Ερωτική επιθυμία - Point of view

Εν τάχει

Ερωτική επιθυμία



Η έννοια της «ερωτικής επιθυμίας» δύσκολα προσδιορίζεται επακριβώς. Τι ακριβώς εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος έχει «χαμηλή ερωτική επιθυμία», «έλλειψη ερωτικής επιθυμίας», ή, αντιθέτως, «υπέρμετρη ερωτική επιθυμία»; Ο όρος ισχύει για το ίδιο άτομο σε κάθε περίσταση, σε κάθε επιλογή ερωτικού συντρόφου και σε κάθε ερωτική επαφή;
Πρόκειται για το πάθος, τη λαχτάρα, τη λαγνεία ή την υπέρμετρη σεξουαλική δραστηριότητα; Στις επιστήμες ψυχικής υγείας η ερωτική επιθυμία συχνά ταυτίζεται με τη φροϋδική έννοια της λίμπιντο (libido).
Κατά τον Φρόιντ, η λίμπιντο αποτελεί ενδογενές ερωτικό ένστικτο, μια παρόρμηση που απαιτεί άμεση εκτόνωση. Όταν το άτομο δεν είναι σε θέση να βιώσει αυτή την παρόρμηση, το γεγονός αυτό επιφέρει σημαντικές επιδράσεις στην ψυχική του ισορροπία και αποτελεί σημαντική ένδειξη ψυχοπαθολογίας. Αντιθέτως, οι σύγχρονες θεωρίες και τα ερευνητικά δεδομένα υποδεικνύουν μια περισσότερο πολυδιάστατη έννοια της «ερωτικής επιθυμίας» που αποτελεί σημείο συνάντησης και αλληλεπίδρασης πολλών διαφορετικών παραμέτρων: βιολογικών (π.χ. νευρολογικών, ενδοκρινολογικών), ψυχολογικών (συναισθηματικών και γνωσιακών), κοινωνικών (π.χ. σχέσεις, επικοινωνία) και πολιτισμικών (π.χ. θρησκευτική παιδεία).





Ερωτική Επιθυμία & Ερωτική Διέγερση


Μια επιπλέον δυσκολία στην περιγραφή και τον επακριβή προσδιορισμό της «ερωτικής επιθυμίας» επέρχεται και από το γεγονός ότι συχνά συγχέεται με την «ερωτική διέγερση».

Συχνά μπορεί κάποιος να πει ότι «δεν απόλαυσε ιδιαίτερα μια σεξουαλική επαφή», ενώ στην πραγματικότητα δεν είχε εξαρχής επιθυμία για ερωτική επαφή. Συχνά επίσης η στυτική δυσλειτουργία στον άντρα ή η μη εφύγρανση του κόλπου στη γυναίκα συγχέονται με την έλλειψη ερωτικής επιθυμίας.
Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι η ερωτική επιθυμία αποτελεί στάδιο που προηγείται της ερωτικής διέγερσης. Αν κάποιος δεν έχει επιθυμία για ερωτική επαφή, είναι φυσικό να μην βιώνει και όλα τα συνεπακόλουθα αυτής, όπως την ικανοποιητική διέγερση, τη στύση, τον οργασμό κοκ. 


Η έλλειψη ερωτικής επιθυμίας χαρακτηρίζεται ουσιαστικά από μειωμένο ενδιαφέρον για σεξουαλική δραστηριότητα. Το σεξ μοιάζει απλά σαν να μην ενδιαφέρει το άτομο, σαν να μην απασχολεί καν την καθημερινότητά του. 

Αντιθέτως, η ερωτική διέγερση αφορά όλες τις αλλαγές που συντελούνται μετέπειτα, σε σωματικό, γνωσιακό και συναισθηματικό επίπεδο, για να προετοιμάσουν το άτομο για σεξουαλική δραστηριότητα.

Στον άντρα αναφέρονται κυρίως στη στυτική λειτουργία και στη γυναίκα στην αγγειοδιαστολή και εφύγρανση του κόλπου κλπ. Οι δυσκολίες στην ερωτική διέγερση συνοδεύονται κυρίως από πρόωρο τερματισμό ή μη ολοκλήρωση της ερωτικής πράξης. Σε αυτή την περίπτωση όμως, η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι το άτομο έχει αρχικά προσεγγίσει την ερωτική επαφή με επιθυμία, δεν είναι όμως σε θέση να διατηρήσει το επίπεδο της διέγερσής του και να την ολοκληρώσει.  





