Κάποτε τηρούμε τις υποσχέσεις που πρέπει να αθετήσουμε, τηρώντας όμως ευλαβικά όλες αυτές που μας καταστρέφουν...
Να προσέχεις...
Το κεφάλι της πήγαινε να σπάσει.
Κάθε χτύπος της καρδιάς της ήταν σαν την χτυπούσαν με σφυριά στα μηλίγγια, το δε στόμα της, είχε στεγνώσει και μύριζε από τα ποτά και τα τσιγάρα.
Νύχτα και η χθεσινή...
Όχι ότι θυμόταν και πολλά.
Είχε αρκετά κενά μνήμης και αυτά που θυμόταν ήταν σκόρπιες αναλαμπές που και αυτές αδυνατούσε να τις τοποθετήσει σε μια λογική, χρονική σειρά.
Σηκώθηκε με το ζόρι από το κρεββάτι και πήγε προς το μπάνιο.
Τα ρούχα της ήταν πεταμένα στον καναπέ και βρωμοκοπούσαν τσιγαρίλα, το ίδιο και τα μαλλιά της.
Το πρόσωπο στον καθρέφτη της έμοιαζε σχεδόν άγνωστο και τρομακτικό.
Μαύροι κύκλοι και κόκκινα μάτια μαρτυρούσαν την χθεσινή κρεπάλη.
Έκανε ένα ντους για να συνέλθει, να "εξαγνιστεί".
Αισθανόταν βρώμικη μα δεν ήταν από τον καπνό.
Μάταια προσπαθούσε να θυμηθεί το γιατί, το μυαλό της ήταν άδειο.
Έβαλε καφε και νερό στην καφετιέρα και μέχρι να ετοιμαστεί ο γαλλικός πήγε να ανοίξει τα παντζούρια του σπιτιού να μπει λίγο φως.
Ήταν σχεδόν απόγευμα, το ρόλοϊ στον τοίχο έδειχνε τρεις και μισή.
Της κακοφάνηκε.
Δεν της άρεσε να χάνει έτσι την μέρα.
Γέμισε την κούπα με καφέ, έβαλε μιάμιση κουταλιά ζάχαρη και δυο σταγόνες γάλα και έκατσε στο γραφείο της.
Άνοιξε τον υπολογιστή και αμέσως έπιασε το πακέτο με τα τσιγάρα.
Άναψε ένα, τράβηξε μια ρουφηξιά και αμέσως το έσβησε αηδιασμένη.
"Πρέπει να το κόψω το ρημάδι!" μουρμούρησε στον εαυτό της
Είχε δώσει πολλές φορές αυτη την υπόσχεση μα ποτέ δεν την είχε τηρήσει παρπάνω από τέσσερις-πέντε μέρες.
Γενικότερα, δεν τα πήγαινε καλά με τις υποσχέσεις.
Οι γνωστοί της πάντα την κατηγορούσαν γι'αυτό και χθες βράδι το παραδέχτηκε και η ίδια.
Είχε καιρό να βγει και το είχε ανάγκη.
Πέντε μήνες τώρα, το δρομολόγιο της ήταν: Σπίτι - δουλεία - σχολή - σπίτι.
Ακόμα και τα σαββατοκύριακα που ούτε δούλευε αλλά ούτε έπρεπε να πάει στην σχολή, καθόταν μέσα για να κάνει τις εργασίες της σχολής.
Πέντε μήνες δεν είχε βγει ούτε για καφέ, αλλά χτες του 'δωσε και κατάλαβε.
Την δουλειά δεν την είχε ανάγκη, όχι τουλάχιστον για βιοποριστικούς λόγους.
Σ'αυτήν είχε βρει διέξοδο, ήταν η ψυχοθεραπεία της, ένα μέσο για να κάνει το μυαλό της να μην σκέφτεται.
Πέντε μήνες τώρα είχε ησυχάσει από τα πάντα.
Οχτώ - εννιά ώρες στην δουλειά και άλλες τέσσερις - πέντε στην σχολή, μισή μέρα με το μυαλό της να δουλεύει.
