τον κοίταξε και γύρισε το κεφάλι από την άλλη πλευρά χωρίς να μιλήσει.
Την πλησίασε πιο πολύ και της είπε καθησυχαστικά «εδώ δεν κινδυνεύεις»
Βρήκε τη δύναμη να μιλήσει.. «τι μου συνέβη;»
«σε βρήκα σε μια έρημη περιοχή, σ΄ ένα χωράφι γεμάτη αίματα και κρυστάλλους κολλημένους σε όλο σου το σώμα. Θυμάσαι τι συνέβη;»
«Θυμάμαι άνεμο δυνατό να με παρασέρνει και κρύσταλλοι που έφερνε μαζί του ο άνεμος να με χτυπάνε παντού, να μου σκίζουν τα ρούχα… και μετά λιποθύμησα»
«Θυμάσαι τ΄ όνομά σου;» τη ρώτησε
Και τότε ένας πανικός την κατέκλυσε.
Όχι, δε θυμόταν. Δε θυμόταν τ΄ όνομά της. Μόνο τον άνεμο.
Πετάχτηκε πάνω, λουσμένη στον ιδρώτα φωνάζοντας δυνατά «τ΄ όνομά μου, ποιο είναι τ΄ όνομά μου»
Κοίταξε γύρω της. Βρισκόταν στο δωμάτιό της.
Ήταν μόνο ένα όνειρο, ναι μόνο ένα όνειρο. Κοίταξε το σώμα της. Δεν ήταν ματωμένο. Όμως στο λακκάκι του λαιμού κάτι της τρυπούσε το δέρμα. Το τράβηξε προσεκτικά.
Ήταν ένας μικρός κρύσταλλος. Τον έκλεισε στα χέρια της κι ένιωσε ρίγος.
Ήταν όνειρο ή πραγματικότητα;
Θα έμενε πάντα με την απορία!