Υποτονική Ερωτική Επιθυμία

Παρά την ποικιλομορφία που υφίσταται κατά άτομο και περίσταση, αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι ο μέσος όρος των ατόμων νιώθει συχνά ερωτική επιθυμία και αναζητά κατάλληλες περιστάσεις για τη σεξουαλική του έκφραση.

Αντιθέτως, άτομα που βιώνουν, συχνά και επαναλαμβανόμενα, μειωμένο ενδιαφέρον για σεξουαλική δραστηριότητα, και δηλώνουν επίσης και την απουσία σεξουαλικών φαντασιώσεων, φαίνεται να συγκεντρώνουν πολλά από τα χαρακτηριστικά της κατάστασης που χαρακτηρίζεται ως Διαταραχή Υποτονικής Ερωτικής Επιθυμίας (Hypoactive Sexual Desire Disorder). Πολλοί άλλοι όροι, επιστημονικοί ή μη, έχουν επίσης χρησιμοποιηθεί για την περιγραφή της Υποτονικής Ερωτικής Επιθυμίας, π.χ. Ανεσταλμένη Ερωτική Επιθυμία, Ψυχρότητα, Ανικανότητα κλπ.
Οι όροι αυτοί όμως είναι γενικοί, ανακριβείς και δύσκολα χρησιμεύουν στην περιγραφή των πολύπλευρων και πολύπλοκων αυτών συναισθηματικών καταστάσεων.


Παράλληλα, τίθενται και άλλα σημαντικά ερωτήματα αξιολόγησης: η Υποτονική Ερωτική Επιθυμία χαρακτηρίζει το άτομο από την αρχή της σεξουαλικής του δραστηριότητας (πρωτογενής) ή εκδηλώθηκε αργότερα, μετά από μια περίοδο φυσιολογικής ερωτικής ζωής (δευτερογενής); Είναι μια κατάσταση χρόνια ή προέκυψε πρόσφατα; Είναι επίσης μια γενικευμένη κατάσταση, εκδηλώνεται δηλαδή με όλους τους ερωτικούς συντρόφους, σε όλες τις περιστάσεις και σε όλες τις σεξουαλικές δραστηριότητές του, ή περιστασιακή, περιορίζεται δηλαδή περισσότερο σε συγκεκριμένο ερωτικό σύντροφο, σεξουαλικές πρακτικές ή περιστάσεις;

Ας παρατηρήσουμε όμως την εκδήλωση της Υποτονικής Ερωτικής Επιθυμίας στη συμπεριφορά, το συναίσθημα και τη γνωσιακή κατάσταση του ατόμου και τα δεδομένα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως έγκυρα κριτήρια αξιολόγησης σε κάθε περίπτωση.



Συμπεριφορά


Η πιο συχνή παρατήρηση εδώ αναφέρεται στη συχνότητα των ερωτικών επαφών του ατόμου. Μπορεί όμως η συχνότητα των ερωτικών επαφών να αποτελέσει έγκυρο κριτήριο αξιολόγησης; Αν ένα άτομο έχει συχνά ερωτικές επαφές, έχει πράγματι φυσιολογική ερωτική επιθυμία; Μέχρι πρόσφατα, το επίσημο διαγνωστικό εγχειρίδιο ψυχιατρικής όριζε ότι ένα άτομο εμφανίζει Υποτονική Ερωτική Επιθυμία αν η συνολική συχνότητα της εν γένει σεξουαλικής του συμπεριφοράς έχει υπάρξει δύο φορές το μήνα ή λιγότερο κατά τη διάρκεια του τελευταίου εξαμήνου.

Το κριτήριο αυτό όμως δεν είναι πλέον αποδεκτό καθώς απαιτείται μια συνολικότερη εκτίμηση της ζωής του ατόμου, που λαμβάνει υπόψη πολλούς άλλους παράγοντες, όπως τη δυσαρέσκεια που βιώνει το ίδιο το άτομο, την επίδραση του προβλήματος σε άλλους τομείς της ζωής του κλπ.


