Δεν μου το είπε ακριβώς έτσι, αλλά ευθέως το υπονόησε, στην χθεσινή μας συνεδρία:
«Δεν αντέχω άλλο… Περιμένω να πεθάνουν οι γονείς μου, μήπως έτσι επιτέλους ελευθερωθώ!...».
Κι εγώ δεν της το είπα έτσι, αλλά το σκέφτηκα:
«Αν δεν σκοτώσεις -συμβολικά- πρώτη την μάνα σου, θα σε σκοτώσει αυτή. Μάταια θα περιμένεις να πεθάνει για να ζήσεις.
‘Άλλωστε πόσο αφορά έναν νεκρό ο θάνατος κάποιου άλλου; Τι επίδραση μπορεί να έχει σ’ αυτόν ένας άλλος θάνατος;
Αν δεν πεις ένα ηχηρό εσωτερικό «όχι!» στον δράκο της συνεξάρτησής σου από την μητέρα σου, αυτός θα σου κατατρώγει τα σπλάχνα. Θα τρέφεται απ’ αυτά και θα παίρνει δύναμη μέσα σου.
Θα υπονομεύει κάθε επιθυμία σου για αυτοπραγμάτωση, κάθε υγιή ανάγκη σου για αυτοδιάθεση και αυθεντική προσφορά στους άλλους. Αν χρησιμοποιείς τους υπερπροστατευτικούς, ανεπαρκείς, η ακόμα και κακοποιητικούς σου γονείς σαν πάτημα για να μην κοιτάξεις κατάματα τον βαθύ σου φόβο ψυχικά να μεγαλώσεις, άθελά σου θα συμβάλλεις όλο και περισσότερο στο γιγάντεμα της υπαρξιακής σου αγωνίας.
Ενόσω οι υπαρξιακές σου εκκρεμότητες θα συσσωρεύονται στην ψυχή σου, εσύ θα μεγαλώνεις ηλικιακά, και οι πιθανότητες να αποτινάξεις τους εσωτερικούς σου ζυγούς –και ενεργειακά μιλώντας- θα λιγοστεύουν.
Κι εσύ, με πρόσχημα την καλοσύνη σου και την ηθικά νομιμοποιημένη απόδοση τιμής στους γονείς σου, ολοένα και περισσότερο θα υπεκφεύγεις τις εκκρεμότητες, αφήνοντάς τες να ζουν πάντα μέσα σου σαν ανέγγιχτα από την αυθεντική σου σχέση μαζί τους φαντάσματα.
Αν δεν αντιμετωπίσεις τα εντός σου φαντάσματα, πραγματικά στο λέω, δεν θα ελευθερωθείς, αλλά ούτε και τους γονείς σου που πονάνε από τα δικά τους, θα τους ελευθερώσεις…».