Μετά γύριζε στο σπίτι κατάκοπη, λίγο διάβασμα για την επόμενη μέρα, λίγο χάζεμα στο pc και νωρίς για ύπνο.
"Ο ύπνος μειώνει την θητεία" είχε ακούσει τον αδερφό της να λέει, όταν ήταν φαντάρος και οι τελευταίοι μήνες ήταν κάτι παραπάνω απο θητεία για αυτήν.
'Εμεινε εκεί, στον νιπτήρα, να κοιτάζει το είδωλό της και να θυμάται.
Μόλις είχε βγει από μια μεγάλη σχέση, όχι σε διάρκεια, αλλά σε συναισθήματα.
Είχε νοιώσει ο,τι ζητούσε να νοιώσει τόσα χρόνια και ακόμα περισσότερα που δεν περίμενε ποτέ να αισθανθεί.
Όμως όσο ξαφνικά έβαλε εκίνον τον άντρα στην ζωή της, άλλο τόσο ξαφνικά αναγκάστηκε να τον βγάλει.
Δεν είχε δώσει ποτέ το δικαίωμα να ειπωθεί κάτι για την συμπεριφορά του.
Ίσα - ίσα, ήταν τύπος και υπογραμμός.
Η ίδια παραδεχόταν πως μαζί του περνούσε μοναδικές στιγμές.
Παρόλαυτα όμως, η μεταξύ τους ιστορία, κατ'αυτήν, έπρεπε να λήξει.
Δεν γνώριζε το γιατί, δεν είχε κάτι να του πει, άκουγε μόνο την καρδιά της που της υπαγόρευε να το κάνει.
"Φύγε..." της φώναζε με την ίδια ζέση που της έλεγε "Τρέξε κοντά του" όταν τον πρωτογνώρισε.
Τότε δεν είχε πέσει έξω. Γιατί να πέσει τώρα;
Έτσι ένα κυριακάτικο πρωινό, στον καθιερωμένο τους καφέ στην παραλία, του το ξεφούρνισε.
"Δεν πρέπει να είμαστε μαζί. Δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος, απλά πρέπει να χωρίσουμε πριν καταστρέψει ο ένας τον άλλο."
'Επεφτε από τα σύννεφα, ήταν ερωτευμένος μαζί της το ίδιο και εκείνη, το έβλεπε στα μάτια της που αρνούνταν να συντονιστούν με τις λέξεις που το στόμα της πρόφερε.
Την εκβίασε για παραπάνω εξηγήσεις, μα δεν πήρε ποτέ ούτε μια.
Έψαχνε να βρει τι έκανε λάθος και την οδήγησε σε αυτήν την απόφαση, αλλά τζίφος.
Εκείνη τότε μετακόμισε, άλλαξε αριθμό τηλεφώνου κια στέκια.
Μέχρι και την εμφάνιση της άλλαξε, άρχισε να το παίζει φρικιό.
Piercing, tatoo και μαλλί που άλλαζε χρώμα και μήκος σχεδόν εβδομαδιαία.
Περίπου ένα χρόνο κράτησε αυτό.
Για έναν ολόκληρο χρόνο δεν πάτησε στο πανεπιστήμιο ούτε μια φορά.
Για έναν ολόκληρο χρόνο ήταν σκοτωμένη με την οικογένειά της και τους φίλους της.
Μόνο με εκέινον κράτησε κάποια επαφή στην αρχή.
Συναντήθηκαν μια φορά τυχαία στο μετρό, και αν δεν του μιλούσε εκείνη, αυτός δεν θα την αναγνώριζε.
Μόνο τα μάτια της ήταν ίδια και απαράλλαχτα, με την ίδια ζέστη, αλλά ήταν πλέον τρομαγμένα σαν να ήθελαν να δραπετεύσουν από την κατάντια του κορμιού και της ψυχής..
Της το είπε την δεύτερη φορά που κανόνισαν και βγήκαν.
"Χάνεσαι ρε κορίτσι μου και δεν σου αξίζει..." της είχε πει.
Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελλή, ήθελε να τον αγκαλιάσει, να τον φιλήσει, μα δεν μπορούσε. Την δέσμευε η υπόσχεση να ξεκόψει μαζί του.
Ίσως η μόνη υπόσχεση που τήρησε ποτέ.
Ίσως η μόνη υπόσχεση που έπρεπε να έχει καταπατήσει.
Έτσι περνούσε ο καιρός και βυθιζόταν όλο και περισσότερο στην κατάσταση αυτή.
"Δημιουργείς προκάτ παραστρατήματα και εμπειρεία ονομάζεις το φρικιό σου..." της είπε την τελευταία φορά που βρέθηκαν θυμίζοντάς της τους στίχους της αγαπημένης της τραγουδίστριας.
"Αν θες να συνεχίσεις να ζεις έτσι, δεν υπάρχει λόγος να ξανασυναντηθούμε" την αποχαιρέτησε και έφυγε από το μπαράκι.
Έπρεπε να συμπληρώσει το κενό που μόνη της είχε δημιουργήσει.
Της έλειπε απίστευτα και για να να συμπληρώσει την απουσία του, έβαζε στην ζωή της,ή πιο σωστα, στο κρεβάτι της, όποιον έβρισκε.
"Πρέπει να ζήσω. Δεν θα κάτσω έτσι" είχε πει σε έναν φίλο της.
Μάταια προσπάθησε και εκείνος να την λογικεύσει.
Δεν έπαιρνε εύκολα από λόγια, έτσι συνέχισε να ζει με αυτόν τον ρυθμό για αρκετό καιρό ακόμα.
Ποτά, ξενύχτια, έκλυτος βιος με τις μέρες να περνούν βασανιστικά αργά και ο καιρός απελπιστικά αστραπιαία ώσπου ένα πρωί, της ήρθε η πετριά που την έκανε να ξυπνήσει.
Είχε προηγηθεί ένα βράδυ όπως όλα τα άλλα, υπερβολικές ποσότητες οινοπνεύματος μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες και μετά;
Τα σκόρπια latex στο πάτωμα μαρτυρούσαν πως ένας "επισκέπτης" είχε μεπι στην ζωή της για άλλο ένα βράδι.
Γύρισε πλευρό όπως ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι και αναζήτησε ένα χάδι, μια αγκαλιά, μα δεν υπήρχε κανείς εκτός από ένα τσαλακωμένο μαξιλάρι.
Άλλο ένα πρωινό ξυπνούσε σε ένα άδειο κρεββάτι...
Πήγε στον καθρέφτη και ένοιωσε το είδωλό της να την φτύνει, να την κατσαδιάζει για όλα της τα λάθη.
Αισθάνθηκε άσχημα.
Όλη μέρα δεν βγήκε από το σπίτι, έμεινε εκεί, κλαίγοντας και προσπαθόντας να ξεφορτωθεί κάθε τι που θα της θύμιζε εκείνη την άθλια περιόδο της ζωής της.
Έδωσε και μια υπόσχεση στον εαυτό της:
"Ποτέ ξανά..."
Έψαξε και βρήκε δουλειά και η αλήθεια είναι πως στάθηκε πολύ τυχερή.
Μέσα σε μια εβδομάδα, είχε βρει δουλειά σε ένα φροντιστήριο ως γραμματέας και επιτηρήτρια διαγωνισμάτων, με ικανοποιητικό μισθό και ευέλικτο πρόγραμμα για να μπορεί να πηγαίνει και στο πανεπιστήμιο.
Σε τρεις μόλις μήνες κατάφερε και κάλυψε το κενό σχεδόν ενός χρόνου σε πανεπιστήμιο, οικογένεια και παρέα.
Είχε κρατήσει την υπόσχεσή της και ήταν ξανά ο εαυτός της.
Έτσι πίστευε εως εχθές το βράδυ...
"Γαμώ τις υποσχέσεις μου...' ψιθύρισε και κοίταξε γύρω της.