Παράλληλα, σε πολλές περιπτώσεις άτομα με χαμηλή ερωτική διάθεση δηλώνουν υψηλή συχνότητα ερωτικών επαφών σε ανταπόκριση όμως πάντα των απαιτήσεων του ερωτικού τους συντρόφου. Τα άτομα αυτά έχουν συχνές σεξουαλικές επαφές, αλλά δεν έχουν ένα πραγματικό ενδιαφέρον ή επιθυμία για σεξουαλική δραστηριότητα και «υποκρίνονται» ή συμμετέχουν από υποχρέωση ή καταναγκασμό στη σεξουαλική πράξη.

Η επιθυμία για αυνανισμό έχει επίσης χρησιμοποιηθεί ως κριτήριο αξιολόγησης της Υποτονικής Ερωτικής Επιθυμίας. Και εκεί όμως οι ενδείξεις είναι συγκεχυμένες καθώς το άτομο μπορεί να έχει «αποσυρθεί» και από αυτή τη δραστηριότητα λόγω απογοήτευσης, δυσαρέσκειας ή και απουσίας κατάλληλου ερεθίσματος. 
Γνωσιακή κατάσταση 


Οι ερωτικές φαντασιώσεις του ατόμου αναφέρονται συχνά ως έγκυρο κριτήριο αξιολόγησης. Πολλά άτομα με Υποτονική Ερωτική Επιθυμία δηλώνουν ότι σπάνια έχουν σεξουαλικές φαντασιώσεις. Επίσης περιγράφουν ότι φαντασιώνουν πολύ λιγότερο σχετικά με προηγούμενη σεξουαλική τους δραστηριότητα, κατά τη διάρκεια των προκαταρκτικών σταδίων, της ερωτικής πράξης, του αυνανισμού ή και γενικότερα κατά τη διάρκεια της καθημερινότητάς τους.

Τα δύο φύλα επίσης σημειώνουν σημαντικές διαφορές σχετικά με τη συχνότητα και το περιεχόμενο των σεξουαλικών τους φαντασιώσεων. Οι άντρες φαίνεται να φαντασιώνουν πιο συχνά και να έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για σεξουαλική ποικιλομορφία από ό, τι οι γυναίκες. Συγκριτικά με τις γυναίκες  προτιμούν φαντασιώσεις που εμπεριέχουν ποικιλομορφία ερωτικών συντρόφων (π.χ. συμμετοχή σε όργια, σεξουαλική επαφή με δύο ή περισσότερους συντρόφους κλπ.), επιβολή, κυριαρχία κλπ.
Συναίσθημα


Άτομα με Υποτονική Ερωτική Επιθυμία μπορεί να βιώνουν τις ακόλουθες συναισθηματικές καταστάσεις:

Ψυχική αταραξία ή ουδετερότητα

Η διάθεση απέναντι στο σεξ δεν είναι ούτε θετική ούτε αρνητική, είναι ουδέτερη. Σε πολλές περιπτώσεις δεν συνειδητοποιούν τη δυσκολία που αντιμετωπίζουν και δεν αναζητούν βοήθεια από ειδικό. 

Αρνητικές συναισθηματικές διακυμάνσεις

Οι αρνητικές συναισθηματικές διακυμάνσεις βιώνονται ως αποτέλεσμα της χαμηλής ερωτικής επιθυμίας και της μη ικανοποιητικής ερωτικής ζωής. Νιώθουν ενοχές ή κατάθλιψη και δεν γνωρίζουν τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να επιφέρουν μια αλλαγή στην ερωτική τους ζωή. Νιώθουν επίσης συχνά διαφορά ερωτικής επιθυμίας σε σχέση με το σύντροφό τους (δεν είναι λίγες οι φορές που συναντάμε ζευγάρια στα οποία ο ένας σύντροφος περιφράφει ότι «δεν κάνουν ποτέ σεξ», ενώ ο άλλος ότι «κάνουν σεξ συνεχώς»).

Η πίεση λόγω κοινωνικών προσδοκιών είναι επίσης πολύ έντονη σχετικά με το τι είναι «φυσιολογικό» και τι «αναμένεται» από μια ικανοποιητική ερωτική ζωή.
Φόβος & αποφυγή


Στην περίπτωση αυτή η χαμηλή ερωτική επιθυμία συνοδεύεται από φόβο και αποφυγή της ερωτικής επαφής. Όταν μάλιστα η αποφυγή συνοδεύεται και από έντονη αποστροφή σχετικά με την επαφή των γεννητικών οργάνων και τη σεξουαλική πράξη τότε μπορεί να γίνεται λόγος και για τη Διαταραχή Σεξουαλικής Aποστροφής.

Συμπερασματικά, για μια επαρκή εκτίμηση και αξιολόγηση απαιτείται συνολική και πολύπλευρη εκτίμηση πολλών παραμέτρων της προσωπικότητας του ατόμου, της ζωής του γενικότερα, με κύρια σημεία παρατήρησης τη συμπεριφορά, τη συναισθηματική και γνωστική κατάστασή του. Η αναφορά σε μια μόνο πηγή πληροφόρησης μπορεί να είναι αποπροσανατολιστική.


Αίτια 

Η βασικότερη δυσκολία στην αξιολόγηση της αιτιότητας ενός σεξουαλικού προβλήματος έγκειται συνήθως στο γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι νιώθουν και μιλούν για το σεξ σαν να πρόκειται για κάτι «διαφορετικό» ή «άσχετο» με την υπόλοιπη ζωή τους.

Πιστεύουν ότι μπορεί όλα να είναι καλά, αλλά ότι μόνο στο σεξ «δεν τα πηγαίνουν καλά», σαν το ένα να μην συνδέεται με το άλλο, η καθημερινή ζωή με τη σεξουαλική τους συμπεριφορά. Ο «σεξουαλικός εαυτός» όμως και η σεξουαλική ζωή αποτελούν μια ενιαία αίσθηση και εικόνα του εαυτού, μια συνέχεια και έναν καθρέφτη του όλου ψυχισμού και της καθημερινότητάς μας. Το «ποιοι είμαστε και τι κάνουμε» αντανακλάται άμεσα στην ερωτική μας ζωή, και αντίστροφα βέβαια. Οι ενεργητικοί και δημιουργικοί άνθρωποι είναι συχνά και πολύ ερωτικοί άνθρωποι! Οι δυσκολίες όμως αυτές δεν βοηθούν στο να αντιλαμβανόμαστε εύκολα σε συναισθηματικό επίπεδο τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε κατά την ερωτική επαφή.
Παράλληλα, το σεξ αποκαλύπτει και πολλές «κρυφές» πλευρές του εαυτού μας που ίσως σε άλλους τομείς της ζωής μας να καταφέρνουμε να τους «κρύβουμε» επιτυχώς. Δεν είναι τυχαίο ότι λέγεται συχνά ότι από το σεξ «κανείς δεν κρύβεται», οποιοδήποτε ασυνείδητο ή καλά απωθημένο κομμάτι του ψυχισμού μας τότε αποκαλύπτεται, σχεδόν απροκάλυπτα: η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας, ο τρόπος με τον οποίο αισθανόμαστε για το σώμα μας, η αυτοπεποίθηση που έχουμε, πόσο επιθυμητοί νιώθουμε αλλά και το πώς σχετιζόμαστε με τους άλλους.
Ας δούμε όμως ποιες απόκρυφες πλευρές του εαυτού μας μπορεί να εκδηλώνονται κατά τη διάρκεια της ερωτικής επαφής:
Ενδοψυχικές συγκρούσεις


Η σύγκρουση ανάμεσα στην επιθυμία να απολαύσουμε το σεξ και τον ασυνείδητο φόβο να το κάνουμε αυτό μήπως πληγωθούμε, εκτεθούμε ή «τιμωρηθούμε» για τις «κακές» πλευρές του εαυτού μας επηρεάζει άμεσα την επιθυμία και τη συμπεριφορά μας κατά τη σεξουαλική επαφή. Πολλές ηθικές και θρησκευτικές αξίες μπορεί επίσης να επιφέρουν ιδιαίτερα συγκρουσιακά συναισθήματα.

Άγχος για σωματική επαφή & οικειότητα


Η σεξουαλικότητα αναπτύσσεται πολύ νωρίς, σχεδόν από βρεφική ηλικία, από τον τρόπο που γνωρίζουμε το σώμα μας από το άγγιγμα των γονιών μας, τον τρόπο που αντιδρούμε και αντιδρούν και οι άλλοι γύρω μας, από τον τρόπο που μας μιλούν, μας χαϊδεύουν και ασχολούνται μαζί μας. Πολλοί άνθρωποι, όμως, δεν έχουν βιώσει μια τέτοια σχέση εγγύτητας και δυσκολεύονται να δημιουργήσουν αντίστοιχες σχέσεις κατά την ενήλικη ζωή τους. Το σώμα τους λειτουργεί ως ένα είδος ψυχικής θωράκισης που δεν πλησιάζεται, δεν προσεγγίζεται και, κυρίως, δεν επιθυμεί να έρθει σε επαφή με κανέναν.

Ενοχή


Η ενοχή μπορεί να μην «επιτρέπει» να απολαύσουμε την ερωτική ζωή και να «διακόπτει» ανολοκλήρωτα κάθε δυνατότητα απόλαυσης και ικανοποίησης. Αναστέλλονται οι επιθυμίες αλλά και η ερωτική μας διάθεση τιμωρώντας τον εαυτό μας για τις απεχθείς επιθυμίες του.

Ντροπή 


Το σεξ σηματοδοτεί συχνά μια αίσθηση εγγύτητας και οικειότητας στην οποία ο σύντροφός μας μπορεί να πλησιάσει πλευρές του εαυτού μας που θεωρούμε απεχθείς και θέλουμε να «κρύψουμε». Η έλλειψη ερωτικής διάθεσης σηματοδοτεί συχνά μια αίσθηση απομόνωσης και απόσυρσης προκειμένου να αποφευχθεί μια τέτοια έκθεση του εαυτού μας. 
Σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να υπάρχει ένας ασυνείδητος φόβος ομοφυλοφιλικών ή άλλων μη αποδεκτών επιθυμιών. Παράλληλα, με την έξαρση της ερωτικής διέγερσης μπορεί να φοβόμαστε ότι θα ξεσπάσει ανεξέλεγκτα και μια καταπιεσμένη βιαιότητα που έχουμε από καιρό απωθήσει.

Ζήτημα σχέσης/ ερωτικού συντρόφου


Όταν υπάρχει ερωτική διάθεση, αλλά όχι ειδικά με το σύντροφό μας, τότε βέβαια το πρόβλημα έγκειται στη σχέση μας μαζί του. Μπορεί κάτι να μας μπερδεύει στη συμπεριφορά του και να μην μας αφήνει να εκφραστούμε ή να έχουμε αρχίσει να απογοητευόμαστε και να θυμώνουμε μαζί του αλλά δεν το συνειδητοποιούμε. Σημαντικό είναι βέβαια εδώ και το θέμα της «πλήξης» των μακροχρόνιων σχέσεων στις οποίες το ερωτικό ενδιαφέρον σε ατομικό επίπεδο παραμένει ζωντανό, αποτυγχάνει όμως να εκφραστεί με το συγκεκριμένο σύντροφο. Οι δύο σύντροφοι επίσης μπορεί να έχουν διαφορά ερωτικής επιθυμίας και ο ένας να ζητά συχνότερα από τον άλλον ερωτική επαφή. Μια τέτοια δυναμική μπορεί να οδηγήσει μακροχρόνια σε κατάσταση παρεξήγησης, απογοήτευσης και αποφυγής. Πολλές παρανοϊκές ιδέες αρχίζουν να επικρατούν σχετικά με το «γιατί δεν με θέλει τόσο πολύ», ή «πόσες άλλες ερωτικές περιπέτειες έχει για να χορτάσει την ερωτική του επιθυμία». Οι παρεξηγήσεις αυτές οδηγούν μακροχρόνια σε συναισθηματική απομάκρυνση του ζευγαριού και υποτονική ερωτική διάθεση.

Αλλαγή ρόλων


Η συμβίωση, ο γάμος, η απόκτηση παιδιών και η δημιουργία οικογένειας δημιουργούν ριζικές αλλαγές στους ρόλους των δύο συντρόφων και στην «εικόνα» που έχει ο ένας για τον άλλον αλλά και ο καθένας για τον εαυτό του. Δεν είναι λίγες οι φορές που η γυναίκα αλλά και ο άντρας δεν βλέπουν πια τον εαυτό τους ως ερωτικό σύντροφο αλλά μόνο ως γονιό ή αρχίζουν να βλέπουν στην εικόνα του συντρόφου τους ρόλους από την πατρική οικογένεια που πάντα τους ενοχλούσαν. Η ανάπτυξη αυτής της  δυναμικής αποτελεί βάση για χρόνιες παρεξηγήσεις και μπορεί να οδηγήσει μακροπρόθεσμα στην ερωτική απομάκρυνση των δύο συντρόφων.

Κόπωση & εξαντλητικοί ρυθμοί 


Η κόπωση και οι εξοντωτικοί ρυθμοί ζωής δεν λειτουργούν συνεργατικά στην ερωτική διάθεση του ζευγαριού. Το ζευγάρι μπορεί να νιώθει κυριολεκτικά εξαντλημένο και ? όταν πλησιάζει στο κρεβάτι να επιθυμεί απλά να κοιμηθεί για να ξεκουραστεί και να αναπληρώσει τις δυνάμεις του.

Ύπαρξη ψυχικής διαταραχής


Η συναισθηματική διάθεση επηρεάζει άμεσα την επιθυμία για ερωτική επαφή. Είναι ευνόητο ότι και η ύπαρξη οποιασδήποτε άλλης ψυχικής διαταραχής που επηρεάζει την ψυχική υγεία, θα επηρεάζει άμεσα και την επιθυμία για ερωτική επαφή. Στη διαταραχή της κατάθλιψης, για παράδειγμα, το άτομο βιώνει μια έντονη αίσθηση αυτολύπησης και υποτίμησης του εαυτού του. Τα συναισθήματα αυτά βιώνονται έντονα και απομυζούν την ενέργεια και τη διάθεσή του για οποιαδήποτε δραστηριότητα. Πολλά φάρμακα αντικαταθλιπτικής αγωγής προκαλούν επίσης αναχαίτιση της ερωτικής ορμής και διέγερσης (δυσκολεύοντας τις γυναίκες να φτάσουν σε οργασμό και τους άντρες να διατηρήσουν τη στύση τους) για όσο καιρό λαμβάνονται. Έτσι προκύπτει το παράδοξο η αντικαταθλιπτική αγωγή να αποτελεί το δεύτερο πιο συχνό αίτιο αναχαίτισης της ερωτικής επιθυμίας.

Τα όρια


Το σεξ μπορεί να συνδέεται με το φόβο απώλειας του εαυτού. Το φόβο ότι ο σύντροφός μας θα μας πλησιάσει τόσο πολύ, θα έρθει τόσο κοντά και οικεία σε εμάς, που θα μας διαπεράσει και θα χαθούν τα όριά μας. Ο φόβος αυτός προκαλεί έντονο άγχος και επηρεάζει τη συναισθηματική διάθεση κατά τη σεξουαλική επαφή. Επικρατεί η αίσθηση της «διάλυσης» και της μη δυνατότητας οριοθέτησης.

Η αυτοεκτίμηση


Η αυτοεκτίμηση αποτελεί το πιο βασικό «συστατικό» του σεξ! Χρειάζεται να αγαπάμε, να εκτιμάμε και να θέλουμε να φροντίσουμε τον εαυτό μας για να επιθυμήσουμε να του προσφέρουμε και τις απολαύσεις του σεξ. Παράλληλα, χρειαζόμαστε και μια καλή εικόνα του εαυτού μας για να ανοιχτούμε και να αφήσουμε τον ερωτικό μας σύντροφο να μας γνωρίσει από κοντά. Τέλος, αν έχουμε μεγαλώσει με αρχές που υποδηλώνουν ότι το σεξ είναι κάτι «βρώμικο» και «κακό», μπορεί επίσης να φοβόμαστε ότι μέσω του σεξ θα χάσουμε την αυτοεκτίμησή μας.



Υπέρμετρη Ερωτική Επιθυμία

Η μέχρι τώρα αναφορά μας έγκειτο σε περιπτώσεις εκδήλωσης υποτονικής ερωτικής επιθυμίας, δεν αναφερθήκαμε όμως καθόλου στις περιπτώσεις που κείτονται στο άλλο άκρο, την εκδήλωση υπέρμετρης ερωτικής επιθυμίας. Οι περιπτώσεις αυτές έχουν κατά καιρούς περιγραφεί με πολλούς διαφορετικούς όρους, όπως σεξουαλικός εθισμός, σεξουαλικός ψυχαναγκασμός, νυμφομανία κλπ. Είναι γεγονός όμως ότι δεν έχουν μελετηθεί διεξοδικά και έχουν αποτελέσει περισσότερο στόχο περιέργειας παρά διεξοδικής επιστημονικής έρευνας και μελέτης. Συνήθως πάντως οι περιπτώσεις αυτές αναγνωρίζονται ως περιπτώσεις εκδήλωσης ψυχαναγκαστικής διαταραχής, ανάγκης δηλαδή του ατόμου να έχει «διαρκώς» σεξουαλική επαφή προκειμένου να αποφύγει άλλα δυσάρεστα και επώδυνα συναισθήματα που ασυνείδητα τον απασχολούν.

Τέλος, σε κάθε περίπτωση διαταραχής της ερωτικής επιθυμίας είναι σημαντικό να αποκλείονται οι πιθανότητες οργανικής αιτιότητας έτσι ώστε το «τοπίο» να παραμένει ξεκάθαρο για την ψυχολογική εκτίμηση. Πιο συχνά οργανικά αίτια διαταραχής της ερωτικής επιθυμίας μπορεί να είναι τα χρόνια νοσήματα και οι ενδοκρινοπάθειες (νόσος του Άντισον, Νόσος του Κάσιγκ, νόσοι του θυροειδούς, ακρομεγαλία), η λήψη φαρμάκων που αναχαιτίζουν την ερωτική ορμή, ο χρόνιος υποσιτισμός, οι τραυματισμοί του νωτιαίου μυελού, ο διαβήτης, η μαστεκτομή, η αρθρίτιδα, οι χειρουργικές επεμβάσεις στα γεννητικά όργανα, τα καρδιαγγειακά νοσήματα, η τύφλωση και η βαρηκοϊα.


Αντιμετώπιση 

Η αντιμετώπιση των διαταραχών της ερωτικής επιθυμίας απαιτεί αρχικά μια εκτεταμένη και εις βάθος διαγνωστική εκτίμηση προκειμένου να εντοπιστούν οι πραγματικές διαστάσεις και η συναισθηματική δυναμική του προβλήματος. Η αξιολόγηση της αιτιότητας υποδεικνύει και την ενδεικνυόμενη οδό αντιμετώπισης.
Εάν η δυσκολία εντοπίζεται στη σχέση του ζευγαριού, η έμφαση της θεραπείας δίνεται στη σχέση του ζευγαριού και στη δυναμική αλληλεπίδρασής τους. Συχνά, σε αυτές τις περιπτώσεις, προτείνεται η ψυχοθεραπεία ζεύγους.

Εάν οι δυσκολίες έγκειται περισσότερο σε ατομικό επίπεδο και ο ένας ή και οι δύο σύντροφοι φαίνεται να αντιμετωπίζουν αρκετές συναισθηματικές συγκρούσεις που τους δυσκολεύουν να απολαύσουν τη σεξουαλική επαφή, τότε συνήθως προτείνεται ατομική ψυχοθεραπεία. Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό να καταστεί σαφές ότι η ερωτική επιθυμία αποτελεί κάτι «φυσικό», μια αναμενόμενη πηγή δημιουργικότητας και ανάπτυξης του ανθρώπου. Σε μια ψυχοθεραπεία δεν προσπαθούμε σε καμία περίπτωση να «εμφυσήσουμε» ερωτική επιθυμία στο άτομο γιατί απλά αυτή ήδη ενυπάρχει αλλά δεν μπορεί να εκφραστεί. Προσπαθούμε απλά να διαπιστώσουμε τα σημεία στα οποία η έκφρασή της για διάφορους λόγους έχει ανασταλεί, για να μπορέσει το άτομο να εξελιχθεί και να απολαύσει περαιτέρω την ερωτική του ζωή.



Ειρήνη Τζελέπη
Συμβουλευτική Ψυχολόγος 
 Ψυχοθεραπεύτρια, 
Pg.Dipl., MSc., 
City University, Λονδίνο,

Pages